Μια άγνωστη και ανώνυμη πόλη που σείεται συθέμελα, ένα
κομμάτι του βιομηχανοποιημένου πολιτισμού το οποίο μολύνεται από τη
ραδιενέργεια και μετατρέπει τους πολίτες σε νεκροζώντανα όντα. Πλάσματα που
προσπαθούν να επιβιώσουν μεταξύ ζωής και θανάτου περιφέρονται στο αστικό τοπίο
αναζητώντας την ανθρώπινη σάρκα, με σκοπό να κατασπαράξουν ό,τι ανθρώπινο έχει
μείνει να αναπνέει και να επιβιώνει μέσα σε ένα τόπο που μοιάζει με τσιμεντένια
ζούγκλα. Έναν τόπο όπου οι κάτοικοι ζούνε και συμπεριφέρονται σαν τις μηχανές.
Η ταινία του Umberto Lenzi είναι ένα απολαυστικό
κινηματογραφικό αιματοκύλισμα, το οποίο εξαπλώνεται με μορφή επιδημίας που
ξεσπά όταν ένα αγνώστου ταυτότητος στρατιωτικό αεροσκάφος προσγειώνεται σε ένα
πολιτικό αεροδρόμιο και από μέσα του ξεχύνεται ο θάνατος. Οι επιβάτες του έχουν
μολυνθεί ραδιενεργά από άγνωστες αιτίες και ορμάνε με θυμό στους ανυποψίαστους
πολίτες, με τις δυνάμεις του στρατού ανίκανες να αμυνθούν. Η αρρώστια
εξαπλώνεται σε ολόκληρη την πόλη κι ένα όργιο δολοφονιών, αιματοχυσίας και
κατακρεουργημένης ανθρώπινης σάρκας παρουσιάζεται στην οθόνη.
Η προσέγγιση του Lenzi είναι διασκεδαστική και ταυτόχρονα
εξωφρενική. Οι μολυσμένοι πολίτες (τους οποίους ο ίδιος ο σκηνοθέτης δεν θεωρεί
ζωντανούς-νεκρούς), άλλοι καμένοι και άλλοι παραμορφωμένοι από την
ραδιενέργεια, διακατέχονται από μια ακατάπαυστη οργή. Χωρίς να διαθέτουν τα
βραδυκίνητα χαρακτηριστικά γνωρίσματα των νεκροζώντανων, ας πούμε, του Romero,
κινούνται σε γρήγορες ταχύτητες (θυμίζοντας τους μολυσμένους κατοίκους του
Λονδίνου του Danny Boyle στο «28 Μέρες Μετά») και επιτίθενται, μεταδίδοντας τη
μόλυνση. Επιτίθενται όχι μόνο με τα νύχια και τα δόντια τους, αλλά με ρόπαλα,
όπλα και λοστούς, κυρίως όμως με τσεκούρια και μαχαίρια, μιας και η αιχμή τους
είναι και η πιο αποτελεσματική λύση για να ανοίξει το σώμα και να ξεχυθεί από
μέσα το αίμα που τόσο λαχταρούν για να τους ξεδιψάσει.
Οι μολυσμένοι, (διε)φθαρμένοι σωματικά και πνευματικά,
μανιακοί (Crazies;) πραγματοποιούν μαζική επίθεση αρχικά σε ένα τηλεοπτικό
σταθμό (άγνωστο πως έφτασαν εκεί), κομματιάζοντας κυριολεκτικά ένα γυναικείο
χορευτικό σχήμα και το συνεργείο που το κινηματογραφεί, ενώ στη συνέχεια
ξεσπάνε τη μανία τους σε ένα νοσοκομείο. Τα πτώματα γεμίζουν τα κτήρια που
περιμένουν καρτερικά να ερημώσουν, ενώ από τη μανία της επιδημίας δεν γλυτώνει
ούτε ο εγκαταλελειμμένος από τους πιστούς οίκος του Θεού. Ο Lenzi φαίνεται να
το διασκεδάζει περισσότερο από όλους. Αδιαφορεί για τους πρωταγωνιστικούς
χαρακτήρες και τους αναπτύσσει ελάχιστα, αφού ο πρωταρχικός του στόχος φαίνεται
να είναι ο παραλογισμός, η ακόρεστη βία και το σοκ που προκαλούν στο θεατή τα
σφαγιασμένα πτώματα, τα ακρωτηριασμένα μάτια και η σήψη στα πρόσωπα των
θυμάτων. Καταφέρνει με αυτό τον τρόπο να κατασκευάσει μια αιματοβαμμένη ταινία
αφιερωμένη στη φρίκη του βίαιου θανάτου, ολοκληρώνοντάς την ονειρικά με τον
τρόμο ενός ατέλειωτου εφιάλτη να πλανάται στην οθόνη.
Chris Zafeiriadis