Παρασκευή 16 Μαΐου 2014

Dallas Buyers Club (2013)


Πόσο να προλάβεις να χαρείς, πόσο να χαμογελάσεις και πόσο να δακρύσεις μέσα σε 30 μόλις, αγιάτρευτες ημέρες;

Το Dallas Buyers Club δεν είναι η ταινία που θα προσπαθήσει να σε τσακίσει. Ούτε θα παλέψει για να σε βγάλει από τον μαγικό και ονειρεμένο κόσμο στον οποίο θέλεις να ανήκεις, θα σου χαρίσει όμως απλόχερα λίγο από το δράμα που κουβάλησε στα σωθικά του ο πρωταγωνιστής της. Ένας άνθρωπος που έζησε τα πιο δύσκολα χρόνια του στα ελπιδοφόρα ’80 μιας σκονισμένης Αμερικής, μιας χώρας που θέλησε να καλπάσει προς την επαναστατική ενότητα, κατάφερε όμως τελικά να διαχωρίσει τους πολίτες της σε μερικές δεκάδες κατηγορίες. Ο Ron Woodroof καλείται να αντιμετωπίσει την εσωτερική φθορά του σώματός του όταν οι γιατροί τού ανακοινώνουν ότι πάσχει από Aids, δίνοντάς του 30 ημέρες (ανέλπιδης) ζωής. Καλείται έτσι να αναθεωρήσει τις σκέψεις και τις προτεραιότητές του, αποδεχόμενος τον επικείμενο θάνατο που έρχεται χωρίς να τον ρωτήσει. Κάπως πρέπει να πεθάνουμε όλοι, είναι αλήθεια, η βαρβαρότητα όμως της γνώσης είναι που μπορεί να σε γονατίσει, μπορεί να κάμψει την αξιοπρέπεια του φινάλε σου, χωρίς να σε λυπάται ούτε για μια στιγμή.

Η ταινία του Vallée δεν είναι ένα δράμα που θέλει να σε κάνει να δακρύσεις από κάποιον ψεύτικο μελοδραματισμό, γι’ αυτό και δεν το προσπαθεί, τουλάχιστον όχι εξόφθαλμα. Αντίθετα είναι μια ταινία που μέσα από την ψυχολογική κατάσταση του ήρωά της, θα προσπαθήσει να σε κάνει να ελπίσεις, όχι σε κάποιον θαυματουργό θεό που θα εξαφανίσει όσα σε σκοτώνουν καθημερινά, αλλά σε έναν περήφανο εγωισμό που θα κρατήσει ζωντανή τη λαχτάρα του να ζήσεις, έστω μια μέρα παραπάνω. Μια λαχτάρα που μετατρέπεται σε πείσμα και θυμό, δίνοντας μια άνιση μάχη με τον χρόνο, τη στιγμή που όλοι θα  στοιχημάτιζαν ότι θα πέσεις κάτω από τον πρώτο κιόλας γύρο. Τη στιγμή που τα συμφέροντα των αδίστακτων εταιριών και των άψυχων φαρμακοβιομηχανιών συγκρούονται υπογείως με την ζωή που εξατμίζεται στην ατμόσφαιρα και την ελπίδα που χάνεται χωρίς επιστροφή. Την ίδια ελπίδα που καμιά φορά τη βρίσκεις σε τιμή ευκαιρίας, αρκεί να τους πιστέψεις και να κλείσεις τα μάτια σου - για πάντα.

Η ιστορία του Woodroof είναι αρχέτυπα παραδειγματική. Ένας εγωκεντρικός καουμπόης από το Dallas του Texas (τόπος στον οποίο δολοφονήθηκε ο πρόεδρος Κένεντι – αν αυτό έχει κάποια σημασία) που από την μία αρνήθηκε την παθητική αποδοχή της κατάστασής του, όπλισε τον εγωισμό του και αμφισβήτησε τις προβλέψεις των γιατρών  (βγαίνοντας δικαιωμένος αφού οι 30 ημέρες πήραν παράταση μερικών ακόμα χρόνων) και από την άλλη έκαμψε τις αναστολές του και συνεργάστηκε με μια περήφανη (και επίσης νοσούσα) τραβεστί, στο πρόσωπο της οποίας αναγνώρισε έναν ψυχικό σύμμαχο. Οι αρρώστιες μπορεί να σκοτώνουν τους ανθρώπους αλλά πριν το κάνουν τους φέρνουν πιο κοντά, έτσι οι δυο τους ίδρυσαν την διάσημη λέσχη εναλλακτικής φαρμακευτικής του τίτλου, μια λέσχη που ενόχλησε και πολεμήθηκε από τα τέρατα, χαρίζοντας χαμόγελα και δάκρυα σε εκείνους που τα είχαν περισσότερο ανάγκη. Κατάφεραν έτσι να χαρίσουν περισσότερο ζωή, αμφισβητώντας το ίδιο το σύστημα, σε μια κοινωνία που έχει μάθει να συστηματοποιεί τα πάντα για να μπορεί να προοδεύει, έχει μάθει να εξετάζει, να ελέγχει και να πιστοποιεί προτού μπορέσει να εγκρίνει και να νομιμοποιήσει.

Ακόμα και αν ο Vallée μοιάζει συγκρατημένος στον τρόπο που κινηματογραφεί, η αλήθεια δεν μπορεί παρά να ξεπροβάλει μέσα από την ίδια την ιστορία. Μια αλήθεια που θέλει τη ζωή να την ευχαριστιέσαι όπως είναι (και ας κοιτάζεις στα κρυφά τους διπλανούς σου και λίγο τους ζηλεύεις), να την ζεις όπως ακριβώς σου αρέσει (και όχι όπως σου προτείνουν) και να την χαίρεσαι με το καουμπόικο καπέλο σου πάντα φορεμένο. Γιατί ξέρεις, όσα σε μεγάλωσαν και όσα με τον καιρό σε έχουν διαμορφώσει δεν μπορούνε να χαθούν, όσες αρρώστιες και αν χτυπήσουν το θνητό κορμί σου, όσες στιγμές και αν σου είπαν ότι χάθηκαν και εσύ ακόμα επιμένεις να τις ζήσεις. 


Chris Zafeiriadis

Τρίτη 22 Απριλίου 2014

Alice Doesn't Live Here Anymore (1974)


Τη χρονιά που το μαύρο (noir) αγκάλιαζε τη Chinatown και η μαφία αναζητούσε δικαίωση στο δεύτερο μέρος του Νονού, τη χρονιά που η νομοθεσία κατέρρεε στο σεναριακό παροξυσμό του Death Wish και ο Σχιζοφρενής Δολοφόνος κατακρεουργούσε τη νεολαία με το Πριόνι του, ο Scorsese παρουσίαζε ένα εύθραυστο γυναικείο πορτραίτο και το αφιέρωνε υπογείως στον θεσμό της οικογένειας, όπως επίσης υπογείως έπραττε και ο Spielberg με το “παράνομο” Sugarland Express του. Σαράντα χρόνια μετά, ελάχιστα έχουν αλλάξει στον τρόπο με τον οποίο η πραγματικότητα αφαιρεί από την αξία, όσα ο ίδιος ο άνθρωπος δεν μπόρεσε να της αναγνωρίσει.

Για την Alice θα μπορούσε κάποιος να μιλάει για ώρες. Όχι γιατί ο χαρακτήρας της είναι τόσο μοναδικός, ούτε γιατί τα μάτια της Ellen Burstyn που την ερμηνεύει είναι τόσο υπέροχα εκφραστικά, αλλά γιατί μέσα σε αυτά μπορείς να αναγνωρίσεις ακατάβλητα χαρακτηριστικά των ανθρώπων της διπλανής πόρτας. Ανθρώπων που νόμιζαν ότι η ζωή έρχεται πάντα όπως την περιμένουμε (για να μας διαψεύσει πανηγυρικά), που πίστεψαν ότι το εφήμερο μετατρέπεται καμιά φορά σε άφθαρτο, ανθρώπων που γεύτηκαν το όνειρο αλλά δεν κατάφεραν ποτέ τους να το κατακτήσουν. Αντίθετα, αντίκρισαν την επιθυμία να σβήνει και να θυσιάζεται σε έναν αμείλικτο βωμό που λέγεται πραγματικότητα και μάλιστα με την σφραγίδα της συγκατάθεσής τους. Το όνειρο, βέβαια, όταν πιστώνεται, κρατάει το βλέμμα του καρφωμένο στο μέλλον, προσδοκώντας μια απαστράπτουσα στιγμή πραγμάτωσης, ακόμα κι όταν αυτή δεν μοιάζει να έρχεται από τον μακρινό ορίζοντα. Έχει μάθει όμως στην ελπίδα, γι’ αυτό και υπομένει.

Από τον πόθο της παιδικής ηλικίας που γέννησε η ηλιοκαμένη Καλιφόρνια στον εγκλωβισμό της ενήλικης ζωής μιας οικογένειας που χτίστηκε λάθος, η ιστορία που διηγείται ο Scorsese μοιάζει με ένα αβέβαιο road trip χωρίς πυξίδα και με ηρωίδα μια πεισματάρα γυναίκα. Μια γυναίκα που μπορεί να έχει χάσει τον προσανατολισμό της, μπορεί να έχει μάθει να συμβιβάζεται για να χαρίσει στο παιδί της όσα χρειάζεται (ένα παιδί που προσπαθεί να καταλάβει τις αιτίες αλλά δεν τα καταφέρνει), δεν έχει όμως ξεχάσει τους πόθους και τα όνειρά της. Η νεαρή Alice παντρεύεται, ονειρεύεται, χηρεύει στα τριανταπέντε και προσπαθεί να ανασυντάξει τα κομμάτια της, δεν ξεχνάει όμως όσα πρόλαβε να θυσιάσει στη μικρή πορεία της ζωής. Το τραγούδι μπορεί να μην ανήκει πλέον στην καθημερινότητά της, ανήκει όμως σε ένα όνειρο που έμεινε μετέωρο, παλεύοντας ανάμεσα στα καινούρια δεδομένα της ζωής για λίγο οξυγόνο.

Τη στιγμή που η πραγματικότητα γίνεται σαρωτική, τότε είναι και η στιγμή όπου η Alice αναζητά την ευκαιρία να αναπτύξει το τραγούδι της, το οποίο χρησιμοποιεί ως προσωπική της διέξοδο. Φορτώνει με θάρρος τον εγωισμό της και με ένα βλέμμα σχεδόν ταπεινό, περιφέρεται σε παρακμιακές καφετέριες και κακόφημα μπαρ αναζητώντας απεγνωσμένα το βήμα, την ευκαιρία που θα της χαρίσει το σθένος, τη στιγμή που το έχει περισσότερο ανάγκη. Παράλληλα στη διάρκεια της διαδρομής της, γνωρίζει και προδίδεται από δύο αρσενικά. Ο πρώτος (Harvey Keitel) φαλλοκράτης και οξύθυμος, ο δεύτερος (Kris Kristofferson) περισσότερο εγωιστής απ’ ότι μπορεί να αντέξει το ψυχολογικό φορτίο της Alice. Κανείς από τους δύο δεν φαίνεται ικανός να σηκώσει το συναισθηματικό βάρος της Alice και του ορφανού παιδιού της κι έτσι η νεαρή ονειροπόλα μένει και πάλι μόνη, με το όνειρο να πάλλεται από την ανάγκη της πραγμάτωσης δίπλα στην επιθυμία μιας οικογένειας που απλά ψάχνει την ευκαιρία να υπάρξει.

Πάνω σε αυτή την επιθυμία πατάει ο Scorsese και επάνω της χτίζει το φινάλε του ταξιδιού. Μέσω της συναισθηματικής ωρίμανσης και της αποδοχής των ευθυνών από το δεύτερο αρσενικό (που μάλλον πρόκειται για απορριπτέο χαρακτήρα), χαρίζει τελικά στην ηρωίδα του όσα πίστεψε ότι ήταν αληθινά (ακόμα και αν τελικά δεν είναι). Έτσι η ταινία μεταμορφώνεται και από μια ρεαλιστική ματιά επάνω στις αδυναμίες της δυτικής κοινωνίας να επικοινωνήσει, κλείνει τα μάτια και μετατρέπεται σε παραμύθι. Ένα ρομαντικό παραμύθι που θέλει τη μητρική αγκαλιά να χαρίζει την ασφάλεια που αναζητά το παιδί και μια αναβλύζουσα αισιοδοξία να έρχεται για να ελπίσει και χωρίς σταματημό, να σώσει οτιδήποτε αν σώζεται.

Που μεταξύ μας, υπάρχουν φορές που κάτι τέτοιο το έχουμε περισσότερο ανάγκη, μήπως και μπορέσουμε να αντέξουμε την στυγερή ορμή της πραγματικής ζωής.


Chris Zafeiriadis

Δευτέρα 7 Απριλίου 2014

Το Μικρό Ψάρι (2014)

“Κουκιά μετρημένα, φίλε…”


Μέσα σε έναν τεράστιο ωκεανό αχόρταγης τραμπουκοκρατίας και ματωμένων αναθυμιάσεων ανθρώπινης απόγνωσης, μέσα σε ένα σύνολο ανθρώπων όπου ο καθένας από εμάς θα καταβρόχθιζε τον διπλανό του για πλάκα χωρίς να το σκεφτεί δεύτερη φορά, ο Οικονομίδης θα δομήσει μια ιστορία που μοιάζει σαν ένα κακό όνειρο για τους πρωταγωνιστές, μια ταινία όπου κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει από τα όρια που θέτει ο σκηνοθέτης, αλλά και να μπορούσε, δεν θα το έκανε ποτέ γιατί αυτός είναι ο κόσμος στον οποίον ανήκει. Μέσα σε αυτή την αμετάλλακτη κοινωνία, ο καθένας θα πρέπει να προσπαθήσει και τελικά να πολεμήσει για να μπορέσει να επιβιώσει, αρκεί να κοιτάξει τον εαυτό του στον καθρέφτη συλλογιζόμενος τι είναι αυτό που τον χαρακτηρίζει, αυτό που του δίνει ανάσα στη ζωή και τελικά, αυτό που του την παίρνει πίσω, χωρίς επιστροφή. Ο Στράτος το κάνει. Όχι για να αποδείξει ότι είναι καλύτερος από τους υπολοίπους αλλά για αγγίξει, έστω και κλασματικά, την αέναη στιγμή της ψυχικής του καθαρότητας.

Το Μικρό Ψάρι δεν είναι για να σε κάνει να χαρείς. Δεν θα σε κάνει καν να χαμογελάσεις, αντίθετα θα σε συνθλίψει κάτω από μερικές δεκάδες τόνους κοινωνικής αποσύνθεσης και ανθρώπινης αποπνευμάτωσης. Είναι το βάρος ενός αποδομημένου τόπου (με την αποδόμηση να έρχεται απ’ το σενάριο και στη συνέχεια να χύνεται ορμητικά μέσα στην ταινία), το απέραντο βάθος μιας απύθμενης τρύπας που μας ρουφάει όλους χωρίς σταματημό, αναγκάζοντάς μας να ξεπουλήσουμε ό,τι χαρακτηρίζει τον πολιτισμό μας, για μερικές σταγόνες ανόθευτου εγωισμού. Μέσα σε αυτό το χάος ο Οικονομίδης θα τοποθετήσει μια φιγούρα που έσφαλε (σαν όλους τους άλλους), πλήρωσε για όσα του έχουνε προσάψει και σήμερα κινείται μυστικά, έχοντας μάθει να αφαιρεί ζωές και να σκοτώνει συνειδήσεις, χωρίς να του καίγεται καρφάκι. Άλλωστε στο δικό του κόσμο, όλοι βρίσκονται ένοχοι για κάτι και, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, πρέπει να πληρώσουν. Σε έναν τέτοιο κόσμο δεν υπάρχει χώρος για δισταγμούς και συναισθήματα, μονάχα ευτελείς μορφές, λουσμένες στο αίμα και την απόλυτη οργή μιας καταιγίδας που δε λέει να κοπάσει. 

Μέσα σε αυτόν τον τόπο που μοιάζει με νεκροταφείο ανθρώπων που δεν έχουνε ακόμα χάσει τη ζωή τους, ένα μικρό κορίτσι πέφτει θύμα των αμαρτωλών, καταδικασμένο να σταυρωθεί για αμαρτίες που δε διέπραξε ποτέ. Έτσι ο Στράτος βρίσκεται στο σημείο της ηθικής βαρύτητας ενός χρέους απέναντι στο μοναδικό ίσως αθώο χαρακτήρα της ταινίας, με τη σιωπή του να μαρτυρά την αφοσίωση σε έναν καινούριο σκοπό, αφήνοντας να φανεί μια αμυδρή ελπίδα, ικανή να σπάσει την παντοκρατορία του νοσηρού μαύρου που κυριαρχεί στην ατμόσφαιρα.

Έτσι, αυτός ο υπέροχος χαρακτήρας ανεπανάληπτης μοναξιάς, σταματά να ψάχνει φίλους εκεί που δεν υπάρχουν, αγγίζει την αυτογνωσία και προκαλεί τη σύγκρουση. Ξεκινά την αναζήτηση της προσωπικής του λύτρωσης μέσα από μια ύστατη πράξη απονομής δικαίου σε έναν αχόρταγο και άδικο τόπο όπου τίποτα δεν δίνεται χωρίς αντάλλαγμα, τίποτα δεν κερδίζεται αν δεν χάσεις ανεπιστρεπτί ένα κομμάτι του εαυτού σου. Καταφέρνει έτσι, να νιώσει για λίγο (ή για πάντα) ελεύθερος, αφήνοντας το ματωμένο του σημάδι επάνω σε μια αλήθεια, καταδικασμένη να ξεθωριάσει και να χαθεί, σαν να μην έζησε ποτέ. Προτού όμως χαθεί, στέκεται για λίγο μόνος, έχοντας κατακτήσει το βάρος της καθαρότητας που εσωκλείεται σε ένα ανείπωτο, μέχρι τώρα, νόημα.

Ένα νόημα αγνό, το οποίο κατοικεί κρυμμένο κάτω από τη σκόνη του χρόνου που μας βαραίνει όλους, από τη γέννηση της ύπαρξης μέχρι τη σιωπηλή στιγμή του νομοτελειακού μας θανάτου.


Chris Zafeiriadis

Παρασκευή 28 Μαρτίου 2014

Her (2013)


(…και να μείνετε μαζί, απ’ τη στιγμή που θα πιαστείτε χέρι-χέρι, έως το τέλος του κόσμου.)

Αν δεις το Her στην επιφάνειά του θα το αναγνωρίσεις ως μία ταινία που θέλει να μοιραστεί μαζί σου σκέψεις και πραγματικότητες τις οποίες μέσω ενός διαφορετικού και αλλόκοτου(;) κόσμου, χαρακτηρίζουν τους ανθρώπους της δικής μας εποχής. Από τη μοναξιά που κάνει παρέα στις περισσότερες στιγμές μας μέχρι τις προσπάθειες που κάνουμε για να βρεθούμε κοντά με κάποιον άλλο, το Her χρησιμοποιεί τον ηρωικό Theodore, που ως αντιπροσωπευτικό δείγμα των ανθρώπων της μεγαλούπολης, δονείται από την ανάγκη της ερωτικής επιθυμίας, γι’ αυτό και την επιζητά. Αν όμως κοιτάξεις λίγο βαθύτερα θα αντικρίσεις τη γλυκόπικρη αλήθεια που κατοικεί μέσα σε όλους μας. Διότι μέσα από τις επιθυμίες, τις ανασφάλειες και το πάθος για έναν έρωτα που θέλει να εκδηλωθεί, το Her καταφέρνει να μιλήσει για όλα όσα παλεύουμε να ερωτευτούμε, αλλά δεν έχουμε το θάρρος να τα πλησιάσουμε. Για όσα ως άνθρωποι θέλουμε να μας αγγίξουν, μάθαμε όμως να κοιτάζουμε καχύποπτα και διστακτικά, ακόμα και όταν οι άνθρωποι που βρίσκονται δίπλα μας αξίζουν κάτι παραπάνω.

Η ταινία του Jonze μοιάζει με ένα ρομαντικό γράμμα το οποίο περνά μπροστά από τα μάτια σου χωρίς να έχει την απαίτηση να το διαβάσεις. Ξέρει όμως, πως αν το κάνεις, θα ξεκινήσετε ένα διάλογο χωρίς επιστροφή, αφού θα σου μιλήσει για τον εαυτό σου με έναν υπέροχα ευγενικό τρόπο. Θα σου μιλήσει για τον χρόνο που είναι πολύ περιορισμένος για να τον σπαταλάμε σε ό,τι μας τυχαίνει, για εκείνα που μας ενώνουν και όλα αυτά που μας κρατάνε χώρια, ανάμεσα σε δεκάδες ανώνυμα κτήρια και μερικές χιλιάδες ανθρώπων που δεν θα γνωρίσουμε ποτέ (διότι μεταξύ μας, δεν τους αντέχουμε και όλους). Θα σου μιλήσει για την ακατόρθωτη αποκωδικοποίηση του έρωτα και θα χτίσει κάθε του καρέ επάνω στην αναζήτηση ενός συναισθήματος που δεν μπορεί να εγκλωβιστεί μέσα στα στενά όρια ενός ανθρώπινου σώματος. Μπορεί όμως να γίνει αιώνιο αφού όταν ερωτεύεσαι πραγματικά οι στιγμές είναι αδυσώπητες και σε χτυπάνε με τρόπο που μένει ανεξίτηλος. Κάπου εκεί, στο ενδιάμεσο των χτύπων της καρδιάς, θα μάθεις ότι το μόνο άτομο που χρειάζεσαι στη ζωή σου είναι αυτό που σε χρειάζεται μέσα στη δική του και όταν ο άλλος σου λείψει πραγματικά, θα συνειδητοποιήσεις ότι κάποτε ήταν κομμάτι του εαυτού σου (συνέχισε όμως να μου χαμογελάς και όλα θα πάνε καλά).

Όμως το Her, μέσα από την ακατάβλητη ανάγκη να έρθει κοντά σου, μοιάζει να έχει τη δική του επιθυμία, χαρακτηριστικό μιας τεράστιας ταινίας που έρχεται να σου κάνει παρέα, μια στο τόσο πλέον. Γνωρίζει ότι θα απομακρυνθεί και θα φύγει όταν δεν το έχεις πια ανάγκη, όμως δεν θα σε αφήσει μονάχο, ούτε για μια στιγμή. Διότι μέσα από την παρέα και τις συνομιλίες (ίσως και τις διαφωνίες), θα έχεις κοιτάξει ένα σπάνιο κομμάτι του εαυτού σου, θα θυμηθείς και πάλι εκείνα που σε κάνουν να νιώθεις ζωντανός, σα να μη πέρασε μια μέρα από τότε, με την ελπίδα να ξεκινήσεις μια καινούρια αναζήτηση για κάτι που ζει όχι μονάχα μέσα στις ταινίες. Την επιθυμία να βρεις το θάρρος  να αναζητήσεις ένα αληθινό πρόσωπο, να κοιτάξεις ακριβώς δίπλα και να ερωτευτείς κάποιον που νοιάζεται, όπως ας πούμε, ένα καλό σου φίλο.


Chris Zafeiriadis

Τετάρτη 19 Μαρτίου 2014

Death Wish (1974)


Η κοινωνία βρίσκεται σε αναβρασμό και η Νέα Υόρκη, ως επίκεντρο του δυτικού κόσμου, φλέγεται. Με τη φλόγα της αχόρταγη και αδάμαστη να περικυκλώνει τον πολιτισμό και στη συνέχεια να υψώνεται ψηλά, μετατρέποντας ό,τι σαν κοινωνία χτίσαμε και ό,τι σαν άνθρωποι πιστέψαμε, σε στάχτη. Η ιστορία του Death Wish δεν έχει ως σκοπό να καταγράψει τον αναβρασμό, ούτε να κατακρίνει την πορεία που μας οδήγησε στα υπολείμματα μας, αλλά να μεταφέρει, έστω και επιφανειακά, τις αναθυμιάσεις ενός φθίνοντος πολιτισμού, πρώτα στο χαρτί (με την νουβέλα του Brian Garfield) και στη συνέχεια στη μεγάλη οθόνη (για τα μάτια εκείνων που την εποχή των ‘70s αντίκριζαν ευημερία και ανάπτυξη γύρω τους).

Η ταινία του Winner έχει ως αφετηρία μια αναίτια βιαιοπραγία που μετατρέπεται σε ανθρωποκτονία. Η οικογένεια του αρχιτέκτονα Paul Kersey (ένας από τους ανθρώπους που έχτισαν τον κόσμο – και πληρώθηκαν γι’ αυτό) δέχεται επίθεση από τρεις άγνωστους νεαρούς, χωρίς να έχουν σημασία τα ονόματα ούτε η κοινωνική θέση των επιτιθέμενων, με την γυναίκα να χάνει την ζωή της και την μοναχοκόρη να χάνει την δυνατότητα της οποιασδήποτε επικοινωνίας με το περιβάλλον. Μια πράξη βίας που συμβαίνει μέσα στο ίδιο το σπίτι της οικογένειας (το προσωπικό μας καταφύγιο) και κατακρίνεται από τις αρχές, οι οποίες όμως αδυνατούν να λύσουν την υπόθεση, με τους ενόχους να παραμένουν για πάντα ελεύθεροι στους δρόμους που τους γέννησαν.

Το σοκ του Kersey, είναι διπλό. Από την μια πρέπει να δεχτεί την νέα του πραγματικότητα, με την οικογένεια πλέον χαμένη και από την άλλη έρχεται αντιμέτωπος με την ανικανότητα της αστυνομίας που όσο περνάν οι μέρες, μοιάζει περισσότερο με αδιαφορία. Μια αδιαφορία που οπλίζει το μυαλό και το χέρι του πρωταγωνιστή, ο οποίος μέσα σε μια σχεδόν Carpenterική ατμόσφαιρα αδίστακτης απλοϊκότητας, μετατρέπεται από φιλήσυχος και συγκαταβατικός αστός, σε εκδικητής της νύχτας, αφαιρώντας τις ζωές εκείνων που έμαθαν να επιτίθενται χωρίς φειδώ και χωρίς διαχωρισμό στους πολίτες των συννεφιασμένων δρόμων της αμερικάνικης μεγαλούπολης.

Αναγνωριστικά βλέμματα, απειλητικά στιλέτα και πυροβολικοί κρότοι σπάνε τη σιωπή της νύχτας, χτίζοντας την περιρρέουσα ατμόσφαιρα εκφοβισμού και θανάτου που με πάθος και λαχτάρα επιζητά ο εκδικητής. Με ένα πιστόλι στο χέρι εφοδιασμένο με τις σφαίρες της ανθρώπινης αποκάρδιωσης, ο Kersey σκοτώνει και ταυτόχρονα ενισχύει την ανικανότητα της κλινικά νεκρής/ανεφάρμοστης νομοθεσίας. Αφού δεν μπορείτε εσείς, με τους νόμους και την εξουσία να πράξετε τα δέοντα, δημιουργούμε καινούριους κανόνες, οι οποίοι μπορούν και έχουν αποτέλεσμα, ακόμα και αν αυτό είναι λαθεμένο. Έτσι γεννάται ένα (αργότερα Dexter-ικό) ηθικό ερώτημα, για μια κοινωνία που μέσα στην ανημποριά που την χαρακτηρίζει, μετατρέπει άθελά της(;) τους αγαθά έντιμους σε αποτρόπαια ανέντιμους και τους προδιατιθέμενα έκνομους σε πνευματικά (και σωματικά) νεκρούς.

Ωστόσο το Death Wish, δεν είναι ένα γεγονός αιτιολογημένης εκδίκησης αλλά μια δραματική ιστορία θυμού και απόγνωσης. Μια πράξη τιμωρίας που παράγεται από την ανάγκη της άμυνας, η οποία με τη σειρά της μετατρέπεται σε αντεπίθεση. Χωρίς να είμαστε σε θέση να δικαιολογήσουμε (ή ακόμα και να αισθανθούμε) τα γεγονότα και χωρίς ούτε για μια στιγμή να μπορούμε να αναγνωρίσουμε το δίκαιο, ή τη διαφορά της οργισμένης αντεπίθεσης από την αρχική επίθεση που δέχτηκαν τα θύματα. Το μόνο που από-μένει πριν τους σαρδόνιους τίτλους τέλους (και το υποσχόμενο χαμόγελο του Kersey) είναι η κρυφή αναγνώρισης της ευθύνης και η ανάγκη της φυγής για ένα καινούριο τόπο. Η ανάγκη να ζυγίσουμε ξανά τους εαυτούς μας, μήπως και μπορέσουμε να φυτέψουμε και πάλι την ξεριζωμένη εντιμότητα του μαραμένου μας πολιτισμού.

Chris Zafeiriadis