Κάπου εκεί, στους αφιλόξενους δρόμους ενός κόσμου που τον έχει απορρίψει, ο ανώνυμος πρωταγωνιστής της ταινίας συστήνεται ως ένας ιδανικός οδηγός αυτοκινήτων. Ένας οδηγός που κατέστησε τον κίνδυνο καλύτερό του φίλο και αντικατέστησε τους ανθρώπους της ζωής του με μια σιωπηλή μοναξιά που τσακίζει κόκκαλα. Όπως και ο ίδιος άλλωστε. Θαρρείς πως οι δικοί του άνθρωποι, για κάποιο λόγο που δεν θα μάθουμε ποτέ, αποφάσισαν να (παρα)μείνουν απόντες, κρατώντας μια αόρατη απόσταση ασφαλείας από το αινιγματικό προφίλ του ανώνυμου πρωταγωνιστή.
Ο Nicolas Winding Refn ανάβει την μηχανή του και ξεκινάει με μια αριστουργηματικά σκοτεινή σκηνή μινιμαλιστικής καταδίωξης, οδηγικού εντυπωσιασμού και δεξιοτεχνικής υπεροχής, η οποία μέσα απ’ την υπνωτική βαθυχρωμία που την διακρίνει, δίνει την θέση της στους ομορφότερους τίτλους που φορέθηκαν σε ταινία τα τελευταία είκοσι χρόνια. Από εκεί και έπειτα γνωρίζεις πλέον ότι ο σκηνοθέτης έχει το βλέμμα του στραμμένο σε μια άλλη εποχή, η οποία πέρασε μόλις πριν λίγο από μέσα μας, αφήνοντας ένα παντοτινό σημάδι σε όλους. Εκ της συνειδήσεως αυτό.
Το Drive δεν είναι το αριστούργημα των ακαδημαϊκών (ακόμα και αν κουβαλάει στο πορτμπαγκάζ του βαρυσήμαντα βραβεία και διακρίσεις), είναι όμως το αριστούργημα των ευαίσθητων θεατών. Εκείνων που έχουν το θάρρος να κοιτάνε πέρα από τις εικόνες, το στιλ, την φόρμα και τους οποιουσδήποτε κανόνες θεσπίζουν την δημιουργία μιας ταινίας, αναζητώντας - και τελικά ανακαλύπτοντας - αυτό που θα τους κάνει να καρδιοχτυπήσουν μέσα στην σκοτεινή αίθουσα. Λίγο πιο στιλισαρισμένο από τα κλασσικά heist movies και λίγο πιο ανέμελο από τα στιλισαρισμένα αριστουργήματα που το έχουν επηρεάσει, το Drive αφιερώνεται εξ’ ολοκλήρου στον νεαρό πρωταγωνιστή του. Και όλα όσα αυτός δεν κατάφερε να κατακτήσει μέχρι τώρα. Σιωπηλά βυθισμένο στη neon μελαγχολία όσων δικαιούμασταν από την ζωή αλλά δεν μας «έτυχαν» ακόμα.
Πριν και μετά την ταινία ο ανώνυμος οδηγός είναι μόνος. Δεν γνωρίζουμε τίποτα γι’ αυτόν και δεν θα μάθουμε ποτέ τις λεπτομέρειες. Στην διάρκεια των 100 λεπτών όμως, γίνεται δικός μας. Έχοντας μάθει να διαχειρίζεται τον κίνδυνο της ασφάλτου, ο απρόσωπος κασκαντέρ, ντουμπλάρει ακριβοπληρωμένους πρωταγωνιστές σε επικίνδυνες κινηματογραφικές σκηνές. Αυτός παίρνει το ρίσκο, εκείνοι παίρνουν την δόξα. Τα κάνει αυτά η ζωή. Χάνει όμως με αυτό τον τρόπο την θέση του πρωταγωνιστή. Παράλληλα χάνει και την ζωή που τον προσπερνάει χωρίς να τον ρωτήσει, καθιστώντας τον παράταιρο από την κοινωνία που τον περιβάλλει. Τους λόγους, είπαμε, δεν θα τους μάθουνε ποτέ. Θα μάθουμε όμως την ελπίδα και την προσδοκία, ακριβώς την στιγμή που θα συναντήσει εκείνη. Τότε το βλέμμα του θα αλλάξει και το πρόσωπό του θα φορέσει επιτέλους ένα απρόσμενο χαμόγελο, μικρού παιδιού.
Κάπως έτσι, το Drive αποκαλύπτεται. Από τις σοφής λιτότητας σκηνές ενστικτώδους βίας μέχρι τις slow motion ερωτικές ματιές (βγαλμένες κατευθείαν από το σινεμά του Wong Kar-wai), η ταινία οδηγεί τον νεαρό πρωταγωνιστή της στην λυτρωτική πραγματοποίηση του ονείρου (όπως θα παραλλήλιζε κάποιος ρομαντικός την υπνωτική ατμόσφαιρα του φινάλε). Δεν έχει σημασία αν τελικά κερδίζει το κορίτσι ή όχι. Αρκεί που εκείνη του έδωσε την ευκαιρία, έστω και αν δεν τον ανα-γνωρίσει ποτέ κανείς, να γίνει για πρώτη φορά ο ήρωας που πότε δεν ήταν. Την δυνατότητα να οδηγεί πλέον με το δικό του πρόσωπο, μεταμορφωμένος από απρόσωπος κομπάρσος σε πρωταγωνιστή μιας ταλαιπωρημένης Πόλης γεμάτη ανώνυμους Αγγέλους.
Ο Nicolas Winding Refn ανάβει την μηχανή του και ξεκινάει με μια αριστουργηματικά σκοτεινή σκηνή μινιμαλιστικής καταδίωξης, οδηγικού εντυπωσιασμού και δεξιοτεχνικής υπεροχής, η οποία μέσα απ’ την υπνωτική βαθυχρωμία που την διακρίνει, δίνει την θέση της στους ομορφότερους τίτλους που φορέθηκαν σε ταινία τα τελευταία είκοσι χρόνια. Από εκεί και έπειτα γνωρίζεις πλέον ότι ο σκηνοθέτης έχει το βλέμμα του στραμμένο σε μια άλλη εποχή, η οποία πέρασε μόλις πριν λίγο από μέσα μας, αφήνοντας ένα παντοτινό σημάδι σε όλους. Εκ της συνειδήσεως αυτό.
Το Drive δεν είναι το αριστούργημα των ακαδημαϊκών (ακόμα και αν κουβαλάει στο πορτμπαγκάζ του βαρυσήμαντα βραβεία και διακρίσεις), είναι όμως το αριστούργημα των ευαίσθητων θεατών. Εκείνων που έχουν το θάρρος να κοιτάνε πέρα από τις εικόνες, το στιλ, την φόρμα και τους οποιουσδήποτε κανόνες θεσπίζουν την δημιουργία μιας ταινίας, αναζητώντας - και τελικά ανακαλύπτοντας - αυτό που θα τους κάνει να καρδιοχτυπήσουν μέσα στην σκοτεινή αίθουσα. Λίγο πιο στιλισαρισμένο από τα κλασσικά heist movies και λίγο πιο ανέμελο από τα στιλισαρισμένα αριστουργήματα που το έχουν επηρεάσει, το Drive αφιερώνεται εξ’ ολοκλήρου στον νεαρό πρωταγωνιστή του. Και όλα όσα αυτός δεν κατάφερε να κατακτήσει μέχρι τώρα. Σιωπηλά βυθισμένο στη neon μελαγχολία όσων δικαιούμασταν από την ζωή αλλά δεν μας «έτυχαν» ακόμα.
Πριν και μετά την ταινία ο ανώνυμος οδηγός είναι μόνος. Δεν γνωρίζουμε τίποτα γι’ αυτόν και δεν θα μάθουμε ποτέ τις λεπτομέρειες. Στην διάρκεια των 100 λεπτών όμως, γίνεται δικός μας. Έχοντας μάθει να διαχειρίζεται τον κίνδυνο της ασφάλτου, ο απρόσωπος κασκαντέρ, ντουμπλάρει ακριβοπληρωμένους πρωταγωνιστές σε επικίνδυνες κινηματογραφικές σκηνές. Αυτός παίρνει το ρίσκο, εκείνοι παίρνουν την δόξα. Τα κάνει αυτά η ζωή. Χάνει όμως με αυτό τον τρόπο την θέση του πρωταγωνιστή. Παράλληλα χάνει και την ζωή που τον προσπερνάει χωρίς να τον ρωτήσει, καθιστώντας τον παράταιρο από την κοινωνία που τον περιβάλλει. Τους λόγους, είπαμε, δεν θα τους μάθουνε ποτέ. Θα μάθουμε όμως την ελπίδα και την προσδοκία, ακριβώς την στιγμή που θα συναντήσει εκείνη. Τότε το βλέμμα του θα αλλάξει και το πρόσωπό του θα φορέσει επιτέλους ένα απρόσμενο χαμόγελο, μικρού παιδιού.
Κάπως έτσι, το Drive αποκαλύπτεται. Από τις σοφής λιτότητας σκηνές ενστικτώδους βίας μέχρι τις slow motion ερωτικές ματιές (βγαλμένες κατευθείαν από το σινεμά του Wong Kar-wai), η ταινία οδηγεί τον νεαρό πρωταγωνιστή της στην λυτρωτική πραγματοποίηση του ονείρου (όπως θα παραλλήλιζε κάποιος ρομαντικός την υπνωτική ατμόσφαιρα του φινάλε). Δεν έχει σημασία αν τελικά κερδίζει το κορίτσι ή όχι. Αρκεί που εκείνη του έδωσε την ευκαιρία, έστω και αν δεν τον ανα-γνωρίσει ποτέ κανείς, να γίνει για πρώτη φορά ο ήρωας που πότε δεν ήταν. Την δυνατότητα να οδηγεί πλέον με το δικό του πρόσωπο, μεταμορφωμένος από απρόσωπος κομπάρσος σε πρωταγωνιστή μιας ταλαιπωρημένης Πόλης γεμάτη ανώνυμους Αγγέλους.
Chris Zafeiriadis