Τρίτη 1 Μαρτίου 2016

The Running Man (1987)


Δεν ξέρω πόσες είναι οι ιστορίες του τρισμέγιστου Stephen King που είχαν την τύχη να μεταφερθούν με επιτυχία στην μεγάλη οθόνη – τα κριτήρια άλλωστε είναι μάλλον υποκειμενικά. Κάποιες από αυτές έπεσαν σε χέρια ανθρώπων που τις διαχειρίστηκαν με φαντασία και έμπνευση δημιουργώντας αριστουργήματα, σε αντίθεση με κάποιες άλλες που μετατράπηκαν σε φτωχές μεταφορές, αδύναμες να μεταδώσουν στον θεατή το συναίσθημα που συναντούσε κάποιος στο πρωτότυπο κείμενο. Το Running Man (ως Richard Bachman στα credits, τόσο του βιβλίου όσο και της ταινίας) δεν είναι μια ιστορία τρόμου - τουλάχιστον όχι με την παραδοσιακή έννοια του όρου. Είναι μια ιστορία για το μέλλον μιας κοινωνίας που πήρε τον λάθος δρόμο και κατέληξε μια απέραντη χωματερή ανθρώπινων ψυχών με γυαλιστερό περίβλημα. Μια χωματερή όπου η ηθική και η δικαιοσύνη δεν έχουν εκλείψει πλήρως, έχουν όμως χάσει προ πολλού την αξία για την οποία κάποιος θα άξιζε να αγωνιστεί και τελικά να πεθάνει για έναν κόσμο ομορφότερο και δικαιότερο του σημερινού. 

Βρισκόμαστε στο έτος 2017, στο σκοτεινό και δυσοίωνο Los Angeles του μέλλοντος (το βιβλίο γράφτηκε το 1982), όπου η παγκόσμια οικονομία έχει καταρρεύσει, οι άνθρωποι έχουν μετατραπεί σε χαμογελαστά ζόμπι που αβίαστα καταναλώνουν ό,τι τους ταΐζουν οι πολυεθνικές και τα πανίσχυρα ΜΜΕ, οι κυβερνητικοί πράκτορες παίρνουν μπόνους όταν καταγγέλλουν τους συγγενείς τους, ενώ οι όποιοι αντιρρησίες ταραχοποιοί εξοντώνονται ως απειλή για το ίδιο το σύστημα. Σε αυτή την οικονομικά και ηθικά καταρρέουσα πραγματικότητα, ένας άνθρωπος φυλακίζεται αδίκως γιατί, πράττοντας το λογικό απέναντι στις παράλογες εντολές που του δόθηκαν εν ώρα υπηρεσίας, αρνείται να ανοίξει πυρ σε άοπλους διαδηλωτές. Παράλληλα, η εικόνα του διαστρεβλώνεται πλήρως από την προπαγάνδα και την παραπληροφόρηση των media, αφού η πλύση εγκεφάλου είναι καθημερινή - και κάπως έτσι το σύστημα πράττει πάντοτε το σωστό. 

Η εξουδετέρωση τέτοιων στοιχείων είναι εύκολη, αφού το μαζικής κατανάλωσης τηλεπαιχνίδι που λαμβάνουν υποχρεωτικά μέρος είναι ουσιαστικά ένας λαβύρινθος επιβίωσης, με τους παίκτες να βρίσκονται χαμένοι σε μια απέραντη αρένα, κυνηγημένοι από ένα μάτσο μονομάχους δολοφόνους, και μάλιστα, με την έγκριση του Υπουργείου Δικαιοσύνης. Μονομάχους με ονόματα σαν από cartoon (Fireball, Captain Freedom, Buzzsaw και Subzero) και σχεδιασμένους ευτελώς θα έλεγα (είπαμε, η οικονομία έχει καταρρεύσει), οι οποίοι όμως παραμένουν πιστοί στο τυφλό καθήκον που τους υπαγορεύουν οι κανόνες του παιχνιδιού, μέχρι το αίμα των παικτών να βάψει την αρένα κόκκινη και η θεαματικότητα να αγγίξει τα ύψη. Άλλωστε τα πλήθη διψάνε για αίμα, άνθρωποι κυρίως μεσήλικες και ηλικιωμένοι που δεν κρατιούνται να πάρουν το μικρόφωνο του παρουσιαστή και να διεκδικήσουν τα λίγα δευτερόλεπτα δημοσιότητας που τους αναλογούν (οι νέοι δεν ξέρω που βρίσκονται, περιμένουν να έρθει η σειρά τους, οργανώνουν υπογείως την εξέγερση ή απλώς ερωτεύονται και χτίζουν τη δική τους πραγματικότητα). 

Ο Άτρωτος (όπως είναι ο ελληνικός τίτλος) δεν αποτελεί διαμάντι της εποχής του, ούτε και καμίας εποχής που θα ακολουθήσει. Αποτελεί όμως μια απόλυτα διασκεδαστική μεταμεσονύχτια action ταινία κοινωνικού τρόμου, για έναν άδικο και τελικά εύθραυστό κόσμο. Μην περιμένεις φυσικά να σε συναρπάσει όπως άλλες ταινίες με παρόμοια θεματική (το Hunger Games έρχεται πρώτο στο μυαλό). Για την ακρίβεια, αν δεν υπήρξες παιδί την δεκαετία που κυκλοφόρησε, δύσκολα θα εκτιμήσεις τις αρετές του. Αρετές που κρύβονται στο χαρακτηριστικό ηλεκτρονικό soundtrack των 80’s, στον ήχο των όπλων και των εκρήξεων, στο attitude του παρουσιαστή (ψάξε και βρες τις διαφορές με τους δικούς μας), στο κορίτσι με την κίτρινη κολλητή στολή και φυσικά στο ύφος και τις ατάκες του σπουδαίο Arnie που εξουδετερώνει με ευκολία τους αντιπάλους του, ακόμα και σε αυτήν, την πιο χαλαρή από τις χαλαρές στιγμές του. 

Το σχόλιο της ταινίας βρίσκεται, φυσικά, στην πρώτη γραμμή. Για να το φέρουμε όμως στην εποχή μας και να μην κρυβόμαστε πίσω από το παχύ μας δάχτυλο, θα πρέπει να (ανα)γνωρίσουμε ότι κανένα reality δεν είναι αθώο, από αυτά που παρακολουθήσαμε έως εκείνα για τα οποία αδιαφορήσαμε. Φαίνεται πως όσο λιγότερη αξία διαθέτει η ανθρώπινη αξιοπρέπεια, τόσο τέτοιου είδους τηλεπαιχνίδια θα μετατρέπονται σε λαμπερές και βάρβαρες αρένες ανθρώπινου εξευτελισμού, με τους διαγωνιζομένους να ‘’μονομαχούν’’ για ό,τι ο καθένας τους πιστεύει ότι αξίζει να μονομαχήσει, πάντοτε μπροστά από τις αχόρταγες κάμερες τις μικρής οθόνης. Αν δεν γνωρίζουμε επ’ ακριβώς τι είναι αυτό, μπορούμε να το σκεφτούμε και το συζητάμε ξανά μόλις επιστρέψουμε από τα διαφημιστικά μηνύματα που ακολουθούν.

Chris Zafeiriadis