Πέμπτη 25 Φεβρουαρίου 2010

Two for the Road (1967)

Διασκεδάζω απίστευτα ταξιδεύοντας πίσω στο χρόνο και ψάχνοντας στο κινηματογραφικό χάος των προηγούμενων δεκαετιών να ανακαλύπτω, να γνωρίζω και τελικά να μιλάω για πρόσωπα και χαρακτήρες ελαφρά ξεχασμένους σήμερα και σχετικά άγνωστους στο ευρύ κοινό που παρακολουθεί μετά μανίας τα τεκταινόμενα της εποχής μας. Δεν γνωρίζω βέβαια κατά πόσο η συγκεκριμένη ταινία του Donen μπορεί να μείνει «κρυφή» από το cinefil κοινό που αρέσκεται στο να αναλώνεται στο ρομαντικό cinema του χθες, σίγουρα όμως τοποθετείται σε ένα (πολύ) μικρό σκαλί χαμηλότερα των υπολοίπων - γνωστότερων - ταινιών του σκηνοθέτη, χωρίς φυσικά αυτό να σημαίνει ότι υστερεί σε καλλιτεχνική ή δια-χρονική αξία.

Ο Mark και η Joanna ξεκίνησαν σαν δύο μπατιράκια με ένα σακίδιο στον ώμο, ελάχιστα χρήματα και ένα τσαλακωμένο διαβατήριο στη τσέπη (και η αλήθεια είναι ότι δύσκολα ξεχνάς την εικόνα της Aundrey με το στενό jean, την κόκκινη μπλούζα και την στέκα στα μαλλιά) με σκοπό να ζήσουν το οδοιπορικό της δικής τους επανάστασης - ακριβώς δίπλα στον «Πρωτάρη» που την ίδια ακριβώς χρονιά σεξουαλιζόταν με την κυρία Robinson, δηλώνοντας και αυτός εξεγερμένος. Μακριά από την θαλπωρή του σπιτιού και αναζητώντας την τύχη τους στον δρόμο, οι δυο τους συναντήθηκαν, ερωτεύτηκαν και έμειναν μαζί, για να καταλήξουν τελικά ένα φαινομενικά ευτυχισμένο και καλοστεκούμενο ζευγάρι για τα μάτια μας μόνο. Τα λόγια, τα πειράγματα και τα βλέμματα που αντάλλασαν αρχικά, έδωσαν την θέση τους στην ειρωνεία και την βαρεμάρα, οι υποσχέσεις έρωτα που έδιναν ο ένας στον άλλο μετατράπηκαν σε υποσχέσεις φυγής που έδιναν στους εαυτούς τους.

Η ετεροχρονιστική μέθοδος της αφήγησης που χρησιμοποιεί εδώ ο Donen του δίνει την δυνατότητα να ταξιδέψει στο χρόνο διηγούμενος αυτό το μετά-ρομαντικό road movie από την αρχή της γνωριμίας των δύο, ενώ παράλληλα παρουσιάζει τα κινηματογραφικώς ηχηρά (αλλά κοινωνικώς σιωπηρά) αποτελέσματα ενός totally εγκλωβιστικού γάμου, θύματα του οποίου έπεσαν τελικά, χωρίς να το καταλάβουν και χωρίς δυνατότητα έγκαιρης αντίδρασης. Βέβαια κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί ότι η ιστορία ενός παντρεμένου ζευγαριού που μοιάζει να μην έχει και πολλά κοινά (πλέον) μετά από κάποια χρόνια γάμου είναι παράταιρη από το σήμερα και η αλήθεια είναι ότι μάλλον βρίσκει αναφορές και ομοιότητες και στη δική μας εποχή και μάλιστα με τρόπο οικειότερο του αναμενόμενου. Εντούτοις…

Είναι λίγο πριν το συμβατικό αλλά ξεκάθαρο happy end όταν ο Mark και η Joanna αποφασίζουν να δοκιμάσουν την ατομικότητά τους (και τα καταφέρνουν μια χαρά, if you ask me) αποβάλλοντας το βάρος και τον συντηρητισμό της προηγούμενης (και όχι μόνο) γενιάς, θέτοντας τελικά ως στόχο και ως δεδομένη την (συναισθηματική) ανεξαρτησία που τόσοι και τόσοι προσδόκησαν αλλά ελάχιστοι κατακτούν, ακόμα και σήμερα. Όμως η συναισθηματικά ανθρώπινη υπόστασή τους δεν αλλάζει. Και τότε είναι που κοιτάζουν τη ζωή στα ίσια συνειδητοποιώντας ότι ίσως να μπορεί και να έχουν την δυνατότητα της αντικατάστασης αλλά όχι και την θέληση . Διότι αυτό που είμαστε δεν καθορίζεται από αυτά που επιδιώκουμε αλλά από αυτά που ήδη έχουμε κατακτήσει.

Όταν πρωτογνώρισα αυτούς τους δύο στην αρχή δεν ήξερα αν η on-the-road ιστορία τους θα έβρισκε ανταπόκριση στο σήμερα. Και αυτό διότι στα μπαγάζια τους κουβαλούσαν την αύρα (αλλά και τον αυθορμητισμό) μιας δεκαετίας η οποία έκανε την επανάστασή της γιατί το ήθελε και όχι γιατί έπρεπε, παραμένοντας όμως αστείοι, χαμογελαστοί και φυσικά ρομαντικοί . Με την επανάσταση βέβαια πολλά αλλάζουν και πρώτα απ’ όλα οι απόψεις και οι αξίες πάνω σε κάποια θέματα. Οι άνθρωποι όμως δύσκολα. Η ιστορία αυτών των δύο δεν μου έδειξε ότι ο έρωτας έχει την δυνατότητα να μετατραπεί σε αληθινή αγάπη, η οποία αντέχει στο πέρασμα του χρόνου no matter what (διότι πολύ απλά αυτό δεν συμβαίνει πάντα), διδάσκει όμως και στους πιο ισχυρογνώμονες ότι οι άνθρωποι έχουν την ανάγκη της σταθερότητας, της οικειότητας και της (πάνω απ’ όλα) ειλικρινούς συντροφικότητας. Αρκεί να το αντιληφθούν. Ο Mark και η Joanna αμφισβήτησαν τα πάντα. Μέχρι που κατάλαβαν ότι σε αυτό τον δρόμο πορεύονται παρέα. Και συνέχισαν έτσι…

«- There never going to be anyone else like you in my life.
- You promise?
- I hope…»

Well, I hope too...

Chris Zafeiriadis

Τετάρτη 17 Φεβρουαρίου 2010

(500) Days of Summer (2009)

Ο Tom ερωτεύεται την Summer. Λένε όμως ότι στις σχέσεις που δεν έχουν διάρκεια κάποιος ερωτεύεται περισσότερο και κάποιος λιγότερο. Τώρα, γιατί αυτός που ερωτεύεται περισσότερο είναι συνήθως το αγόρι, αυτό δεν το γνωρίζω. Ωστόσο, θα ψάξω μέσα στην ταινία να βρω τους λόγους που θα με κάνουν σε αυτό το κείμενο να υποστηρίξω το κορίτσι. Ή για να το πω καλύτερα, αυτόν που ερωτεύεται λιγότερο. Διότι όσο και αν οι συντελεστές επιμένουν να υποστηρίζουν το αντίθετο, this is a love story.

Κάποιοι πιστεύουν στη μοίρα, κάποιοι στον Θεό, άλλοι πιστεύουν ότι κάθε τι που συμβαίνει είναι θέμα τύχης ή συγκυριών. Το ίδιο μπορεί να ισχύει και για κάθε νέα γνωριμία. Το τι ακολουθεί μετά όμως είναι καθαρά θέμα χαρακτήρα και προσωπικότητας του καθενός.
Όταν ο Tom γνώρισε την Summer(…) δύο πανομοιότυποι χαρακτήρες ήρθανε σε επαφή. Ο έρωτας φυσικά χτύπησε ανελεήτως όπως κάνει σε τέτοιες περιπτώσεις, αλλά δυστυχώς κεραυνοβόλησε μόνο τον έναν από τους δύο. Και αυτός ο ένας, κεραυνόπληκτος όπως ήταν, έπεσε σε παρερμηνείες. Διότι μπορεί να γνωρίσεις κάποιον και να πηγαίνετε στα ίδια μέρη, να ακούτε την ίδια μουσική, να απολαμβάνετε ακόμα και τις ίδιες ταινίες, όμως τα κοινά ενδιαφέροντα δεν κάνουν έναν άνθρωπο ξεχωριστό αλλά ο τρόπος με τον οποίο αυτός (ή αυτή) σε αντικρίζει. Και εδώ, αν μη τι άλλο, τα πράγματα ήταν ξεκάθαρα από την αρχή.

Η Summer (η οποία μονοπωλεί τον τίτλο της ταινίας - εκεί που ο Tom περίτεχνα απουσιάζει) πρωταγωνιστεί άμεσα ή έμμεσα στη ζωή του ερωτοχτυπημένου της, γεγονός που όμως συμβαίνει μονόπλευρα και μονολογικά. Παρακολουθώντας τις αντιδράσεις και την αλλαγή που επιφέρει στην ζωή του αγοριού αυτή η νέα και απρόσμενη σχέση, από τον ρομαντισμό των προσδοκιών και την ειρωνεία της πραγματικότητας μέχρι την εξέλιξη που (τους) ακολουθεί, δεν μπορώ παρά να παρατηρήσω και να συμπεράνω. Η σημαντικότητα ενός ανθρώπου δεν έγκειται σε αυτά που δεν μπόρεσε να σου προσφέρει (και που συνήθως είναι αυτά που ζητάμε με άμεση ανταπόκριση του έρωτά μας) αλλά σε αυτά που απλόχερα σου χάρισε και που (ευτυχώς ή δυστυχώς) θέλουν τον χρόνο τους για να αποκαλύψουν την σπουδαιότητά τους. Δεν λένε άλλωστε ότι η αγάπη μπορεί να μας αλλάξει με τρόπους που δεν φανταζόμαστε καν; Και μετά θυμήθηκα…

…Ήταν 1997 όταν ο as-good-as-it-gets χαρακτήρας του Melvin εξομολογήθηκε τον έρωτά του, δηλώνοντας «you make me wanna be a better man», συνειδητοποιώντας και φανερώνοντας ταυτόχρονα τα συναισθήματά του, λόγια που τότε βρήκαν άμεση ανταπόκριση αλλά και να μην έβρισκαν τίποτα δεν θα τα έκανε λιγότερο αληθινά. Ο Tom παίρνει αυτά τα λόγια και τα κάνει πράξη, συντετριμμένος, μόνος και χαμένος μέσα στη θλίψη της απόρριψης επαναστατεί, γίνεται ο ήρωας της ημέρας (και κάθε επόμενης) και επαναπροσδιορίζοντας τις απ-αντοχές του, μετατρέπεται σε μια παραγωγική και δημιουργική προσωπικότητα. Διότι ένα πρόσωπο αν δεν μπορεί να σε ερωτευτεί, μπορεί τουλάχιστον να σε εμπνεύσει. Και είναι ένα τέτοιο περασμένο πρόσωπο που παρακίνησε τον Marc Webb να φτιάξει αυτή την ταινία και ανάγκασε εμένα να γράψω αυτές τις (αυστηρά μετρημένες) 500 λέξεις, μία για κάθε μέρα που χάρισε η Summer στον Tom.

Chris Zafeiriadis

P.S.: Bitch…

Τρίτη 9 Φεβρουαρίου 2010

L'innocente - The Innocent (1976)

“La case disabitate soffrono
Deperiscono prima del tempo”

Είναι λίγο πριν το τελευταίο μισάωρο της ταινίας όταν ο αθώος - μεγαλοπρεπής και αδιαμφισβήτητος όπως είναι - κάνει την βροντερή εμφάνισή του, εδραιώνοντας την θέση του και διεκδικώντας όλα εκείνα που δικαιωματικά του ανήκουν. Και είναι στα αμέσως επόμενα λεπτά όταν συνειδητοποιείς ότι ό χαρακτήρας αυτός ελάχιστη σχέση έχει με τον κόσμο τον οποίο αντικρίζει, κατέχει όμως την ακατάβλητη ιδιότητα τόσο να τον αναταράξει όσο και να του επιβάλει την δικαιωματική (αυτό)τιμωρία του. Ο αθώος έχει μόλις εισβάλει σε έναν κόσμο ανέτοιμο να τον υποδεχτεί.

Αυτός ο κόσμος είναι του Tullio, της γυναίκας του Giuliana και όλων εκείνων που τους περιβάλλουν. Και είναι τόσο υπέροχος ο τρόπος με τον οποίο ο Visconti μας τους παρουσιάζει. Ευφυείς, σπουδαγμένοι, πολυταξιδεμένοι και πάντα γυαλισμένοι. Πρεσβύτεροι όλοι τους μιας κοινωνίας εχόντων και κατεχόντων. Ένας μεγαλοαστικός παράδεισος, μια πασαρέλα καλοντυμένων καλοφαγάδων και γυαλισμένων κυριών με ακριβά φορέματα και λευκά δαντελωτά γάντια. Άνθρωποι που αρέσκονται στο να ακούνε Mozart, Schubert και Liszt, πίνοντας παράλληλα ακριβά liqueurs και μυρίζοντας τα αρώματα των λουλουδιών. Φινετσάτοι όλοι τους, (αυτό)τοποθετούνται άνωθεν των πιο καθημερινών ανθρώπων, οι οποίοι βέβαια έχουν μάθει να αγνοούν την αψεγάδιαστη αυτή κοινωνία. Εσείς στον κόσμο σας και αφήστε εμάς στην ησυχία μας.

Φυσικά δεν τους ανήκει αυτός ο κόσμος αλλά αυτοί ανήκουν σε αυτόν, εξυπηρετώντας συμφέροντα και υπακούοντας σε κανόνες που οι ίδιοι έχουν θέσει. Μια «πνευματικά ελεύθερη» πραγματικότητα έτοιμη να ανταλλάξει ψυχή με νιότη, μια κοινωνία που όμως έχει μάθει να εκφράζεται με αυστηρούς επικοινωνιακούς κώδικες και γι αυτό φθονεί την χαμένη ελευθερία της. Διότι κάτω από την φαντεζί πολυτέλεια και την επιδεικνύουσα φινέτσα, τα λουσάτα φορέματα και τα λαμπερά κοσμήματα, αυτοί οι άνθρωποι παραμένουν δέσμιοι των παθών και της αέναης αυτοεξορίας τους, ανήμποροι όχι να αντιδράσουν (αυτό το κάνουν με περίσσια άνεση) αλλά να κατανοήσουν και να παραδεχτούν τα οποιαδήποτε σφάλματά που τους βαραίνουν. Και τελικά να (αυτό)συγχωρεθούν.

Και μόνο στην είδηση του ερχομού του αθώου, οι ισορροπίες αυτού του κόσμου κλονίζονται. Διότι ο αθώος έχει την δυνατότητα να αναδεικνύει όλη την ομορφιά αλλά και όλη την ασχήμια αυτών με των οποίων έρχεται σε επαφή. Έλκει την τρυφερότητα αυτών που τον αγαπάνε και το μίσος αυτών που τον απεχθάνονται. Και τα δέχεται. Και τα μεγεθύνει. Ο αθώος αμφισβητεί και αμφισβητείται. Δεν κρίνει, έρχεται όμως αντιμέτωπος με όλους εκείνους που απειλεί να καταστρέψει με την παρουσία του και μόνο. Πρώτος και καλύτερος ο Tullio. Εγωιστής, φιλόδοξος, δεσποτικός, αυτός ο ερασιτέχνης ξιφομάχος που δεν έχει μάθει να χάνει, άθεος και περήφανος για τα πιστεύω του, έρχεται αντιμέτωπος πρώτα με τον αθώο και μετά με τον ίδιο τον αλαζονικό εαυτό του, ζώντας παράλληλα στα πρόθυρα της μεγαλύτερης ήττας της ζωής του. Κρίνει όμως και πράττει.

Λένε ότι τα παιδιά ανήκουν σε αυτόν που τα μεγαλώνει, τα συναισθήματα σε αυτόν που τα βιώνει και οι τιμωρίες σε αυτόν που τις αξίζει. Όμως δεκαέξι χρόνια πριν, ο Rocco είχε εξομολογηθεί στα αδέρφια του ότι δεν πίστευε στην δικαιοσύνη των ανθρώπων και μάλλον είχε δίκιο. Ο αθώος θα σηκώσει στις πλάτες του όλο το βάρος αυτού του κόσμου, θα κουβαλήσει τον σταυρό κάποιου άλλου και τελικά θα σταυρωθεί για αμαρτίες και λάθη που ποτέ δεν έκανε. Χωρίς αντίσταση και χωρίς διαμαρτυρία. Επιδεικνύει έτσι το μεγαλείο του και μας αποδεικνύει ότι τα ακατοίκητα (από συναισθήματα) σπίτια (άνθρωποι) φθείρονται πολύ πιο γρήγορα από αυτό που η φύση έχει ορίσει για όλους μας. Ακόμα και αν από έξω φαίνονται πεντακάθαρα και καλοδιατηρημένα.

Ο αθώος εκμεταλλεύεται την καλλιτεχνική έκφραση του δημιουργού Visconti για να μιλήσει για εκείνα που εθελοτυφλικά αγνοούμε και σαν αντάλλαγμα τού χαρίζει το ιδανικό φινάλε καριέρας, εξιδανικεύοντας – δικαίως – το πέσιμο μιας κινηματογραφικά βαρυσήμαντης αυλαίας. Καταδεικνύει την νοσηρότητα αλλά και την αλήθεια ενός δεοντολογικά ένοχου κόσμο και αποκωδικοποιώντας ένα μέρος της ανθρώπινης ψυχής και της αβύσσου που κρύβει μέσα της, καταφέρνει και εκθέτει άπαντες αμαρτωλούς, αποκαλύπτοντας την εξαιρετικά υπέρμετρη απόσταση που υπάρχει ανάμεσα σε εμάς και την από καιρό χαμένη μας αθωότητα. Κανένα συγχωροχάρτι πλέον…

Chris Zafeiriadis

Τετάρτη 20 Ιανουαρίου 2010

Avatar (2009)

“Outstanding”

Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, από πολύ μικρό ακόμα, οι ταινίες επιστημονικής φαντασίας είχαν πάντα κάτι το ξεχωριστό, κάτι το απροσδιόριστα γοητευτικό, κάτι που με έκανε να τις αναζητώ, να τις χαίρομαι. Και τελικά, να τις αγαπώ. Μετά όλοι μεγαλώσαμε, αλλάξαμε, διδαχτήκαμε, είδαμε τον κόσμο όπως πραγματικά(?) είναι και σταματήσαμε να πιστεύουμε στα παραμύθια. Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου ως ενήλικα, ελάχιστες ήταν οι φορές που βλέποντας μια ταινία (ανεξαρτήτου είδους) ένιωθα και πάλι σαν μικρό παιδί, με την ανεμελιά, την άνεση και την ευκαιρία που μου έδινε κάθε προβολή να χαίρομαι όπως τότε. Δεν έχει αλλάξει ο κινηματογράφος επ’ουδενί. Εμείς όμως άρδην.

Αρχίζω να μακρηγορώ όμως και δεν είναι σωστό.

Περισσότερο φαντασίας και λιγότερο επιστημονικής, το Avatar ενοχοποιείται περισσότερο για αυτά που είναι και λιγότερο για αυτά που δεν είναι, λατρεύεται και κατηγορείται από οπαδούς και πολέμιους και μάλιστα για τους ίδιους ακριβώς λόγους. Από την μία υπάρχουν αυτοί που το λάτρεψαν, οι οποίοι μαγεμένοι από τα χρώματα που σχεδόν άγγιζαν μπροστά τους, το εκθειάζουν υπερασπίζοντας όλα αυτά για τα οποία (δια)φημίζεται. Έπειτα υπάρχουν και οι άλλοι, αυτοί που δεν το λάτρεψαν, οι οποίοι όμως μοιάζουν επίσης θαμπωμένοι από την τεχνολογία του και που δυστυχώς το κατακρίνουν για τους δικούς τους λάθους λόγους. Η αλήθεια δεν κρύβεται κάπου στο ενδιάμεσο αλλά μέσα στον καθένα μας ξεχωριστά. Διότι το Avatar ήρθε όχι για να αλλάξει τον τρόπο με τον οποίο βλέπουμε σινεμά (πράγμα που στη τελική το καταφέρνει), αλλά να μας παρουσιάσει έναν θαυμαστό καινούριο κόσμο, τον οποίο σίγουρα φθονούμε αλλά ποτέ δεν θα έχουμε.

Πέρα από το εντυπωσιακό οφθαλμόλουτρο και τα πολύχρωμα δάση, τις σεναριακές επιπολαιότητες και τις αποθεωτικά επικές σκηνές μάχης, η ιστορία που χτίζεται εδώ αφήνει να εννοηθούν πολλά περισσότερα από τα προφανή αδιάσειστα στοιχειώδη αναγνώσιμα πρώτα συμπεράσματα. Για να τα αντιληφθείς όμως πρέπει να αφήσεις για λίγο το δικό μας κόσμο και τον δικό μας τρόπο σκέψης, να πάρεις το δικό σου avatar και να προσπαθήσεις έστω και για λίγο να μπεις στο περιβάλλον της Pandora, να γίνεις ένας από τους γαλάζιους Na’vi. Και ο Cameron σου δίνει την δυνατότητα να το κάνεις αυτό. Ακόμα και χωρίς γυαλιά.


“There is nothing that we have that they want”

Στην μέχρι τώρα διαγαλαξιακή μας ιστορία, οι εξω-γήινοι ήταν αυτοί που, ως επί το πλείστον, επισκέπτονταν τον πλανήτη μας, άλλοτε φιλικοί και με ειρηνικές διαθέσεις επικοινωνίας και άλλοτε απόλυτα εχθρικοί, έτοιμοι να μας εξολοθρεύσουν. Εμείς από την άλλη ήμασταν πάντοτε επιφυλακτικά περίεργοι μαζί τους (μιας και δεν δίνουμε πια εύκολα το χέρι μας σε κάποιον άγνωστο). Τώρα όμως όλα αυτά έχουν αλλάξει, ανήκουν στο παρελθόν. Αναλογιζόμενοι την ελλιπή (πια) προσφορά του δικού μας κόσμου, αφήνουμε το δυσαρμονικό μας εγώ και με την υπεροψία μας στο full εισβάλουμε σε ένα ξένο αλλά πάντα αναλώσιμο για εμάς περιβάλλον, με μοναδικό σκοπό να ικανοποιήσουμε τα προ-υπάρχοντα από την φύση μας πάθη, αναζητώντας κάτι που για τους φυσικούς κατοίκους της Pandora δεν έχει καμία αξία.

Και εδώ είναι που ο μέγας Cameron σχολιάζει, όχι μεμονωμένα την χώρα που ζει, αλλά το ανθρώπινο είδος στο σύνολό του. Το μήνυμα δεν είναι αντιαμερικανικό, ούτε αντιιμπεριαλιστικό. Είναι όμως ξεκάθαρο. Καταγγελτικό απέναντι σε όλους μας. Εδώ και αιώνες βαδίζουμε σε ένα μονοπάτι ανάπτυξης και ευημερίας. Όμως ο δρόμος που διαλέξαμε δεν είναι ο μοναδικός. Είναι όμως μονόδρομος πια. Οι Na’vi από την άλλη δεν έχουν τίποτα κοινό με εμάς και δεν ταυτίζονται με τις αξίες και τους πολιτισμούς μας. Με κανέναν μας. Απόλυτα εναρμονισμένοι με την φύση (τους) και αναπτυγμένοι με έναν ολότελα διαφορετικό τρόπο, παραμένουν ασφαλείς στον πλανήτη τους, στην «αγκαλιά» της «μητέρας» τους. Όπως ήμασταν κάποτε όλοι μας. Παρόλα αυτά δεν μπορούμε να τους δούμε όπως πρέπει και αφήνουμε την παρωπιδική μας όραση να κοιτάει μόνο τον (φαινομενικά) μινιμαλιστικό εξ-οπλισμό και το (εντυπωσιακό) γαλάζιο χρώμα τους. Και εισβάλουμε. Η σύγκρουση των δύο λαών φέρνει την φύση στα όρια της και αυτή με την σειρά της επεμβαίνει για να επέλθει η ισορροπία. Χωρίς να κρίνει και χωρίς παίρνει το μέρος κανενός. Όπως πρέπει.

Η υπεροψία μας όμως δεν περιορίζεται μόνο στις προθέσεις τις εισβολής μας. Δυστυχώς έχει απλωθεί και στην κριτική μας. Το Avatar δεν είναι το μέλλον του σινεμά, είναι το παρόν και (μας) δείχνει τον δρόμο. Όμως στις μέρες μας έχουμε μάθει να κρίνουμε με αντικειμενικά κριτήρια και λεξικολογικούς ορισμούς, μιλώντας πάντα με αυστηρούς επικοινωνιακούς όρους. Μάθαμε περισσότερο να μιλάμε με κομπλεξισμό και λιγότερο να απολαμβάνουμε με την καρδιά μας τα απλά πράγματα. Ο Cameron εδώ καταφέρνει κάτι πολύ σπάνιο και σημαντικό. Να γυρίσει τον χρόνο πίσω, να μας πάει ξανά στο τότε. Όταν το γοητευτικό συναντούσε το ξένο και η αγνότητα την επιθυμία της αναζήτησης. Από όλους εμάς που ασπαζόμαστε τις αξίες και τα πάθη του δημιουργού, εκ μέρους όλων. Ευχαριστούμε…

Chris Zafeiriadis

P.S.: …ακόμα και αν είναι μόνο για τρεις ώρες…

Δευτέρα 11 Ιανουαρίου 2010

When Harry Met Sally... (1989)

"- Harry, we are just going to be friends.
- Great, friends, the best thing…"

Όταν ο Harry γνώρισε τη Sally, ήταν λίγο έξω από ένα πανεπιστήμιο, «εξυπηρετώντας» αμφότεροι δια-προσωπικά (οικονομικά) συμφέροντα και «ανταλλάσσοντας» θα έλεγε κανείς, εμπιστοσύνη, όπως δύο άγνωστοί νέοι που μοιράζονται ένα μακρύ ταξίδι με το αυτοκίνητο. Κανείς όμως (ούτε και οι ίδιοι) δεν περίμενε ότι η αρχική αυτή, ιδιοτελής γνωριμία τους, θα κατέληγε σε μια (κινηματογραφική) σχέση η οποία συζητιέται, αναλύεται και τελικά βρίσκει ανταπόκριση σε τόσο μεγάλο αριθμό ανθρώπων, ακόμα και δεκαετίες μετά την πρώτη της εμφάνιση στο λευκό πανί. Διότι τέτοιοι άνθρωποι υπήρχαν, και θα υπάρχουν πάντα σε κάθε εποχή, σε κάθε μέρος του κόσμου. «Αναπόφευκτα».

Η ιστορία των δύο, όσο μικρή, προσωπική ή σεναριακά φιλοεμπορική και αν φαίνεται αρχικά, χτίζεται αργά (ή και πιο γρήγορα σε στιγμές) μέσα από ερωτήματα και προβληματισμούς του σύγχρονου κόσμου (μας), πατώντας όμως σε ένα από τα βασικότερα ένστικτα του ανθρώπου, την αρμονική συναισθηματική επιβίωση. Μια συναισθηματική επιβίωση αναγκαία για την ψυχή και το σώμα, αιώνια επιδιωκόμενη και επικίνδυνα ταυτόσημη με την δια-χρονική μας ύπαρξη.. Την ίδια συναισθηματική επιβίωση που ενίοτε μας κάνει να μουλαρώνουμε και άλλοτε να τρέχουμε σαν τρελοί, αδυνατώντας τις περισσότερες φορές να εξηγήσουμε τις ίδιες μας τις πράξεις.

Όταν ο Harry γνώρισε τη Sally, δύο τελείως διαφορετικοί χαρακτήρες έκαναν την εμφάνισή τους. Ανεξάρτητοι και οι δύο, έμοιαζαν (να θέλουν) να ξέρουν όχι μόνο τους εαυτούς τους αλλά και όλο τον υπόλοιπο κόσμο και τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί και αναπτύσσεται. Από την μία «αυτή», αξιαγάπητη, ρομαντική, έξυπνη, ψιλοσυντηρητική σε σημεία και πάντα αισιόδοξα περήφανη (“basically a happy person”), και από την άλλη «αυτός», νευρωτικός, πολυλογάς, ενίοτε εξυπνάκιας, αλάνι της εποχής (του) και του περιβάλλοντος (του), έχοντας πάντα γνώμη για το καθετί. Η μία σκέφτεται και μετά πράττει, ο άλλος πράττει και μετά σκέφτεται αυτά που έπραξε – η μεγάλη αλήθεια των δύο φύλων.

Η διαφορετική αντιμετώπιση της πραγματικότητας, η διαφορετική στάση ζωής, και ο μερικά αντίθετος τρόπος σκέψης, είναι μεν συστατικά που θα μπορούσαν να αποτρέψουν μια μακροχρόνια γνωριμία και – κατ’ επέκταση – μια εν δυνάμει σχέση, η ουσία της ιστορίας του Harry και της Sally όμως δεν εντοπίζεται στην αμφιλεγόμενη φιλική σχέση μεταξύ δύο ετερώνυμων ανθρώπων και η μετατροπή της σε σεξουαλική. Ούτε καν το ερώτημα μεταξύ φιλίας και έρωτα το οποίο τίθεται. Γιατί μέσα από τον εγωισμό, τις αντιπαραθέσεις και τις εξομολογήσεις τους, θέτονται, λέγονται και αποκαλύπτονται ερωτήματα και πραγματικότητες, τα οποία κάτω από τα τους νευρωτικούς διαλόγους και την οποιαδήποτε σεναριακή (ή μη) παραδοξότητα, καταλήγουν σε ένα βασικό και άκρως ανθρωπιστικό συμπέρασμα, αναλλοίωτο στο χρόνο, και τόσο επαναλαμβανόμενο όσο και η ίδια η ζωή.

Διότι, ο κινηματογράφος έχει αποδείξει ότι μπορεί αν θέλει να μιλήσει την γλώσσα της ζωής, λέγοντας την δική μας αλήθεια. Από το Lady Vanishes και την Casablanca μέχρι τον ίδιο τον Harry και την Sally, μακριά από ταμπέλες και καταστάσεις, μπορεί η ανομοιότητα των ανθρώπων να τονίζεται και να χρησιμοποιείται (άμεσα ή έμμεσα) για να χτιστούν σχέσεις, ιστορίες και πρωταγωνιστές, βασίζει όμως την αποδοχή (άμεση ή έμμεση και αυτή) και την διαχρονικότητα του στην ειλικρίνεια. Ελλείψει αυτής, οποιαδήποτε μορφή σχέσης είναι - και θα είναι πάντοτε - καταδικασμένη. Ειλικρίνεια στους διαλόγους και τις εικόνες, στις λέξεις και τα βλέμματα (μας). Την ίδια ειλικρίνεια που αποπνέουν τα λόγια των ηλικιωμένων ζευγαριών στα διαλείμματα της ταινίας, μαρτυρώντας σεβασμό, αγάπη και συναισθηματική πληρότητα του εγώ.


“Then the world discovers – As my book ends
How to make two lovers – Of friends….”

Chris Zafeiriadis


Αφιερωμένο σε ένα ζευγάρι φίλων οι οποίοι γνωρίστηκαν, φιλήθηκαν, πήραν πτυχίο και τελικά - μετά από μερικά χρόνια - ανακάλυψαν ότι πρέπει να είναι μαζί. Ευτυχώς ευτυχισμένοι. Καιρός να ανεβαίνετε προς τα πάνω, δε νομίζετε?