Για αρκετούς κινηματογραφόφιλους το σινεμά του φανταστικού είναι κάτι παραπάνω από ένα κινηματογραφικό είδος. Είναι το μέρος όπου το μυαλό ξεδιπλώνεται, η φαντασία ταξιδεύει, και καινούριες εικόνες δημιουργούνται από το πουθενά (ή καλύτερα, όχι από τον δικό μας πλανήτη), προς ευχαρίστηση αλλά και ως πνευματική τροφή κάθε ανικανοποίητης από τον κόσμο που ζούμε, συνείδησης. Μιας συνείδησης η οποία ψάχνει και ψάχνεται (ανα)μέσα σε κόσμους μακρινούς, εικόνες που λειτουργούν ως συμπαντόπλοια με προορισμό άγνωστους τόπους, άλλοτε με έντονους χρωματισμούς και άλλοτε όχι και τόσο φωτισμένους, έτοιμους όμως να εξερευνηθούν μέχρι και το τελευταίο τετραγωνικό εκατοστό τους. Για όλες αυτές τις ταξιδιάρες ψυχές, το είδος της επιστημονικής φαντασίας τα τελευταία χρόνια μοιάζει να νοσεί. Ελάχιστα τα αξιόλογα δείγματα Fountain-ικής αριστοτεχνίας, ελάχιστοι και οι αξιόλογοι δημιουργοί που δεν αρκούνται στα εφετζίδικα τερτίπια της υψηλής τεχνολογίας.
Έχοντας σαν αφετηρία μια φανταστικά σεληνιασμένη ιστορία και έναν μικροσκοπικό προϋπολογισμό για την μεταφορά της στη μεγάλη οθόνη , η ταινία του Jones τοποθετείται στην πιο Dark Side of the Moon συνοικία του ηλιακού μας συστήματος, ένα μέρος που φωτίζεται πλήρως μοναχά για μια ημέρα τον μήνα, αφήνοντας την φαντασία των περισσοτέρων από εμάς να καλπάζει τις υπόλοιπες είκοσι εννέα για το τι μπορεί να υπάρχει εκεί πάνω. Ο Sam Bell, ως μοναδικός (γι’ αυτό και μοναχικός) κάτοικος του κοντινότερου πλανήτη μας , εξυπηρετεί τα συμφέρονται εκείνων που κατάφεραν όχι μόνο να φτάσουν στο φεγγάρι αλλά παράλληλα να το κατοικήσουν (έστω και αν αυτή η κατοικία είναι προνόμιο του ενός). Εκείνων που κατάφεραν να το εκμεταλλευτούν ως πηγή ενέργειας προς συμφέρον των υπολοίπων από εμάς που έχουν μείνει «πίσω» για σφοδρή κατανάλωση.
Στο σύνολό του το Moon μοιάζει περίεργο. Περίεργο να εξερευνήσει καινούριους ορίζοντες, καινούριες ανθρώπινες συμπεριφορές, καινούριες επιφάνειες κρυμμένες από το φως του ήλιου. Υπό αυτό το πρίσμα, το πρώτο του μισό αφιερώνεται στην αναζήτηση. Μια αναζήτηση η οποία φέρνει μια επιφανειακά solariκή ανάμνηση, η οποία επικοινωνεί μέσω ενός χωροχρονικού δορυφόρου με τον HAL 9000, και που μέσα από μια ασαφή πραγματικότητα προσπαθεί να φιλοσοφήσει επάνω στην αλά K-Pax αβεβαιότητα της (ανθρώπινης) ύπαρξης. Και τα καταφέρνει αρκετά καλά, χωρίς κανένα ίχνος υπερβολής, με μια διαυγή τιμιότητα που σπανίζει από τέτοιου είδους ταινίες στις μέρες μας.
Στο δεύτερο μισό το Moon σταματάει να αναζητά και ξεκινά να απαιτεί. Απαιτεί πρώτα απ’ όλα την ανεξαρτησία του Sam Bell ο οποίος ως εσώκλειστος του διαστημικού σταθμού, προσπαθεί να σπάσει τα δεσμά του περιορισμού του. Κάπου εκεί ξεκινάει και μια μικρή πτώση της ταινίας με τον σκηνοθέτη να βαδίζει στον εύκολο δρόμο. Διότι αντί να φιλοσοφεί επάνω στην ανθρώπινη ύπαρξη δημιουργώντας ερωτήματα, προβληματισμούς αλλά ταυτόχρονα και ταυτότητα, επιλέγει να αγωνίζεται να αποδράσει από έναν πλανήτη που τελικά μοιάζει φυλακή. Μέσα από την σεναριακή αυτή απλότητα, ο θεατής καλείται να επιλέξει ανάμεσα στην εξόντωση του σφάλματος και την ελευθερία μιας ζωής που δεν έπρεπε να υπάρχει, με τον Jones να απλώνει το δάχτυλο προς τη δεύτερη κατεύθυνση.
Ακόμα και έτσι όμως το Moon υπερτερεί. Αφήνει έτη φωτός πίσω του τις συνήθεις χολιγουντιανές αντιλήψεις φαντασιόπληκτων διεκπεραιωτών και αποκαλύπτει έναν σκηνοθέτη γεμάτο ιδέες, κέφι και διάθεση για δημιουργία, ο οποίος μοιάζει έτοιμος να διεκδικήσει την προσοχή μας στο (όχι και τόσο μακρινό) μέλλον. Αρκεί να συνεχίσει να κοιτάει με μια περήφανη περιέργεια τα μακρινά αστέρια του σκοτεινού ουρανού, έχοντας παράλληλα την θέληση να ταξιδέψει πιο μακριά απ’ το φεγγάρι.
Chris Zafeiriadis