Τρίτη 27 Οκτωβρίου 2015

The Martian (2015)


Για να μπορέσεις να έρθεις κοντά και τελικά να φτάσεις στο σημείο να απολαύσεις το Martian για όλα όσα είναι – χωρίς να το κατακρίνεις για όσα δεν κατάφερε να είναι - ίσως θα πρέπει πρώτα να ρίξεις μια ματιά στο παρελθόν του δημιουργού του, από το πιο πρόσφατο έως και το πιο μακρινό. Θα δεις έτσι ότι από τις πρώτες του ημέρες, ο Scott δεν έδειξε μόνο ότι είναι ένας άνθρωπος που αγαπά την επιστημονική φαντασία αλλά κι ένας χαρισματικός αφηγητής, ο οποίος χάρισε στο είδους του sci-fi δύο αριστουργήματα που κατάφεραν να μείνουν αναλλοίωτα στο πέρασμα του χρόνου (Alien, Blade Runner). Από εκεί κι έπειτα, θα δεις ότι ολόκληρη η πορεία του είχε τα πάνω της (The Duellists, Gladiator, Matchstick Men) αλλά και τα αρκετά κάτω της (G.I. Jane, Black Hawk Down), μερικές αμφίβολες στιγμές κοινωνικού διχασμού (Thelma and Louise, Counselor, Prometheus), καθώς επίσης και μερικές άλλες, διεκπεραιωτικής εμπορικότητας (Body of Lies, Kingdom of Heaven).

Η αναγνώριση και η επιτυχία δεν άργησαν να έρθουν, αυτό όμως που δε ήρθε ποτέ για τον Scott είναι μια προσωπική σφραγίδα που θα χαρακτήριζε τις δημιουργίες μια ξεχωριστή ματιά και μια έκφραση σκέψης επάνω στα θέματά του που θα τον έκαναν ,τουλάχιστον στα μάτια μου, έναν άνθρωπο μοναδικό που θα ξανασυναντούσα σε κάθε νέα του ταινία. Κάπως έτσι, ο Scott παρέμεινε για πάντα ένας (μοντέρνος, ταλαντούχος και αμερικάνος) σκηνοθέτης ικανός για τα καλύτερα αλλά και για τα χειρότερα, ένας σκηνοθέτης που οι ταινίες του δεν διαθέτουν τον προσωπικό στοχασμό ενός ποιητή, αλλά την κοινωνική ψυχαγωγία ενός διασκεδαστή που άλλες φορές βρίσκει τον στόχο του και κάποιες άλλες δεν περνάει ούτε από δίπλα. Αυτό από μόνο του είναι ρίσκο τόσο για τους παραγωγούς που περιμένουν τα εισιτήρια, όσο και για τους σινεφίλ που λαχταράνε μια υπέροχη ταινία. Υπό αυτό το πρίσμα, νομίζω οι πρώτοι βρήκαν τον άνθρωπο που έψαχναν, ενώ οι δεύτεροι έχουν προ πολλού σταματήσει να τον αναζητούν στο πρόσωπο του Scott.

Όλα τα παραπάνω δεν τα αναφέρω για να δικαιολογήσω κάποιο παραστράτημα, ούτε για να αναγάγω κάποια αμφίβολη και επιπόλαιη ταινία του σε αριστούργημα. Θα ήταν όμως τουλάχιστον άδικο να περιμένει κάποιος από τον Scott, σήμερα στα 78 του χρόνια και μετά από είκοσι δύο περίπου ταινίες, να αλλάξει χαρακτήρα και να δει την τέχνη που υπηρετεί διαφορετικά. Όπως θα ήταν άδικο να περιμένει κάποιος από το Martian (του Scott, όχι του Weir) να διαθέτει την απεραντοσύνη μιας Οδύσσειας, τον κωδικοποιημένο και πολυδιάστατο χαρακτήρα ενός Interstellar, ή έστω την εσωτερική ανάγκη της επιστροφής σε έναν δικό σου κόσμο που αβίαστα ένιωθε ο E.T.. Αυτό που μπορεί κάποιος να περιμένει, όμως, είναι μια μοντέρνα ιστορία χαμένη στο διάστημα, μια ιστορία που σκοπό έχει να σε συναρπάσει όσο μπορεί να σε συναρπάσει η ψυχαγωγική ματιά του δημιουργού της και να σε μεταφέρει, έστω και κλασματικά, σε ένα άγνωστο σύμπαν, μακριά από το δικό σου, πάντοτε όμως ανίκανο να σου δώσει τις λύσεις που αναζητάς πίσω στη γη.

Η ταινία ξεκινάει όταν, μετά από ένα ατύχημα, ο αστροναύτης και βοτανολόγος Mark Watney (ενσαρκωμένος από τον θαυμάσιο Matt Damon) ξεμένει στο περιβάλλον τού Κόκκινου Πλανήτη, ενώ το υπόλοιπο πλήρωμα της αποστολής, θεωρώντάς τον νεκρό, ξεκινά το ταξίδι της επιστροφής για τη Γη. Ο Mark αφήνεται έτσι μόνος σε έναν έρημο τόπο, με μοναδικό αντίπαλο τα ψυχικά και βιολογικά του όρια. Είναι σχεδόν σίγουρο ότι οποιοσδήποτε άλλος απλός άνθρωπος είχε βρεθεί στην ίδια κατάσταση θα είχε, δεδομένων των αντιξοοτήτων, χάσει τη ζωή του από τα πρώτα κιόλας λεπτά. Όμως ο Mark Watney δεν είναι ένας απλός άνθρωπος. Είναι ένας έξυπνος, εφευρετικός, αστείος αλλά και πεισματάρης επιστήμονας που χρησιμοποιεί τις επιστημονικές του γνώσεις για να επιβιώσει και να μπορέσει να αντιμετωπίσει τα προβλήματα που προκύπτουν το ένα μετά το άλλο, χωρίς να το βάζει κάτω ούτε για ένα λεπτό. Τον παρακολουθούμε λοιπόν να μιλάει σε ένα ηλεκτρονικό ημερολόγιο ώστε να μην τρελαθεί και να κρατάει τον μυαλό του σε συνεχή έλεγχο, αντιμετωπίζοντας την κατάστασή του με σοβαρότητα, χιούμορ αλλά και μια απίθανη ελαφρότητα που του χαρίζει τόσο η προσέγγιση του Scott, όσο και η πανέξυπνη χρήση της μουσικής ντίσκο που είναι και η μόνη μουσική που έχει μαζί του ο Mark.

Στον Άρη βέβαια δεν μπορείς να μείνεις για πολύ, ακόμα κι αν βρεις τον τρόπο να καλλιεργήσεις πατάτες. Γι’ αυτό και, παράλληλα με τον Mark, παρακολουθούμε τις προσπάθειες των επιστημόνων της NASA πίσω στη Γη αλλά και του πληρώματος του σκάφους τού Mark (με κυβερνήτη την υπέροχη Jessica Chastain), οι οποίοι κάνουν τα αδύνατα δυνατά για να φέρουν τον άνθρωπό τους/μας πίσω. Έναν άνθρωπο που, σύμφωνα με την ιστορία, γίνεται σύμβολο ολόκληρου του δυτικού κόσμου, ενός κόσμου που μοιάζει να παρασύρεται από την αβάσταχτη πραγματικότητα που ζει ο Mark, έχοντας προς στιγμήν ξεχάσει τα ουσιαστικά προβλήματα που μαστίζουν την ανθρωπότητα του δικού μας πλανήτη (αρρώστιες, φτώχια, μεταναστευτικό και ό,τι άλλο προσωπικό κουβαλάει ο καθένας μέσα του).

Είπαμε, όμως, ο Scott είναι ένας διασκεδαστής και η Διάσωση είναι μια διασκεδαστική, σχεδόν εφηβική ταινία που σκοπό έχει να ψυχαγωγήσει όσους βρεθούν στη σκοτεινή αίθουσα για να την απολαύσουν για τις αρετές που διαθέτει. Και θα την απολαύσουν, από το πρώτο μέχρι το τελευταίο πλάνο του αστρικού ουρανού της. Θα την απολαύσουν για τα ερωτήματα που κοιτάει, που θέλει αλλά δυσκολεύεται να θέσει (πρωτίστως στον εαυτό της), για την ομορφιά της εξερεύνησης ενός άγνωστου τόπου, αλλά και την επιπολαιότητα με την οποία μπορείς να απολαύσεις μια τέτοια ταινία τη στιγμή που την έχεις περισσότερο ανάγκη. Μη τον παρεξηγείς τον Scott, γιατί εδώ γνωρίζει τα όριά του (νιώθοντας και ο ίδιος έφηβος;). Και, για να πω την αλήθεια, είναι προτιμότερο να αναλώνεται σε τέτοιου είδους ελαφρότητες και να αριστεύει, από το να αποδεικνύει την αδυναμία του να διαχειριστεί σοβαρότερες προσεγγίσεις και να αποτυγχάνει. Και ξέρεις, αυτός που δεν βρίσκει ίχνος απόλαυσης στην επιπολαιότητα, στην νεανική διασκέδαση και, τελικά, στην αγωνιώδη ακινδυνότητα μέσα σε μια ψυχαγωγική ταινία, δεν έχει ιδέα τι πάει να πει ψυχαγωγικό σινεμά.

Ή απλώς, σινεμά.

Chris Zafeiriadis 

Τετάρτη 21 Οκτωβρίου 2015

Back to the Future (1985)


Αν κοιτάξεις την Επιστροφή στο Μέλλον σήμερα θα διαπιστώσεις ότι τα χαρακτηριστικά που την έκαναν διάσημη όχι μόνο δεν έχουνε αλλοιωθεί, αλλά της έχουν χαρίσει μια αναπάντεχη νοσταλγία που δεν θα μπορούσε να υπάρχει στην εποχή της. Δεν είναι μόνο η ιστορία που σε μαγνητίζει με το χωροχρονικό της ταξίδι και την αγωνία της έκβασής της, ούτε η πειστική απλοϊκότητα στα πρόσωπα των πρωταγωνιστών που πηγαίνουν πέρα-δώθε στο χρόνο προσπαθώντας να τον κατακτήσουν. Αν κοιτάξεις την Επιστροφή στο Μέλλον σήμερα, θα μπορέσεις να ανακαλύψεις αφέλειες που αγαπήθηκαν χωρίς ντροπή στην εποχή τους, κινηματογραφικές λεπτομέρειες που ακτινοβολούν ευφυΐα και χαρακτηριστικά ανθρώπων που τους βλέπεις σήμερα και σε πιάνουν αμήχανα τα γέλια. Αν, φυσικά, δεν σε πιάσουν πρώτα τα κλάματα, αναλογιζόμενος ότι από τότε που γύρισαν αυτή την ταινία έχουν περάσει τόσα χρόνια που άλλαξαν σχεδόν τα πάντα στο πέρασμά τους, συμπεριλαμβανομένου και του εαυτού σου. 

Τουλάχιστον δύο γενιές ανθρώπων εμπλέκονται σε αυτήν την ευφάνταστη ιστορία, η οποία ξεκινάει από το 1985, επιβιβάζεται σε μια DeLorean γεμάτη κλεμμένο πλουτώνιο που ανήκε σε Λίβυους τρομοκράτες (αλήθεια, που το βρήκαν αυτοί;) και πιάνει τα 140χμλ/ώρα για να ταξιδέψει τριάντα χρόνια πίσω στο χρόνο, στην ήδη καταγεγραμμένη πραγματικότητα του 1955. Μία στιλάτη DoLorean, επιστημονικά ανακατασκευασμένη και ρυθμισμένη από τα χέρια του Dr. Emmett Brown, τον οποίο ενσαρκώνει ο υπέροχος Christopher Lloyd και του οποίου αυτός είναι μάλλον ο πιο χαρακτηριστικό του ρόλος, από τη Φωλιά του Κούκου μέχρι και τα πρόσφατα Πιράνχας που συμμετείχε με χιούμορ. Ένας πεισματάρης καθηγητής, που χρειάζεσαι ακριβώς μηδέν δευτερόλεπτα για να συμπαθήσεις, χαμένος στις σκέψεις και τις εμμονές, χρησιμοποιεί διαφορετικές επιστημονικές μεταβλητές που δεν αναλύονται στην ταινία - έτσι κι αλλιώς, δεν θα καταλαβαίναμε τίποτα - διαστρεβλώνοντας με ευκολία τις μοριακές δομές και τους νόμους της φυσικής. Ανακαλύπτει έτσι το ταξίδι στο χρόνο, που μεταξύ μας, από μόνο του ως ιδέα είναι συναρπαστική, δεν καταφέρνει όμως να γίνει και ο ίδιος ταξιδιώτης, τουλάχιστον όχι σε αυτό το επεισόδιο. 

Το ταξίδι συμβαίνει κατά λάθος και κατ’ ανάγκη με επιβάτη τον νεαρό Marty McFly, έναν ταχύτατο και ασταμάτητο Michael J. Fox που δίνει τη δική του μάχη, προσπαθώντας να προφυλάξει την ιστορία που επρόκειτο να αλλάξει, όχι μόνο για να σώσει τη δική του πραγματικότητα, αλλά για να διορθώσει και τα ελαττώματά της. Στο πισωγύρισμα των τριάντα χρόνων ο Marty συναντάει κάθε λογής γνωστές και άγνωστες φυσιογνωμίες του τόπου του, συμπεριλαμβανομένων και δύο ανθρώπων που αργότερα θα γίνουν η οικογένειά του. Σε κάνει έτσι να σκέφτεσαι πόσο ανατριχιαστικό και λάθος είναι να βρίσκεσαι πρόσωπο με πρόσωπο με τους γονείς σου και να έχετε την ίδια ηλικία. Να τους γνωρίζεις με τις ομορφιές της νιότης, τα πάθη και τις ανασφάλειες που δεν σου έδειξαν ποτέ γιατί απλώς είναι οι γονείς σου και δεν σου πέρασε ποτέ από το μυαλό πόσο πολύ μπορεί να μοιάζετε στη συμπεριφορά, τις σκέψεις και τον τρόπο που αντιδράτε σε κάθε τι μικρό ή μεγάλο συμβαίνει σε αυτή τη ζωή. 

Μέσα από αυτό το ταξίδι δεν θα αλλάξουν και πολλά από την παγκόσμια ιστορία. Οι αρχηγοί κρατών, η rock μουσική, τα sneakers και το skate θα παραμείνουν όπως τα ξέρεις, ενώ παράλληλα θα αναγνωρίσεις και το αναμενόμενο σε τέτοιου είδους ταινίες. Την υπαρξιακή ανησυχία των χαρακτήρων, δηλαδή, και τη προσπάθειά τους να νικήσουν τους νόμους της φυσικής, διατηρώντας τους εαυτούς τους σε μια συγκεκριμένη χρονική βεβαιότητα. Ταυτόχρονα, όμως, θα νιώσεις και την ανάγκη τους να νικήσουν τον χρόνο και να ικανοποιήσουν έτσι μια ανθρώπινη ευχή. Την ανάγκη να ταξιδέψουν, να βιώσουν και να γνωρίσουν τον τόπο και την ιστορία, πριν και μετά από αυτούς. Βέβαια, ως θεατής πρέπει να είσαι υποψιασμένος. Όταν ο Spielberg παρουσιάζει και ο Zemeckis σκηνοθετεί ένα σενάριο που απορρίφθηκε περίπου 40 φορές μέχρι να γίνει ταινία, η ανικανοποίητη ευχή της εμπειρίας μπορεί να ικανοποιηθεί, έστω κι αν είναι στη μεγάλη οθόνη. Πρόκειται φυσικά για δύο αμετανόητους παραμυθάδες, επιρρεπείς στο να αψηφούν τους κανόνες που προστάζει η λογική, τους αποδέχεται όμως ο κινηματογράφος μέσα από μια διασκεδαστική και αφελή παραδοξότητα. 

Ο Marty ταξίδεψε από το 1985 που ήταν η εποχή του, τριάντα χρόνια πίσω και συνάντησε ό,τι τον είχε διαμορφώσει, προτού ακόμα ο ίδιος γεννηθεί. Σήμερα που είμαστε στο 2015, τριάντα χρόνια μετά, το Back to the Future κάνει άλλο ένα άλμα, αυτή τη φορά εμπρός, και ενώνει ακόμα μια γενιά με τις προηγούμενες, σαν να μη πέρασε μια μέρα από το πρώτο ταξίδι της DeLorean. Ο ήχος του ρολογιού στην κεντρική πλατεία μπορεί να έχει σωπάσει, ο χρόνος όμως δεν μπορεί να σταματήσει ένα ταξίδι με κατεύθυνση το παρελθόν και επιστροφή ξανά στο μέλλον. Ένα μέλλον που τούτη τη φορά, είναι το δικό μας.

Chris Zafeiriadis

Τρίτη 22 Σεπτεμβρίου 2015

Begin Again (2013)


Δεν ξέρω με τι ακριβώς θα έπρεπε να είμαστε ευτυχισμένοι σε αυτή τη ζωή. Αν με ρωτήσεις να σου πω ειλικρινά, δεν ξέρω καν που ακριβώς να κοιτάξω όταν προσπαθώ να συμμαζέψω την καθημερινότητά μου. Ανάμεσα σε τρυφερές κακοτυχίες και αλκοολούχα όνειρα, βαθιά μέσα σε μια ελαττωματική αλλά πανέμορφη πραγματικότητα που και να θέλαμε δεν θα μπορούσαμε να κατανοήσουμε, οφείλουμε να ενορχηστρώσουμε τις σκέψεις και το χάος που επικρατεί από το απαιτητικό σήμερα μέχρι την κάθε επόμενη μέρα. Λίγο παραπέρα νομίζω θα ήταν ανώφελο, αφού οι στροφές που παίρνει η ζωή είναι ανελέητες για τους περισσότερους από εμάς που έχουμε μάθει να κάνουμε όνειρα. Αυτό που αναζητούμε σαν χαζοί, φυσικά, δεν είναι κάποια μεγαλεπήβολη αλήθεια για να μας σώσει, αλλά ένα μικρό και ανόθευτο κομμάτι ρομαντισμού. Ένα ειλικρινές κομμάτι θαρραλέου ρομαντισμού, το οποίο θα μας δώσει τη δύναμη να διαχειριστούμε τις αποτυχίες και να ξεκινήσουμε ξανά από την αρχή, χαρίζοντας απλόχερα το χρώμα που λείπει από τα ξεθωριασμένα συναισθήματά μας. 

Το Begin Again διαθέτει τον ρομαντικό αυθορμητισμό μιας ταινίας ικανής να μας ταρακουνήσει, έστω κι αν είναι μόνο για λίγο. Δεν το κάνουν πολλές ταινίες αυτό, ούτε και η συγκεκριμένη το κάνει με άριστο τρόπο. Είναι, ωστόσο, οι χαρακτήρες, οι κινήσεις και το βλέμμα τους τέτοιο που, αλήθεια, δε με νοιάζει να ανακαλύψω τη τελειότητα στο σύνολό της, αφού αυτός ο αυθορμητισμός και η αυθεντικότητά του στέκονται πάνω από το επιβεβλημένο στιλ και την άρτια σκηνοθετική δεξιοτεχνία. Και μετά είναι τα τραγούδια που γράφτηκαν θαρρείς για τη μοναξιά μέσα στη πόλη, τον έρωτα που έχουμε ποθήσει και τους όρκους που αθετήσαμε χωρίς να το καταλάβουμε. Τραγούδια που προσπαθούν να αποδείξουν ότι δεν χρειάζονται γυαλισμένες υπερπαραγωγές για να αγγίξεις την επιτυχία, μια κιθάρα μόνο, ένα μικρόφωνο και όλη η διάθεση της αστικής μελαγχολίας αρκούν για να σε κάνουν να ερωτευτείς τη πόλη, τους ήχους, τους δρόμους και τα μπάρ μέσα στη νύχτα. Ίσως ακόμα να σε κάνουν να ερωτευτείς κι αυτόν που στέκεται δίπλα σου γιατί, όπως ξέρεις αφού έχεις φτάσει σε αυτό το κείμενο, κάποια τραγούδια έχουν τη δύναμη να το κάνουν και αυτό. 

Φυσικά ο Carney δεν είναι έχει σκοπό να σώσει τις ζωές μας. Φτιάχνει όμως μια ταινία που πιστεύει στους ανθρώπους, και μέσω της μουσικής προσπαθεί να τους φέρει λίγο πιο κοντά. Μια ταινία που αναζητά τη λάμψη των χαμένων αστεριών και προσπαθεί να μιλήσει για τις προσδοκίες και τα όνειρα που χάθηκαν στον άνεμο, όμως δεν πειράζει και τόσο, αρκεί που έχουν δώσει τη θέση τους στα επόμενα που έρχονται χωρίς σταματημό. Μια ταινία που θέλει να καρδιοχτυπήσει και απλώς ψάχνει τον τρόπο, που δημιουργεί καινούριες επιθυμίες και με κάνει να θέλω να σε πάρω τηλέφωνο για να σου πω να πάμε ξανά στον κινηματογράφο της γειτονιάς μας. Και ποιος ξέρει, ίσως αυτή τη φορά να πιούμε παρέα και μια μπίρα…
Chris Zafeiriadis

Δευτέρα 24 Αυγούστου 2015

Les vacances de Monsieur Hulot (1953)


Κάνε μια βόλτα γύρω σου και κοίτα τους ανθρώπους. Εκείνους που στέκονται ακίνητοι σαν να ‘ναι πετρωμένοι, αγάλματα που έχασαν τον δρόμο τους, χωρίς να ξέρουν πώς να πορευτούν μέσα σε έναν κόσμο που έχει μάθει να εκθέτει πρώτα την αξία της εμφάνισης και έπειτα την ουσία της ύπαρξής μας. Ανθρώπινες εικόνες που απολαμβάνουν την ακινησία τους και δεν σηκώνουν ούτε το βλέμμα τους για να σε δούνε. Κοίτα επίσης εκείνους που δεν μένουν αδρανείς και καταφέρνουν με μεγάλη ευκολία να κινούνται, περιφέρονται όμως σαν τους χαμένους που ψάχνουν από κάτι να πιαστούν, σαν να μην έχουν συγκεκριμένες οδηγίες. Αυτούς που μοιάζουν να έχασαν το τελευταίο τους checkpoint για μια ζωή γεμάτη συγκινήσεις.

Άνθρωποι είναι όλοι τους, κομμάτια του πολιτισμού στον οποίο έτυχε να ανήκουν, αντανάκλαση μιας πραγματικότητας που αναζητά τους ήρωές της εκεί που δεν υπάρχουν. Είναι τα ανθρώπινα κεφάλαια μιας κοινωνίας διαφορετικών αντιλήψεων και διαφορετικών αστικών τάξεων που ψάχνουνε απεγνωσμένα από κάπου να ξεφύγουν, παλεύουνε να συναντήσουν το συναίσθημα για να μη πάει η ζωή χαμένη. Οι περισσότεροι από αυτούς βρίσκουν τελικά την ικανοποίηση, μαζί με ένα χαμόγελο που μοιάζει παραπονεμένο. Ποιος ξέρει, ίσως να αξίζουμε και κάτι παραπάνω που δεν το έχουμε ανακαλύψει ακόμα, ίσως να πρέπει να αυθαιρετήσουμε ολοκληρωτικά από την καθημερινότητα, προτού αποδεχτούμε τον καθολικό περιορισμό του εαυτού μας, προτού αλλοτριώσουμε και το τελευταίο χαρακτηριστικό του πιο απλού ονείρου.

Αυτοί είναι οι άνθρωποι κι αν δεν σ’ αρέσουν, δεν θα σ’ αρέσει και το σινεμά του Tati. Ένα σινεμά χτισμένο επάνω στην ευγένεια του δημιουργού του, ο οποίος κάνει σκόνη την σοβαροφάνεια και εισάγει την κωμωδία σε κάθε μικρή λεπτομέρεια της ζωής. Ένα σινεμά που ασπάζεται το απρόβλεπτο έναντι του προκαθορισμένου και διακωμωδεί κάθε πτυχή της καθημερινότητας, για να παρουσιάσει των ανθρώπους όπως ακριβώς είναι. Ως ανέμελες και εύθραυστες ζωγραφιές που ψάχνουν τον τρόπο για να αντιμετωπίσουν το χρόνο που κυλάει επάνω στα σώματα τους, αποχαιρετώντας όλους τους ανεπιστρεπτί. Ένα σινεμά που μπορεί να μη σε κάνει να γελάς με τη ψυχή σου (τουλάχιστον όχι στην αρχή), αλλά καταφέρνει με μεγάλη ευκολία να σου μεταφέρει όλο τον ρομαντισμό και την τρυφερή αβεβαιότητα της ζωής, για μια στιγμή μονάχα, ικανή όμως να παγώσει τον χρόνο και να μείνει κοντά σου για όσο εσύ επιθυμείς.

Με αυτή τη δεύτερη ταινία του ο Tati μάς συστήνει τον αγαπημένο κύριο Ιλό. Έναν σιωπηλό, γιγαντόσωμο και καλοκάγαθο άντρα, που φτάνει σε ένα παραθαλάσσιο ξενοδοχείο με σκοπό να απολαύσει τις διακοπές του. Και η αλήθεια είναι ότι τις απολαμβάνει, χωρίς να πολυλογεί, χωρίς να γίνεται αισθητός, αφού τις περισσότερες φορές περνά απαρατήρητος, και χωρίς φυσικά να αναγνωρίζει το χάος που προκαλεί στο πέρασμά του. Σε αυτό το ίδιο ξενοδοχείο απολαμβάνουν τις διακοπές τους κάθε λογής άνθρωποι και χαρακτήρες, παιδιά, ενήλικοι και δεσποινίδες, καλοντυμένοι μεγαλοαστοί και ξέγνοιαστοι οικογενειάρχες, στους οποίους ο Tati αφιερώνει την εισαγωγή της ταινίας του. Εκεί τους γνωρίζουμε φυσιογνωμικά, χωρίς να μαθαίνουμε ονόματα και λεπτομέρειες. Χρειάζεται να περάσουν δέκα λεπτά από την έναρξη μέχρι να κάνει την εμφάνισή του ο Ιλό και να ξεκινήσουν τα ευτράπελα. Ευτράπελα, απρόοπτα και αφελή ατυχήματα που δημιουργούνται μέσα στον φυσικό περίγυρο του ήρωα, καθώς μέχρι το φινάλε κινείται και περιφέρεται αδέξια ανάμεσα σε καταστάσεις που κανείς δεν μπορεί να ελέγξει ούτε και να προβλέψει την έκβασή τους.

Το πρώτο που παρατηρεί κανείς είναι ότι η φασαρία απουσιάζει ολοκληρωτικά, αφού το μόνο που συνήθως προσφέρει είναι αναστάτωση και αποπροσανατολισμό. Έτσι, τα περισσότερα πλάνα της ταινίας ντύνονται με φυσικούς και απλούς ήχους της καθημερινότητας. Ήχους που στη σημερινή εποχή πρέπει να προσπαθήσεις για να τους αντιληφθείς, αφού συνήθως καλύπτονται από φωνές και υστερίες, χωρίς να μας δίνεται η δυνατότητα να τους απολαύσουμε. Στις Διακοπές, όμως, η απλότητα έχει τη τιμητική της. Μια σιωπηλή απλότητα πολύτιμη στις μέρες μας, που ξεκινάει από την έμφαση στη λεπτομέρεια των κινήσεων, φιλτράρεται από ένα σύμπλεγμα αμέτρητων συμπτώσεων και καταλήγει σε μια πληθώρα απίθανων gag, κατασκευασμένων με την αστείρευτη υπομονή και το καλλιτεχνικό πείσμα του δημιουργού. Σοφά μελετημένες καταστάσεις αποδόμησης της καθημερινότητας, που διακωμωδούν κάθε έννοια κοινωνικής συνοχής και ηρεμίας, βρίσκουν τις ρίζες τους στο βουβό σινεμά των περασμένων χρόνων και προκαλούν με χαρακτηριστική άνεση το χαμόγελο στα χείλη των θεατών.

Ο Tati έχει τόσα πολλά να σου πει που δεν ξέρω αν χωράνε μέσα στα κάδρα του. Καταφέρνει όμως και σου τα λέει όλα με έναν υπέροχο, σχεδόν σιωπηλό, τρόπο. Θα τον ακούσεις να σου μιλάει χωρίς να χρειάζεται τις λέξεις, θα σου πει ιστορίες ολόκληρες για εσένα και για μένα, με περιττή στοργή και με εικόνες που δεν θα φύγουν ποτέ από κοντά σου, βυθισμένες σε ένα χιούμορ που αγγίζει επίπεδα ευφυΐας. Τότε θα νιώσεις ότι η παρέα με τον κύριο Ιλό είναι το ίδιο σημαντική με τους ανθρώπους που έχεις γύρω σου. Εκείνους που αδιαφορούν χαριτωμένα για όσα σου συμβαίνουν κι εκείνους που νοιάζονται, ίσως λίγο παραπάνω από όσο θα περίμενες. Ανακαλύπτεις έτσι ότι κάθε επόμενη προβολή της ταινίας έχει και κάτι παραπάνω να σου προσφέρει, μια ακόμα ιστορία που θα σου διηγηθεί ο δημιουργός κι εσύ θα τον ακούς σιωπηλά με μάτια όλο λαχτάρα. Μέχρι να συνειδητοποιήσεις ότι κι εσύ στο ίδιο σύμπαν ανήκεις, απλά δεν το καταλαβαίνεις με την πρώτη. Ίσως γιατί σε τράβηξαν οι ξεκούρδιστοι ήχοι μιας χαλασμένης σακαράκας, ίσως γιατί μαγνητίστηκες από τα κύματα της θάλασσας που βλέπεις να πηγαινοέρχονται, εκεί δίπλα στη νεαρή κοπέλα με το λευκό μαγιό που δεν έχει σταματήσει να σου χαμογελάει.

Ανεκτίμητο αυτό στις μέρες μας.

Chris Zafeiriadis 

Τετάρτη 12 Αυγούστου 2015

Blackhat (2015)


Υπάρχουν δύο κόσμοι παράλληλοι επάνω στη γη. Ο ένας είναι αυτός που βλέπουμε κι ακούμε καθημερινά γύρω μας, ο κόσμος, δηλαδή, στον οποίο ανήκουμε και μέσα σε αυτόν συναναστρεφόμαστε με κάθε λογής χαρακτήρες, μιλάμε, μαλώνουμε, φιλιόμαστε και πυροβολούμε με όπλα ατομικής και μαζικής καταστροφής τους διπλανούς μας. Ο άλλος κόσμος είναι ο εικονικός, αυτός που δεν φαίνεται ποτέ με γυμνό μάτι και λειτουργεί υπογείως με έναν ηλεκτρονικό τρόπο, επικοινωνώντας με αλγόριθμους, γλώσσες μηχανής και στατιστικά υπολογιστών. Είναι ένας κόσμος που διαχειρίζονται λίγοι και ικανοί, ενώ η εξουσία δεν ανήκει στους πλουσιότερους ή σε εκείνους με τις περισσότερες γνωριμίες, αλλά σε εκείνους που οι εφαρμοσμένες ηλεκτρονικές τους ικανότητες φαίνονται απεριόριστες. Φυσικά, όπως σε κάθε κόσμο, έτσι και εδώ ο πόλεμος υφίσταται, επηρεάζοντας ταυτόχρονα τις δύο αυτές πραγματικότητες με τρόπο που πολλές φορές δεν αντιλαμβάνεται ένας απλός πολίτης σαν εμάς.

Το Blackhat, από τα πρώτα κιόλας λεπτά του, σπεύδει να διαχωρίσει την δύναμη αυτών των δύο κόσμων, αναδεικνύοντας την (αόρατη) απόσταση που υπάρχει μεταξύ τους αλλά και την απόσταση που διαμορφώθηκε στο πέρασμα των χρόνων μεταξύ των ανθρώπων που τους κατοικούν. Η σύγκρουση εξουσίας και συμφερόντων δεν αργεί να έρθει, δρομολογώντας έτσι έναν αόρατο πόλεμο, όπου οι τρομοκράτες του κυβερνοχώρου (με πυρηνικές απειλές στην κατοχή τους) καταδιώκονται από τους κυβερνητικούς πράκτορες, μέσα σε μια ζούγκλα όπου φυσικά ο ισχυρότερος επικρατεί. Στο πλαίσιο αυτής της καταδίωξης, ένας βαρυποινίτης χάκερ δέχεται να συνεργαστεί με τις μυστικές υπηρεσίες της κυβέρνησης με αντάλλαγμα τη μείωση της ποινής του, αναδεικνύοντας/ έτσι τόσο την ανάγκη των δύο κόσμων για συνύπαρξη, όσο και την αλληλεξάρτησή τους.

Το Blackhat μοιάζει μια ταινία που εμπνέεται από τη σύγχρονη ηλεκτρονική ιστορία (Stuxnet) και μέσα από τα κρυπτογραφημένα δεδομένα της προσπαθεί να αντιμετωπίσει την μοναχικότητα του ανθρώπου. Του ανθρώπου που παλεύει για να διατηρήσει τις αξίες του, του ανθρώπου που περιπλανιέται χωρίς να γνωρίζει ακριβώς τι είναι αυτό που ωθεί τις επιλογές του, και, τελικά, του ανθρώπου που προσπαθεί να νικήσει την μοναξιά που του επιβάλει η ζωή. Δεν είναι κάτι που δεν έχεις ξαναδεί στο σινεμά του Mann. Είναι όμως μια αναμέτρηση, η οποία ξεκινά αρκετά χρόνια πριν, από τις ψυχαναλυτικές ημέρες ενός σπουδαίου δημιουργού, και φτάνει σήμερα στην ανάγκη κατανόησης ενός σύγχρονου λαβύρινθου στον οποίο βρέθηκαν παγιδευμένοι οι ήρωές του. Το Blackhat μοιάζει με ταινία κατασκευασμένη περισσότερο γι’ αυτούς και λιγότερο για εμάς που την παρακολουθούμε. Αν με ρωτήσεις για την πιθανότητα να τους μοιάζουμε, άλλοι λιγότερο και κάποιοι άλλοι περισσότερο, δεν μπορώ να μιλήσω, γιατί αυτό καλείται να το απαντήσει ο καθένας από εμάς ξεχωριστά.

Δεν ξέρω αν τα τεχνολογικά χαρακτηριστικά είναι τόσο ενδελεχώς μελετημένα, αλλά, για να πω την αλήθεια, δεν έχει και τόση σημασία, μιας και η καρδιά της ταινίας χτυπάει σε διαφορετικό σημείο, δίνοντάς σου να καταλάβεις γιατί ο Mann είναι ένας από τους σπουδαιότερους δημιουργούς της εποχής μας. Θα δεις έτσι ήρωες, αντιήρωες και πολυπρόσωπους εχθρούς να κυνηγιούνται και να συγκρούονται στο ηλεκτρονικό και αστικό τοπίο, με σκηνές δράσεις τόσο υπέροχα κινηματογραφημένες και αυστηρά προσηλωμένες στη λεπτομέρεια που θα κολλήσουν το βλέμμα σου επάνω στην οθόνη. Θα δεις ένα επιπόλαιο και καχύποπτο (προς τη λάθος κατεύθυνση) σύστημα να αναγκάζεται να χρησιμοποιήσει αυτούς που έχει καταδικάσει για να αντιμετωπίσει την αληθινή απειλή, αποκαλύπτοντας έτσι ότι όσα χτίσαμε στο πέρασμα των χρόνων παραμένουν τρωτά και ευάλωτα, αφού τα προστατεύουμε με τον πιο ακατάλληλο τρόπο. Τέλος, θα δεις τον Chris Hemsworth να προσπαθεί ως high-tech ιδιοφυία να διασώσει την ακεραιότητά του – έναν ήρωα που βρέθηκε από το περιθώριο στο επίκεντρο και από εκεί πάλι πίσω στο σημείο όπου τα φώτα της πόλης δεν μπορούν να φωτίσουν. Δίπλα του στέκονται οι άνθρωπου της αστικής καθημερινότητας, καταδικασμένοι και αυτοί με έναν δικό τους τρόπο, αναζητώντας την ηθική και τον τρόπο να αποφύγουνε το λάθος, αναζητώντας το κατάλληλο είδος διακομιστή για την επικοινωνία με τον κάθε διπλανό τους.


Καθώς το Blackhat ξετυλίγεται μπροστά στα μάτια σου, θα διαπιστώσεις ότι πρόκειται για ένα τεχνολογικό θρίλερ που κινείται μεταξύ ανατολής και δύσης, που έχει αρκετές ατέλειες σε σχέση με το παρελθόν του δημιουργού του, αφήνει όμως μια ιδιόμορφη αλλά υπέροχη υπαρξιακή αίσθηση καμουφλαρισμένης ψηφιακής και αστικής μελαγχολίας. Μιας μελαγχολίας σπάνιας (που δεν θα αντιληφθούν οι κυνικοί), η οποία σε φέρει πιο κοντά στην αλήθεια ότι οι δύο κόσμοι που περιγράφονται στην αρχή της ταινίας μοιράζονται πολλά περισσότερα από όσα αρχικά αφήνεται να εννοηθεί. Η τελική σύγκρουση δεν γίνεται φυσικά σε κάποιο post apocalyptic βιομηχανοποιημένο τοπίο απρόσωπης ηλεκτρονικής δυαδικότητας, αλλά στην πραγματικότητα των αληθινών ανθρώπων που ζούνε κι αναπνέουν για μερικές στιγμές ανόθευτης ελευθερίας. Στον ίδιο τόπο που έζησαν και οι ήρωες του Mann, πολέμησαν και τελικά αγάπησαν με πάθος, ό,τι είναι αυτό που αξίζει να αγαπηθεί.

Chris Zafeiriadis