(Το παρακάτω κείμενο γράφτηκε, χάθηκε, και τελικά ανασυντάχθηκε μέσα από σκόρπιες και μουτζουρωμένες σημειώσεις, με σεβασμό προς τα πρόσωπα σκηνοθετών, ηθοποιών και λοιπών συντελεστών και υπό τους ήχους του Grand Union των ταξιδιάρικων Firebird. Και αυτό είναι κάτι που έχει σημασία)
Μια φορά και ένα καιρό, ήταν μια μικρή (αλλά διάσημη για τα κατορθώματά της) χώρα, τοποθετημένη κάπου στα φτωχικά Βαλκάνια της Νότιας Ευρώπης, η οποία για πολλά πολλά χρόνια και με χαρακτηριστική επιδεξιότητα σνόμπαρε το εγχώριο cinema του φανταστικού. Ταινίες του είδους δεν έβγαιναν, «καταξιωμένοι» δημιουργοί δεν ασχολούνταν, παραγωγοί δεν επένδυαν. Ωστόσο, υπήρχαν και κάποιοι που με γνώμονα το μεράκι, το πείσμα και την αγάπη τους, δημιουργούσαν κάποιες ταινίες του είδους, χωρίς να τους νοιάζει αν θα πουλήσουν τρελά, ούτε αν θα γίνουν μεγάλα και γνωστά ονόματα (παραμένοντας ως επί το πλείστον, τελικά άγνωστοι, ο Ζερβός εξαιρείται φυσικά). Άλλωστε τέτοιες προσπάθειες συνήθως ανταμείβονται με τα λόγια και το χειροκρότημα του κοινού τους. Μια τέτοια ειλικρινής προσπάθεια ήταν και Το Κακό του 2005.
Αν και low budget, με φτηνά εφέ και απλοϊκό σενάριο, όχι μόνο έγινε cult από τους οπαδούς που το λατρέψανε (και καλά έκαναν αν ρωτάς εμένα) αλλά κατάφερε και δημιούργησε και όνομα στο εξωτερικό σαν η πρώτη ταινία με ζωντανούς νεκρούς που γίνεται γνωστή/αποδεκτή από αυτή την χώρα. Το Κακό ήταν καλή ταινία. Πολύ καλή θα έλεγα. Άψογα υλοποιημένη για τα δεδομένα της, ένας οχετός από guts ‘n’ gore, χύμα in your face attitude, με το γκάζι πατημένο στο τέρμα, χωρίς πολιτικές ή οικονομικές σκοπιμότητες, μπορεί να είχε κάποια (μικρά - ή και πιο μεγάλα) προβλήματα, μπορεί να είχε αρκετές και φανερές ελλείψεις, απόπνεε όμως αποφασιστικότητα, πάθος και αγάπη για τον σκοπό τον οποίο υπηρετούσε.
Ο καιρός πέρασε και κάποια στιγμή οι συντελεστές εκείνης της ταινίας αποφάσισαν πως πρέπει να υπάρξει συνέχεια. Φυσικά και έπρεπε και το νέο γίνεται αποδεκτό με διθυράμβους. Οι υπογραφές πέφτουν, το budget μεγαλώνει, τα εφέ ακριβαίνουν, οι ζωντανοί νεκροί κομπάρσοι τρέχουν να βοηθήσουν από διάφορες πλευρές της Ελλάδας και το κέφι για δημιουργία εκτοξεύεται στα ύψη, με την αναμονή να μεγαλώνει μέρα με την μέρα. Η δε εξωφρενικά πρωτότυπη ιδέα με τους αρχαίους Έλληνες μόνο χαμόγελα μπορούσε να φέρει στις διάφορες κατευθύνσεις που απευθυνόταν. Επιτέλους, κάποιοι φαινόταν να επαναστατούν σε αυτή την γαμημένη «πόλη-κράτος». Ωστόσο Το Κακό Στην Εποχή των Ηρώων κατάφερε να διχάσει, όχι τόσο οπαδούς και κριτικούς, αλλά κυρίως τον ίδιο του τον εαυτό.
Δεν χρειάζεται να αναφερθώ στα συστατικά της ταινίας, αυτά άλλωστε είναι γνωστά, χρειάζεται όμως να διευκρινίσω/αποκαλύψω/εξομολογηθώ πως το αιματοβαμμένο αυτό sequel είναι – δυστυχώς - πολύ κατώτερο των προσδοκιών μας. Και αυτό γιατί ενώ ξεκινάει με τις καλύτερες προοπτικές, όπως ακριβώς το περιμέναμε, από το μέσο περίπου και έπειτα χάνει τελείως την μπάλα και απογοητεύει άπαντες(?) με τους ανεξέλεγκτους παλιμπαιδισμούς και το φανταχτερά ελλιπές του σενάριο (το οποίο προφανώς έμεινε αδούλευτο) και το οποίο με την σειρά του καταφέρνει και επιδίδεται σε (ενίοτε έξυπνες) καφρίλες. Οι καφρίλες όμως ξεπερνούν το μέτρο του υποφερτού και ενώ η κωμωδία λάμπει σαν αστέρι στον σκοτεινό ουρανό, το τελικό αποτέλεσμα μοιάζει με ημιπραγματοποιημένη ιδέα η οποία έμεινε μόνη χωρίς να μπορεί να αρθρώσει λέξη.
Διότι οι ιδέες από μόνες τους δεν μπορούν να μιλήσουν και οι επαναστάτες δεν φέρνουν την επανάσταση χωρίς να πιστεύουν σε αυτή. Δυστυχώς, το όλο project μοιάζει να επαναπαύεται στην φήμη και στο cult status που απέκτησε με το πρώτο μέρος, αφήνοντας την αίσθηση ότι αυτό το sequel δεν φτιάχτηκε για να ικανοποιήσει τις ανάγκες των οπαδών για συνέχεια, αλλά να τις εκμεταλλευτεί. Cult όμως δεν γεννιέσαι αλλά γίνεσαι από την αγάπη και την στήριξη του κόσμου, στο πέρασμα του χρόνου. Ως εκ τούτου, οποιαδήποτε προσπάθεια φωτογράφησης, ταμπελοποίησης και κυρίως παραγωγής του όρου αποβαίνει τουλάχιστον μάταιη, για να μη πω αστεία. Με μια ιστορία η οποία (τελικά) αποδεικνύεται πιο βαριά από την ίδια την παραγωγή, Το Κακό Στην Εποχή των Ηρώων μοιάζει πιο άψυχο και από τους ίδιους τους νεκροζώντανους και ως επί το πλείστον αποκεφαλισμένους Αθηναίους του.
Βέβαια, όλα τα παραπάνω δεν είναι ικανά για να αποθαρρύνουν έναν γνήσιο κάφρο ο οποίος έχει μάθει να τα αγνοεί, είναι ικανά όμως να βάλουν σε σκέψεις κάθε σκεπτόμενο κινηματογραφόφιλο για το μέλλον του Ελληνικού φανταστικού. Διότι το μεγάλο πρόβλημα με αυτό το sequel δεν είναι οι αδυναμίες του καθαυτές, αλλά η δυνατότητα/ευκαιρία που δίνει στον κάθε άσχετο ημιμαθή (δημοσιογράφο ή απλό θεατή) να κατηγορήσει το είδος στο σύνολό του και επικαλούμενος τον (πιθανό μεν αλλά ταυτόχρονα αμφισβητούμενο) ακαδημαϊσμό του, να το απορρίψει. Πράγμα που φυσικά καμία σχέση με το fun τής ταινίας δεν έχει, αποδεικνύει όμως τον οπισθοδρομισμό μιας χώρας η οποία (στην πλειοψηφία των παραγωγών της) αρέσκεται στο να επιδιώκει περισσότερο το (λαμπερό) φαίνεσθε παρά το (καλλιτεχνικό) είναι.
Αν και low budget, με φτηνά εφέ και απλοϊκό σενάριο, όχι μόνο έγινε cult από τους οπαδούς που το λατρέψανε (και καλά έκαναν αν ρωτάς εμένα) αλλά κατάφερε και δημιούργησε και όνομα στο εξωτερικό σαν η πρώτη ταινία με ζωντανούς νεκρούς που γίνεται γνωστή/αποδεκτή από αυτή την χώρα. Το Κακό ήταν καλή ταινία. Πολύ καλή θα έλεγα. Άψογα υλοποιημένη για τα δεδομένα της, ένας οχετός από guts ‘n’ gore, χύμα in your face attitude, με το γκάζι πατημένο στο τέρμα, χωρίς πολιτικές ή οικονομικές σκοπιμότητες, μπορεί να είχε κάποια (μικρά - ή και πιο μεγάλα) προβλήματα, μπορεί να είχε αρκετές και φανερές ελλείψεις, απόπνεε όμως αποφασιστικότητα, πάθος και αγάπη για τον σκοπό τον οποίο υπηρετούσε.
Ο καιρός πέρασε και κάποια στιγμή οι συντελεστές εκείνης της ταινίας αποφάσισαν πως πρέπει να υπάρξει συνέχεια. Φυσικά και έπρεπε και το νέο γίνεται αποδεκτό με διθυράμβους. Οι υπογραφές πέφτουν, το budget μεγαλώνει, τα εφέ ακριβαίνουν, οι ζωντανοί νεκροί κομπάρσοι τρέχουν να βοηθήσουν από διάφορες πλευρές της Ελλάδας και το κέφι για δημιουργία εκτοξεύεται στα ύψη, με την αναμονή να μεγαλώνει μέρα με την μέρα. Η δε εξωφρενικά πρωτότυπη ιδέα με τους αρχαίους Έλληνες μόνο χαμόγελα μπορούσε να φέρει στις διάφορες κατευθύνσεις που απευθυνόταν. Επιτέλους, κάποιοι φαινόταν να επαναστατούν σε αυτή την γαμημένη «πόλη-κράτος». Ωστόσο Το Κακό Στην Εποχή των Ηρώων κατάφερε να διχάσει, όχι τόσο οπαδούς και κριτικούς, αλλά κυρίως τον ίδιο του τον εαυτό.
Δεν χρειάζεται να αναφερθώ στα συστατικά της ταινίας, αυτά άλλωστε είναι γνωστά, χρειάζεται όμως να διευκρινίσω/αποκαλύψω/εξομολογηθώ πως το αιματοβαμμένο αυτό sequel είναι – δυστυχώς - πολύ κατώτερο των προσδοκιών μας. Και αυτό γιατί ενώ ξεκινάει με τις καλύτερες προοπτικές, όπως ακριβώς το περιμέναμε, από το μέσο περίπου και έπειτα χάνει τελείως την μπάλα και απογοητεύει άπαντες(?) με τους ανεξέλεγκτους παλιμπαιδισμούς και το φανταχτερά ελλιπές του σενάριο (το οποίο προφανώς έμεινε αδούλευτο) και το οποίο με την σειρά του καταφέρνει και επιδίδεται σε (ενίοτε έξυπνες) καφρίλες. Οι καφρίλες όμως ξεπερνούν το μέτρο του υποφερτού και ενώ η κωμωδία λάμπει σαν αστέρι στον σκοτεινό ουρανό, το τελικό αποτέλεσμα μοιάζει με ημιπραγματοποιημένη ιδέα η οποία έμεινε μόνη χωρίς να μπορεί να αρθρώσει λέξη.
Διότι οι ιδέες από μόνες τους δεν μπορούν να μιλήσουν και οι επαναστάτες δεν φέρνουν την επανάσταση χωρίς να πιστεύουν σε αυτή. Δυστυχώς, το όλο project μοιάζει να επαναπαύεται στην φήμη και στο cult status που απέκτησε με το πρώτο μέρος, αφήνοντας την αίσθηση ότι αυτό το sequel δεν φτιάχτηκε για να ικανοποιήσει τις ανάγκες των οπαδών για συνέχεια, αλλά να τις εκμεταλλευτεί. Cult όμως δεν γεννιέσαι αλλά γίνεσαι από την αγάπη και την στήριξη του κόσμου, στο πέρασμα του χρόνου. Ως εκ τούτου, οποιαδήποτε προσπάθεια φωτογράφησης, ταμπελοποίησης και κυρίως παραγωγής του όρου αποβαίνει τουλάχιστον μάταιη, για να μη πω αστεία. Με μια ιστορία η οποία (τελικά) αποδεικνύεται πιο βαριά από την ίδια την παραγωγή, Το Κακό Στην Εποχή των Ηρώων μοιάζει πιο άψυχο και από τους ίδιους τους νεκροζώντανους και ως επί το πλείστον αποκεφαλισμένους Αθηναίους του.
Βέβαια, όλα τα παραπάνω δεν είναι ικανά για να αποθαρρύνουν έναν γνήσιο κάφρο ο οποίος έχει μάθει να τα αγνοεί, είναι ικανά όμως να βάλουν σε σκέψεις κάθε σκεπτόμενο κινηματογραφόφιλο για το μέλλον του Ελληνικού φανταστικού. Διότι το μεγάλο πρόβλημα με αυτό το sequel δεν είναι οι αδυναμίες του καθαυτές, αλλά η δυνατότητα/ευκαιρία που δίνει στον κάθε άσχετο ημιμαθή (δημοσιογράφο ή απλό θεατή) να κατηγορήσει το είδος στο σύνολό του και επικαλούμενος τον (πιθανό μεν αλλά ταυτόχρονα αμφισβητούμενο) ακαδημαϊσμό του, να το απορρίψει. Πράγμα που φυσικά καμία σχέση με το fun τής ταινίας δεν έχει, αποδεικνύει όμως τον οπισθοδρομισμό μιας χώρας η οποία (στην πλειοψηφία των παραγωγών της) αρέσκεται στο να επιδιώκει περισσότερο το (λαμπερό) φαίνεσθε παρά το (καλλιτεχνικό) είναι.
Chris Zafeiriadis