Έλα κοντά και δώσ’ μου μερικά φιλιά. Δεν θα σου ζητήσω κάτι
παραπάνω, αν και θα ήθελα τα πάντα. Όχι μόνο τα φιλιά αλλά και τα χάδια που
ξεχνάμε να χαρίσουμε, τα όμορφα λόγια που ξεχνάμε να πούμε και τις αγκαλιές που
τόσο λαχταράμε ο ένας απ’ τον άλλο. Τα θέλω όλα αυτά και ακόμη περισσότερα. Όχι
γιατί απ’αυτά πρέπει να διέπεται ένας αθώος και ειλικρινής έρωτας, αλλά γιατί
είμαστε νέοι και αξίζει να έχουμε τα πάντα. Αξίζει να διεκδικούμε το καλύτερο ο
ένας από τον άλλο, να βγάζουμε τον καλύτερό μας εαυτό και να τον δωρίζουμε σε
εκείνον που μπορεί να τον εκτιμήσει. Να τον χαρίζουμε απλόχερα σε εκείνον τον
άνθρωπο που μαζί του μπορούμε να περπατήσουμε στα δυσκολότερα μονοπάτια, να
κατακτήσουμε ακόμα και τις πιο ψηλές κορυφές. Ο κόσμος όλος βρίσκεται εκεί έξω
και, φυσικά, μας ανήκει ολοκληρωτικά. Το μόνο που χρειάζεται να κάνουμε εμείς,
σαν τρελοί κι ατίθασοι ονειροπόλοι, είναι να τον κοιτάξουμε όπως ακριβώς είναι
και να τον διεκδικήσουμε με πάθος. Τόσο απλά.
Όμως εγώ θα σου ζητήσω μόνο μερικά φιλιά και θα περιμένω από
εσένα το κάτι παραπάνω. Θα περιμένω το μυαλό να αφεθεί, οι καρδιές μας να
αρχίσουν να χτυπάνε σαν τρελές και τα χείλη μας να νιώσουν πώς ζούνε κάτι
μαγικό. Όχι γιατί αυτό είναι το αναμενόμενο να συμβεί, αλλά γιατί αν τα κορμιά
μας δεν μιλήσουν παθιασμένα, αν δεν ιδρώσουμε όταν θα είμαστε μαζί, τότε κάτι
δεν κάνουμε σωστά. Αν δεν νιώσουμε πώς είμαστε ένα την κατάλληλη στιγμή, τότε
θα είμαστε για πάντα καταδικασμένοι. Αν όμως σταθούμε περήφανα ο ένας δίπλα
στον άλλο, αν κάποια ανέμελη στιγμή πιαστούμε χέρι-χέρι και βαδίσουμε παρέα
προς το άγνωστο, τότε ίσως και να πιστέψουμε για λίγο στην αθανασία. Κι αν
είναι όλα μια υπόθεση τρελή, μια προσπάθεια που μοιάζει το ίδιο καταδικασμένη
με όλους τους έρωτες που χάθηκαν στο χρόνο, τότε δεν θα έχει και πολύ μεγάλη
σημασία. Τουλάχιστον θα έχουμε προσπαθήσει. Θα έχουμε ζήσει τις στιγμές της
συναισθηματικής μας ευφορίας, προσπαθώντας να κατακτήσουμε ακόμα και τους
μεγαλύτερούς μας φόβους. Φόβους που, μη γελιέσαι, ακόμα κι αν μοιάζουν να είναι
μακριά, φαίνεται να μας ακολουθούνε πάντα.
Όλα τα παραπάνω φαίνεται να μην συνάδουν με ένα
κινηματογραφικό κείμενο για μια ταινία τρόμου, μοιάζουν όμως άρρηκτα
συνδεδεμένα με τα πάθη και τις επιθυμίες των νεαρών πρωταγωνιστών μέσα σε αυτή.
Επιθυμίες που μπορεί να μην εξομολογούνται ευθέως στην οθόνη, παραμένουν όμως
κρυμμένες μέσα στα βλέμματα, τα λόγια και τις αντιδράσεις απέναντι σε ό,τι τους
συμβαίνει. Άλλωστε η (κάθε) επιθυμία γεννάται πάντοτε από την έλλειψη κι αυτό
είναι κάτι που δεν αλλάζει σε όποια χρονική στιγμή κι αν κοιτάξεις τις ζωές των
ανθρώπων.
Η ταινία του David Robert Mitchell δείχνει από τα πρώτα
κιόλας δευτερόλεπτα τα χαρακτηριστικά της, όταν μια ταραγμένη κοπέλα τρέχει έξω
από το σπίτι της, προσπαθώντας από κάτι να ξεφύγει. Κάτι που εκείνη βλέπει αλλά
εμείς ως θεατές όχι, κάτι που έρχεται προς το μέρος της και την πλησιάζει
απειλητικά χωρίς κάποιος να αντιλαμβάνεται το παραμικρό, σ’ένα υπέροχο 360
μοιρών ευρυγώνιο πλάνο μιας αραιοκατοικημένης, ήρεμης και αθόρυβης γειτονιάς
του Detroitt. Στη συνέχεια, η ίδια κοπέλα βρίσκεται νεκρή και μόνη σε κάποια
επίσης ήρεμη, αθόρυβη και ερημική παραλία της περιοχής και, τότε, καταλαβαίνεις
ότι η γαλήνη αυτού του τόπου έχει πλέον διαταραχτεί.
Η συνέχεια διατηρεί τα ίδια τρομακτικά χαρακτηριστικά
(δανεισμένα από διάφορες περιόδους και δημιουργούς του σινεμά του φανταστικού,
αφού ο ίδιος ο Mitchel είναι λάτρης του είδους) και τα χαρίζει απλόχερα στους
νεαρούς πρωταγωνιστές της ιστορίας. Μιας ιστορίας που θέλει μια αγνώστου
ταυτότητας και προέλευσης κατάρα να παίρνει μια διαφορετική κάθε φορά μορφή, να
ακολουθεί συνεχώς και να κοιτάζει κατάματα το εκάστοτε θύμα της, με μοναδικό
σκοπό το θάνατο. Ένα θάνατο που βλέπεις ότι πλησιάζει με αργό ρυθμό αλλά χωρίς
σταματημό και μοναδική διέξοδο για το θύμα να περάσει την κατάρα σε κάποιον άλλο,
απλώς κάνοντας μαζί του σεξ. Πολλά μπορείς να σκεφτείς εδώ και ο Mitchell σε
αφήνει ελεύθερο να κάνεις όσους συνειρμούς και υποθέσεις θέλεις για τη νεανική
σεξουαλικότητα, το τέλος της αθωότητας, την ενοχή του περιστασιακού έρωτα, τους
κινδύνους που γεννοβολά η επιπολαιότητα και την αθανασία του πνεύματος μέσω της
τεκνοποίησης.
Ό,τι κι αν φέρεις στο μυαλό σου, όπως κι αν συνδέσεις τη
φανταστική αυτή ιστορία με την πραγματικότητα, πάλι μέσα θα είσαι. Απάντηση από
τον ίδιο το δημιουργό δεν θα πάρεις ποτέ, θα βρεθείς όμως σε ένα περιβάλλον
όπου οι γονείς είναι σχεδόν απόντες, ανίκανοι να πλησιάσουν, να καταλάβουν ή να
βοηθήσουνε τα παιδιά τους. Θαρρείς και μια ολόκληρη γενιά που πίστεψε και
επένδυσε στο αμερικάνικο όνειρο με τόσο ζήλο και θέρμη, μεγάλωσε, καθάρισε με
τις υποχρεώσεις της και τώρα έχει χρησιμοποιήσει όλη της τη δεξιοτεχνία και την
αρετή για να (εξ)αφανιστεί.
Έτσι
κι εμείς, μακριά από τις κούφιες συμβουλές και την ψευδή σοφία των μεγαλυτέρων,
θέτουμε τον πήχη σε πιο ρεαλιστικά ύψη, αποζητώντας μερικές μονάχα στιγμές
επάνω στις οποίες θα εναποθέσουμε τις ελπίδες και τα πάθη μας. Άλλωστε οι
προσδοκίες δεν γεννιούνται τυχαία μέσα σε ένα όνειρο, οι προσδοκίες
καλλιεργούνται από την πραγματικότητα μέσα στην οποία βρεθήκαμε και οφείλουμε
να αποδεχτούμε. Και μπορεί τη μια στιγμή να κάνουμε έρωτα στο πίσω μέρος ενός
αυτοκινήτου και την επόμενη να βρισκόμαστε δεμένοι σε μια καρέκλα όπου κανείς
δεν μπορεί να μας βοηθήσει, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι θα παραιτηθούμε. Γι’
αυτό κι εγώ θα σου ζητήσω μονάχα μερικά φιλιά. Θα μείνω κοντά, ίσως να σε
κοιτάξω και λίγο στα μάτια, και θα περιμένω να μου πιάσεις το χέρι και να μου
πεις ότι μαζί θα πορευτούμε προς το άγνωστο που κανείς δεν μας υποσχέθηκε ότι
θα είναι ευοίωνο και ανθηρό. Θα περιμένω να αισθανθούμε δυνατοί και να
παλέψουμε απέναντι σε ό,τι είναι αυτό που μας ακολουθεί και μπορεί να μας
σκοτώσει (σωματικά και ψυχικά), σε ένα μελαγχολικό horror για τη ματαιότητα και
το αναπόφευκτο τέλος του (δικού μας) κόσμου και σε μια υπέροχη ταινία που
βλέπεται εξίσου απολαυστικά και από VHS με ξεθωριασμένο και φθαρμένο εξώφυλλο.
Chris Zafeiriadis
1 σχόλιο:
Hello Chris!
Αγνός, παραδοσιακός τρόμος. Με άλλα λόγια old classic horror school. Ο σκηνοθέτης στηριζόμενος σε μια πολύ έξυπνη σεναριακή ιδέα (δανειζόμενη στοιχεία από το ιαπωνικό Ringu) καταφέρνει να χτίσει μια διαρκή αίσθηση απειλής (το μεγαλύτερο ατού της για μένα), η οποία απειλή δεν έχει συγκεκριμένη μορφή - κι αυτό είναι που τρομάζει περισσότερο. Ο Mitchell αποδεικνύει ότι για να κάνεις μια καλή ταινία τρόμου (πράγμα σπάνιο στην σημερινή εποχή) δεν θέλει κόπο (βομβαρδισμός από jump scares, σκηνές υπερβολικής βίας κλπ.) αλλά τρόπο. Μεγάλη εντύπωση μου προκάλεσε (κάτι που το επισημαίνεις κι εσύ) η – σίγουρα ηθελημένα - παντελής απουσία των γονέων (αλλά και γενικά των ενήλικων θα έλεγα) από τα δρώμενα της πλοκής, όπου πέρα από την όποια κριτική ματιά της ταινίας πάνω σ’ αυτό επιπλέον αυξάνει και την αγωνία καθώς οι έφηβοι πρέπει να επιβιώσουν μακριά από την σιγουριά και την ασφάλεια που προσφέρουν οι ενήλικοι. Επίσης μια μικρή λεπτομέρεια (αλλά για μένα ουσιαστική και λειτουργική) είναι ότι ο Mitchell χρησιμοποιεί το πτωχευμένο Ντιτρόιτ (με εικόνες από εγκαταλειμμένα ή μισογκρεμισμένα κτήρια, ερημωμένες γειτονιές – μια πόλη φάντασμα δηλαδή) ως ενεργό αφηγηματικό στοιχείο ώστε να συμβάλλει ακόμη περισσότερο στην πνιγηρή και απόκοσμη ατμόσφαιράς της.
Τα χαιρετίσματά μου…
3,5/5: Αρκετά καλή
Δημοσίευση σχολίου