Πόσο να προλάβεις να χαρείς, πόσο να χαμογελάσεις και πόσο να
δακρύσεις μέσα σε 30 μόλις, αγιάτρευτες ημέρες;
Το Dallas Buyers Club δεν είναι η ταινία που θα προσπαθήσει να σε τσακίσει. Ούτε
θα παλέψει για να σε βγάλει από τον μαγικό και ονειρεμένο κόσμο στον οποίο θέλεις
να ανήκεις, θα σου χαρίσει όμως απλόχερα λίγο από το δράμα που κουβάλησε στα
σωθικά του ο πρωταγωνιστής της. Ένας άνθρωπος που έζησε τα πιο δύσκολα χρόνια του
στα ελπιδοφόρα ’80 μιας σκονισμένης Αμερικής, μιας χώρας που θέλησε να καλπάσει
προς την επαναστατική ενότητα, κατάφερε όμως τελικά να διαχωρίσει τους πολίτες
της σε μερικές δεκάδες κατηγορίες. Ο Ron Woodroof καλείται να αντιμετωπίσει την
εσωτερική φθορά του σώματός του όταν οι γιατροί τού ανακοινώνουν ότι πάσχει από
Aids, δίνοντάς του 30
ημέρες (ανέλπιδης) ζωής. Καλείται έτσι να αναθεωρήσει τις σκέψεις και τις
προτεραιότητές του, αποδεχόμενος τον επικείμενο θάνατο που έρχεται χωρίς να τον
ρωτήσει. Κάπως πρέπει να πεθάνουμε όλοι, είναι αλήθεια, η βαρβαρότητα όμως της
γνώσης είναι που μπορεί να σε γονατίσει, μπορεί να κάμψει την αξιοπρέπεια του
φινάλε σου, χωρίς να σε λυπάται ούτε για μια στιγμή.
Η ταινία του Vallée δεν είναι ένα δράμα που θέλει να σε
κάνει να δακρύσεις από κάποιον ψεύτικο μελοδραματισμό, γι’ αυτό και δεν το
προσπαθεί, τουλάχιστον όχι εξόφθαλμα. Αντίθετα είναι μια ταινία που μέσα από
την ψυχολογική κατάσταση του ήρωά της, θα προσπαθήσει να σε κάνει να ελπίσεις,
όχι σε κάποιον θαυματουργό θεό που θα εξαφανίσει όσα σε σκοτώνουν καθημερινά,
αλλά σε έναν περήφανο εγωισμό που θα κρατήσει ζωντανή τη λαχτάρα του να ζήσεις,
έστω μια μέρα παραπάνω. Μια λαχτάρα που μετατρέπεται σε πείσμα και θυμό,
δίνοντας μια άνιση μάχη με τον χρόνο, τη στιγμή που όλοι θα στοιχημάτιζαν ότι θα πέσεις κάτω από τον
πρώτο κιόλας γύρο. Τη στιγμή που τα συμφέροντα των αδίστακτων εταιριών και των άψυχων
φαρμακοβιομηχανιών συγκρούονται υπογείως με την ζωή που εξατμίζεται στην
ατμόσφαιρα και την ελπίδα που χάνεται χωρίς επιστροφή. Την ίδια ελπίδα που
καμιά φορά τη βρίσκεις σε τιμή ευκαιρίας, αρκεί να τους πιστέψεις και να κλείσεις
τα μάτια σου - για πάντα.
Η ιστορία του Woodroof είναι αρχέτυπα παραδειγματική. Ένας εγωκεντρικός
καουμπόης από το Dallas του Texas (τόπος στον οποίο δολοφονήθηκε ο πρόεδρος Κένεντι – αν αυτό
έχει κάποια σημασία) που από την μία αρνήθηκε την παθητική αποδοχή της
κατάστασής του, όπλισε τον εγωισμό του και αμφισβήτησε τις προβλέψεις των
γιατρών (βγαίνοντας δικαιωμένος αφού οι 30
ημέρες πήραν παράταση μερικών ακόμα χρόνων) και από την άλλη έκαμψε τις
αναστολές του και συνεργάστηκε με μια περήφανη (και επίσης νοσούσα) τραβεστί,
στο πρόσωπο της οποίας αναγνώρισε έναν ψυχικό σύμμαχο. Οι αρρώστιες μπορεί να
σκοτώνουν τους ανθρώπους αλλά πριν το κάνουν τους φέρνουν πιο κοντά, έτσι οι
δυο τους ίδρυσαν την διάσημη λέσχη εναλλακτικής φαρμακευτικής του τίτλου, μια
λέσχη που ενόχλησε και πολεμήθηκε από τα τέρατα, χαρίζοντας χαμόγελα και δάκρυα
σε εκείνους που τα είχαν περισσότερο ανάγκη. Κατάφεραν έτσι να χαρίσουν περισσότερο
ζωή, αμφισβητώντας το ίδιο το σύστημα, σε μια κοινωνία που έχει μάθει να
συστηματοποιεί τα πάντα για να μπορεί να προοδεύει, έχει μάθει να εξετάζει, να
ελέγχει και να πιστοποιεί προτού μπορέσει να εγκρίνει και να νομιμοποιήσει.
Ακόμα και αν ο Vallée μοιάζει συγκρατημένος στον τρόπο που
κινηματογραφεί, η αλήθεια δεν μπορεί παρά να ξεπροβάλει μέσα από την ίδια την ιστορία.
Μια αλήθεια που θέλει τη ζωή να την ευχαριστιέσαι όπως είναι (και ας κοιτάζεις
στα κρυφά τους διπλανούς σου και λίγο τους ζηλεύεις), να την ζεις όπως ακριβώς
σου αρέσει (και όχι όπως σου προτείνουν) και να την χαίρεσαι με το καουμπόικο
καπέλο σου πάντα φορεμένο. Γιατί ξέρεις, όσα σε μεγάλωσαν και όσα με τον καιρό
σε έχουν διαμορφώσει δεν μπορούνε να χαθούν, όσες αρρώστιες και αν χτυπήσουν το
θνητό κορμί σου, όσες στιγμές και αν σου είπαν ότι χάθηκαν και εσύ ακόμα
επιμένεις να τις ζήσεις.
Chris Zafeiriadis