Πέμπτη 12 Σεπτεμβρίου 2019

The Spectacular Now (2013)


Το Ονειρεμένο Τώρα είναι μια νεανική ταινία που προσπαθεί να γίνει ευχάριστη και χαμογελαστή, επιθυμώντας να αγαπηθεί από ανθρώπους που τους αξίζει να αγαπήσουν και να αγαπηθούν, αλλά δεν γνωρίζουν ακριβώς τον τρόπο. Ανθρώπους όπως οι δύο πρωταγωνιστικοί χαρακτήρες (του Sutter και της Aimee) που, η αλήθεια είναι, τους θαυμάζεις για τον τρόπο που διαχειρίζονται τις ιδέες, τις ζωές και τα όνειρά τους, σε μια εποχή όπου το internet, τα βιντεοπαιχνίδια και οι άσκοπες συζητήσεις κυριαρχούν στην ατμόσφαιρα. Σε μια εποχή όπου το σεξ έχει γίνει προϊόν φτηνής ταχυφαγίας και όχι αποτέλεσμα προσωπικής αναζήτησης ενός απίθανου έρωτα. Στη ζωή δεν είναι σπάνιο αυτό, είναι όμως κάτι που το απολαμβάνεις, κάθε μια από τις ελάχιστες φορές που το συναντάς σε μικρές αμερικάνικες ταινίες σαν κι αυτή εδώ.

Ο Shutter και η Aimee γνωρίζονται απρόσμενα, περνούν τον χρόνο τους κάνοντας παρέα και τελικά ερωτεύονται, όπως πρέπει να ερωτεύονται οι άνθρωποι όταν καταφέρνουν να έρθουν ανέμελα κοντά. Με έναν αργό, σταθερό και αυθόρμητο τρόπο που, αν και δε σε αφήνει να το καταλάβεις στην αρχή, το συνειδητοποιείς όταν βρίσκεσαι μόνος και ο άλλος αρχίζει να σου λείπει εντυπωσιακά.

Εκείνη είναι η καλή μαθήτρια που προσπαθεί σιωπηλά αλλά με ζήλο να παραμείνει αφοσιωμένη στις μαθητικές της υποχρεώσεις. Εκείνος αδιαφορεί για το σχολείο και προσπαθεί να ζήσει την κάθε του στιγμή στο έπακρο, όντας επιρρεπής σε μικρές ποσότητες αλκοόλ. Ο Ponsoldt τους σέβεται, τους κινηματογραφεί υπέροχα σε ρεαλιστικούς ρυθμούς, και αναδεικνύει την ανάγκη τους για επικοινωνία, φέρνοντάς τους τελικά κοντά με ένα αυθόρμητο φιλί σε ένα υπαίθριο πάρκο που θα ζήλευαν οι περισσότερες ρομαντικές κομεντί του σύγχρονου Hollywood. Κάπως έτσι γεννάται μια σχέση που, όπως όλες οι σχέσεις, έχει τα πάνω της και τα κάτω της, με τους πρωταγωνιστές να χτίζουν τους δικούς τους κώδικες επικοινωνίας, όπως αυθόρμητα πρέπει να συμβαίνει με όλα τα νέα ζευγάρια.

Ακόμα, όμως, κι αν η πρώτη ώρα είναι αφιερωμένη στο νεανικό έρωτα, αυτή δεν είναι μια ταινία για τα ζευγάρια που πιστεύουν ότι θα μείνουν μαζί για πάντα, αφού στην πραγματικότητα αυτό που μένει για πάντα είναι οι αναμνήσεις μιας ζωής γεμάτης συγκινήσεις. Μέσα από τη σχέση των δύο, τις ερωτικές εκδηλώσεις και τις εφήμερες απογοητεύσεις, χτίζεται μια βαθύτερη αναζήτηση της ταυτότητας και της ελευθερίας, η οποία κλιμακώνεται σιωπηλά στο τελευταίο μισάωρο. Ο Sutter θα μείνει δίπλα στην Aimee, θα αντλήσει τη δύναμη που του έλειπε και θα ξεκινήσει την προσπάθεια για την επανένωση με τον από καιρό χαμένο του πατέρα. Το ύφος της ταινίας αγκαλιάζει το δράμα και οι χαρακτήρες ξεφεύγουν από το όνειρο, διασχίζοντας το κατώφλι της πραγματικής ζωής. Αντιμετωπίζουν τις αλήθειες και προσπαθούν να επουλώσουν τις πληγές τους, όχι για να γίνουν καλύτεροι άνθρωποι, αλλά για να γνωρίσουν τελικά το ποιοι πραγματικά είναι, να κατακτήσουν το θάρρος που τους έλειπε και να χιμήξουν με μανία στη ζωή που τους ανήκει ολοκληρωτικά.

Κάπως έτσι το «τώρα» αποκτά ουσία και μετατρέπεται από ονειρεμένο σε αληθινά συναρπαστικό.

Chris Zafeiriadis

Πέμπτη 7 Μαρτίου 2019

The Blackcoat's Daughter (2015)


Δεν είναι όλες οι ταινίες σαφείς και εύκολα προσβάσιμες. Υπάρχουν ταινίες οι οποίες απαιτούν περισσότερη προσπάθεια για να γίνουν κατανοητές, απαιτούν λίγο παραπάνω πνευματική διαύγεια, ίσως και αυθάδη φαντασία, για να μπορέσει ο θεατής να αντιληφθεί αυτό που θέλει να του πει ο εκάστοτε δημιουργός. Για κάποιους, μια τέτοια προσέγγιση απορρίπτεται άμεσα γιατί αδυνατεί να επικοινωνήσει ευθέως αυτό που επιθυμεί στο θεατή, ενώ η ταινία έχει ήδη αποτύχει πριν καν ολοκληρωθεί το πρώτο μέρος της, αφού τις περισσότερες φορές η αφήγηση υποτάσσεται στη φόρμα και το στιλ/τεχνοτροπία υπερισχύει του περιεχομένου. Για κάποιους άλλους, όμως, κάτι τέτοιο αποτελεί αναμφίβολη αρετή, μια σπάνια δοκιμασία στην οποία ένας θεατής καλείται να βουτήξει βαθιά μέσα στα κάδρα, στο ασαφές σενάριο και στο δυσανάγνωστο τρόπο αφήγησης για να ανακαλύψει την αλήθεια που κρύβει μέσα της η ιστορία.

Με μία μινιμαλιστική προσέγγιση, τόσο στους διαλόγους όσο και στον τρόπο αφήγησης, το Blackcoat’s Daughter του Oz Perkings (ναι, ο γιος του Antony) ακολουθεί δύο κορίτσια ενός καθολικού σχολείου θηλέων που σπάνια χαμογελάνε και που το καθένα, για τους δικούς του λόγους, αδυνατεί να φύγει από τη Σχολή για τις διακοπές του Φεβρουαρίου(;). Ο σκηνοθέτης σού δίνει το ελάχιστο των πληροφοριών που χρειάζεσαι για να καταλάβεις το τι ακριβώς συμβαίνει εδώ, ενώ ζητά από εσένα να γεμίσεις τα κενά που επιμελώς αλλά και χωρίς φειδώ δημιουργεί. Μέχρι να αντιληφθείς ότι αυτή εδώ είναι μια underground ιστορία δαιμόνων και εξορκισμών που ξεκινάει μέσα στο ίδιο το εκπαιδευτήριο του Χριστιανισμού (η απόλυτη ήττα της εκκλησίας), η ταινία σε έχει ήδη ρουφήξει μέσα στην πνιγερή της ατμόσφαιρα και ξέρεις ότι δεν πρόκειται να σε αφήσει, πάρα μόνο όταν πέσουν οι τίτλοι τέλους.

Κι όμως, ακόμα και μια τέτοια προσέγγιση είναι ικανή να μοιάζει ανανεωτική και να αποδειχθεί υπέροχα απολαυστική. Ο σκηνοθέτης δεν κάνει το λάθος να αναλωθεί σε ανούσιες παρουσίες δαιμόνων και αφελείς εξορκισμούς που στην καλύτερη θα προκαλούσαν γέλιο στο κοινό. Αντίθετα, μέσα από το απλοποιημένο στήσιμο των κάδρων, τους ελάχιστους διαλόγους, τις κινήσεις και τα βλέμματα των κοριτσιών, καθώς επίσης και μέσα από την φαινομενική αταραξία της χιονισμένης και μοναχικής ατμόσφαιρας (η οποία βρίσκεται σε απόλυτη αρμονία με την ψυχοσύνθεση των ηρώων), κάθε εμφάνιση ενός σημαντικού για την εξέλιξη της ιστορίας στοιχείου αγωνίας και τρόμου καταφέρνει να ξεχωρίσει, αποκτά ακόμα περισσότερη βαρύτητα και λειτουργεί πιο αποτελεσματικά από ότι αν βρισκόταν θαμμένο μέσα σε κάποιο σωρό ανούσιων πληροφοριών.

Μέσα από αυτή την προσέγγιση, παρουσιάζεται ένα άμορφο κακό το οποίο αναδύεται σιωπηρά από την άβυσσο του πουθενά και φωλιάζει βαθιά στα σωθικά (εκεί που απέτυχαν να φωλιάσουν οι αρετές του Χριστιανισμού), οδηγώντας τον άνθρωπο σε πράξεις βασανιστικές και αιματοβαμμένα αποτρόπαιες. Πράξεις που μερικές φορές μοιάζουν τόσο πολύ ανθρώπινες και οικείες που σε κάνει να αναρωτιέσαι για τη φύση από την οποία πηγάζουν. Το κακό βέβαια σε αυτή την ταινία δεν μπορεί να υποταχθεί, ούτε καν να ελεγχθεί από τη φλόγα και τη δύναμη του ιερού, μοιάζει να μη μας έχει καν ανάγκη και, κάποια στιγμή, το ίδιο σιωπηρά όπως μας πλησίασε, θα μας αφήσει πίσω στην απομόνωση του μικρόκοσμού μας.

Και είναι κάπου εκεί, λίγο πριν το τρίτο μέρος της ιστορίας, όπου ο Perkings σταματάει να αναζητά της απαντήσεις που περικλείουν τα κορίτσια της ιστορίας και σου αποκαλύπτει αυτό που με μαεστρία σου έκρυβε όση ώρα εσύ αναρωτιόσουν, ενώ η ταινία παίρνει μία αναπάντεχη και ακόμα πιο σκοτεινή τροπή. Βλέπεις, ο άνθρωπος δεν χρειάζεται κολασμένα δαιμόνια και φτερωτούς αγγέλους που θα του υποδείξουν πώς να εξαπολύσει το κακό ή το καλό προς τον κόσμο που τον περιβάλλει. Μια αφορμή χρειάζεται μόνο, μια ευκαιρία για να γεμίσει την ψυχή του και να την μετατρέψει από ανούσια σε σημαίνουσα, γι’ αυτόν, αναγκαιότητα. Βέβαια, ως θεατές και πρωταγωνιστές της ζωής δεν χρειαζόμαστε κάποια ταινία για να μας το πει αυτό, χρειαζόμαστε όμως που και που να το υπενθυμίζει, αφού πολλές φορές αναζητούμε τις αιτίες εκεί που δεν υπάρχουν και προσπαθούμε μάταια να δικαιολογήσουμε όσα δεν δύνανται να δικαιολογηθούν. Από την άλλη, δεν θυμάμαι πότε ήταν η τελευταία φορά που μια ταινία προσπάθησε να αγκαλιάσει με τόσο πεσιμισμό την ανθρώπινη φύση. Μου αρκεί όμως που δε διστάζει να το κάνει και ταυτόχρονα με κάνει να αναρωτιέμαι με πόσες μαχαιριές πεθαίνει το ανθρώπινο κορμί.

Chris Zafeiriadis