Πέμπτη 9 Ιουνίου 2016

Jules et Jim (1962)


Αναπόσπαστο κομμάτι του γαλλικού Νέου Κύματος, η ταινία του Truffaut έχει την ακατάβλητη ιδιότητα να επικοινωνεί με τους θεατές όχι μόνο της δικής της εποχής αλλά και κάθε επόμενης, ανοίγοντας διαλόγους και συζητήσεις για τη φιλία που δεν γνωρίζει εξαναγκασμούς, το πάθος που παραβαίνει τους κανόνες και την ατέρμονη αθωότητα των συναισθημάτων που δεν μπορείς να ελέγξεις, κατακλύζουν όμως το μυαλό και την ψυχή χωρίς να σε ρωτήσουν. Μέσα στο πέρασμα των χρόνων και τα ερείπια ενός ακατανόητου πολέμου, ο Ζυλ και ο Τζιμ αναπνέουν τις αναθυμιάσεις του έρωτά τους για την ίδια γυναίκα, αναζητώντας ο καθένας το δικό του όνειρο μέσα στα μάτια και την ταραχώδη γοητεία εκείνης. Μέχρι οι στάχτες της καταπιεσμένης τους επιθυμίας να σκορπίσουν μονομιάς στη δίνη της ζωής και του ανέμου, ζωγραφίζοντας με πάθος ένα αόρατο φιλί.

Chris Zafeiriadis

Πέμπτη 14 Απριλίου 2016

Νορβηγία (2014)


Τη Νορβηγία δεν την προσεγγίζεις όπως θα έκανες με μια φυσιολογική ταινία. Δεν είναι το ότι από κατασκευής της θεωρήθηκε κάπως αλλόκοτη (που μεταξύ μας, είναι λίγο), αλλά το γεγονός ότι δεκάρα δεν δίνει για το αν θα χαρακτηριστεί μια αναμενόμενη και φυσιολογική ταινία της ελληνικής κινηματογραφικής πραγματικότητας. Περισσότερο κινείται σε μονοπάτια τα οποία σε αυτή τη χώρα ελάχιστοι θα καταφέρουν να περπατήσουν, όχι γιατί είναι καλύτερα εκπαιδευμένοι, ούτε καν, αλλά γιατί το σινεμά του φανταστικού σε κάποιους ανθρώπους χαρίζει περισσότερες ανάσες ζωής και αλήθειας από οποιοδήποτε άλλο κινηματογραφικό είδος, με αποτέλεσμα να του συγχωρούν με ευκολία τα ελαττώματα και παραστρατήματά του.

Νυχτερινά εμπνευσμένη, παλιομοδίτικη, απλοϊκή και διαβολεμένα διεγερτική, φανερά ολιγόλογη, αλλά γενναία στον λόγο της, ξενυχτισμένη, αλλά με περίσσεια διάθεση (και ανάγκη) για χορό, η Νορβηγία δεν κατασκευάστηκε για να αλλάξει τον τρόπο που βλέπουμε το σινεμά στην Ελλάδα, ούτε φυσικά για να αλλάξει τη ζωή των ελάχιστων εκείνων θεατών που θα την απολαύσουν (αφού η χειμώνας του ’84 ήταν σκέτη κόλαση - και κόλαση θα παραμείνει, αν με ρωτάς). Η Νορβηγία κατεβαίνει στη Μεσόγειο από τον έναστρο ουρανό, μαζί με όλες τις ατέλειες που τις χάρισε ο δημιουργός της, και μέσα στην παραδοξότητά της επιθυμεί να έρθει κοντά σε εκείνους που την έχουνε ανάγκη, να ζεστάνει τις παγωμένες τους καρδιές και να κάνει αυτό που οφείλει να κάνει μια ταινία του φανταστικού - να κρατήσει, δηλαδή, τη νύχτα ζωντανή.

Θα πρέπει εδώ να πω ότι τα πλάσματα της νύχτας είχαν πάντοτε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την αγαπημένη μας τέχνη. Ίσως γιατί ποτέ δεν φωτίζονται με επιμέλεια, κι έτσι εξάπτουν περισσότερο την φαντασία, ίσως γιατί έχουν την ικανότητα να μας αποκαλύπτουν μυστικά για τον κόσμο γύρω μας τα οποία διαφορετικά δεν θα μαθαίναμε ποτέ. Ένα από αυτά τα πλάσματα είναι και ο Ζανό, ένας βρικόλακας που φτάνει σε μια ξεχασμένη ντισκοτέκ της Αθήνας ονόματι Ζαρντόζ, αναζητώντας κάποιον νεκροθάφτη. Σε αυτή τη ντισκοτέκ εξελίσσεται το πρώτο μέρος της ταινίας, με τον Μουρίκη να φοράει τα γυαλιά του ηλίου του (αφού ως βρικόλακας δεν θα μπορέσει ποτέ να τα φορέσει την ημέρα) και να χορεύει ασταμάτητα, διαφορετικά η καρδιά του θα σταματήσει να χτυπάει. Σε αυτό το μέρος, με τα αθόρυβα πρεζόνια και τους πεθαμένους ονειροπόλους, ο συμπαθής Ζανό γνωρίζει μια όμορφη πόρνη και μαζί περπατούν προς τα έγκατα ενός σκοτεινού δάσους για την εκτέλεση μιας αινιγματικής δουλειάς, σε ένα νυχτοφορεμένο ταξίδι χωρίς επιστροφή.

Στην πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία, ο Γιάννης Βεσλεμές χτίζει ένα σύμπαν synth pop μουσικών και ονείρων, ανεκπλήρωτων πόθων, 48 σιωπών και ενός ανέφικτου έρωτα χωρίς επιστροφή. Εντάξει, θα συμφωνήσω μαζί σου ότι η τελειότητα δεν είναι το μεγάλο χαρακτηριστικό της Νορβηγίας, αν συμφωνήσεις κι εσύ ότι δεν έχει καμία απολύτως σημασία. Γιατί αυτό το σύμπαν μοιάζει με μια μοντέρνα νέον αντανάκλαση της Ελλάδας που ταξιδεύει από το χτες της βιντεοκασέτας, του αναλογικού ήχου και του Τσιτσάνη, στο σήμερα του pop περιθωρίου, των πλατωνικών φιλιών, του σκοταδιού και της πολιτικής κατάστασης (ολόκληρης της Ευρώπης, όπως αποδεικνύεται στο τελευταίο μέρος).

Η αισθητική του Βεσλεμέ παραμένει υπέροχα αναχρονιστική, ενώ τα συναισθήματα των ηρώων παλεύουν να μείνουν αθάνατα, αφού στο σινεμά, οι ήρωες, λένε, δεν πεθαίνουνε ποτέ. Ήρωες που παραμένουν καταραμένοι μέσα στον καπνό, τα χαλάσματα και την διασκεδαστική ασημαντότητα μιας εκστατικής ψυχεδέλειας με μωβ και τιρκουάζ αποχρώσεις. Ήρωες που σου κερνάνε χαμομήλι, πηδιούνται μέσα στις αναθυμιάσεις της μυθολογίας τους και διαβάζουν βίους αγίων κάτω από το φεγγαρόφως, παρέα με ηλεκτρικούς αγγέλους και αφανείς λυκάνθρωπους, ενώ παρακαλούν αυτή η μουσική να μην τελειώσει ποτέ. Και αλήθεια, δεν θυμάμαι άλλη ελληνική ταινία να έχει τόσο ανάγκη τον ρυθμό και να χορεύει δαιμονισμένα κάτω από τα φώτα και τους πολύχρωμους προβολείς μιας άλλης εποχής. Κι αν νομίζεις ότι οι ήρωες της Νορβηγίας (όπως και οι άνθρωποι της κάθε εποχής) θα μείνουνε νεκροί και θα σταματήσουν μια μέρα να χορεύουν, θα σου απαντήσω ότι κάποιοι από αυτούς φοράνε τα γυαλιστερά παπούτσιά τους και χορεύουν περήφανα και κάτω από το χώμα.

Chris Zafeiriadis

Τρίτη 1 Μαρτίου 2016

The Running Man (1987)


Δεν ξέρω πόσες είναι οι ιστορίες του τρισμέγιστου Stephen King που είχαν την τύχη να μεταφερθούν με επιτυχία στην μεγάλη οθόνη – τα κριτήρια άλλωστε είναι μάλλον υποκειμενικά. Κάποιες από αυτές έπεσαν σε χέρια ανθρώπων που τις διαχειρίστηκαν με φαντασία και έμπνευση δημιουργώντας αριστουργήματα, σε αντίθεση με κάποιες άλλες που μετατράπηκαν σε φτωχές μεταφορές, αδύναμες να μεταδώσουν στον θεατή το συναίσθημα που συναντούσε κάποιος στο πρωτότυπο κείμενο. Το Running Man (ως Richard Bachman στα credits, τόσο του βιβλίου όσο και της ταινίας) δεν είναι μια ιστορία τρόμου - τουλάχιστον όχι με την παραδοσιακή έννοια του όρου. Είναι μια ιστορία για το μέλλον μιας κοινωνίας που πήρε τον λάθος δρόμο και κατέληξε μια απέραντη χωματερή ανθρώπινων ψυχών με γυαλιστερό περίβλημα. Μια χωματερή όπου η ηθική και η δικαιοσύνη δεν έχουν εκλείψει πλήρως, έχουν όμως χάσει προ πολλού την αξία για την οποία κάποιος θα άξιζε να αγωνιστεί και τελικά να πεθάνει για έναν κόσμο ομορφότερο και δικαιότερο του σημερινού. 

Βρισκόμαστε στο έτος 2017, στο σκοτεινό και δυσοίωνο Los Angeles του μέλλοντος (το βιβλίο γράφτηκε το 1982), όπου η παγκόσμια οικονομία έχει καταρρεύσει, οι άνθρωποι έχουν μετατραπεί σε χαμογελαστά ζόμπι που αβίαστα καταναλώνουν ό,τι τους ταΐζουν οι πολυεθνικές και τα πανίσχυρα ΜΜΕ, οι κυβερνητικοί πράκτορες παίρνουν μπόνους όταν καταγγέλλουν τους συγγενείς τους, ενώ οι όποιοι αντιρρησίες ταραχοποιοί εξοντώνονται ως απειλή για το ίδιο το σύστημα. Σε αυτή την οικονομικά και ηθικά καταρρέουσα πραγματικότητα, ένας άνθρωπος φυλακίζεται αδίκως γιατί, πράττοντας το λογικό απέναντι στις παράλογες εντολές που του δόθηκαν εν ώρα υπηρεσίας, αρνείται να ανοίξει πυρ σε άοπλους διαδηλωτές. Παράλληλα, η εικόνα του διαστρεβλώνεται πλήρως από την προπαγάνδα και την παραπληροφόρηση των media, αφού η πλύση εγκεφάλου είναι καθημερινή - και κάπως έτσι το σύστημα πράττει πάντοτε το σωστό. 

Η εξουδετέρωση τέτοιων στοιχείων είναι εύκολη, αφού το μαζικής κατανάλωσης τηλεπαιχνίδι που λαμβάνουν υποχρεωτικά μέρος είναι ουσιαστικά ένας λαβύρινθος επιβίωσης, με τους παίκτες να βρίσκονται χαμένοι σε μια απέραντη αρένα, κυνηγημένοι από ένα μάτσο μονομάχους δολοφόνους, και μάλιστα, με την έγκριση του Υπουργείου Δικαιοσύνης. Μονομάχους με ονόματα σαν από cartoon (Fireball, Captain Freedom, Buzzsaw και Subzero) και σχεδιασμένους ευτελώς θα έλεγα (είπαμε, η οικονομία έχει καταρρεύσει), οι οποίοι όμως παραμένουν πιστοί στο τυφλό καθήκον που τους υπαγορεύουν οι κανόνες του παιχνιδιού, μέχρι το αίμα των παικτών να βάψει την αρένα κόκκινη και η θεαματικότητα να αγγίξει τα ύψη. Άλλωστε τα πλήθη διψάνε για αίμα, άνθρωποι κυρίως μεσήλικες και ηλικιωμένοι που δεν κρατιούνται να πάρουν το μικρόφωνο του παρουσιαστή και να διεκδικήσουν τα λίγα δευτερόλεπτα δημοσιότητας που τους αναλογούν (οι νέοι δεν ξέρω που βρίσκονται, περιμένουν να έρθει η σειρά τους, οργανώνουν υπογείως την εξέγερση ή απλώς ερωτεύονται και χτίζουν τη δική τους πραγματικότητα). 

Ο Άτρωτος (όπως είναι ο ελληνικός τίτλος) δεν αποτελεί διαμάντι της εποχής του, ούτε και καμίας εποχής που θα ακολουθήσει. Αποτελεί όμως μια απόλυτα διασκεδαστική μεταμεσονύχτια action ταινία κοινωνικού τρόμου, για έναν άδικο και τελικά εύθραυστό κόσμο. Μην περιμένεις φυσικά να σε συναρπάσει όπως άλλες ταινίες με παρόμοια θεματική (το Hunger Games έρχεται πρώτο στο μυαλό). Για την ακρίβεια, αν δεν υπήρξες παιδί την δεκαετία που κυκλοφόρησε, δύσκολα θα εκτιμήσεις τις αρετές του. Αρετές που κρύβονται στο χαρακτηριστικό ηλεκτρονικό soundtrack των 80’s, στον ήχο των όπλων και των εκρήξεων, στο attitude του παρουσιαστή (ψάξε και βρες τις διαφορές με τους δικούς μας), στο κορίτσι με την κίτρινη κολλητή στολή και φυσικά στο ύφος και τις ατάκες του σπουδαίο Arnie που εξουδετερώνει με ευκολία τους αντιπάλους του, ακόμα και σε αυτήν, την πιο χαλαρή από τις χαλαρές στιγμές του. 

Το σχόλιο της ταινίας βρίσκεται, φυσικά, στην πρώτη γραμμή. Για να το φέρουμε όμως στην εποχή μας και να μην κρυβόμαστε πίσω από το παχύ μας δάχτυλο, θα πρέπει να (ανα)γνωρίσουμε ότι κανένα reality δεν είναι αθώο, από αυτά που παρακολουθήσαμε έως εκείνα για τα οποία αδιαφορήσαμε. Φαίνεται πως όσο λιγότερη αξία διαθέτει η ανθρώπινη αξιοπρέπεια, τόσο τέτοιου είδους τηλεπαιχνίδια θα μετατρέπονται σε λαμπερές και βάρβαρες αρένες ανθρώπινου εξευτελισμού, με τους διαγωνιζομένους να ‘’μονομαχούν’’ για ό,τι ο καθένας τους πιστεύει ότι αξίζει να μονομαχήσει, πάντοτε μπροστά από τις αχόρταγες κάμερες τις μικρής οθόνης. Αν δεν γνωρίζουμε επ’ ακριβώς τι είναι αυτό, μπορούμε να το σκεφτούμε και το συζητάμε ξανά μόλις επιστρέψουμε από τα διαφημιστικά μηνύματα που ακολουθούν.

Chris Zafeiriadis

Παρασκευή 22 Ιανουαρίου 2016

Only Lovers Left Alive (2013)


Επάνω στις ουλές που αφήνει στο σώμα μας ο χρόνος, στα σημάδια εκείνα που δεν μπορείς ποτέ να αφαιρέσεις, διαγράφονται όλα τα χαρακτηριστικά μας. Πρέπει όμως να κοιτάξεις πέρα από το χρώμα και το σχήμα τους για να μπορέσεις να αναγνωρίσεις έστω κάποια από αυτά και στη συνέχεια να συνειδητοποιήσεις ότι μέσα τους παραμένουν ζωντανά τα συναισθήματα, τα πάθη και οι αναμνήσεις, θυμίζοντας για πάντα τις στιγμές που σε έκαναν να νιώθεις ζωντανός. Οι Εραστές του Τζάρμους, μοιάζουν σαν μια νεκρώσιμη και εύθραυστη στιγμή από τη ζωή του Αδάμ και της Εύας, δύο πλάσματα της νύχτας δεσμευμένα με την αθανασία και καταδικασμένα να δέχονται αβίαστα τα κύματα του χρόνου που περνάνε από πάνω τους, ιχνογραφώντας μια σιωπηλή πορεία μέσα στο σκοτάδι και σημαδεύοντας ,παράλληλα, ένα ακόμα κομμάτι του κορμιού τους. Άλλωστε, χωρίς σημάδια δεν υπάρχει ανάμνηση και χωρίς ανάμνηση δεν θα μπορούσε ποτέ να υπάρξει ζωή.

Οι Εραστές δεν είναι μια ταινία για αδηφάγα και αιμοδιψή πλάσματα, ούτε για τον τρόπο που επιβιώνουν μέσα στους αιώνες, κατασπαράζοντας ανθρώπινα σώματα και καταπίνοντας αχόρταγα τα αίματά τους. Οι Εραστές είναι μια ταινία για την καλλιέργεια της ευγένειας και του σεβασμού μέσα στη φιλία, για το φόβο των φαντασιώσεων που αρνούμαστε να εκπληρώσουμε, για την ομορφιά και την αναγκαιότητα της αγάπης που όταν ανθίσει μια φορά, δε λέει ποτέ να μαραθεί. Κάτω από το λιγοστό φως του φεγγαριού και την ευαίσθητη τρυφηλότητα της νύχτας, οι Εραστές γίνονται μία ταινία που καρδιοχτυπά, αντανακλώντας την ομορφιά δύο ψυχών που μέσα στην ερημιά των αιώνων, χάθηκαν για να βρεθούν ξανά αγκαλιασμένοι, αρνούμενοι να υποκύψουν στο χάος της εποχής που χτίσαμε και αναπόδραστα τους περιβάλλει.

Μέσα σε μια ψυχεδελίζουσα και μυστηριακή ατμόσφαιρα κινηματογραφικής γοητείας, οι Εραστές ευωδιάζουν και φιλοσοφούν, (υπόγεια, ανέμελα και, φυσικά, περήφανα) για τη νίκη του έρωτα απέναντι στο χρόνο, προσκαλώντας μας να ζήσουμε, (αβίαστα κι εμείς,) τη στιγμή της ψυχικής μας αθανασίας, να ξεδιπλώσουμε και να εξερευνήσουμε τις φαντασιώσεις που ίσως σε μια ονειρική στιγμή καταφέρουμε να ενώσουμε. Οι Εραστές μας προσκαλούν να πιαστούμε χέρι-χέρι και να αισθανθούμε την ηχώ του σεληνόφωτος, να αγκαλιαστούμε και να χορέψουμε γυμνοί κάτω απ’ τους καπνούς και τις αναθυμιάσεις της ατέρμονης μοναξιάς μας, προτού ο χρόνος που μας δόθηκε εξαντληθεί χωρίς επιστροφή, προτού να φτάσουμε στο τέλος και νιώσουμε την άμμο στον πάτο της κλεψύδρας.

Chris Zafeiriadis

Παρασκευή 11 Δεκεμβρίου 2015

The Prestige (2006)


Το Prestige του Nolan θα σε μαγέψει. Θα σε μαγέψει μεταφέροντάς σε στον Λονδίνο του 19ου αιώνα, όπου δύο αντίζηλοι ταχυδακτυλουργοί θα δώσουν τα πάντα για να κατακτήσουν την φήμη του πιο εντυπωσιακού τρικ επάνω στη σκηνή, κατακτώντας παράλληλα την δόξα του ισχυρότερου και πιο αινιγματικού θαυματοποιού. Μια δόξα που γεννάται από το εγωιστικό συναίσθημα της υπεροχής που τρέφει τις ψυχές των δύο πρωταγωνιστών και σταδιακά τους μετατρέπει από ταλαντούχους καλλιτέχνες σε θανάσιμους ανταγωνιστές. Και τότε καταλαβαίνεις ότι ο Nolan δεν θα σου μιλήσει για την ταχυδακτυλουργία και τα μεταμφιεσμένα μυστικά της, αλλά θα σου εκθέσει με έναν υπέροχο τρόπο την αποκάλυψη του ανθρώπινου πνεύματος και την κάθοδό του, από το σημείο της έμπνευσης και της δημιουργίας, στα ατέρμονα βάθη μιας οδυνηρής και αχόρταγης αβύσσου.

Στο σύμπαν του Prestige η ανάπτυξη της σύγκρουσης γίνεται αργά και σταθερά, παράλληλα με ένα πάθος που οργιάζει. Οι δύο ταχυδακτυλουργοί γίνονται για λίγο οι μικροί θεοί που διαθέτουν τα μέσα και τη δεξιοτεχνία για να ξεγελάσουν όσους τους παρακολουθούνε μαγεμένοι. Για όσο βρίσκονται επάνω στη σκηνή το αίνιγμα γεννάται, η αλήθεια μεταμφιέζεται και το αμετάβλητο αλλάζει και μετατρέπεται σε μεταβλητό. Φυσικά ο Nolan από την αρχή ακόμα σπεύδει να μας ενημερώσει πως θεοί δεν υπάρχουν (τουλάχιστον όχι επάνω στη σκηνή) και ότι αυτό που πραγματικά συμβαίνει είναι μια ψευδαίσθηση που κατασκευάζεται με μαεστρία. Η πραγματικότητα δεν μπορεί να διαστρεβλωθεί, μπορεί μονάχα να καμουφλαριστεί με ένα διαφορετικό προσωπείο, δίνοντάς σου την δυνατότητα να ξεφύγεις από τον κόσμο που σου έτυχε, αν δεν σου κάνει.

Μέσα από το καμουφλάζ έρχεται η παραπλάνηση, γεννώντας παράλληλα το μίσος. Ένα μίσος που τρέφει και τρέφεται από την αδυναμία των δύο αυτών ανθρώπων, οι οποίοι αφιέρωσαν τη ζωή τους στην ψευδαίσθηση και θυσίασαν ένα κομμάτι του εαυτού τους, για να γίνουν τελικά σκλάβοι της ίδιας τους της εμμονής. Ως σκλάβοι δεν μπορούν παρά να υπακούσουν και να συνεχίσουν να παραπλανούν, τόσο το κοινό που θέλει να τους θαυμάσει, όσο και τους εαυτούς τους που λαχταράνε τον θαυμασμό. Ως  άνθρωποι, τυφλοί από την εμμονή, οδηγούνται στον παραλογισμό τον οποίο υπηρετούν ευλαβικά και, ξεφεύγοντας από τα όρια της ειλικρίνειας και της ηθικής, παίρνουν μέρος σε μια εγωιστική μάχη για την επικράτηση του ισχυρότερου.

Φυσικά, αν κοιτάξεις προσεκτικά θα βρεις και εκείνα που σε ενοχλούνε στη ταινία. Θα δεις τις ευγενείς απιθανότητες, τις ελλείψεις και τις σεναριακές ευκολίες που υπάρχουν μέσα στην ιστορία. Όμως αν παρατηρήσεις εκεί που πρέπει, θα δεις ότι στη ψυχή του το Prestige δεν είναι μια ταινία για τον ανταγωνισμό και τη μάχη μεταξύ των αντιπάλων. Αυτή βρίσκεται για να ξετυλίξει την πλοκή και να υπηρετήσει την ίδια την άβυσσο του ανθρώπινου παραλογισμού. 

Αν παρατηρήσεις βαθύτερα, λίγο πριν το Prestige αγγίξει τα όρια της επιστημονικής φαντασίας, θα δεις τον Nolan να σου μιλάει για την οδυνηρή μοίρα κάθε γνήσιου καλλιτέχνη που δεν μπορεί να νιώσει πλήρης αν δεν αφιερώσει την ζωή του στην ανεξάντλητη τέχνη του. Θα σου μιλήσει για τον άνθρωπο, τον θεό και την δημιουργία (όχι όμως και για την θρησκεία) και, τέλος, για την μαγεία ολόκληρου του κινηματογράφου, που για κάποιους αποτελεί διασκέδαση, ενώ για κάποιους άλλους είναι ένας υπέροχος, δεύτερος κόσμος για να ζεις. Θα σου μιλήσει για κάθε σκηνοθέτη που σε εξαπατά εν γνώσει σου και γίνεται «θεός» - ένας μικρός μάγος που κατασκευάζει τις δικές του πραγματικότητες και σου χαρίζει αισθήματα και ψευδαισθήσεις από τις οποίες δεν θέλεις να αποδεσμευτείς, που κατασκευάζει μια εξαπατημένη αλήθεια και πριν από κάθε προβολή έρχεται κοντά για να σου ψιθυρίσει «άμπρα κατάμπρα».

Και σου προκαλεί το δέος.

Chris Zafeiriadis