Είναι μερικές φορές που μέσα στη μοναξιά της παρακολούθησης μιας ταινίας, κάποιοι χαρακτήρες μπορεί να φαίνονται περισσότερο αληθινοί και περισσότερο κοντά μας από κάποιους ανθρώπους της ζωή μας. Πιο ζωντανοί. Δεν γνωρίζω τι μπορεί να σκέφτονται και να λένε οι θεωρητικοί, η παραπάνω διαπίστωση όμως κρύβει μέσα της περισσότερη αλήθεια από όλες τις θεωρίες του κόσμου.
Το τελευταίο διάστημα είχα την ατυχία/τύχη να περάσω κάποιες στιγμές μόνος, μακριά από συγγενείς, φίλους και παρέες. Τις πολύτιμες μοναχικές αυτές στιγμές αποφάσισα να τις μοιραστώ με τον Edward, έναν καλό φίλο που έτυχε να γνωρίσω μικρός και που το ομολογώ, είχα καιρό να επισκεφτώ. Είχα σχεδόν ξεχάσει πόσο σπάνια ήταν η παρέα που κάναμε μαζί, πόσα συναισθήματα μοιραζόμασταν από τότε ακόμα, πόση απέραντη ομορφιά κρύβεται κάτω από τα ψαλιδωτά του χέρια και τα θλιμμένα του μάτια, που είμαι σίγουρος, ακόμα και σήμερα μας κοιτάζουν απορώντας.
Ο Ψαλιδοχέρης Edward δεν μοιάζει με κάποιον από εμάς. Μάλιστα, δεν μοιάζει με κανέναν άνθρωπο που μπορεί να έχουμε γνωρίσει. Γεννημένος από την μοναξιά ενός εφευρέτη ο οποίος τον κατασκεύασε, κοιμήθηκε και δεν ξύπνησε ποτέ για να τον ολοκληρώσει, παραμένει κλεισμένος στη σοφίτα ενός πύργου με την πιο όμορφη θέα, χωρίς όμως να μπορεί να αγγίξει την ομορφιά που τον περιβάλει. Χωρίς καν να μπορεί να αγγίξει τον εαυτό του. Ο άτυχος Ψαλιδοχέρης, έτσι ημιτελής και μόνος όπως είναι, χαίρεται την μοναδικότητά του, καταδικασμένος να μη φαίνεται, να μην υπάρχει, να μη σκέφτεται ότι μπορεί να μοιραστεί την ζωή με τους άλλους ανθρώπους. Μέχρι που μια μέρα η τύχη του χαμογελά φωτίζοντας το πρόσωπό του, μαζί και την πολύχρωμη κωμόπολη την οποία μέχρι τώρα κοίταζε από το παράθυρο του γκριζωπού του πύργου.
Ο κόσμος στον οποίο εισέρχεται ο μαυροφορεμένος αυτός ήρωας είναι ένας κόσμος ανθρώπινα πολιτισμένος. Με προαστιακά σπίτια, τετραμελείς οικογένειες, μικρούς κύριους και μικρές κυρίες που τους αρέσει να κουτσομπολεύουν φορώντας φρεσκοβαμμένα κουρέματα και φανταχτερά ρούχα. Ένας τόπος με ανεξάντλητο γκαζόν, ανεξάντλητο εγωισμό και ανεξάντλητη περιέργεια για το κάθε τι που συμβαίνει γύρω του. Ο Ψαλιδοχέρης εισέρχεται σ’ αυτό τον κόσμο όχι για να πολεμήσει την μοναξιά του αλλά για να σπείρει την ομορφιά που κρύβει στη ψυχή του. Σαν άλλος κρυφός καλλιτέχνης που αφέθηκε ελεύθερος, ζωγραφίζει με τα ψαλίδια-χέρια του, χρησιμοποιώντας τους θάμνους σαν καμβάδες και τα φύλλα τους για χρώματα. Καμιά φορά παίζει και με το τρίχωμα των σκύλων. Φτιάχνει αριστουργήματα και χαρίζει έτσι ζωή σε έναν τόπο που μοιάζει να μη μπορεί να γευτεί τις αρετές του, να μη μπορεί πια να χαρεί την ελευθερία του, αποδεικνύοντας παράλληλα την μοναδικότητα ενός χαρακτήρα που δεν γεννήθηκε όπως όλοι οι υπόλοιποι, γι αυτό και οι χτύποι της καρδιάς του δεν συγχρονίζονται ποτέ με τους δικούς μας.
Αυτή του η μοναδικότητα είναι που φαίνεται να ενοχλεί τους περισσότερους από εμάς. Ίσως ο πολιτισμικός μας χαρακτήρας να μην είναι έτοιμος ακόμα να δεχτεί κάτι τόσο διαφορετικό και όμορφο, κάτι το οποίο δεν μπορεί να κατανοήσει, γι αυτό και τον ενοχλεί. Έτσι, εμείς οι φυσιολογικοί άνθρωποι, προσπαθήσαμε να κάνουμε τον Ψαλιδοχέρη να μας μοιάσει. Του φορέσαμε την ανθρώπινη στολή μας, τον ντύσαμε με τα δικά μας ρούχα και παπούτσια και νομίσαμε για λίγο ότι είναι σαν και εμάς. Ή ότι εμείς είμαστε σαν και αυτόν. Αυτό όμως είναι αυταπάτη. Χαρακτήρες σαν τον δικό του δεν κρύβονται πίσω από φτηνά κοστούμια και ψεύτικες αγκαλιές. Έτσι ο Edward με την όμορφη καρδιά και την κακή εμφάνιση, επιστρέφει ξανά εκεί όπου είναι πραγματικά ελεύθερος, στον πανύψηλο και γκρίζο πύργο του, ατενίζοντας από κάτω εμάς τους φυσιολογικούς ανθρώπους, έχοντας πάντοτε την πόρτα του ανοιχτή για όποιον θελήσει να τον επισκεφτεί. Διότι χαρακτήρες σαν αυτόν μπορεί να λέμε ότι κατοικούν μόνο στα παραμύθια αλλά αυτά τα παραμύθια είναι που ομορφαίνουν την ζωή μας, πληρούν την καρδιά μας και γεμίζουν τις μοναχικές στιγμές του καθενός μας.
Ο Tim Burton γνωρίζει. Κοίταξε στην ψυχή του Ψαλιδοχέρη και κατάλαβε. Του αφιέρωσε μια ταινία και του χάρισε έτσι την αιωνιότητα. Και αυτός με την σειρά τους μας ανταμείβει όλους κάθε φορά που εμείς το θελήσουμε, δημιουργώντας πάντοτε κάτι το διαφορετικό με την αστείρευτη έμπνευση και τα κοφτερά του χέρια. Συνήθως, οι μέρες που τον έχουμε περισσότερο ανάγκη είναι και οι πιο κρύες, σαν αυτές που ζούμε τώρα. Έριξε και λίγο χιόνι. Είδα τις νιφάδες στον αέρα να χορεύουν σαν τρελές. Κάτι θα φτιάχνει φαίνεται εκεί πάνω στον πύργο του και είμαι σίγουρος ότι θα είναι πολύ όμορφο. Σ’ ευχαριστούμε Edward. Ξέρω ότι είσαι ακόμα εκεί ψηλά και μας κοιτάζεις.
Chris Zafeiriadis