Για αυτούς που αγαπάνε το σινεμά του φανταστικού, το “City of the Living Dead” ανήκει σε εκείνες τις «ταινίες σταθμούς», όπως λαϊκότροπα χαρακτηρίζονται, οι οποίες αποτελούν ένα από τα ελάχιστα μέτρα σύγκρισης με τα οποία αναμετριούνται πολλές από τις κολασμένες ιστορίες που πυκνά συχνά εμφανίζονται στο πανί. Όχι γιατί ο Fulci εδώ παρουσιάζει την καλύτερη δουλειά του, ούτε γιατί η σεναριακή συνοχή αποτελεί παράδειγμα κινηματογραφικής αρτιότητας (που προσωπικά αν με ρωτήσεις, για τέτοιες στιγμές, θα έπρεπε) αλλά γιατί σε αυτή την ταινία αρχίζει να διαφαίνεται ολοκληρωμένα πια, όλο το μεράκι, η αγάπη και η αφοσίωση του σκηνοθέτη στην τέχνη που σε ένα μεγάλο βαθμό τον χαρακτηρίζει. Μια τέχνη που πολλοί θα αμφισβητήσουν, κάποιοι άλλοι θα μετανιώσουν που γνώρισαν, οι περισσότεροι όμως που θα την βιώσουν, θα μείνουν πιστοί σε ένα σινεμά που ακόμα και σήμερα συγκινεί κάθε φορά που το παρακολουθούμε, σαν να μη πέρασε ούτε μια μέρα από τότε που το γνωρίσαμε.
Η τέχνη στην οποία αναφέρομαι βέβαια δεν έχει να κάνει με τον τρόπο με τον οποίο ο Fulci παρουσιάζει τις νεκροζώντανες ιστορίες του. Αυτό ξεκίνησε ένα χρόνο πριν με το Zombie 2, όπου το αίμα, τα εντόσθια και η όρεξη των πρόσφατα αποθανόντων για ζωντανή σάρκα πρωταγωνιστούσαν με ένα πρωτόγονο τρόπο, ο οποίος έγινε το εφαλτήριο για μια σειρά αριστουργηματικών εφιαλτικών στιγμών του Ιταλικού κινηματογράφου (Nightmare City του Umberto Lenzi, Nights of Terror του Andrea Bianchi, Zombie Creeping Flesh του Bruno Mattei κτλ). Εδώ όμως ο Fulci προχωράει ένα βήμα παραπέρα.
Σε αυτή την ταινία (που είναι και η πρώτη της άτυπης τριλογίας της «Κολάσεως» - θα πούνε οι περισσότεροι) ο σκηνοθέτης παρουσιάζει χωρίς ντροπή και χωρίς κανέναν ενδοιασμό, έναν αρμονικό συνδυασμό αποκρυφισμού, Lovecraft-ικού μύθου και αποδόμησης της όποιας θρησκευτικής πίστης, καμουφλαρισμένα με όλο τον ζόφο που μπορεί να διαπεράσει την ανθρώπινη λογική. Μια λογική που κλονίζει πρώτο από όλους έναν ιεροκήρυκα, ο οποίος αφού κρεμαστεί στον αύλιο χώρο της εκκλησίας του, γίνεται η αφορμή για να ανοίξει μια από τις επτά πύλες και ένα απροσδιόριστο κακό να εισέλθει στο κόσμο των ανθρώπων. Παράλληλα με τα παραπάνω ο σκηνοθέτης αμφισβητεί την έννοια της γραμμικής αφήγησης, παρουσιάζοντας τα γεγονότα χωρίς σαφή αρχή, μέση και τέλος, ακριβώς όπως θα συνέβαινε αν τα σύνορα μεταξύ ανθρώπινης λογικής και της απέχθειας ενός άλλου, δυσοίωνου κόσμου, έπαυαν να υφίστανται.
Σε αυτόν τον άψογα αποδομημένο περιβάλλον, η τελετουργική μουσική του Fabio Frizzi γίνεται το απόλυτο soundtrack ενός ακατανόητου και χαοτικού κόσμου ο οποίος εξουσιάζεται από δυνάμεις πέραν της κοινής ανθρώπινης αντίληψης. Οι νεκροί σηκώνονται από τα φέρετρα, τα απόκοσμα μουγκρητά τους κυριαρχούν στον χρονοχώρο, ένα κατατονικό μέντιουμ (με το συμβολικό όνομα Mary) αντικρίζει για λίγο την επιτύμβια στήλη του, τα σκουλήκια τα οποία είναι οι καλύτεροι φίλοι των άψυχων σωμάτων τώρα γίνονται φίλοι και των ζωντανών και μια όμορφη (αλλά πιθανότατα αμαρτωλή) κοπέλα ξερνάει τα εντόσθιά της σε μια από τις πιο εμπνευσμένες στιγμές στην ιστορία του φανταστικού σινεμά.
Οι παραπάνω σκηνές μπορεί να παρουσιάζουν με μεγάλη ευκολία την θνησιμότητα και την ευπάθεια της ανθρώπινης σάρκας, κοιτώντας όμως βαθύτερα συνειδητοποιείς την αποκάλυψη όλης της αποτρόπαιης φρίκης, η οποία πηγάζει από το ψυχολογικό μαρτύριο του πνεύματος. Διότι όταν το πνεύμα «μαρτυρά», ο καθένας από εμάς δεν βρίσκεται προ των πυλών, αλλά έχει επάξια διαβεί το κατώφλι της προσωπικής του κόλασης. Και όταν πια κάποιος βρεθεί στην απέναντι όχθη δεν υπάρχει γυρισμός. Υπάρχει μόνο η εικόνα του εφιάλτη η οποία ξεπερνά τα όρια της προσωπικής συνείδησης και μετουσιώνεται σε φιλμική πραγματικότητα, τρέφοντας (για πάντα, ίσως) την ψυχή και την φαντασία του εκάστοτε θεατή. Και αν αυτό δεν είναι η δύναμη της τέχνης του σινεμά, τότε πραγματικά δεν ξέρω τι μπορεί να είναι…
Η τέχνη στην οποία αναφέρομαι βέβαια δεν έχει να κάνει με τον τρόπο με τον οποίο ο Fulci παρουσιάζει τις νεκροζώντανες ιστορίες του. Αυτό ξεκίνησε ένα χρόνο πριν με το Zombie 2, όπου το αίμα, τα εντόσθια και η όρεξη των πρόσφατα αποθανόντων για ζωντανή σάρκα πρωταγωνιστούσαν με ένα πρωτόγονο τρόπο, ο οποίος έγινε το εφαλτήριο για μια σειρά αριστουργηματικών εφιαλτικών στιγμών του Ιταλικού κινηματογράφου (Nightmare City του Umberto Lenzi, Nights of Terror του Andrea Bianchi, Zombie Creeping Flesh του Bruno Mattei κτλ). Εδώ όμως ο Fulci προχωράει ένα βήμα παραπέρα.
Σε αυτή την ταινία (που είναι και η πρώτη της άτυπης τριλογίας της «Κολάσεως» - θα πούνε οι περισσότεροι) ο σκηνοθέτης παρουσιάζει χωρίς ντροπή και χωρίς κανέναν ενδοιασμό, έναν αρμονικό συνδυασμό αποκρυφισμού, Lovecraft-ικού μύθου και αποδόμησης της όποιας θρησκευτικής πίστης, καμουφλαρισμένα με όλο τον ζόφο που μπορεί να διαπεράσει την ανθρώπινη λογική. Μια λογική που κλονίζει πρώτο από όλους έναν ιεροκήρυκα, ο οποίος αφού κρεμαστεί στον αύλιο χώρο της εκκλησίας του, γίνεται η αφορμή για να ανοίξει μια από τις επτά πύλες και ένα απροσδιόριστο κακό να εισέλθει στο κόσμο των ανθρώπων. Παράλληλα με τα παραπάνω ο σκηνοθέτης αμφισβητεί την έννοια της γραμμικής αφήγησης, παρουσιάζοντας τα γεγονότα χωρίς σαφή αρχή, μέση και τέλος, ακριβώς όπως θα συνέβαινε αν τα σύνορα μεταξύ ανθρώπινης λογικής και της απέχθειας ενός άλλου, δυσοίωνου κόσμου, έπαυαν να υφίστανται.
Σε αυτόν τον άψογα αποδομημένο περιβάλλον, η τελετουργική μουσική του Fabio Frizzi γίνεται το απόλυτο soundtrack ενός ακατανόητου και χαοτικού κόσμου ο οποίος εξουσιάζεται από δυνάμεις πέραν της κοινής ανθρώπινης αντίληψης. Οι νεκροί σηκώνονται από τα φέρετρα, τα απόκοσμα μουγκρητά τους κυριαρχούν στον χρονοχώρο, ένα κατατονικό μέντιουμ (με το συμβολικό όνομα Mary) αντικρίζει για λίγο την επιτύμβια στήλη του, τα σκουλήκια τα οποία είναι οι καλύτεροι φίλοι των άψυχων σωμάτων τώρα γίνονται φίλοι και των ζωντανών και μια όμορφη (αλλά πιθανότατα αμαρτωλή) κοπέλα ξερνάει τα εντόσθιά της σε μια από τις πιο εμπνευσμένες στιγμές στην ιστορία του φανταστικού σινεμά.
Οι παραπάνω σκηνές μπορεί να παρουσιάζουν με μεγάλη ευκολία την θνησιμότητα και την ευπάθεια της ανθρώπινης σάρκας, κοιτώντας όμως βαθύτερα συνειδητοποιείς την αποκάλυψη όλης της αποτρόπαιης φρίκης, η οποία πηγάζει από το ψυχολογικό μαρτύριο του πνεύματος. Διότι όταν το πνεύμα «μαρτυρά», ο καθένας από εμάς δεν βρίσκεται προ των πυλών, αλλά έχει επάξια διαβεί το κατώφλι της προσωπικής του κόλασης. Και όταν πια κάποιος βρεθεί στην απέναντι όχθη δεν υπάρχει γυρισμός. Υπάρχει μόνο η εικόνα του εφιάλτη η οποία ξεπερνά τα όρια της προσωπικής συνείδησης και μετουσιώνεται σε φιλμική πραγματικότητα, τρέφοντας (για πάντα, ίσως) την ψυχή και την φαντασία του εκάστοτε θεατή. Και αν αυτό δεν είναι η δύναμη της τέχνης του σινεμά, τότε πραγματικά δεν ξέρω τι μπορεί να είναι…
Chris Zafeiriadis