Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι στο μυαλό του Niccol κατοικούν μερικές από τις πιο ενδιαφέρουσες ιδέες της σύγχρονης κινηματογραφίας. Ιδέες που είτε καταλήγουν σε σκεπτόμενες, πολυδιάστατες και φιλμικά απολαυστικές «πραγματικότητες» (Gattaca, Truman Show, Terminal), είτε σε μερικώς αναπτυσσόμενες ταινίες, ημιτελούς προσανατολισμού (Lord of War). Ιδέες, μέσα στις οποίες μπορείς να ανιχνεύσεις από κοινωνικές αμφιβολίες και πολιτικές αβεβαιότητες, έως και κρυμμένες αναρχικές επαναστάσεις (μόνο που η απρόσωπη κουκούλα δεν έχει εισέλθει ακόμα στην βιομηχανία του θεάματος, η επανάσταση όμως το έχει κάνει εδώ και καιρό), γεγονός που σε στιγμές προσδίδει μια αποπνέουσα αλληγορία στο έργο του συμπαθή Νέο-Ζηλανδού .
Στην παραπάνω διαπίστωση εντάσσεται ολοσχερώς το In Time. Μια απαστράπτουσα ιδέα η οποία εσωκλείει μέσα της την πιο εύστοχη κοινωνικοοικονομική αλληγορία της σύγχρονης πραγματικότητας στην οποία έχει παραδοθεί το μεγαλύτερο μέρος του πλανήτη. Μια πραγματικότητα η οποία θέλει τον κόσμο χωρισμένο σε διαφορετικά επίπεδα, με τους ελάχιστους έχοντες, κατέχοντες, πλεονέκτες, ευφόρους, πνιγμένους στην πολυτελή αφθονία του απομονωμένου τους κόσμου, αριστοκράτες, να ζούνε υψηλά και εις βάρος των μειονεκτούντων και κοινωνικά αδύναμων μελών της πλειονότητας των ανθρώπων, εκμεταλλευόμενοι την δύναμη της εξουσίας (που προφανώς έχουν κερδίσει με το αζημίωτο). Με την διαφορά ότι στην κοινωνία που έπλασε ο Niccol, ο χρόνος είναι το ανταλλάξιμο (και επιζητούμενο) προϊόν, με αυτούς που το(ν) διαθέτουν σε αφθονία να δύναται να ζούνε εις τους αιώνας των αιώνων, και εκείνους που ξεμένουν να πεθαίνουν σαν αδέσποτα καταμεσής του πεζοδρομίου (αμφότεροι στάσιμοι στην εξοχότατη ηλικία των 25).
Σε αυτό το περιβάλλον, με την πρωτοφανή έλλειψη θρησκείας και πίστης σε κάτι το ανώτερο (Θεός δεν υπάρχει, εκκλησίες, νεκροταφεία και λοιποί τόποι λατρείας παραμένουν εκτός, ενώ η ελεημοσύνη έχει βρει καταφύγιο σε συνοικιακά καταστήματα με neon επιγραφές διαθεσιμότητας), ο Niccol θα στήσει τον δικό του πόλεμο των κόσμων. Έναν πόλεμο που φέρνει αντιμέτωπους από την μία έναν επαναστατημένο ήρωα από το γκέτο των φτωχών (με περιορισμένη διάρκεια ζωής) και από την άλλη ένα ολόκληρο καπιταλιστικό σύστημα προορισμένο να «ζει» όσο υπάρχουν οι κοινωνικά αδύναμοι να το υπηρετούν, «πληρώνοντας» ατελείωτες ώρες από την ζωή τους, για την διαιώνιση των εκλεκτών.
Και ενώ οι προβληματισμοί και οι αρετές της ταινίας προσπαθούν να ανθίσουν μέσα στην ροή της ιστορίας (από το αδηφάγο σύστημα συντήρησης ανθρώπων και την επίτευξη της σταθερότητας σε μια αγέραστη ομορφιά, μέχρι τα εκφραστικά βλέμματα των πρωταγωνιστών - Timberlake και Murphy αμφότεροι εκπλήσσουν ερμηνευτικά), τα μειονεκτήματα της ταινίας εμφανίζονται όταν αρχίζει να ξεμένει σιγά-σιγά και η ίδια από χρόνο. Όσο δηλαδή τα δευτερόλεπτα κυλούν ανεκμετάλλευτα πάνω από την επιφανειακή αφήγηση, τόσο αντιλαμβάνεσαι ότι από ένα ενθουσιώδες μυαλό σαν του Niccol θα ήθελες μια πιο διεισδυτική κριτική, ικανή να αντικαταστήσει τα ελαχίστης σημασίας ανθρωποκυνηγητά και αμαξοσυγκρούσεις του τελευταίου μισάωρου.
Ανθρωποκυνηγητά τα οποία ναι μεν επαληθεύουν τον επιδιωκόμενο blockbuster χαρακτήρα της παραγωγής (και αν είσαι blockbusterάκιας θα σε αφήσουν πλήρως ικανοποιημένο), από την άλλη όμως στερούν από την ιδέα μια ενδεχόμενη στοχαστική σεναριακή ανάπτυξη η οποία θα απογείωνε το όλο εγχείρημα και θα του χάριζε περισσότερο χρόνο αναπνοής και αναγνώρισης ανάμεσα στον σωρό του είδος που υπηρετεί.
Chris Zafeiriadis