Τρίτη 22 Δεκεμβρίου 2009

Whispering Themes of a (soon to be) gone, yet strongly memorable decade

Τα χρόνια περνούν, οι ταινίες έρχονται. Μαζί τους φέρνουν και όμορφες μελωδίες οι οποίες ντύνουν τις αθάνατες εικόνες τους. Χωρίς αυτές, τα πράγματα μπορεί να ήταν από λίγο έως πολύ διαφορετικά. Παρακάτω παρουσιάζεται μια (ελλιπής σίγουρα) λίστα, όχι με τα καλύτερα soundtracks, αλλά με αυτά που ο γράφων άκουσε περισσότερο την δεκαετία που φεύγει και πίσω δεν γυρνά για κανέναν. Κρατήστε δυνατά τις αναμνήσεις σας…

1. Svidd neger - Ulver


2. Lyckantropen - Ulver


3. Non ho sonno - Goblin


4. The Fountain - Clint Mansell


5. The Assassination of Jesse James by the Coward Robert Ford - Nick Cave & Warren Ellis


6. Into the Wild - Eddie Vedder


7. Requiem for a Dream - Clint Mansell


8. Once - Glen Hansard & Marketa Irglova


9. 25th Hour - Terence Blanchard


10. The Proposition - Nick Cave & Warren Ellis


11. Secretary - Angelo Badalamenti


12. Million Dollar Baby - Clint Eastwood


13. Planet Terror - Robert Rodriguez


14. The Road - Nick Cave & Warren Ellis


15. Oldboy - Jo Yeong-Wook


16. There Will Be Blood - Jonny Greenwood


17. Se, jie - Alexandre Desplat


18. Revolutionary Road - Thomas Newman


19. Evilenko - Angelo Badalamenti


20. Kimssi pyoryugi - Kim Hong-jip



Και ένα Bonus : Όλα τα διασκευασμένα τραγούδια από το εκπληκτικό ντοκιμαντέρ «Τα χαμένα τραγούδια της Ανατολίας» (Anadolunun Kayıp Şarkıları) που είδαμε/ακούσαμε σε παλιότερο φεστιβάλ κινηματογράφου της χώρας μας…

Enjoy amigos…

Πέμπτη 5 Νοεμβρίου 2009

Το Κακό στην Εποχή των Ηρώων - Evil In the Time of Heroes (2009)

(Το παρακάτω κείμενο γράφτηκε, χάθηκε, και τελικά ανασυντάχθηκε μέσα από σκόρπιες και μουτζουρωμένες σημειώσεις, με σεβασμό προς τα πρόσωπα σκηνοθετών, ηθοποιών και λοιπών συντελεστών και υπό τους ήχους του Grand Union των ταξιδιάρικων Firebird. Και αυτό είναι κάτι που έχει σημασία)

Μια φορά και ένα καιρό, ήταν μια μικρή (αλλά διάσημη για τα κατορθώματά της) χώρα, τοποθετημένη κάπου στα φτωχικά Βαλκάνια της Νότιας Ευρώπης, η οποία για πολλά πολλά χρόνια και με χαρακτηριστική επιδεξιότητα σνόμπαρε το εγχώριο cinema του φανταστικού. Ταινίες του είδους δεν έβγαιναν, «καταξιωμένοι» δημιουργοί δεν ασχολούνταν, παραγωγοί δεν επένδυαν. Ωστόσο, υπήρχαν και κάποιοι που με γνώμονα το μεράκι, το πείσμα και την αγάπη τους, δημιουργούσαν κάποιες ταινίες του είδους, χωρίς να τους νοιάζει αν θα πουλήσουν τρελά, ούτε αν θα γίνουν μεγάλα και γνωστά ονόματα (παραμένοντας ως επί το πλείστον, τελικά άγνωστοι, ο Ζερβός εξαιρείται φυσικά). Άλλωστε τέτοιες προσπάθειες συνήθως ανταμείβονται με τα λόγια και το χειροκρότημα του κοινού τους. Μια τέτοια ειλικρινής προσπάθεια ήταν και Το Κακό του 2005.

Αν και low budget, με φτηνά εφέ και απλοϊκό σενάριο, όχι μόνο έγινε cult από τους οπαδούς που το λατρέψανε (και καλά έκαναν αν ρωτάς εμένα) αλλά κατάφερε και δημιούργησε και όνομα στο εξωτερικό σαν η πρώτη ταινία με ζωντανούς νεκρούς που γίνεται γνωστή/αποδεκτή από αυτή την χώρα. Το Κακό ήταν καλή ταινία. Πολύ καλή θα έλεγα. Άψογα υλοποιημένη για τα δεδομένα της, ένας οχετός από guts ‘n’ gore, χύμα in your face attitude, με το γκάζι πατημένο στο τέρμα, χωρίς πολιτικές ή οικονομικές σκοπιμότητες, μπορεί να είχε κάποια (μικρά - ή και πιο μεγάλα) προβλήματα, μπορεί να είχε αρκετές και φανερές ελλείψεις, απόπνεε όμως αποφασιστικότητα, πάθος και αγάπη για τον σκοπό τον οποίο υπηρετούσε.

Ο καιρός πέρασε και κάποια στιγμή οι συντελεστές εκείνης της ταινίας αποφάσισαν πως πρέπει να υπάρξει συνέχεια. Φυσικά και έπρεπε και το νέο γίνεται αποδεκτό με διθυράμβους. Οι υπογραφές πέφτουν, το budget μεγαλώνει, τα εφέ ακριβαίνουν, οι ζωντανοί νεκροί κομπάρσοι τρέχουν να βοηθήσουν από διάφορες πλευρές της Ελλάδας και το κέφι για δημιουργία εκτοξεύεται στα ύψη, με την αναμονή να μεγαλώνει μέρα με την μέρα. Η δε εξωφρενικά πρωτότυπη ιδέα με τους αρχαίους Έλληνες μόνο χαμόγελα μπορούσε να φέρει στις διάφορες κατευθύνσεις που απευθυνόταν. Επιτέλους, κάποιοι φαινόταν να επαναστατούν σε αυτή την γαμημένη «πόλη-κράτος». Ωστόσο Το Κακό Στην Εποχή των Ηρώων κατάφερε να διχάσει, όχι τόσο οπαδούς και κριτικούς, αλλά κυρίως τον ίδιο του τον εαυτό.

Δεν χρειάζεται να αναφερθώ στα συστατικά της ταινίας, αυτά άλλωστε είναι γνωστά, χρειάζεται όμως να διευκρινίσω/αποκαλύψω/εξομολογηθώ πως το αιματοβαμμένο αυτό sequel είναι – δυστυχώς - πολύ κατώτερο των προσδοκιών μας. Και αυτό γιατί ενώ ξεκινάει με τις καλύτερες προοπτικές, όπως ακριβώς το περιμέναμε, από το μέσο περίπου και έπειτα χάνει τελείως την μπάλα και απογοητεύει άπαντες(?) με τους ανεξέλεγκτους παλιμπαιδισμούς και το φανταχτερά ελλιπές του σενάριο (το οποίο προφανώς έμεινε αδούλευτο) και το οποίο με την σειρά του καταφέρνει και επιδίδεται σε (ενίοτε έξυπνες) καφρίλες. Οι καφρίλες όμως ξεπερνούν το μέτρο του υποφερτού και ενώ η κωμωδία λάμπει σαν αστέρι στον σκοτεινό ουρανό, το τελικό αποτέλεσμα μοιάζει με ημιπραγματοποιημένη ιδέα η οποία έμεινε μόνη χωρίς να μπορεί να αρθρώσει λέξη.

Διότι οι ιδέες από μόνες τους δεν μπορούν να μιλήσουν και οι επαναστάτες δεν φέρνουν την επανάσταση χωρίς να πιστεύουν σε αυτή. Δυστυχώς, το όλο project μοιάζει να επαναπαύεται στην φήμη και στο cult status που απέκτησε με το πρώτο μέρος, αφήνοντας την αίσθηση ότι αυτό το sequel δεν φτιάχτηκε για να ικανοποιήσει τις ανάγκες των οπαδών για συνέχεια, αλλά να τις εκμεταλλευτεί. Cult όμως δεν γεννιέσαι αλλά γίνεσαι από την αγάπη και την στήριξη του κόσμου, στο πέρασμα του χρόνου. Ως εκ τούτου, οποιαδήποτε προσπάθεια φωτογράφησης, ταμπελοποίησης και κυρίως παραγωγής του όρου αποβαίνει τουλάχιστον μάταιη, για να μη πω αστεία. Με μια ιστορία η οποία (τελικά) αποδεικνύεται πιο βαριά από την ίδια την παραγωγή, Το Κακό Στην Εποχή των Ηρώων μοιάζει πιο άψυχο και από τους ίδιους τους νεκροζώντανους και ως επί το πλείστον αποκεφαλισμένους Αθηναίους του.

Βέβαια, όλα τα παραπάνω δεν είναι ικανά για να αποθαρρύνουν έναν γνήσιο κάφρο ο οποίος έχει μάθει να τα αγνοεί, είναι ικανά όμως να βάλουν σε σκέψεις κάθε σκεπτόμενο κινηματογραφόφιλο για το μέλλον του Ελληνικού φανταστικού. Διότι το μεγάλο πρόβλημα με αυτό το sequel δεν είναι οι αδυναμίες του καθαυτές, αλλά η δυνατότητα/ευκαιρία που δίνει στον κάθε άσχετο ημιμαθή (δημοσιογράφο ή απλό θεατή) να κατηγορήσει το είδος στο σύνολό του και επικαλούμενος τον (πιθανό μεν αλλά ταυτόχρονα αμφισβητούμενο) ακαδημαϊσμό του, να το απορρίψει. Πράγμα που φυσικά καμία σχέση με το fun τής ταινίας δεν έχει, αποδεικνύει όμως τον οπισθοδρομισμό μιας χώρας η οποία (στην πλειοψηφία των παραγωγών της) αρέσκεται στο να επιδιώκει περισσότερο το (λαμπερό) φαίνεσθε παρά το (καλλιτεχνικό) είναι.

Chris Zafeiriadis

Σάββατο 31 Οκτωβρίου 2009

The Boat That Rocked (2009)

Λίγο sex, λίγο drugs & πολύ rock ‘n’ roll σε ένα πειρατικό πλοίο-ραδιοφωνικό σταθμό, αγκυροβολημένο κάπου στη Βόρειο Θάλασσα, το οποίο ολημερίς και ολονυκτίς χαρίζει στο μισό πληθυσμό της Βρετανίας την μουσική που κάποιοι μάταια προσπάθησαν να πολεμήσουν, χαρίζοντάς της τελικά την αθανασία.

Είναι σχεδόν βέβαιο πια, πως ο καθένας από εμάς βλέπει αυτό που θέλει σε μια/κάθε ταινία/προβολή. Προσοχή, όχι αυτό που είναι ικανός και μπορεί, αλλά αυτό που επιθυμεί και που είναι (προ)διατεθειμένος να δει. Υπό αυτή την προσέγγιση πολλές είναι οι ταινίες που υποτιμούνται ή υπερτιμούνται, ανάλογα με τα κριτήρια του εκάστοτε θεατή/κριτή, επηρεάζοντας φυσικά και την γνωμική άποψη λοιπών παράταιρων - ή μη – «αναγνωστών». Η «κρίση» όμως του καθενός εξαρτάται από την προσωπικότητά του (γιαυτό και είναι υποκειμενική) και κανείς δεν μπορεί να κατηγορήσει κανέναν για παραπλάνηση ή αστοχία (ειδικά όταν η άποψη είναι τεκμηριωμένη και σωστά τοποθετημένη, δύσκολα αμφισβητείται).

Το Boat That Rocked, ανέμελο, ανώριμο, και ελεύθερο να ροκάρει με τον αέρα μιας άλλης εποχής, μπορεί να σου δώσει χίλιους δύο λόγους που θα σε κάνουν να σχηματίσεις μια φαινομενικά αρνητική άποψη για αυτό, απορρίπτοντάς το στη στιγμή και χωρίς πολύ σκέψη. Μα τον Άγιο Χέντριξ όμως, μπορεί να σου δώσει και άλλους τόσους (για να μη πω περισσότερους) λόγους που θα σε κάνουν αν όχι να το αγαπήσεις για αυτό που (θέλει να) είναι, τουλάχιστον να το ευχαριστηθείς σαν μια από τις διασκεδαστικότερες και πιο ξέγνοιαστες ταινίες που (δεν) πέρασαν ποτέ από την μεγάλη οθόνη.

Σε μια ευκόλως επεισοδιακή (άλλα και ευκόλως παρεξηγήσιμη) ιστορία και φόντο την ιδανικά επαναστατική βρετανική κοινωνία των 60ς, αρχικά αφήνεται να εννοηθεί ότι οι ήρωες της δεν έχουν προβλήματα, δεν έχουν έννοιες, ούτε σκοτούρες να τους ζαλίζουν το κεφάλι. Όμως φυσικά κι έχουν απ’ όλα αυτά και μάλιστα σε μεγάλο βαθμό. Έχουν όμως και ένα διαφορετικό τρόπο να κοιτάνε τη ζωή προσεγγίζοντας την με χαμόγελο, ζήλο και κυρίως αποφασιστικότητα (όσο τετριμμένο και αν ακούγεται όλο αυτό). Όπλο τους, η δύναμη της μουσικής και των ανθρώπων που την δημιούργησαν, μια δύναμη ελεύθερη και ατίθαση την οποία οικειοποιούνται όλοι οι παλιομοδίτικοι χαρακτήρες για να γίνουν και αυτοί θρύλοι, όχι κινηματογραφικοί, ούτε μουσικοί, απλά πρωταγωνιστές της ίδιας τους της ζωής. Χαρίζονται στη μουσική που τόσο αγαπάνε, όπως τους χαρίστηκε και αυτή, με μοναδικό σκοπό να την μοιράσουν στον κόσμο που τους ακούει και τους χαίρεται, έχοντας άμεσο αντίκτυπο σε αυτούς, πράγμα που φαίνεται και από τις εξωφρενικά διαχυτικές off-boat αντιδράσεις των τρελαμένων και αφοσιωμένων ακροατών.

Παραβλέποντας την έντονη παραφιλολογία/αντίδραση/αποδοκιμασία που αιωρείται στην ατμόσφαιρα για την πολιτική της τότε εποχής (άλλωστε το rock πάντα είχε, μεταξύ άλλων, αντιδραστικό χαρακτήρα, κυρίως όταν δεν φτιαχνόταν για να πουλήσει/πουληθεί), το Boat That Rocked πλατσουρίζει στα γλυκανάλατα νερά του εύπεπτου συναισθηματισμού, απευθυνόμενο όμως σε ένα πολύ συγκεκριμένο κινηματογραφικό – και όχι μόνο – κοινό, και για αυτό είναι καταδικασμένο να μείνει μακριά από την εμπορική επιτυχία. Είναι το ίδιο το κοινό του όμως που μοιάζει να το αγκαλιάζει παραβλέποντας τα επιπόλαια λάθη, τους παλιμπαιδισμούς των πρωταγωνιστών και τον αυθορμητισμό του σεναρίου, και χαρίζει στην ταινία την διαχρονικότητα που με χαμογελαστό ύφος μοιάζει να διεκδικεί. Διότι…

Το rock δεν είναι (μόνο) μουσική. Το rock είναι τρόπος έκφρασης, τάσης, διάθεσης και πράξης, είναι να ‘χεις, είναι να πίνεις κι άμα δεν έχεις τότε να δίνεις. Rock είναι ο Τζάγκερ σε μια κουρσάρα κι η Βλαχοπούλου στη σαραντάρα, ο Μάρλον Μπράντο με τη φανέλα και η Μελίνα ντυμένη Στέλλα. Το rock είναι στάση ζωής, ή το ζεις ή ποτέ δεν το γνωρίζεις. Ο Richard Curtis, από την δυναμική του αρχή μέχρι τους υπέροχους τίτλους τέλους που μας φέρνουν στους ήχους του σήμερα, μοιάζει να το κοιτάει με σεβασμό αφιερώνοντας την ταινία του σε αυτό και στη δυναμική της διαχρονικότητάς του. Το ελάχιστο που μπορώ εγώ να κάνω είναι να αφιερώσω αυτό το κείμενο σε όλους όσους χαίρονται, αγαπάνε και σέβονται αυτή τη μουσική.
Ramble on…


Chris Zafeiriadis

Πέμπτη 8 Οκτωβρίου 2009

Los abrazos rotos - Broken Embraces (2009)

Συναισθηματικά πολύχρωμες, ερωτικά φανταχτερές, σεξουαλικά ευγενικές, και συγκινησιακά μετριασμένες, οι αγκαλιές του Almodóvar - αν και ραγισμένες - αφιερώνονται στις εικόνες, είτε αυτές είναι κινηματογραφικές, είτε φωτογραφικές, είτε απλά άτυχα όνειρα που πέρασαν από την σκέψη, χωρίς να πραγματοποιηθούν ποτέ.

Ένας φιλόδοξος σκηνοθέτης στο κέντρο της ιστορίας, ένας άνθρωπος, που ζει για τις εικόνες, που αρέσκεται να παίζει με αυτές, να τις κολλάει την μία δίπλα στην άλλη και να δημιουργεί. Ένας αρτίστας. Όταν ένα ατύχημα θα του στερήσει την όραση, θα μεταμορφωθεί σε κάποιον άλλο. Δεν θα αφήσει όμως τις εικόνες που τόσο αγάπησε. Γράφοντας σενάρια, σκηνοθετεί μέσα στο μυαλό του, πλάθει ακόμα πιο ελεύθερος και αφήνει άλλους να ολοκληρώνουν το έργο του.

Η γυναίκα – (σ)το επίκεντρο και αυτή - δεν είναι τυχαία. Όμορφη, γοητευτική, σεξουαλική, μα πάνω απ’ όλα λαμπερή και ακτινοβολούσα, έχοντας την δύναμη, ακόμα και απούσα, να επηρεάζει τις ζωές των άλλων, δημιουργεί εικόνες που θα μείνουν χαραγμένες στο μυαλό και την καρδιά, που θα προδώσουν και θα προδοθούν, που θα γεννήσουν προσδοκίες και όνειρα. Και μετά θα τα πάρουν όλα πίσω. Όχι γιατί αυτή είναι η φύση της γυναίκας αλλά γιατί έτσι είναι η ζωή, η μοίρα. Γιατί κάποια όνειρα είναι καταδικασμένα να μην πραγματοποιηθούν ποτέ.

Σε αυτά τα όνειρα πατάει ο Almodovar και επάνω τους χτίζει. Έχει μάθει να διαβάζει τους ανθρώπους και ξέρει πως να αποδίδει τις ιστορίες τους. Μπορεί οι χαρακτήρες να είναι λιγότερο εκκεντρικοί και περισσότερο καθημερινά αναστατωμένοι (καθιστώντας αυτομάτως την ιστορία λιγότερο “ιδιότροπη” απ’ ότι στο παρελθόν), παραμένουν όμως μέσα στο αλμοδοβαρικό σύμπαν, τιμώντας τις εμμονές και τις αξίες του δημιουργού τους. Υποψιασμένοι πια και γνωρίζοντας τον κόσμο, την φύση και τις αναποδιές του(ς), φαίνεται να ανά-γνωρίζουν τα πάθη και λάθη στα οποία θα υποπέσουν, παραμένοντας όμως ολοκληρωτικά ακέραιοι και ειλικρινείς (με την Cruz υπέροχη σε οποιονδήποτε ρόλο και αν «φορέσει» στη ταινία, pero esto no era necesario ni mencionarlo).

Τι και αν το σενάριο τρέχει σε στιγμές χωρίς να το προλαβαίνουμε (αντιγράφοντας το χαρακτηριστικό αυτό από την ίδια την ζωή), τι και αν κάπου βγαίνει αθέλητα απ’ τον δρόμο του, κοιτώντας προς διαφορετικές κατευθύνσεις. Ούτε που το καταλαβαίνεις. Με δύο - τουλάχιστον - επικές σκηνές, εικονικά διαφορετικές αλλά κομψοτεχνικά ανθρώπινες (η μία κινηματογραφικά αληθινή και η άλλη φωτογραφικά κομματιασμένη), να αποδεικνύουν πως όνειρο, πόθος και τέχνη αποτελούν αντανάκλαση της ίδιας της ζωής, έστω και αν αυτή έχει προσπεράσει κάποιους προ πολλού, χωρίς να κοιτάξει πίσω.

Χαίρομαι με τον Almodovar. Χαίρομαι γιατί μας θυμίζει την ανάγκη των εικόνων στη ζωή. Χωρίς να έχει σημασία το σχήμα ή το μέγεθός τους, ούτε αν σε αυτές φαίνονται γυναίκες με ψηλά τακούνια, ιδιαίτερα μυστικά λουλούδια ή απλά κορίτσια με βαλίτσες. Χαίρομαι γιατί μας θυμίζει να τις κοιτάμε με μάτια χαμογελαστά, αγκαλιάζοντάς τες για αυτά που μας προσφέρουν, για αυτά που υπόσχονται και (ενίοτε) για αυτά που πραγματοποιούν. Ακόμα και αν έχουν γεύση πικρής σοκολάτας με κομμάτια πορτοκάλι.
Αυθεντικά απολαυστικές.

Chris Zafeiriadis

Πέμπτη 1 Οκτωβρίου 2009

Η Ψυχή στο Στόμα - Soul Kicking (2005)

Ωμά κρέατα και εμείς, άσκοπα περιφερόμενα μέσα σε μια κοινωνία νομοτελειακής ανασφάλειας, φανατικής ατομικότητας, ακράδαντου μηδενισμού, γιάπηδων, Λάκηδων και λοιπών παράφορα φαντασιόπληκτων αντιληπτικών. Παιχνίδια του μυαλού ενός τρελού μας έλεγαν κάποτε. Όλα καλά όμως ρε. Όλα καλά...

Μέσα στο ατονικό σύμπαν του ληθαργικού ελληνικού κινηματογράφου, η χαζοχαρούμενη εκείνη διάθεση που χαρακτηρίζει την πλειοψηφία των εγχώριων παραγωγών (τα τελευταία χρόνια) κατάφερε και άπλωσε τα μακριά πλοκάμια της, κερδίζοντας κάτι παραπάνω από αυτό που της άξιζε, μετατρέποντας όμως τελικά την τέχνη σε απερισκεψία και την ουσία σε φασαρία. Οι επαναστάτες λίγοι και αυτοί της υπόγειας σκηνής.

Κάτω από τα λαμπερά φώτα και τις πολύκροτες διαφημιστικές καμπάνιες, μακριά από εκτενή ρεκλαμαρίσματα και φαντεζί αυλαίες, όχι όμως μακριά από το κοινό στο οποίο απευθύνονται, αυτοί οι αντιρρησίες, καθεστώτος περισσότερο παρά συνείδησης, με τα δόντια σφιγμένα από πείσμα, ιδρωμένοι αλλά όχι κουρασμένοι, τεχνηέντως καταθέτουν την δική τους αντίρροπα εκφραζόμενη άποψη. Πρέπει να υπάρξει μια διάκριση στο εξωτερικό, έστω και μικρή, για να αρχίσουν οι δικοί μας ειδήμονες ιθαγενείς να παπαγαλίζουν τα σωστά αυτή την φορά, έστω και αν δεν πολυκαταλαβαίνουν τι είναι αυτά που τελικά λένε. Για να αλλάξει αυτή η κατάσταση μιζέριας και κακομοιριάς θα πρέπει να φτάσει το μαχαίρι στο κόκαλο. Για να φτάσει όμως το μαχαίρι στο κόκαλο πρέπει πρώτα να σκίσει το δέρμα, να διαπεράσει την σάρκα, να πληγώσει το κορμί, να προκαλέσει αιμορραγία και πόνο.

Η Ψυχή στο Στόμα (κόκκινη σαν ανοιχτή πληγή) παρουσιάζει την ιστορία ενός ανθρώπου. Ή πολλών ανθρώπων αν την δεις από την άλλη πλευρά. Ενός πολέμου. Κεντρικός άξονας είναι φαινομενικά ο Τάκης. Δύσκολα τα πράγματα για αυτόν. Θα μπορούσες να πεις ότι η ζωή δεν του φέρθηκε σωστά. Θα μπορούσες όμως και να πεις ότι όπως έστρωσε θα κοιμηθεί. Θα μπορούσες να πεις πολλά. Ένας άνθρωπος που πιέζεται από κάθε κατεύθυνση χωρίς να ξέρει πως να αντιδράσει, χωρίς διεξόδους και χωρίς να μιλάει πολύ. Σαν σιωπηλός παρατηρητής (της ίδιας του) της ζωής, έχει μάθει να κλείνεται στον εαυτό του, μέσα στο σιωπηλό κορμί του και να δέχεται παθητικά τα χτυπήματα, το ένα μετά το άλλο. Μόνο καταφύγιο, το αυτοκίνητό του. Εκεί είναι ο “τόπος” του, εκεί δεν τον ενοχλεί κανείς. Απομονώνεται, ηρεμεί και «αναπνέει». Σαν δεύτερο σπίτι του.

Στον τόπο που ζει ο Τάκης βασιλεύει η οργή και το μίσος. Είναι ένας τόπος άσχημος, γεμάτος κατακάθια και βρωμιές. Ένας τόπος γεμάτος νταβατζήδες, κερατάδες, θυμωμένους μπεκρήδες, αποχαυνωμένους μπιντέδες, σκατόψυχα πουταναριά και σάπιους μικροαστούς που κάνουν τους καμπόσους. Κάποιοι μένουν καρφωμένοι στην τηλεόραση, σαν υπνωτισμένοι. Μαστουρωμένοι όλοι τους. Παντού υπάρχει σιχαμάρα, κανείς δεν αγαπάει κανέναν. Μέσα στην (κάθε) νύχτα οι λάσπες και τα σκατά είναι ό,τι πιο καθαρό. Τα σκουπίδια μπερδεύονται με τα σκουπίδια, βρισιές, σφαλιάρες και κουτουλιές ο μόνος τρόπος επικοινωνίας.

Η αλήθεια όμως είναι ότι όλοι αυτοί οι άνθρωποι ζούνε ανάμεσά μας. Περπατάνε δίπλα μας, κάθονται στα ίδια παγκάκια, τρώνε στις ίδιες ταβέρνες. Απλά είναι περισσότερο θυμωμένοι. Αγανακτισμένοι. Και ξεσπάνε όπου βρούνε. Κανείς από εμάς όμως δεν σκέφτηκε, δεν αναρωτήθηκε, δεν μπήκε στον κόπο να ρωτήσει γιατί είναι θυμωμένοι όλοι αυτοί. Τι είναι αυτό που τους έχει εξοργίσει και τους κάνει να σκέφτονται και να ενεργούν με αυτό τον τρόπο. Ο Τάκης και ο περίγυρός του είναι η πλευρά εκείνη της κοινωνίας που δεν θέλουμε να βλέπουμε, που δεν θέλουμε να ξέρουμε. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει, τίποτα δεν καθιστά αυτούς τους ανθρώπους ανύπαρκτους. Διότι όλα αλληλένδετα είναι και όλα αλληλοεπιδράσιμα.

Ο Οικονομίδης έφτιαξε μια ταινία αστικού τρόμου. Μια αντανάκλαση του συσσωρευμένου θυμού μας. Ο πόλεμος από τους τέσσερις τοίχους επεκτάθηκε σε ολόκληρη την πόλη δημιουργώντας πανικό. Πολλοί ήταν αυτοί που σκάλωσαν με την βία αποκρούοντας την ταινία. Η αποκρουστικότητά της όμως δεν οφείλεται στην σκληρή της γλώσσα. Με αυτήν άλλωστε, καλώς ή κακώς, είμαστε όλοι εξοικειωμένοι όλοι και ας κάνουν κάποιοι ακόμα τους σοκαρισμένους. Υπάρχει κάτι άλλο ακόμα χειρότερο από αυτό που φαίνεται με την πρώτη ματιά.

Πίσω από αυτούς τους συγκρουόμενους πρωταγωνιστές, από τις βρισιές, τα μπινελίκια και τα ντουβάρια κρύβεται μια δυσαρμονική κοινωνία που δεν μπόρεσε να θρέψει τα παιδιά της, δεν μπόρεσε να τους δώσει αυτό που τους άξιζε, αυτό που ήταν υποχρεωμένη να κάνει. Σαν ηθικός αυτουργός που ωθεί τους πάντες στον παραλογισμό, την αχρειότητα (τον ευτελισμό) και την κακοδαιμονία. Αλήθεια όμως, και πείτε μου αν κάνω λάθος, αυτή η κοινωνία μοιάζει τόσο με τη δική μας. Αυτός ο τόπος πρέπει να είναι ο δικός μας. Και τώρα έχει ρημάξει. Μαζί και οι άνθρωποι του. Και αυτό είναι που κάνει την ταινία ακόμα πιο τρομακτική, ακόμα πιο βίαιη.

Η βία όμως φέρνει βία και ο πόλεμος φέρνει θάνατο. Σε μια ψυχορραγούσα Αθήνα που μοιάζει με ξεθωριασμένο cart postal, ο Τάκης κάποια στιγμή θα αντιδράσει. Θα κρατήσει όμως την σιωπή του. Δεν θα γίνει ήρωας, ούτε θα δώσει λύσεις στα προβλήματα. Γιατί σε αυτό τον ασφυκτικό και πνιγηρό τόπο δεν υπάρχουν ευχάριστα χρώματα, δεν υπάρχει φως, δεν υπάρχει ελπίδα. Δεν υπάρχουν πολύχρωμα λουλούδια ούτε όμορφα αρώματα. Μόνο ένας κόσμος έτοιμος να εκραγεί. Το γιασεμί του Γιάννη μυρίζει μπαρούτι. Το αισθάνεσαι?

Chris Zafeiriadis