Παρασκευή 27 Ιουλίου 2012

The Fearless Vampire Killers (1967)



Βαθιά μέσα στις δαιδαλώδεις βουνοκορφές, στην παγωμένη καρδιά της μυθικής Τρανσυλβανίας, οι ατρόμητοι κυνηγοί βρικολάκων θα χορέψουν το χορό των απέθαντων θηραμάτων τους. Ένα χορό που τους φέρνει αντιμέτωπους με τα πλάσματα της νύχτας, πλάσματα κινηματογραφικά αγαπημένα, πρωταγωνιστές μακάβριων μύθων και τρομακτικών ιστοριών, αλησμόνητες και αγέραστες φιγούρες ενός κόσμου, όχι και τόσο μακρινού ή διαφορετικού από το δικό μας.

Επάνω σε αυτό τον κόσμο πατάει ο Polanski και επάνω του χτίζει το δικό του παραμύθι. Και το κάνει με τον πιο απολαυστικό τρόπο. Έχοντας περιλούσει την ατρόμητη ιστορία του με το χιούμορ και την ειρωνεία της δημιουργικής του φύσης, καταφέρνει να κρύψει στα σπλάχνα της δημιουργίας τόσο την λατρεία του για τέτοιου είδους βαμπιρικές ιστορίες, όσο και τις αλήθειες για την τρωτή και τόσο ευπαθή φύση του ανθρώπου. Από τον καθηγητή Abronsius (o Jack MacGowran να μοιάζει με γερασμένο αλλά σοφό Αστερίξ) και τον άξεστο βοηθό του Alfred  (o ηθοποιός Polanksi σε «φωτεινά» κέφια), μέχρι την μεγαλοπρεπή φιγούρα του Ferdy Mayne ως κόμη Krolock και την παρα λίγο Sharon Tate extravaganza στο ρόλο της απαχθείσας Sarah (και μεταξύ μας, πως να ξεχάσεις την υπέροχη εικόνα της στο χιονισμένο παράθυρο), οι ήρωες παραμένουν σωματικά ευάλωτοι και ψυχικά μαραμένοι. Άλλωστε ο πανέξυπνος Πολωνός στις ταινίες του μιλούσε πάντοτε για το μεγαλείο και τη φθορά της ανθρώπινης ψυχής και ποτέ της σάρκας. Μιας ψυχής που ποτέ δεν σταματά να επιζητά, να παλεύει και να λαχταρά, σαν να είναι η τελευταία της μέρα στο ρου μιας ακόμα γερασμένης αιωνιότητας.

Νομίζω όμως πως και ο ίδιος ο σκηνοθέτης δεν περίμενε την καταξίωση με τούτο το παγωμένο αριστοτέχνημα. Αυτό που στόχευε ήταν μάλλον την καλλιτεχνική του εκσπερμάτωση η οποία θα γεννοβολούσε την εμπιστοσύνη μιας δύσκολης (αλλά αχόρταγης) αγοράς, την οποία και κέρδισε λίγο αργότερα παρέα με ένα κορίτσι που το λέγαν Rosemary. Η ταινία όμως, παρά την κωμική της ατμόσφαιρα και την ενορχηστρωμένη της παραδοξότητα, παραμένει μια σοβαρή πρόταση. Δε σατιρίζει ξεδιάντροπα και ούτε αγκιστρώνεται στους μύθους τους οποίους διαλαλεί κατακρεουργώντας τους, μονάχα τους δανείζεται για να δημιουργήσει τους δικούς της διαχρονικούς ήρωες. Και τα καταφέρνει χωρίς ίχνος ντροπής ή αμοραλισμού, με σαράντα σχεδόν χρόνια στην πλάτη, να παραμένει αυθεντικά καλλιτεχνική, επίκαιρη και φρέσκια όπως οι απέθαντοι πρωταγωνιστές της.

Chris Zafeiriadis

Πέμπτη 12 Ιουλίου 2012

Le Havre (2011)



Πλημμυρισμένο με τα πιο έντονα χρώματα των ανήσυχων αλλά πάντοτε χαμογελαστών πρωταγωνιστών του και αφιερωμένο στα βλέμματα ολόκληρου του κόσμου, το «μικρό» Λιμάνι της Χάβρης αναμετράται με τη σύγχρονη μεταναστατευτική πραγματικότητα, φιλοδοξώντας παράλληλα να υπενθυμίσει σε όλους εμάς την ανάγκη της ανθρώπινης επικοινωνίας. Μια από τις χαρακτηριστικότερες στιγμές του Φινλανδού δημιουργού και μια από τις ομορφότερες ιστορίες που μας χάρισε τα τελευταία χρόνια ο ευρωπαϊκός κινηματογράφος, αφήνει την αισιοδοξία του παραμυθιού να αγκαλιάσει τα καρέ, αγκαλιάζοντας παράλληλα τις ψυχές των θεατών που θα την παρακολουθήσουν.
Ή τους ναυαγούς που έτυχε να ναυαγήσουν στο λιμάνι μιας τέτοιας αλήθειας. 

Chris Zafeiriadis

Τρίτη 5 Ιουνίου 2012

Cruciamentum - Engulfed in Desolation



Το underground φλέγεται. Με τις φωτιές του να απλώνονται επιθετικά, όπως ακριβώς συνέβαινε στις αρχές των 90’s, με δεκάδες νέα και κυρίως πωρωμένα συγκροτήματα να μοιράζονται την επιθανάτια ευθύνη για τα αποκαΐδια που αφήνουν πίσω. Η μουσική των Cruciamentum πυρπολεί ακατάπαυστα τα αυτιά και την ψυχή του ακροατή όπως ακριβώς οφείλει να πράττει το γνήσιο death metal που αγαπάμε. Τα μέλη του συγκροτήματος από την Μ. Βρετανία έχουν μελετήσει (και αφομοιώσει) στο έπακρον τις θανατερές επιρροές με τις οποίες γαλουχήθηκαν και διδάχτηκαν στο πέρασμα του χρόνου,  ποτίζοντας το συναίσθημα τους με το μίσος και το άσβεστο πάθος μιας χαοτικής γενιάς που πρέπει να καταστρέψει για να μπορέσει να δημιουργήσει ξανά. Να δημιουργήσει μια γαμημένη τέχνη η οποία θα εμπνεύσει και θα χαρίσει δύναμη και σθένος σε εκείνους που το έχουνε ανάγκη.

Σήμερα, με την ψυχή στην άβυσσο και την καρδιά να σπαρταράει, περισσότερο από ποτέ.


Chris Zafeiriadis 

Πέμπτη 24 Μαΐου 2012

Funny Face (1957)


Δεν γνωρίζω κατά πόσο θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι το Funny Face είναι μια αριστουργηματική και αναγκαία για τον απαιτητικό σινεφίλ, ταινία. Δεδομένης της ψυχρολουσίας του πρώτου δεκάλεπτου, μάλλον το αντίθετο συμβαίνει. Εκεί ακριβώς είναι που εμφανίζεται η μικρή πρωταγωνίστρια Jo για να κυριαρχήσει στην ταινία, μεταλλάσσοντάς την από ανυπόφορη φαρσοκωμωδία που θέλει να οικειοποιείται το ροζ ως το χρώμα που θα σώσει τον πλανήτη, σε μια ανέμελα μικρή, πλην όμως απολαυστική, ιστορία αγάπης - για τους λιγότερο παραπονιάρηδες και περισσότερο ρομαντικούς θεατές. Αγάπης τόσο προς το πρόσωπο του έτερου πρωταγωνιστικού χαρακτήρα του - εξίσου κυρίαρχου-  Dick, όσο και προς την ακτινοβολούσα Πόλη του Φωτός και την λάμψη που εκπέμπουν οι διάσημοι δρόμοι της.

Το υλικό του Doden μοιάζει αρχέγονα θηλυπρεπές. Από το κακόγουστα στημένο περιοδικό μόδας (με το ειρωνικό όνομα «Quality» και τα σχεδόν διαστημικά γραφεία του) και τις δολοφονικές στιχομυθίες μεταξύ των δύο φύλλων, μέχρι τις ρομαντικές βόλτες στα φεγγαροφωτισμένα σοκάκια του Παρισιού και το αναμενόμενο φιλί στο φινάλε, θαρρείς πως αυτή η ταινία δεν επιζητά τίποτα παραπάνω από την αναγνώριση της ως μια αστεία μουσικοχορευτική παράσταση, τοποθετημένη στην πιο διάσημη πόλη του κόσμου.

Μια παράσταση που χρησιμοποιεί τις αριστοτεχνικές χορευτικές ικανότητες του μεγάλου Astaire (κάποια στιγμή ίσως θα έπρεπε να αναζητήσουμε την σύγκριση με το σήμερα – για να μην την επιτύχουμε ποτέ) και το αθώο βλέμμα της (λιγότερο, πλέον) εύθραυστης Hepburn, για να δώσει την δυνατότητα στον σκηνοθέτη να σχολιάσει και τελικά να ξεμπροστιάσει την υποκρισία του πνεύματος και της σοφίας έναντι της σάρκας και των κρυμμένων πόθων, αποθεώνοντας παράλληλα το πνεύμα του κόσμου της μόδας και της πασαρέλας. Δεν ξέρω αν αυτό είναι απόλυτα αξιοπρεπές, είναι όμως απόλυτα διασκεδαστικό να το βλέπεις ακόμα και σήμερα, που τα γούστα του κόσμου αδυνατούν να αλλοιωθούν με το πέρασμα του χρόνου. Το όμορφο πάντα θα τραβάει το βλέμμα και το χειροκρότημα των ανθρώπων, το αθώο πάντα θα κρυφολαχταρά να μετατραπεί σε ένοχο, ενώ το πρόστυχο πάντοτε θα διεγείρει εκείνους που διεγείρονται από την πρόστυχη, αλλά ειλικρινή, φαντασία τους.

Δεν είμαι σίγουρος αν υπάρχει κάποιος που θα κατέτασσε το Funny Face στην κορυφή των μουσικοχορευτικών 50’ς (αντίθετα με το Singing in the Rain το οποίο μοιάζει να αγαπάται περισσότερο και από περισσότερους) αλλά φαντάζομαι πως οι γυναίκες (πρωτίστως εκείνες με κοριτσίστικη καρδιά) θα ευχαριστηθούν και με το παραπάνω το αστείο αυτό, ροζ μουτράκι της ιστορίας. Οι πιο αρρενωποί χαρακτήρες ίσως χρειαστεί να ψάξουν στις λεπτομέρειες για να καταφέρουν να αντικρύσουν αξιόλογες στιγμές (όπως τον σχεδόν ψυχεδελικό χορό της Jo στο ημίφως ενός μπαρ ή στους κρυφο-screwball διαλόγους με την αρχισυνταξία του περιοδικού). Μην απορείς, έχω ακούσει να λένε ότι στις λεπτομέρειες κρύβονται οι πιο ένοχοι πόθοι αλλά και οι πιο ευγενείς απολαύσεις των ανθρώπων. 
Τί μάρκα είπαμε φοράει ο Διάβολος;


Chris Zafeiriadis

Παρασκευή 11 Μαΐου 2012

Carnage (2011)



Εγκλωβισμένος ανάμεσα στις καλογυαλισμένες ταπετσαρίες ενός τυπικού (γι’ αυτό, ίσως, και συμβολικού) διαμερίσματος, τοποθετημένου σε μια τυχαία γωνιά του δυτικού πολιτισμού, ο Θεός της Σφαγής θα πετσοκόψει τους τέσσερις μεσήλικες πρωταγωνιστές του και θα διαχύσει τα εντόσθια τους στους τέσσερις τοίχους (έναν για κάθε πρωταγωνιστή),  εξολοθρεύοντας κάθε ίχνος επίσημης (και υποχρεωτικής) ευγένειας που μας χαρακτηρίζει. Κάπως έτσι, το επιβεβλημένο αστικό  προσωπείο γίνεται ρημάδι, δίνοντας την θέση του στην πιο απολαυστική αποδόμηση της πολιτισμένης διαγωγής μας, σε μια ταινία που πιθανότερο είναι να μισήσεις, παρά να αγαπήσεις.   

Παρακολουθώντας την Σφαγή έπιασα τον εαυτό μου να χαμογελάει σαρδόνια. Όχι από τα (λιγότερο)κωμικο(και περισσότερο)τραγικά, φαιδρά ευτράπελα των δύο ζευγαριών αλλά από την σοφία που αναβλύζει μέσα από την παγίδα που τους έστησε ο σκηνοθέτης. Στην αρχή τους φέρνει αντιμέτωπους με έναν καθημερινό, συνηθισμένο (ακόμα και αν κατέληξε σε μικρή αιματοχυσία) καβγά των τέκνων τους και στη συνέχεια (με τους ματωμένους πρωταγωνιστές απόντες) τους επιβάλει να εξετάσουν τις διαφορές των δύο παιδιών, εξετάζοντας παράλληλα και τους λόγους που μια άγουρη κοινωνία εκκολαπτόμενων αστών, προτιμά να λύνει τα προβλήματά της πολεμώντας με ξύλινα όπλα στα χέρια, παρά με την σοφία των ενηλίκων. Μια σοφία που ακόμα και αν μοιάζει παρούσα στα πρώτα λεπτά της ταινίας, στη συνέχεια καταδικάζεται στην αφάνεια, σαν να μην υπήρξε ποτέ.   

Το θεατρικό της Yasmina Reza μοιάζει το ιδανικό όπλο για να εξαπολύσει ο σκηνοθέτης μια τυπική (πλην όμως, πάντοτε αναγκαία) επίθεση στην ανθρώπινη ευγένεια.  Και δεν χρειάζεται να κάνει τίποτα παραπάνω από το να αφήσει χώρο σε αυτούς τους μανιακούς ρημαδόρους να ρημάξουν την απαστράπτουσα αξιοπρέπειά τους, ρημάζοντας παράλληλα την κατανόηση των συμβάντων και, κατ’ επέκταση, του εαυτού τους. Γυαλισμένες εξωτερικά αλλά τσαλακωμένες εσωτερικά υπάρξεις, οι οποίες  παραμένουν τρομοκρατημένες στη θέα μιας αλήθειας που δεν λέγεται, πνίγουν την θλίψη τους σε ακριβά ουίσκι και χειροποίητες τάρτες φρούτων, κρύβοντας παράλληλα την περιρρέουσα κακοθυμία τους σε ακριβά λευκώματα φωτογραφιών και σπάνιες εκδόσεις βιβλιοδετημένων αναμνήσεων.   

Κοιτώντας όμως τη φιλμογραφία του Πολωνού, διαπιστώνεις ότι δεν έχουν αλλάξει και πολλά από όταν το Μαχαίρι έκοβε στα δύο τον φαινομενικό πολιτισμό στον οποίο ανήκουμε. Για τους περισσότερο (απαισιόδοξους, ρεαλιστές) δεν πρόκειται να αλλάξει κάτι, ακόμα κι αν περάσουν χίλια χρόνια από τώρα και χίλιοι άνθρωποι βρεθούν στα ίδια σπίτια που κατοικούμε σήμερα εμείς. Αυτό που ίσως αλλάξει (για τους αισιόδοξους, ρομαντικούς) είναι η προσωπική μας παραδοχή. Διότι ακόμα και αν το προσπαθούμε καθημερινά, δεν μπορούμε να φαινόμαστε συνεχώς ως εκείνοι που θα έπρεπε. Αναπόδραστα, κάποια στιγμή θα φανούμε αυτοί που πραγματικά είμαστε. Μπορούμε να υποκριθούμε, όχι όμως για πάντα, μπορούμε να κρυφτούμε, έως την στιγμή που θα ξεράσουμε τους εαυτούς μας στα μούτρα εκείνων που το αξίζουν περισσότερο.   

Chris Zafeiriadis