Γνήσιο δείγμα auteurίστικης καλλιτεχνίας, το Μωρό της Ρόζμαρι έχει την δύναμη
να γοητεύει. Από τους πανοραμικούς εναρκτήριους τίτλους και την αρκούντως
μεθυστική μουσική του Christopher Komeda, η ταινία του Πολωνού σε μαγεύει σαν
καλοκαιρινή πανσέληνος που ρίχνει απλόχερα τη φεγγαρόφωτη λάμψη της στα κορμιά των
ανθρώπων. Και οι άνθρωποι, έτσι φεγγαροφωτισμένοι όπως είναι, χαμογελάνε,
επιθυμούνε, κοιτάζουν γοητευμένοι και κρατιούνται χέρι-χέρι, κλείνουν τα μάτια
και ονειρεύονται χωρίς φειδώ, θαρρείς και είναι το μόνο που τους έχει απομείνει
να κάνουν στον άληκτο τούτο κόσμο. Έναν κόσμο αυθόρμητα θρησκόληπτο, αφιερωμένο
και χτισμένο μέχρι την τελευταία του λεπτομέρεια πάνω σε φρονήματα, αξίες,
ιστορίες και πεποιθήσεις εκατοντάδων χιλιάδων ετών, που μέχρι και σήμερα έχουμε
την ανάγκη να πιστεύουμε. Και η πίστη είναι ένα από τα μεγαλύτερα όπλα του
σύγχρονου και πολιτισμένου ανθρώπου. Μια από τις μεγαλύτερες αδυναμίες, επίσης.
Αντίθετα με όσα λέγονται, γράφονται και όσα τελικά
ισχυρίζονται οι θεοσεβούμενοι (γι’ αυτό ίσως και θεοφοβούμενοι) επικριτές της
ταινίας, το Μωρό της Ρόζμαρι παραμένει μια βαθύτατα χριστιανική ταινία. Δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί διαφορετικά μια ιστορία η
οποία ασπάζεται με ευλάβεια τις θρησκευτικές αξίες της Δύσης, καταφέρνοντας
τελικά να μιλήσει για τους ανθρώπους στο σύνολό τους, με ή χωρίς αυτές. Άλλωστε
κάποια από τα διακριτικά της ανθρώπινης ύπαρξης παραμένουν όμοια σε όποια ομάδα
(θρησκευτική, πολιτική ή γεωγραφική) και αν ανήκει κάποιος. Ο μεφιστοφελισμός
του βιβλίου του Ira Levin μπορεί να κυριαρχεί σαν
ιδέα, παράγει όμως αμέτρητους συνειρμούς για μια καταπιεσμένη κοινωνία που
πάσχει αντί να θεραπεύει, διχάζει αντί να ενώνει και τελικά συνωμοτεί,
παραδομένη αβίαστα σε εκείνον που έχει την δύναμη να πραγματοποιήσει τα
ονειρικά απωθημένα της. Και η κάμερα του Polanski, με την ειρωνεία και τον ανορθολογισμό της να καλπάζουν
στα περισσότερα καρέ, ξεγυμνώνει με την ίδια ευλάβεια το μεγαλείο της αδυναμίας,
ξεγυμνώνοντας παράλληλα αέναες αλήθειες του ανθρωπίνου γένους, ανεξαρτήτως
θρησκείας.
Η ιστορία της Ρόζμαρι και του μεφιστοφελικού της τέκνου
μοιάζει από τα θεμέλιά της αφιερωμένη στην επιθυμία. Επιθυμία η οποία
ξεχειλίζει από τους πρώτους ακόμα διαλόγους, όταν οι επικείμενοι γονείς
βρίσκονται προς αναζήτηση στέγης. Κάπου εκεί, η πρώτη κιόλας λαχτάρα της
Μητέρας πραγματοποιείται, για να δώσει την θέση της σε εκείνες που θα
ακολουθήσουν. Το μεγαλοπρεπές διαμέρισμα αποκτάται και μαζί το όνειρο της
μητρότητας αρχίζει να εκκολάπτεται, δημιουργώντας μια «νέα αρχή», όπως
χαρακτηριστικά αναφέρει η Ρόζμαρι, για το νεαρό ζευγάρι. Από εκεί και έπειτα το
έργο των σατανολάτρων ακολούθων μπαίνει σε εφαρμογή, με το νεαρό κορίτσι να
πρωταγωνιστεί σε μια συνουσία μυστική και να βιάζεται τόσο σωματικά όσο και
πνευματικά, ταλαντευόμενη μεταξύ δια-νοητικής φθοράς και αντικειμενικής
αφθαρσίας.
Μέχρι το μνημειώδες φινάλε και την αποκάλυψη της αποτρόπαιης
αλήθειας(;), ο Polanski θα αποδεσμεύσει το κοινό από όλες τις προκαταλήψεις που
μπορεί να δεσμεύουν τους ανθρώπους και θα χρησιμοποιήσει το άμορφο Κακό
(άλλωστε, ούτε το μωρό, ούτε ο διάσημος πατέρας του εμφανίζονται ποτέ στην
οθόνη) χτίζοντας μια αρραγή εωσφορίζουσα ατμόσφαιρα για να μαγέψει τους απαιτητικούς,
να προσβάλει τους ευκολόπιστους και να ικανοποιήσει τόσο την τελευταία επιθυμία
της υπέροχης πρωταγωνίστριας όσο και τους ακριβοθώρητους μάρτυρες της Ιδέας. Μιας
Ιδέας η οποία μπορεί να ακολουθεί ένα διαφορετικό μονοπάτι, παραμένει όμως ένα
Ιδανικό για το οποίο κάποιοι θα σκότωναν και άλλοι θα θυσίαζαν ακόμα και την
ζωή τους για την υπεράσπισή του.
Αν όμως κάτι απομένει μετά τους συναισθηματικά ακραιφνείς τίτλους
τέλους δεν είναι η (μη) αποδοχή της
μυθολογίας, αλλά η επικράτηση της προσωπικής μας επιθυμίας. Επιθυμίας να έρθουμε
ξανά κοντά, κάνοντας έρωτα χωρίς περιττές αυταπάτες, βυθισμένοι στη δική μας
ερεβώδη πραγματικότητα. Με ένα ποτήρι ερυθρό κρασί να μεθάει τη στιγμή και το
αιώνιο φως του μακρινού φεγγαριού να λούζει τα αμαρτωλά μας ένστικτα αφυπνίζοντας παράλληλα τα πιο ανομολόγητά μας πάθη.
Left hand path…
Chris Zafeiriadis