Δεν είναι όλες οι ταινίες σαφείς και εύκολα προσβάσιμες. Υπάρχουν ταινίες οι οποίες απαιτούν περισσότερη προσπάθεια για να γίνουν κατανοητές, απαιτούν λίγο παραπάνω πνευματική διαύγεια, ίσως και αυθάδη φαντασία, για να μπορέσει ο θεατής να αντιληφθεί αυτό που θέλει να του πει ο εκάστοτε δημιουργός. Για κάποιους, μια τέτοια προσέγγιση απορρίπτεται άμεσα γιατί αδυνατεί να επικοινωνήσει ευθέως αυτό που επιθυμεί στο θεατή, ενώ η ταινία έχει ήδη αποτύχει πριν καν ολοκληρωθεί το πρώτο μέρος της, αφού τις περισσότερες φορές η αφήγηση υποτάσσεται στη φόρμα και το στιλ/τεχνοτροπία υπερισχύει του περιεχομένου. Για κάποιους άλλους, όμως, κάτι τέτοιο αποτελεί αναμφίβολη αρετή, μια σπάνια δοκιμασία στην οποία ένας θεατής καλείται να βουτήξει βαθιά μέσα στα κάδρα, στο ασαφές σενάριο και στο δυσανάγνωστο τρόπο αφήγησης για να ανακαλύψει την αλήθεια που κρύβει μέσα της η ιστορία.
Με μία μινιμαλιστική προσέγγιση, τόσο στους διαλόγους όσο και στον τρόπο αφήγησης, το Blackcoat’s Daughter του Oz Perkings (ναι, ο γιος του Antony) ακολουθεί δύο κορίτσια ενός καθολικού σχολείου θηλέων που σπάνια χαμογελάνε και που το καθένα, για τους δικούς του λόγους, αδυνατεί να φύγει από τη Σχολή για τις διακοπές του Φεβρουαρίου(;). Ο σκηνοθέτης σού δίνει το ελάχιστο των πληροφοριών που χρειάζεσαι για να καταλάβεις το τι ακριβώς συμβαίνει εδώ, ενώ ζητά από εσένα να γεμίσεις τα κενά που επιμελώς αλλά και χωρίς φειδώ δημιουργεί. Μέχρι να αντιληφθείς ότι αυτή εδώ είναι μια underground ιστορία δαιμόνων και εξορκισμών που ξεκινάει μέσα στο ίδιο το εκπαιδευτήριο του Χριστιανισμού (η απόλυτη ήττα της εκκλησίας), η ταινία σε έχει ήδη ρουφήξει μέσα στην πνιγερή της ατμόσφαιρα και ξέρεις ότι δεν πρόκειται να σε αφήσει, πάρα μόνο όταν πέσουν οι τίτλοι τέλους.
Κι όμως, ακόμα και μια τέτοια προσέγγιση είναι ικανή να μοιάζει ανανεωτική και να αποδειχθεί υπέροχα απολαυστική. Ο σκηνοθέτης δεν κάνει το λάθος να αναλωθεί σε ανούσιες παρουσίες δαιμόνων και αφελείς εξορκισμούς που στην καλύτερη θα προκαλούσαν γέλιο στο κοινό. Αντίθετα, μέσα από το απλοποιημένο στήσιμο των κάδρων, τους ελάχιστους διαλόγους, τις κινήσεις και τα βλέμματα των κοριτσιών, καθώς επίσης και μέσα από την φαινομενική αταραξία της χιονισμένης και μοναχικής ατμόσφαιρας (η οποία βρίσκεται σε απόλυτη αρμονία με την ψυχοσύνθεση των ηρώων), κάθε εμφάνιση ενός σημαντικού για την εξέλιξη της ιστορίας στοιχείου αγωνίας και τρόμου καταφέρνει να ξεχωρίσει, αποκτά ακόμα περισσότερη βαρύτητα και λειτουργεί πιο αποτελεσματικά από ότι αν βρισκόταν θαμμένο μέσα σε κάποιο σωρό ανούσιων πληροφοριών.
Μέσα από αυτή την προσέγγιση, παρουσιάζεται ένα άμορφο κακό το οποίο αναδύεται σιωπηρά από την άβυσσο του πουθενά και φωλιάζει βαθιά στα σωθικά (εκεί που απέτυχαν να φωλιάσουν οι αρετές του Χριστιανισμού), οδηγώντας τον άνθρωπο σε πράξεις βασανιστικές και αιματοβαμμένα αποτρόπαιες. Πράξεις που μερικές φορές μοιάζουν τόσο πολύ ανθρώπινες και οικείες που σε κάνει να αναρωτιέσαι για τη φύση από την οποία πηγάζουν. Το κακό βέβαια σε αυτή την ταινία δεν μπορεί να υποταχθεί, ούτε καν να ελεγχθεί από τη φλόγα και τη δύναμη του ιερού, μοιάζει να μη μας έχει καν ανάγκη και, κάποια στιγμή, το ίδιο σιωπηρά όπως μας πλησίασε, θα μας αφήσει πίσω στην απομόνωση του μικρόκοσμού μας.
Και είναι κάπου εκεί, λίγο πριν το τρίτο μέρος της ιστορίας, όπου ο Perkings σταματάει να αναζητά της απαντήσεις που περικλείουν τα κορίτσια της ιστορίας και σου αποκαλύπτει αυτό που με μαεστρία σου έκρυβε όση ώρα εσύ αναρωτιόσουν, ενώ η ταινία παίρνει μία αναπάντεχη και ακόμα πιο σκοτεινή τροπή. Βλέπεις, ο άνθρωπος δεν χρειάζεται κολασμένα δαιμόνια και φτερωτούς αγγέλους που θα του υποδείξουν πώς να εξαπολύσει το κακό ή το καλό προς τον κόσμο που τον περιβάλλει. Μια αφορμή χρειάζεται μόνο, μια ευκαιρία για να γεμίσει την ψυχή του και να την μετατρέψει από ανούσια σε σημαίνουσα, γι’ αυτόν, αναγκαιότητα. Βέβαια, ως θεατές και πρωταγωνιστές της ζωής δεν χρειαζόμαστε κάποια ταινία για να μας το πει αυτό, χρειαζόμαστε όμως που και που να το υπενθυμίζει, αφού πολλές φορές αναζητούμε τις αιτίες εκεί που δεν υπάρχουν και προσπαθούμε μάταια να δικαιολογήσουμε όσα δεν δύνανται να δικαιολογηθούν. Από την άλλη, δεν θυμάμαι πότε ήταν η τελευταία φορά που μια ταινία προσπάθησε να αγκαλιάσει με τόσο πεσιμισμό την ανθρώπινη φύση. Μου αρκεί όμως που δε διστάζει να το κάνει και ταυτόχρονα με κάνει να αναρωτιέμαι με πόσες μαχαιριές πεθαίνει το ανθρώπινο κορμί.
Chris Zafeiriadis