Κάνε μια βόλτα γύρω σου και κοίτα τους ανθρώπους. Εκείνους
που στέκονται ακίνητοι σαν να ‘ναι πετρωμένοι, αγάλματα που έχασαν τον δρόμο
τους, χωρίς να ξέρουν πώς να πορευτούν μέσα σε έναν κόσμο που έχει μάθει να
εκθέτει πρώτα την αξία της εμφάνισης και έπειτα την ουσία της ύπαρξής μας.
Ανθρώπινες εικόνες που απολαμβάνουν την ακινησία τους και δεν σηκώνουν ούτε το
βλέμμα τους για να σε δούνε. Κοίτα επίσης εκείνους που δεν μένουν αδρανείς και
καταφέρνουν με μεγάλη ευκολία να κινούνται, περιφέρονται όμως σαν τους χαμένους
που ψάχνουν από κάτι να πιαστούν, σαν να μην έχουν συγκεκριμένες οδηγίες.
Αυτούς που μοιάζουν να έχασαν το τελευταίο τους checkpoint για μια ζωή γεμάτη
συγκινήσεις.
Άνθρωποι είναι όλοι τους, κομμάτια του πολιτισμού στον οποίο
έτυχε να ανήκουν, αντανάκλαση μιας πραγματικότητας που αναζητά τους ήρωές της
εκεί που δεν υπάρχουν. Είναι τα ανθρώπινα κεφάλαια μιας κοινωνίας διαφορετικών
αντιλήψεων και διαφορετικών αστικών τάξεων που ψάχνουνε απεγνωσμένα από κάπου
να ξεφύγουν, παλεύουνε να συναντήσουν το συναίσθημα για να μη πάει η ζωή
χαμένη. Οι περισσότεροι από αυτούς βρίσκουν τελικά την ικανοποίηση, μαζί με ένα
χαμόγελο που μοιάζει παραπονεμένο. Ποιος ξέρει, ίσως να αξίζουμε και κάτι
παραπάνω που δεν το έχουμε ανακαλύψει ακόμα, ίσως να πρέπει να αυθαιρετήσουμε
ολοκληρωτικά από την καθημερινότητα, προτού αποδεχτούμε τον καθολικό περιορισμό
του εαυτού μας, προτού αλλοτριώσουμε και το τελευταίο χαρακτηριστικό του πιο
απλού ονείρου.
Αυτοί είναι οι άνθρωποι κι αν δεν σ’ αρέσουν, δεν θα σ’
αρέσει και το σινεμά του Tati. Ένα σινεμά χτισμένο επάνω στην ευγένεια του
δημιουργού του, ο οποίος κάνει σκόνη την σοβαροφάνεια και εισάγει την κωμωδία
σε κάθε μικρή λεπτομέρεια της ζωής. Ένα σινεμά που ασπάζεται το απρόβλεπτο
έναντι του προκαθορισμένου και διακωμωδεί κάθε πτυχή της καθημερινότητας, για
να παρουσιάσει των ανθρώπους όπως ακριβώς είναι. Ως ανέμελες και εύθραυστες
ζωγραφιές που ψάχνουν τον τρόπο για να αντιμετωπίσουν το χρόνο που κυλάει επάνω
στα σώματα τους, αποχαιρετώντας όλους τους ανεπιστρεπτί. Ένα σινεμά που μπορεί
να μη σε κάνει να γελάς με τη ψυχή σου (τουλάχιστον όχι στην αρχή), αλλά
καταφέρνει με μεγάλη ευκολία να σου μεταφέρει όλο τον ρομαντισμό και την
τρυφερή αβεβαιότητα της ζωής, για μια στιγμή μονάχα, ικανή όμως να παγώσει τον
χρόνο και να μείνει κοντά σου για όσο εσύ επιθυμείς.
Με αυτή τη δεύτερη ταινία του ο Tati μάς συστήνει τον
αγαπημένο κύριο Ιλό. Έναν σιωπηλό, γιγαντόσωμο και καλοκάγαθο άντρα, που φτάνει
σε ένα παραθαλάσσιο ξενοδοχείο με σκοπό να απολαύσει τις διακοπές του. Και η
αλήθεια είναι ότι τις απολαμβάνει, χωρίς να πολυλογεί, χωρίς να γίνεται
αισθητός, αφού τις περισσότερες φορές περνά απαρατήρητος, και χωρίς φυσικά να
αναγνωρίζει το χάος που προκαλεί στο πέρασμά του. Σε αυτό το ίδιο ξενοδοχείο
απολαμβάνουν τις διακοπές τους κάθε λογής άνθρωποι και χαρακτήρες, παιδιά,
ενήλικοι και δεσποινίδες, καλοντυμένοι μεγαλοαστοί και ξέγνοιαστοι
οικογενειάρχες, στους οποίους ο Tati αφιερώνει την εισαγωγή της ταινίας του.
Εκεί τους γνωρίζουμε φυσιογνωμικά, χωρίς να μαθαίνουμε ονόματα και λεπτομέρειες.
Χρειάζεται να περάσουν δέκα λεπτά από την έναρξη μέχρι να κάνει την εμφάνισή
του ο Ιλό και να ξεκινήσουν τα ευτράπελα. Ευτράπελα, απρόοπτα και αφελή
ατυχήματα που δημιουργούνται μέσα στον φυσικό περίγυρο του ήρωα, καθώς μέχρι το
φινάλε κινείται και περιφέρεται αδέξια ανάμεσα σε καταστάσεις που κανείς δεν
μπορεί να ελέγξει ούτε και να προβλέψει την έκβασή τους.
Το πρώτο που παρατηρεί κανείς είναι ότι η φασαρία απουσιάζει
ολοκληρωτικά, αφού το μόνο που συνήθως προσφέρει είναι αναστάτωση και
αποπροσανατολισμό. Έτσι, τα περισσότερα πλάνα της ταινίας ντύνονται με φυσικούς
και απλούς ήχους της καθημερινότητας. Ήχους που στη σημερινή εποχή πρέπει να
προσπαθήσεις για να τους αντιληφθείς, αφού συνήθως καλύπτονται από φωνές και
υστερίες, χωρίς να μας δίνεται η δυνατότητα να τους απολαύσουμε. Στις Διακοπές,
όμως, η απλότητα έχει τη τιμητική της. Μια σιωπηλή απλότητα πολύτιμη στις μέρες
μας, που ξεκινάει από την έμφαση στη λεπτομέρεια των κινήσεων, φιλτράρεται από
ένα σύμπλεγμα αμέτρητων συμπτώσεων και καταλήγει σε μια πληθώρα απίθανων gag,
κατασκευασμένων με την αστείρευτη υπομονή και το καλλιτεχνικό πείσμα του
δημιουργού. Σοφά μελετημένες καταστάσεις αποδόμησης της καθημερινότητας, που
διακωμωδούν κάθε έννοια κοινωνικής συνοχής και ηρεμίας, βρίσκουν τις ρίζες τους
στο βουβό σινεμά των περασμένων χρόνων και προκαλούν με χαρακτηριστική άνεση το
χαμόγελο στα χείλη των θεατών.
Ο Tati έχει τόσα πολλά να σου πει που δεν ξέρω αν χωράνε
μέσα στα κάδρα του. Καταφέρνει όμως και σου τα λέει όλα με έναν υπέροχο, σχεδόν
σιωπηλό, τρόπο. Θα τον ακούσεις να σου μιλάει χωρίς να χρειάζεται τις λέξεις,
θα σου πει ιστορίες ολόκληρες για εσένα και για μένα, με περιττή στοργή και με
εικόνες που δεν θα φύγουν ποτέ από κοντά σου, βυθισμένες σε ένα χιούμορ που
αγγίζει επίπεδα ευφυΐας. Τότε θα νιώσεις ότι η παρέα με τον κύριο Ιλό είναι το
ίδιο σημαντική με τους ανθρώπους που έχεις γύρω σου. Εκείνους που αδιαφορούν
χαριτωμένα για όσα σου συμβαίνουν κι εκείνους που νοιάζονται, ίσως λίγο
παραπάνω από όσο θα περίμενες. Ανακαλύπτεις έτσι ότι κάθε επόμενη προβολή της
ταινίας έχει και κάτι παραπάνω να σου προσφέρει, μια ακόμα ιστορία που θα σου
διηγηθεί ο δημιουργός κι εσύ θα τον ακούς σιωπηλά με μάτια όλο λαχτάρα. Μέχρι
να συνειδητοποιήσεις ότι κι εσύ στο ίδιο σύμπαν ανήκεις, απλά δεν το
καταλαβαίνεις με την πρώτη. Ίσως γιατί σε τράβηξαν οι ξεκούρδιστοι ήχοι μιας
χαλασμένης σακαράκας, ίσως γιατί μαγνητίστηκες από τα κύματα της θάλασσας που
βλέπεις να πηγαινοέρχονται, εκεί δίπλα στη νεαρή κοπέλα με το λευκό μαγιό που
δεν έχει σταματήσει να σου χαμογελάει.
Ανεκτίμητο αυτό στις μέρες μας.
Chris Zafeiriadis