Τετάρτη 20 Ιανουαρίου 2010

Avatar (2009)

“Outstanding”

Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, από πολύ μικρό ακόμα, οι ταινίες επιστημονικής φαντασίας είχαν πάντα κάτι το ξεχωριστό, κάτι το απροσδιόριστα γοητευτικό, κάτι που με έκανε να τις αναζητώ, να τις χαίρομαι. Και τελικά, να τις αγαπώ. Μετά όλοι μεγαλώσαμε, αλλάξαμε, διδαχτήκαμε, είδαμε τον κόσμο όπως πραγματικά(?) είναι και σταματήσαμε να πιστεύουμε στα παραμύθια. Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου ως ενήλικα, ελάχιστες ήταν οι φορές που βλέποντας μια ταινία (ανεξαρτήτου είδους) ένιωθα και πάλι σαν μικρό παιδί, με την ανεμελιά, την άνεση και την ευκαιρία που μου έδινε κάθε προβολή να χαίρομαι όπως τότε. Δεν έχει αλλάξει ο κινηματογράφος επ’ουδενί. Εμείς όμως άρδην.

Αρχίζω να μακρηγορώ όμως και δεν είναι σωστό.

Περισσότερο φαντασίας και λιγότερο επιστημονικής, το Avatar ενοχοποιείται περισσότερο για αυτά που είναι και λιγότερο για αυτά που δεν είναι, λατρεύεται και κατηγορείται από οπαδούς και πολέμιους και μάλιστα για τους ίδιους ακριβώς λόγους. Από την μία υπάρχουν αυτοί που το λάτρεψαν, οι οποίοι μαγεμένοι από τα χρώματα που σχεδόν άγγιζαν μπροστά τους, το εκθειάζουν υπερασπίζοντας όλα αυτά για τα οποία (δια)φημίζεται. Έπειτα υπάρχουν και οι άλλοι, αυτοί που δεν το λάτρεψαν, οι οποίοι όμως μοιάζουν επίσης θαμπωμένοι από την τεχνολογία του και που δυστυχώς το κατακρίνουν για τους δικούς τους λάθους λόγους. Η αλήθεια δεν κρύβεται κάπου στο ενδιάμεσο αλλά μέσα στον καθένα μας ξεχωριστά. Διότι το Avatar ήρθε όχι για να αλλάξει τον τρόπο με τον οποίο βλέπουμε σινεμά (πράγμα που στη τελική το καταφέρνει), αλλά να μας παρουσιάσει έναν θαυμαστό καινούριο κόσμο, τον οποίο σίγουρα φθονούμε αλλά ποτέ δεν θα έχουμε.

Πέρα από το εντυπωσιακό οφθαλμόλουτρο και τα πολύχρωμα δάση, τις σεναριακές επιπολαιότητες και τις αποθεωτικά επικές σκηνές μάχης, η ιστορία που χτίζεται εδώ αφήνει να εννοηθούν πολλά περισσότερα από τα προφανή αδιάσειστα στοιχειώδη αναγνώσιμα πρώτα συμπεράσματα. Για να τα αντιληφθείς όμως πρέπει να αφήσεις για λίγο το δικό μας κόσμο και τον δικό μας τρόπο σκέψης, να πάρεις το δικό σου avatar και να προσπαθήσεις έστω και για λίγο να μπεις στο περιβάλλον της Pandora, να γίνεις ένας από τους γαλάζιους Na’vi. Και ο Cameron σου δίνει την δυνατότητα να το κάνεις αυτό. Ακόμα και χωρίς γυαλιά.


“There is nothing that we have that they want”

Στην μέχρι τώρα διαγαλαξιακή μας ιστορία, οι εξω-γήινοι ήταν αυτοί που, ως επί το πλείστον, επισκέπτονταν τον πλανήτη μας, άλλοτε φιλικοί και με ειρηνικές διαθέσεις επικοινωνίας και άλλοτε απόλυτα εχθρικοί, έτοιμοι να μας εξολοθρεύσουν. Εμείς από την άλλη ήμασταν πάντοτε επιφυλακτικά περίεργοι μαζί τους (μιας και δεν δίνουμε πια εύκολα το χέρι μας σε κάποιον άγνωστο). Τώρα όμως όλα αυτά έχουν αλλάξει, ανήκουν στο παρελθόν. Αναλογιζόμενοι την ελλιπή (πια) προσφορά του δικού μας κόσμου, αφήνουμε το δυσαρμονικό μας εγώ και με την υπεροψία μας στο full εισβάλουμε σε ένα ξένο αλλά πάντα αναλώσιμο για εμάς περιβάλλον, με μοναδικό σκοπό να ικανοποιήσουμε τα προ-υπάρχοντα από την φύση μας πάθη, αναζητώντας κάτι που για τους φυσικούς κατοίκους της Pandora δεν έχει καμία αξία.

Και εδώ είναι που ο μέγας Cameron σχολιάζει, όχι μεμονωμένα την χώρα που ζει, αλλά το ανθρώπινο είδος στο σύνολό του. Το μήνυμα δεν είναι αντιαμερικανικό, ούτε αντιιμπεριαλιστικό. Είναι όμως ξεκάθαρο. Καταγγελτικό απέναντι σε όλους μας. Εδώ και αιώνες βαδίζουμε σε ένα μονοπάτι ανάπτυξης και ευημερίας. Όμως ο δρόμος που διαλέξαμε δεν είναι ο μοναδικός. Είναι όμως μονόδρομος πια. Οι Na’vi από την άλλη δεν έχουν τίποτα κοινό με εμάς και δεν ταυτίζονται με τις αξίες και τους πολιτισμούς μας. Με κανέναν μας. Απόλυτα εναρμονισμένοι με την φύση (τους) και αναπτυγμένοι με έναν ολότελα διαφορετικό τρόπο, παραμένουν ασφαλείς στον πλανήτη τους, στην «αγκαλιά» της «μητέρας» τους. Όπως ήμασταν κάποτε όλοι μας. Παρόλα αυτά δεν μπορούμε να τους δούμε όπως πρέπει και αφήνουμε την παρωπιδική μας όραση να κοιτάει μόνο τον (φαινομενικά) μινιμαλιστικό εξ-οπλισμό και το (εντυπωσιακό) γαλάζιο χρώμα τους. Και εισβάλουμε. Η σύγκρουση των δύο λαών φέρνει την φύση στα όρια της και αυτή με την σειρά της επεμβαίνει για να επέλθει η ισορροπία. Χωρίς να κρίνει και χωρίς παίρνει το μέρος κανενός. Όπως πρέπει.

Η υπεροψία μας όμως δεν περιορίζεται μόνο στις προθέσεις τις εισβολής μας. Δυστυχώς έχει απλωθεί και στην κριτική μας. Το Avatar δεν είναι το μέλλον του σινεμά, είναι το παρόν και (μας) δείχνει τον δρόμο. Όμως στις μέρες μας έχουμε μάθει να κρίνουμε με αντικειμενικά κριτήρια και λεξικολογικούς ορισμούς, μιλώντας πάντα με αυστηρούς επικοινωνιακούς όρους. Μάθαμε περισσότερο να μιλάμε με κομπλεξισμό και λιγότερο να απολαμβάνουμε με την καρδιά μας τα απλά πράγματα. Ο Cameron εδώ καταφέρνει κάτι πολύ σπάνιο και σημαντικό. Να γυρίσει τον χρόνο πίσω, να μας πάει ξανά στο τότε. Όταν το γοητευτικό συναντούσε το ξένο και η αγνότητα την επιθυμία της αναζήτησης. Από όλους εμάς που ασπαζόμαστε τις αξίες και τα πάθη του δημιουργού, εκ μέρους όλων. Ευχαριστούμε…

Chris Zafeiriadis

P.S.: …ακόμα και αν είναι μόνο για τρεις ώρες…

Δευτέρα 11 Ιανουαρίου 2010

When Harry Met Sally... (1989)

"- Harry, we are just going to be friends.
- Great, friends, the best thing…"

Όταν ο Harry γνώρισε τη Sally, ήταν λίγο έξω από ένα πανεπιστήμιο, «εξυπηρετώντας» αμφότεροι δια-προσωπικά (οικονομικά) συμφέροντα και «ανταλλάσσοντας» θα έλεγε κανείς, εμπιστοσύνη, όπως δύο άγνωστοί νέοι που μοιράζονται ένα μακρύ ταξίδι με το αυτοκίνητο. Κανείς όμως (ούτε και οι ίδιοι) δεν περίμενε ότι η αρχική αυτή, ιδιοτελής γνωριμία τους, θα κατέληγε σε μια (κινηματογραφική) σχέση η οποία συζητιέται, αναλύεται και τελικά βρίσκει ανταπόκριση σε τόσο μεγάλο αριθμό ανθρώπων, ακόμα και δεκαετίες μετά την πρώτη της εμφάνιση στο λευκό πανί. Διότι τέτοιοι άνθρωποι υπήρχαν, και θα υπάρχουν πάντα σε κάθε εποχή, σε κάθε μέρος του κόσμου. «Αναπόφευκτα».

Η ιστορία των δύο, όσο μικρή, προσωπική ή σεναριακά φιλοεμπορική και αν φαίνεται αρχικά, χτίζεται αργά (ή και πιο γρήγορα σε στιγμές) μέσα από ερωτήματα και προβληματισμούς του σύγχρονου κόσμου (μας), πατώντας όμως σε ένα από τα βασικότερα ένστικτα του ανθρώπου, την αρμονική συναισθηματική επιβίωση. Μια συναισθηματική επιβίωση αναγκαία για την ψυχή και το σώμα, αιώνια επιδιωκόμενη και επικίνδυνα ταυτόσημη με την δια-χρονική μας ύπαρξη.. Την ίδια συναισθηματική επιβίωση που ενίοτε μας κάνει να μουλαρώνουμε και άλλοτε να τρέχουμε σαν τρελοί, αδυνατώντας τις περισσότερες φορές να εξηγήσουμε τις ίδιες μας τις πράξεις.

Όταν ο Harry γνώρισε τη Sally, δύο τελείως διαφορετικοί χαρακτήρες έκαναν την εμφάνισή τους. Ανεξάρτητοι και οι δύο, έμοιαζαν (να θέλουν) να ξέρουν όχι μόνο τους εαυτούς τους αλλά και όλο τον υπόλοιπο κόσμο και τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί και αναπτύσσεται. Από την μία «αυτή», αξιαγάπητη, ρομαντική, έξυπνη, ψιλοσυντηρητική σε σημεία και πάντα αισιόδοξα περήφανη (“basically a happy person”), και από την άλλη «αυτός», νευρωτικός, πολυλογάς, ενίοτε εξυπνάκιας, αλάνι της εποχής (του) και του περιβάλλοντος (του), έχοντας πάντα γνώμη για το καθετί. Η μία σκέφτεται και μετά πράττει, ο άλλος πράττει και μετά σκέφτεται αυτά που έπραξε – η μεγάλη αλήθεια των δύο φύλων.

Η διαφορετική αντιμετώπιση της πραγματικότητας, η διαφορετική στάση ζωής, και ο μερικά αντίθετος τρόπος σκέψης, είναι μεν συστατικά που θα μπορούσαν να αποτρέψουν μια μακροχρόνια γνωριμία και – κατ’ επέκταση – μια εν δυνάμει σχέση, η ουσία της ιστορίας του Harry και της Sally όμως δεν εντοπίζεται στην αμφιλεγόμενη φιλική σχέση μεταξύ δύο ετερώνυμων ανθρώπων και η μετατροπή της σε σεξουαλική. Ούτε καν το ερώτημα μεταξύ φιλίας και έρωτα το οποίο τίθεται. Γιατί μέσα από τον εγωισμό, τις αντιπαραθέσεις και τις εξομολογήσεις τους, θέτονται, λέγονται και αποκαλύπτονται ερωτήματα και πραγματικότητες, τα οποία κάτω από τα τους νευρωτικούς διαλόγους και την οποιαδήποτε σεναριακή (ή μη) παραδοξότητα, καταλήγουν σε ένα βασικό και άκρως ανθρωπιστικό συμπέρασμα, αναλλοίωτο στο χρόνο, και τόσο επαναλαμβανόμενο όσο και η ίδια η ζωή.

Διότι, ο κινηματογράφος έχει αποδείξει ότι μπορεί αν θέλει να μιλήσει την γλώσσα της ζωής, λέγοντας την δική μας αλήθεια. Από το Lady Vanishes και την Casablanca μέχρι τον ίδιο τον Harry και την Sally, μακριά από ταμπέλες και καταστάσεις, μπορεί η ανομοιότητα των ανθρώπων να τονίζεται και να χρησιμοποιείται (άμεσα ή έμμεσα) για να χτιστούν σχέσεις, ιστορίες και πρωταγωνιστές, βασίζει όμως την αποδοχή (άμεση ή έμμεση και αυτή) και την διαχρονικότητα του στην ειλικρίνεια. Ελλείψει αυτής, οποιαδήποτε μορφή σχέσης είναι - και θα είναι πάντοτε - καταδικασμένη. Ειλικρίνεια στους διαλόγους και τις εικόνες, στις λέξεις και τα βλέμματα (μας). Την ίδια ειλικρίνεια που αποπνέουν τα λόγια των ηλικιωμένων ζευγαριών στα διαλείμματα της ταινίας, μαρτυρώντας σεβασμό, αγάπη και συναισθηματική πληρότητα του εγώ.


“Then the world discovers – As my book ends
How to make two lovers – Of friends….”

Chris Zafeiriadis


Αφιερωμένο σε ένα ζευγάρι φίλων οι οποίοι γνωρίστηκαν, φιλήθηκαν, πήραν πτυχίο και τελικά - μετά από μερικά χρόνια - ανακάλυψαν ότι πρέπει να είναι μαζί. Ευτυχώς ευτυχισμένοι. Καιρός να ανεβαίνετε προς τα πάνω, δε νομίζετε?

Τρίτη 22 Δεκεμβρίου 2009

Whispering Themes of a (soon to be) gone, yet strongly memorable decade

Τα χρόνια περνούν, οι ταινίες έρχονται. Μαζί τους φέρνουν και όμορφες μελωδίες οι οποίες ντύνουν τις αθάνατες εικόνες τους. Χωρίς αυτές, τα πράγματα μπορεί να ήταν από λίγο έως πολύ διαφορετικά. Παρακάτω παρουσιάζεται μια (ελλιπής σίγουρα) λίστα, όχι με τα καλύτερα soundtracks, αλλά με αυτά που ο γράφων άκουσε περισσότερο την δεκαετία που φεύγει και πίσω δεν γυρνά για κανέναν. Κρατήστε δυνατά τις αναμνήσεις σας…

1. Svidd neger - Ulver


2. Lyckantropen - Ulver


3. Non ho sonno - Goblin


4. The Fountain - Clint Mansell


5. The Assassination of Jesse James by the Coward Robert Ford - Nick Cave & Warren Ellis


6. Into the Wild - Eddie Vedder


7. Requiem for a Dream - Clint Mansell


8. Once - Glen Hansard & Marketa Irglova


9. 25th Hour - Terence Blanchard


10. The Proposition - Nick Cave & Warren Ellis


11. Secretary - Angelo Badalamenti


12. Million Dollar Baby - Clint Eastwood


13. Planet Terror - Robert Rodriguez


14. The Road - Nick Cave & Warren Ellis


15. Oldboy - Jo Yeong-Wook


16. There Will Be Blood - Jonny Greenwood


17. Se, jie - Alexandre Desplat


18. Revolutionary Road - Thomas Newman


19. Evilenko - Angelo Badalamenti


20. Kimssi pyoryugi - Kim Hong-jip



Και ένα Bonus : Όλα τα διασκευασμένα τραγούδια από το εκπληκτικό ντοκιμαντέρ «Τα χαμένα τραγούδια της Ανατολίας» (Anadolunun Kayıp Şarkıları) που είδαμε/ακούσαμε σε παλιότερο φεστιβάλ κινηματογράφου της χώρας μας…

Enjoy amigos…

Πέμπτη 5 Νοεμβρίου 2009

Το Κακό στην Εποχή των Ηρώων - Evil In the Time of Heroes (2009)

(Το παρακάτω κείμενο γράφτηκε, χάθηκε, και τελικά ανασυντάχθηκε μέσα από σκόρπιες και μουτζουρωμένες σημειώσεις, με σεβασμό προς τα πρόσωπα σκηνοθετών, ηθοποιών και λοιπών συντελεστών και υπό τους ήχους του Grand Union των ταξιδιάρικων Firebird. Και αυτό είναι κάτι που έχει σημασία)

Μια φορά και ένα καιρό, ήταν μια μικρή (αλλά διάσημη για τα κατορθώματά της) χώρα, τοποθετημένη κάπου στα φτωχικά Βαλκάνια της Νότιας Ευρώπης, η οποία για πολλά πολλά χρόνια και με χαρακτηριστική επιδεξιότητα σνόμπαρε το εγχώριο cinema του φανταστικού. Ταινίες του είδους δεν έβγαιναν, «καταξιωμένοι» δημιουργοί δεν ασχολούνταν, παραγωγοί δεν επένδυαν. Ωστόσο, υπήρχαν και κάποιοι που με γνώμονα το μεράκι, το πείσμα και την αγάπη τους, δημιουργούσαν κάποιες ταινίες του είδους, χωρίς να τους νοιάζει αν θα πουλήσουν τρελά, ούτε αν θα γίνουν μεγάλα και γνωστά ονόματα (παραμένοντας ως επί το πλείστον, τελικά άγνωστοι, ο Ζερβός εξαιρείται φυσικά). Άλλωστε τέτοιες προσπάθειες συνήθως ανταμείβονται με τα λόγια και το χειροκρότημα του κοινού τους. Μια τέτοια ειλικρινής προσπάθεια ήταν και Το Κακό του 2005.

Αν και low budget, με φτηνά εφέ και απλοϊκό σενάριο, όχι μόνο έγινε cult από τους οπαδούς που το λατρέψανε (και καλά έκαναν αν ρωτάς εμένα) αλλά κατάφερε και δημιούργησε και όνομα στο εξωτερικό σαν η πρώτη ταινία με ζωντανούς νεκρούς που γίνεται γνωστή/αποδεκτή από αυτή την χώρα. Το Κακό ήταν καλή ταινία. Πολύ καλή θα έλεγα. Άψογα υλοποιημένη για τα δεδομένα της, ένας οχετός από guts ‘n’ gore, χύμα in your face attitude, με το γκάζι πατημένο στο τέρμα, χωρίς πολιτικές ή οικονομικές σκοπιμότητες, μπορεί να είχε κάποια (μικρά - ή και πιο μεγάλα) προβλήματα, μπορεί να είχε αρκετές και φανερές ελλείψεις, απόπνεε όμως αποφασιστικότητα, πάθος και αγάπη για τον σκοπό τον οποίο υπηρετούσε.

Ο καιρός πέρασε και κάποια στιγμή οι συντελεστές εκείνης της ταινίας αποφάσισαν πως πρέπει να υπάρξει συνέχεια. Φυσικά και έπρεπε και το νέο γίνεται αποδεκτό με διθυράμβους. Οι υπογραφές πέφτουν, το budget μεγαλώνει, τα εφέ ακριβαίνουν, οι ζωντανοί νεκροί κομπάρσοι τρέχουν να βοηθήσουν από διάφορες πλευρές της Ελλάδας και το κέφι για δημιουργία εκτοξεύεται στα ύψη, με την αναμονή να μεγαλώνει μέρα με την μέρα. Η δε εξωφρενικά πρωτότυπη ιδέα με τους αρχαίους Έλληνες μόνο χαμόγελα μπορούσε να φέρει στις διάφορες κατευθύνσεις που απευθυνόταν. Επιτέλους, κάποιοι φαινόταν να επαναστατούν σε αυτή την γαμημένη «πόλη-κράτος». Ωστόσο Το Κακό Στην Εποχή των Ηρώων κατάφερε να διχάσει, όχι τόσο οπαδούς και κριτικούς, αλλά κυρίως τον ίδιο του τον εαυτό.

Δεν χρειάζεται να αναφερθώ στα συστατικά της ταινίας, αυτά άλλωστε είναι γνωστά, χρειάζεται όμως να διευκρινίσω/αποκαλύψω/εξομολογηθώ πως το αιματοβαμμένο αυτό sequel είναι – δυστυχώς - πολύ κατώτερο των προσδοκιών μας. Και αυτό γιατί ενώ ξεκινάει με τις καλύτερες προοπτικές, όπως ακριβώς το περιμέναμε, από το μέσο περίπου και έπειτα χάνει τελείως την μπάλα και απογοητεύει άπαντες(?) με τους ανεξέλεγκτους παλιμπαιδισμούς και το φανταχτερά ελλιπές του σενάριο (το οποίο προφανώς έμεινε αδούλευτο) και το οποίο με την σειρά του καταφέρνει και επιδίδεται σε (ενίοτε έξυπνες) καφρίλες. Οι καφρίλες όμως ξεπερνούν το μέτρο του υποφερτού και ενώ η κωμωδία λάμπει σαν αστέρι στον σκοτεινό ουρανό, το τελικό αποτέλεσμα μοιάζει με ημιπραγματοποιημένη ιδέα η οποία έμεινε μόνη χωρίς να μπορεί να αρθρώσει λέξη.

Διότι οι ιδέες από μόνες τους δεν μπορούν να μιλήσουν και οι επαναστάτες δεν φέρνουν την επανάσταση χωρίς να πιστεύουν σε αυτή. Δυστυχώς, το όλο project μοιάζει να επαναπαύεται στην φήμη και στο cult status που απέκτησε με το πρώτο μέρος, αφήνοντας την αίσθηση ότι αυτό το sequel δεν φτιάχτηκε για να ικανοποιήσει τις ανάγκες των οπαδών για συνέχεια, αλλά να τις εκμεταλλευτεί. Cult όμως δεν γεννιέσαι αλλά γίνεσαι από την αγάπη και την στήριξη του κόσμου, στο πέρασμα του χρόνου. Ως εκ τούτου, οποιαδήποτε προσπάθεια φωτογράφησης, ταμπελοποίησης και κυρίως παραγωγής του όρου αποβαίνει τουλάχιστον μάταιη, για να μη πω αστεία. Με μια ιστορία η οποία (τελικά) αποδεικνύεται πιο βαριά από την ίδια την παραγωγή, Το Κακό Στην Εποχή των Ηρώων μοιάζει πιο άψυχο και από τους ίδιους τους νεκροζώντανους και ως επί το πλείστον αποκεφαλισμένους Αθηναίους του.

Βέβαια, όλα τα παραπάνω δεν είναι ικανά για να αποθαρρύνουν έναν γνήσιο κάφρο ο οποίος έχει μάθει να τα αγνοεί, είναι ικανά όμως να βάλουν σε σκέψεις κάθε σκεπτόμενο κινηματογραφόφιλο για το μέλλον του Ελληνικού φανταστικού. Διότι το μεγάλο πρόβλημα με αυτό το sequel δεν είναι οι αδυναμίες του καθαυτές, αλλά η δυνατότητα/ευκαιρία που δίνει στον κάθε άσχετο ημιμαθή (δημοσιογράφο ή απλό θεατή) να κατηγορήσει το είδος στο σύνολό του και επικαλούμενος τον (πιθανό μεν αλλά ταυτόχρονα αμφισβητούμενο) ακαδημαϊσμό του, να το απορρίψει. Πράγμα που φυσικά καμία σχέση με το fun τής ταινίας δεν έχει, αποδεικνύει όμως τον οπισθοδρομισμό μιας χώρας η οποία (στην πλειοψηφία των παραγωγών της) αρέσκεται στο να επιδιώκει περισσότερο το (λαμπερό) φαίνεσθε παρά το (καλλιτεχνικό) είναι.

Chris Zafeiriadis

Σάββατο 31 Οκτωβρίου 2009

The Boat That Rocked (2009)

Λίγο sex, λίγο drugs & πολύ rock ‘n’ roll σε ένα πειρατικό πλοίο-ραδιοφωνικό σταθμό, αγκυροβολημένο κάπου στη Βόρειο Θάλασσα, το οποίο ολημερίς και ολονυκτίς χαρίζει στο μισό πληθυσμό της Βρετανίας την μουσική που κάποιοι μάταια προσπάθησαν να πολεμήσουν, χαρίζοντάς της τελικά την αθανασία.

Είναι σχεδόν βέβαιο πια, πως ο καθένας από εμάς βλέπει αυτό που θέλει σε μια/κάθε ταινία/προβολή. Προσοχή, όχι αυτό που είναι ικανός και μπορεί, αλλά αυτό που επιθυμεί και που είναι (προ)διατεθειμένος να δει. Υπό αυτή την προσέγγιση πολλές είναι οι ταινίες που υποτιμούνται ή υπερτιμούνται, ανάλογα με τα κριτήρια του εκάστοτε θεατή/κριτή, επηρεάζοντας φυσικά και την γνωμική άποψη λοιπών παράταιρων - ή μη – «αναγνωστών». Η «κρίση» όμως του καθενός εξαρτάται από την προσωπικότητά του (γιαυτό και είναι υποκειμενική) και κανείς δεν μπορεί να κατηγορήσει κανέναν για παραπλάνηση ή αστοχία (ειδικά όταν η άποψη είναι τεκμηριωμένη και σωστά τοποθετημένη, δύσκολα αμφισβητείται).

Το Boat That Rocked, ανέμελο, ανώριμο, και ελεύθερο να ροκάρει με τον αέρα μιας άλλης εποχής, μπορεί να σου δώσει χίλιους δύο λόγους που θα σε κάνουν να σχηματίσεις μια φαινομενικά αρνητική άποψη για αυτό, απορρίπτοντάς το στη στιγμή και χωρίς πολύ σκέψη. Μα τον Άγιο Χέντριξ όμως, μπορεί να σου δώσει και άλλους τόσους (για να μη πω περισσότερους) λόγους που θα σε κάνουν αν όχι να το αγαπήσεις για αυτό που (θέλει να) είναι, τουλάχιστον να το ευχαριστηθείς σαν μια από τις διασκεδαστικότερες και πιο ξέγνοιαστες ταινίες που (δεν) πέρασαν ποτέ από την μεγάλη οθόνη.

Σε μια ευκόλως επεισοδιακή (άλλα και ευκόλως παρεξηγήσιμη) ιστορία και φόντο την ιδανικά επαναστατική βρετανική κοινωνία των 60ς, αρχικά αφήνεται να εννοηθεί ότι οι ήρωες της δεν έχουν προβλήματα, δεν έχουν έννοιες, ούτε σκοτούρες να τους ζαλίζουν το κεφάλι. Όμως φυσικά κι έχουν απ’ όλα αυτά και μάλιστα σε μεγάλο βαθμό. Έχουν όμως και ένα διαφορετικό τρόπο να κοιτάνε τη ζωή προσεγγίζοντας την με χαμόγελο, ζήλο και κυρίως αποφασιστικότητα (όσο τετριμμένο και αν ακούγεται όλο αυτό). Όπλο τους, η δύναμη της μουσικής και των ανθρώπων που την δημιούργησαν, μια δύναμη ελεύθερη και ατίθαση την οποία οικειοποιούνται όλοι οι παλιομοδίτικοι χαρακτήρες για να γίνουν και αυτοί θρύλοι, όχι κινηματογραφικοί, ούτε μουσικοί, απλά πρωταγωνιστές της ίδιας τους της ζωής. Χαρίζονται στη μουσική που τόσο αγαπάνε, όπως τους χαρίστηκε και αυτή, με μοναδικό σκοπό να την μοιράσουν στον κόσμο που τους ακούει και τους χαίρεται, έχοντας άμεσο αντίκτυπο σε αυτούς, πράγμα που φαίνεται και από τις εξωφρενικά διαχυτικές off-boat αντιδράσεις των τρελαμένων και αφοσιωμένων ακροατών.

Παραβλέποντας την έντονη παραφιλολογία/αντίδραση/αποδοκιμασία που αιωρείται στην ατμόσφαιρα για την πολιτική της τότε εποχής (άλλωστε το rock πάντα είχε, μεταξύ άλλων, αντιδραστικό χαρακτήρα, κυρίως όταν δεν φτιαχνόταν για να πουλήσει/πουληθεί), το Boat That Rocked πλατσουρίζει στα γλυκανάλατα νερά του εύπεπτου συναισθηματισμού, απευθυνόμενο όμως σε ένα πολύ συγκεκριμένο κινηματογραφικό – και όχι μόνο – κοινό, και για αυτό είναι καταδικασμένο να μείνει μακριά από την εμπορική επιτυχία. Είναι το ίδιο το κοινό του όμως που μοιάζει να το αγκαλιάζει παραβλέποντας τα επιπόλαια λάθη, τους παλιμπαιδισμούς των πρωταγωνιστών και τον αυθορμητισμό του σεναρίου, και χαρίζει στην ταινία την διαχρονικότητα που με χαμογελαστό ύφος μοιάζει να διεκδικεί. Διότι…

Το rock δεν είναι (μόνο) μουσική. Το rock είναι τρόπος έκφρασης, τάσης, διάθεσης και πράξης, είναι να ‘χεις, είναι να πίνεις κι άμα δεν έχεις τότε να δίνεις. Rock είναι ο Τζάγκερ σε μια κουρσάρα κι η Βλαχοπούλου στη σαραντάρα, ο Μάρλον Μπράντο με τη φανέλα και η Μελίνα ντυμένη Στέλλα. Το rock είναι στάση ζωής, ή το ζεις ή ποτέ δεν το γνωρίζεις. Ο Richard Curtis, από την δυναμική του αρχή μέχρι τους υπέροχους τίτλους τέλους που μας φέρνουν στους ήχους του σήμερα, μοιάζει να το κοιτάει με σεβασμό αφιερώνοντας την ταινία του σε αυτό και στη δυναμική της διαχρονικότητάς του. Το ελάχιστο που μπορώ εγώ να κάνω είναι να αφιερώσω αυτό το κείμενο σε όλους όσους χαίρονται, αγαπάνε και σέβονται αυτή τη μουσική.
Ramble on…


Chris Zafeiriadis