Παρασκευή 28 Μαρτίου 2014

Her (2013)


(…και να μείνετε μαζί, απ’ τη στιγμή που θα πιαστείτε χέρι-χέρι, έως το τέλος του κόσμου.)

Αν δεις το Her στην επιφάνειά του θα το αναγνωρίσεις ως μία ταινία που θέλει να μοιραστεί μαζί σου σκέψεις και πραγματικότητες τις οποίες μέσω ενός διαφορετικού και αλλόκοτου(;) κόσμου, χαρακτηρίζουν τους ανθρώπους της δικής μας εποχής. Από τη μοναξιά που κάνει παρέα στις περισσότερες στιγμές μας μέχρι τις προσπάθειες που κάνουμε για να βρεθούμε κοντά με κάποιον άλλο, το Her χρησιμοποιεί τον ηρωικό Theodore, που ως αντιπροσωπευτικό δείγμα των ανθρώπων της μεγαλούπολης, δονείται από την ανάγκη της ερωτικής επιθυμίας, γι’ αυτό και την επιζητά. Αν όμως κοιτάξεις λίγο βαθύτερα θα αντικρίσεις τη γλυκόπικρη αλήθεια που κατοικεί μέσα σε όλους μας. Διότι μέσα από τις επιθυμίες, τις ανασφάλειες και το πάθος για έναν έρωτα που θέλει να εκδηλωθεί, το Her καταφέρνει να μιλήσει για όλα όσα παλεύουμε να ερωτευτούμε, αλλά δεν έχουμε το θάρρος να τα πλησιάσουμε. Για όσα ως άνθρωποι θέλουμε να μας αγγίξουν, μάθαμε όμως να κοιτάζουμε καχύποπτα και διστακτικά, ακόμα και όταν οι άνθρωποι που βρίσκονται δίπλα μας αξίζουν κάτι παραπάνω.

Η ταινία του Jonze μοιάζει με ένα ρομαντικό γράμμα το οποίο περνά μπροστά από τα μάτια σου χωρίς να έχει την απαίτηση να το διαβάσεις. Ξέρει όμως, πως αν το κάνεις, θα ξεκινήσετε ένα διάλογο χωρίς επιστροφή, αφού θα σου μιλήσει για τον εαυτό σου με έναν υπέροχα ευγενικό τρόπο. Θα σου μιλήσει για τον χρόνο που είναι πολύ περιορισμένος για να τον σπαταλάμε σε ό,τι μας τυχαίνει, για εκείνα που μας ενώνουν και όλα αυτά που μας κρατάνε χώρια, ανάμεσα σε δεκάδες ανώνυμα κτήρια και μερικές χιλιάδες ανθρώπων που δεν θα γνωρίσουμε ποτέ (διότι μεταξύ μας, δεν τους αντέχουμε και όλους). Θα σου μιλήσει για την ακατόρθωτη αποκωδικοποίηση του έρωτα και θα χτίσει κάθε του καρέ επάνω στην αναζήτηση ενός συναισθήματος που δεν μπορεί να εγκλωβιστεί μέσα στα στενά όρια ενός ανθρώπινου σώματος. Μπορεί όμως να γίνει αιώνιο αφού όταν ερωτεύεσαι πραγματικά οι στιγμές είναι αδυσώπητες και σε χτυπάνε με τρόπο που μένει ανεξίτηλος. Κάπου εκεί, στο ενδιάμεσο των χτύπων της καρδιάς, θα μάθεις ότι το μόνο άτομο που χρειάζεσαι στη ζωή σου είναι αυτό που σε χρειάζεται μέσα στη δική του και όταν ο άλλος σου λείψει πραγματικά, θα συνειδητοποιήσεις ότι κάποτε ήταν κομμάτι του εαυτού σου (συνέχισε όμως να μου χαμογελάς και όλα θα πάνε καλά).

Όμως το Her, μέσα από την ακατάβλητη ανάγκη να έρθει κοντά σου, μοιάζει να έχει τη δική του επιθυμία, χαρακτηριστικό μιας τεράστιας ταινίας που έρχεται να σου κάνει παρέα, μια στο τόσο πλέον. Γνωρίζει ότι θα απομακρυνθεί και θα φύγει όταν δεν το έχεις πια ανάγκη, όμως δεν θα σε αφήσει μονάχο, ούτε για μια στιγμή. Διότι μέσα από την παρέα και τις συνομιλίες (ίσως και τις διαφωνίες), θα έχεις κοιτάξει ένα σπάνιο κομμάτι του εαυτού σου, θα θυμηθείς και πάλι εκείνα που σε κάνουν να νιώθεις ζωντανός, σα να μη πέρασε μια μέρα από τότε, με την ελπίδα να ξεκινήσεις μια καινούρια αναζήτηση για κάτι που ζει όχι μονάχα μέσα στις ταινίες. Την επιθυμία να βρεις το θάρρος  να αναζητήσεις ένα αληθινό πρόσωπο, να κοιτάξεις ακριβώς δίπλα και να ερωτευτείς κάποιον που νοιάζεται, όπως ας πούμε, ένα καλό σου φίλο.


Chris Zafeiriadis

Τετάρτη 19 Μαρτίου 2014

Death Wish (1974)


Η κοινωνία βρίσκεται σε αναβρασμό και η Νέα Υόρκη, ως επίκεντρο του δυτικού κόσμου, φλέγεται. Με τη φλόγα της αχόρταγη και αδάμαστη να περικυκλώνει τον πολιτισμό και στη συνέχεια να υψώνεται ψηλά, μετατρέποντας ό,τι σαν κοινωνία χτίσαμε και ό,τι σαν άνθρωποι πιστέψαμε, σε στάχτη. Η ιστορία του Death Wish δεν έχει ως σκοπό να καταγράψει τον αναβρασμό, ούτε να κατακρίνει την πορεία που μας οδήγησε στα υπολείμματα μας, αλλά να μεταφέρει, έστω και επιφανειακά, τις αναθυμιάσεις ενός φθίνοντος πολιτισμού, πρώτα στο χαρτί (με την νουβέλα του Brian Garfield) και στη συνέχεια στη μεγάλη οθόνη (για τα μάτια εκείνων που την εποχή των ‘70s αντίκριζαν ευημερία και ανάπτυξη γύρω τους).

Η ταινία του Winner έχει ως αφετηρία μια αναίτια βιαιοπραγία που μετατρέπεται σε ανθρωποκτονία. Η οικογένεια του αρχιτέκτονα Paul Kersey (ένας από τους ανθρώπους που έχτισαν τον κόσμο – και πληρώθηκαν γι’ αυτό) δέχεται επίθεση από τρεις άγνωστους νεαρούς, χωρίς να έχουν σημασία τα ονόματα ούτε η κοινωνική θέση των επιτιθέμενων, με την γυναίκα να χάνει την ζωή της και την μοναχοκόρη να χάνει την δυνατότητα της οποιασδήποτε επικοινωνίας με το περιβάλλον. Μια πράξη βίας που συμβαίνει μέσα στο ίδιο το σπίτι της οικογένειας (το προσωπικό μας καταφύγιο) και κατακρίνεται από τις αρχές, οι οποίες όμως αδυνατούν να λύσουν την υπόθεση, με τους ενόχους να παραμένουν για πάντα ελεύθεροι στους δρόμους που τους γέννησαν.

Το σοκ του Kersey, είναι διπλό. Από την μια πρέπει να δεχτεί την νέα του πραγματικότητα, με την οικογένεια πλέον χαμένη και από την άλλη έρχεται αντιμέτωπος με την ανικανότητα της αστυνομίας που όσο περνάν οι μέρες, μοιάζει περισσότερο με αδιαφορία. Μια αδιαφορία που οπλίζει το μυαλό και το χέρι του πρωταγωνιστή, ο οποίος μέσα σε μια σχεδόν Carpenterική ατμόσφαιρα αδίστακτης απλοϊκότητας, μετατρέπεται από φιλήσυχος και συγκαταβατικός αστός, σε εκδικητής της νύχτας, αφαιρώντας τις ζωές εκείνων που έμαθαν να επιτίθενται χωρίς φειδώ και χωρίς διαχωρισμό στους πολίτες των συννεφιασμένων δρόμων της αμερικάνικης μεγαλούπολης.

Αναγνωριστικά βλέμματα, απειλητικά στιλέτα και πυροβολικοί κρότοι σπάνε τη σιωπή της νύχτας, χτίζοντας την περιρρέουσα ατμόσφαιρα εκφοβισμού και θανάτου που με πάθος και λαχτάρα επιζητά ο εκδικητής. Με ένα πιστόλι στο χέρι εφοδιασμένο με τις σφαίρες της ανθρώπινης αποκάρδιωσης, ο Kersey σκοτώνει και ταυτόχρονα ενισχύει την ανικανότητα της κλινικά νεκρής/ανεφάρμοστης νομοθεσίας. Αφού δεν μπορείτε εσείς, με τους νόμους και την εξουσία να πράξετε τα δέοντα, δημιουργούμε καινούριους κανόνες, οι οποίοι μπορούν και έχουν αποτέλεσμα, ακόμα και αν αυτό είναι λαθεμένο. Έτσι γεννάται ένα (αργότερα Dexter-ικό) ηθικό ερώτημα, για μια κοινωνία που μέσα στην ανημποριά που την χαρακτηρίζει, μετατρέπει άθελά της(;) τους αγαθά έντιμους σε αποτρόπαια ανέντιμους και τους προδιατιθέμενα έκνομους σε πνευματικά (και σωματικά) νεκρούς.

Ωστόσο το Death Wish, δεν είναι ένα γεγονός αιτιολογημένης εκδίκησης αλλά μια δραματική ιστορία θυμού και απόγνωσης. Μια πράξη τιμωρίας που παράγεται από την ανάγκη της άμυνας, η οποία με τη σειρά της μετατρέπεται σε αντεπίθεση. Χωρίς να είμαστε σε θέση να δικαιολογήσουμε (ή ακόμα και να αισθανθούμε) τα γεγονότα και χωρίς ούτε για μια στιγμή να μπορούμε να αναγνωρίσουμε το δίκαιο, ή τη διαφορά της οργισμένης αντεπίθεσης από την αρχική επίθεση που δέχτηκαν τα θύματα. Το μόνο που από-μένει πριν τους σαρδόνιους τίτλους τέλους (και το υποσχόμενο χαμόγελο του Kersey) είναι η κρυφή αναγνώρισης της ευθύνης και η ανάγκη της φυγής για ένα καινούριο τόπο. Η ανάγκη να ζυγίσουμε ξανά τους εαυτούς μας, μήπως και μπορέσουμε να φυτέψουμε και πάλι την ξεριζωμένη εντιμότητα του μαραμένου μας πολιτισμού.

Chris Zafeiriadis

Τετάρτη 5 Μαρτίου 2014

Blue Jasmine (2013)


Θέλω να κοιτάξεις στα μάτια την Jasmine και να μου πεις αυτό που βλέπεις. Να μου πεις αν αναγνωρίζεις κάτι γνώριμο στη συμπεριφορά της, κάτι το οικείο σε όσα σκέφτεται και πράττει ή όλα σου φαίνονται απόμακρα και ξένα. Θέλω να μου πεις ακριβώς το σημείο που θα την κατηγορήσεις για τις επιλογές που έχει κάνει και τα λάθη που βαραίνουν τη συνείδησή της, για τον τρόπο με τον οποίο διαχειρίστηκε τις αμαρτίες των άλλων αλλά και εκείνες που είναι ολότελα δικές της. Ό,τι και αν είναι αυτό που θα μου πεις, οφείλεις να αναγνωρίσεις πως η Jasmine είναι περισσότερο θύμα και λιγότερο θύτης της κατάστασής της. Γι’ αυτό και δεν την παρεξηγώ που μονολογεί, άλλωστε σε αντίθεση με τους περισσότερους ήρωες του Woody Allen, αυτή κατάφερε να κατακτήσει εκείνο που της άξιζε, απλά δεν μπόρεσε να το κρατήσει σφιχτά στην αγκαλιά της. Και αυτό είναι αλήθεια, πονάει ακόμα περισσότερο.

Καθαρόαιμη αυτοκράτειρα του εγωισμού της, η Jasmine ταλαντεύεται ανάμεσα στα χρώματα που θέλει να την χαρακτηρίζουν, ξεκινώντας από το πράσινο του δυτικού χρήματος, το χρυσαφένιο των αστραφτερών κοσμημάτων και το γαλαζοκόκκινο του αμερικάνικου ονείρου, για να υποκύψει στο γραμματειακό λευκό της απόγνωσης και της αναγκαιότητας. Ο κόσμος της είναι γεμάτος αξιοπρέπεια, πείσμα αλλά και γενναιόδωρες ψευδαισθήσεις, όλα μέχρι το σημείο της μεγάλης φανέρωσης, όπου ο εγωισμός συν-θλίβεται κάτω από μερικούς τόνους ατέρμονης πραγματικότητας.

Ο Allen επιστρέφει στα πάτρια εδάφη της Νέας Υόρκης παρουσιάζοντας με μαεστρία το πορτραίτο μιας γυναίκας που ξεκίνησε με πολυτελείς προσδοκίες για να καταλήξει ένα ανεπανόρθωτα τσακισμένο λουλούδι με ανισόρροπη ψυχολογία, επιμένοντας να καταδιώκει ένα ανισόρροπο όνειρο. Το δράμα εκκολάπτεται με κωμικό καμουφλάζ, παραμένοντας κραταιό για να μπορέσει να θλίψει την Jasmine και να την μετατρέψει σε φίλη καρδιακή. Μια φίλη που θα σου ψιθυρίσει ένα μελαγχολικό τραγούδι και θα περιγράψει ένα κομμάτι του εαυτού σου, ακόμα και αν δεν το καταλάβεις με την πρώτη. Θα περιγράψει το πάθος της υπερβολής της εξιδανίκευσης, απέναντι στην ταπεινότητα της συγκατάβασης της ευτυχίας, βεβαιώνοντας ότι τη μικρή ζωή που σου δόθηκε πρέπει να την ζεις και όχι να την σπαταλάς. Άλλωστε τα όσα σου προσφέρονται είναι κολοσσιαία ανεπαρκή για να μπορέσεις να την κατανοήσεις. 

Chris Zafeiriadis

Τετάρτη 19 Φεβρουαρίου 2014

Συγχαρητήρια στους Αισιόδοξους? (2012)


Βάζεις τον κόπο, το πείσμα και την ελπίδα που σου ‘χει απομείνει και χτίζεις έναν κόσμο λαμπερό και ελεύθερο, προσπαθώντας να τον κάνεις να αποπνέει δίψα για ζωή και επιτεύξιμα όνειρα. Επιτέλους έχεις έναν τόπο να ανήκεις, που αναπνέεις καθημερινά και εργάζεσαι (χωρίς σταματημό), έχεις ένα σπίτι που μπόρεσες μετά από βάσανα να ονομάζεις δικό σου. Έχεις έναν τόπο που μπορείς να συμφιλιωθείς μαζί του, όχι γιατί σου το ‘χουν επιβάλει αλλά γιατί εκεί μπορείς να ανακαλύψεις τη γαλήνη που χρόνια αναζητούσες, ακόμα και με τις άρρητες αναποδιές που ποτέ δεν μπορείς να αποφύγεις. Χτίζεις έναν κόσμο μέχρι εκεί ψηλά στον ουρανό και μόλις είσαι έτοιμος να τον αγγίξεις, βλέπεις τα πάντα τα γκρεμίζονται μπροστά στα μάτια σου. Βλέπεις να πάντα να χάνονται μέσα από τα ιδρωμένα σου χέρια, να αφανίζονται σαν να μην έζησαν ποτέ κοντά σου. Μαζί με τον κόσμο γύρω, χάνεται και η ελπίδα, η δύναμη που είχες ως άνθρωπος να παλέψεις για όσα πίστεψες ότι μπορούσες να κατακτήσεις. Αν με ρωτήσεις στα κρυφά, αυτό πιστεύω είναι το χειρότερο που μπορεί να συμβεί σε μια κοινωνία, να χάσει, δηλαδή, την πίστη της για ένα καλύτερο και αισιόδοξο αύριο.

Μέσα στα ερείπια κανείς δεν έχει υποχρέωση να λογοδοτήσει, κανείς από «εκείνους» δεν θα βγάλει άχνα για όσα γνωρίζει ή ακόμα, υποπτεύεται ότι μπορεί να έχουν συμβεί – το χειρότερο, να συμβαίνουν ακόμα. Οι μεγαλύτεροι αρχίζουν σιγά-σιγά να αποποιούνται την ευθύνη, θαρρείς και ζήσαν σε έναν άλλο κόσμο, μακριά από όσα συνέβησαν στην Ελλάδα τα τελευταία 30 και βάλε, χρόνια. Θαρρείς πώς δεν αντιλαμβάνονται ότι σε οποιαδήποτε κατεύθυνση και αν πορευτούν, είτε αριστερά, είτε δεξιά, είτε ακροδεξιά, παντού συντρίμμια θα αναγνωρίσουν, απέλπιδες κραυγές που μάταια επιζητούν να έχουν δίκιο σε έναν τόπο αδίκως τελειωμένο. Χωρίς παράλληλα να έχουν το κουράγιο να αναζητήσουν την αλήθεια που θα τους ελευθερώσει πνευματικά, θα τους κάνει επιτέλους να αντιληφθούν το μεθοδευμένο υπνωτισμό στον οποίο με περισσή αδράνεια έχουν υποπέσει.

Αν κάτι εσωκλείεται στην ταινία της Κωνσταντίνας Βούλγαρη αυτό δεν είναι το παρελθόν ούτε η ιστορία μιας χώρας πνιγμένης σε σύγχυση και αποπροσανατολισμό, αλλά η ανάγκη μιας αλήθειας που παλεύει να αναδυθεί. Όχι η αλήθεια της άκρατης βίας, των σιωπηλών βολεμένων, της (ποινικοποιημένης) κουκούλας και της (απ)ενοχοποιημένης επανάστασης, αλλά η αλήθεια μιας κοινωνίας που βαδίζει προς την οικειοθελή και συστηματοποιημένη της υποδούλωση, χωρίς να έχει τη δύναμη να κοιτάξει με ειλικρίνεια μπροστά. Μιας κοινωνίας η οποία προτού σεισθεί συθέμελα και αφυπνιστεί, θα πρέπει να μάθει να ελπίζει, όχι στην ατομική αξίωση του καθενός, αλλά στη σημαίνουσα συλλογικότητα που οφείλει να την χαρακτηρίζει.

Που χωρίς αυτήν παραμένουμε λυσσασμένοι και πεινασμένοι κανίβαλοι, κατασπαράζοντας με έναν αχόρταγο θυμό την πολιτιστική μας υπο-δομή και την ψυχή μας τη βαθιά. 

Chris Zafeiriadis

Τετάρτη 5 Φεβρουαρίου 2014

Carrie (2013)


Η καλλιτεχνική αναζήτηση μιας γυναίκας αγκαλιάζει την οργή μιας άλλης. Η ομοφυλόφιλη Kimberly Peirce παίρνει ένα από τα ωραιότερα βιβλία της φανταστικής λογοτεχνίας και εν έτει 2014 μας συστήνει ξανά την Carrie White. Μια προσέγγιση προσαρμοσμένη στα δεδομένα της εποχής του διαδικτύου, της γρήγορης ταχύτητας και των social media, όπου  οι πληροφορίες ανταλλάσσονται σε φρενήρεις ρυθμούς, μιας εποχής που τίποτα δεν κρατείται κρυφό, ικανής να αναδείξει, να περιορίσει ή ακόμα και να ταπεινώσει την ανθρώπινη αξία. Ωστόσο, η συγκεκριμένη ιστορία του Stephen King δεν γνωρίζει εποχές, δεν μεταλλάσει τον χαρακτήρα της, ακόμα και αν αυτός εξοικειώνεται με τις σύγχρονες τάσεις.

Η Carrie είναι ένα κορίτσι διαφορετικό από αυτά της ηλικίας της, διαφορετικό και από όλα τα υπόλοιπα. Διαθέτει την ικανότητα της τηλεκίνησης, χωρίς όμως να γνωρίζει αν πρόκειται για θείο χάρισμα ή δαιμόνια κατάρα. Μαζί με τις κρυφές της δυνατότητες που αναπτύσσονται σταδιακά στην ταινία, ανακαλύπτει παράλληλα την ψυχογενή μητρική θρησκοληψία (στα όρια της παράνοιας), τη ματωμένη γυναικεία της φύση, αλλά και την εφηβικά αλαζονική, ενδοσχολική βία. Μια βία που την περιτριγυρίζει στοργικά, περιμένοντας τη στιγμή που θα της επιτεθεί, καταβροχθίζοντας την επιθυμία της κοινωνικής ένταξης που τόσο λαχταρά η Carrie.

Η προσέγγιση της Peirce είναι μέχρι ένα βαθμό πετυχημένη. Μέχρι τη μέση περίπου της ταινίας φαίνεται να αγκαλιάζει το νεαρό κορίτσι, δημιουργώντας ένα περιβάλλον όπου μπορεί να αναπτύξει τον μεταφυσικό της χαρακτήρα, να αντιμετωπίσει τον χριστιανικό δογματισμό της μητέρας της (στο πρόσωπο της Julianne Moore που δε με πείθει - εδώ και μια δεκαετία περίπου) και να έρθει σε σύγκρουση με τις αποδοκιμασίες του περίγυρού της. Παράλληλα η σκηνοθέτις αναπτύσσει και την ανάγκη της Carrie για κοινωνική συναναστροφή, χαρίζοντάς της έναν καθαρά ανθρώπινο χαρακτήρα, εμποδίζοντάς την από το να χαρακτηριστεί ως τέρας. Μέσα στα πάθη, δίνεται και ο απαιτούμενος χρόνος στην Carrie για να πειραματιστεί και να προσπαθήσει να κατανοήσει το αφύσικο των δυνάμεων της.

Η συνέχεια όμως δεν είναι η αναμενόμενη, διότι από την μέση περίπου της ταινίας και μέχρι το φινάλε της, η Peirce μοιάζει να αδιαφορεί για την ηρωίδα της, δίνοντας περισσότερο έμφαση στον τρόπο που θα αφηγηθεί την ιστορία και όχι στη βαρύτητά της. Η σκηνή του σχολικού χορού, αν και όμορφα δοσμένη, περιορίζει την Carrie από το να εξαπολύσει την διάσημη οργή της σε όλο της το μεγαλείο. Ταπεινώνεται, οργίζεται και εκδικείται, παραμένοντας όμως μέσα στις ανθρώπινες συντεταγμένες που θέτει η Peirce, γι’ αυτό και η τιμωρία των ενόχων δεν δικαιώνει τον αιματολάγνο θεατή. Ο πανικός, οι κραυγές, το αίμα και ο θάνατος βρίσκονται εκεί, δεν αντιστοιχούν όμως στα όσα προηγήθηκαν και δεν επαρκούν στο να απομένουν την δικαιοσύνη απέναντι στους εμπαιγμούς και την ταπείνωση που υπέστη η Carrie.

Και ενώ γνωρίζεις ότι στα χέρια ενός άλλου σκηνοθέτη (π.χ.Tarantino) θα είχαμε ένα σπουδαίο λουτρό αίματος, με τις απαραίτητες τάσεις υπερβολής (για περισσότερο ξεφάντωμα), συνειδητοποιείς ότι στα χέρια της Peirce έχουμε κάτι διαφορετικό. Έχουμε την ανάδειξη της Chloë Moretz, η οποία αποτινάσσει το αληθινό πρόσωπο του αθώου κοριτσιού (που φορούσε, ας πούμε, στο Hugo) και μεταμορφώνεται, υιοθετώντας με ευκολία τον οργισμένο χαρακτήρα της ηρωίδας του King. Δεν το λένε τύχη αυτό, ούτε  καμουφλάζ, το λένε ταλέντο.

Chris Zafeiriadis