“Have a drink with your old man. Be somebody!”
Το σινεμά του Payne το αισθάνεσαι δικό σου. Το νιώθεις
κομμάτι του εαυτού σου, όχι γιατί στέκεται δίπλα σου (κι ας συμβαίνει μίλια
μακριά), αλλά γιατί μέσα σε αυτό (ανα)γνωρίζεις ανθρώπους που βρίσκονται κοντά
σε σένα. Ανθρώπους που για κάποιο περίεργο λόγο ξέρεις ότι μαζί τους μπορείς να
ανταλλάξεις κουβέντες και να κάνεις συζητήσεις ολόκληρες που δεν μπορούσες
μέχρι τώρα, ακόμα κι αν όλα τα λες εσύ και αυτοί δεν βγάζουν άχνα για όσα τους
πονάνε, για όσα χαίρονται σαν τα μικρά παιδιά και εσύ απλά χαίρεσαι που τους
κοιτάζεις. Το ανεκτίμητο σε αυτό το σινεμά δεν είναι το ότι γίνεται δικό σου,
αλλά το ότι μέσα στην απρόσωπη πραγματικότητά μας, μένει με πείσμα κοντά και
σου κρατάει συντροφιά, ακόμα και όταν μέσα στη σιωπή σου νιώθεις ότι έχεις
απομείνει μόνος.
Όταν κοιτάξεις τη Nebraska θα αντικρίσεις την αυθεντική μοναξιά των ανθρώπων της, μια
μοναξιά που έχει μάθει να ανθίζει στις καρδιές μας, από τον παραλογισμό της αστικής
βαρβαρότητας μέχρι τις σκονισμένες πεδιάδες της αμερικανικής επαρχίας. Μια
μοναξιά που δεν έρχεται αμέσως αλλά όταν έρθει θα ψάξεις από κάπου να
κρατηθείς, από κάπου να στηρίξεις τις υπόλοιπες στιγμές που σου ‘χουν
απομείνει. Στη Nebraska
του Payne θα έρθεις
αντιμέτωπος με την επιθυμία ενός ανθρώπου που βρίσκεται γύρω στα 70, γνωρίζει
ότι ξεμένει σιγά-σιγά από ευχές και νιώθει την ανάγκη να ελπίσει, την ανάγκη να
ζήσει μια τελευταία φαντασίωση τη στιγμή που όλοι νομίζουν ότι τα έχει πια χαμένα,
ενώ εκείνος έχει μόλις ανακαλύψει ένα καινούριο όνειρο για να μπορέσει να
επιβιώσει. Να δηλώσει για μια ακόμα φορά παρών και να αποχαιρετήσει ό,τι
αγάπησε με το κεφάλι του ψηλά.
Μέσα στα μάτια του Woody Grant (φορεμένα με ένα υπέροχο
τρόπο στο πρόσωπο του Bruce Dern) θα ανθίσει η ξεροκεφαλιά της δοξασμένης
πραγματοποίησης ενός ονείρου. Μαζί με αυτή τη ξεροκεφαλιά, ανθίζει και η
σύγκρουση ανάμεσα στην αφέλεια του παραμυθιού και την φρικαλεότητα της πραγματικής
ζωής. Η αφέλεια και η ανάγκη να πιστέψεις εκείνα που σου λένε, απέναντι σε όλα
εκείνα που δεν θέλεις να ακούσεις, γνωρίζεις όμως ότι δεν μπορείς να αποφύγεις.
Γνωρίζεις ότι ίσως σου κλέψουνε τα χρώματα, ίσως σου στερήσουνε την χρηματική
αξία του ενός εκατομμυρίου δολαρίων, την ψυχική αξία του ονείρου όμως, δεν θα
σου την πάρουνε ποτέ, αφού ποτέ δεν θα ξεχάσεις τα πρόσωπα που αγάπησες και όλα
όσα (δεν) μπόρεσες να αφήσεις πίσω. Μέσα από αυτό το όνειρο θα βρεις την δύναμη
να πορευτείς στην γλυκόπικρη ανυπαρξία των ανθρώπων της παλιάς σου γειτονιάς,
να κοιτάξεις τον κόσμο για μια ακόμα φορά και τελικά να βρεις το δρόμο σου γι’
αυτό που ονομάζεις σπίτι.
Chris Zafeiriadis