Τετάρτη 19 Σεπτεμβρίου 2012

Braindead (1992)



Ήταν αρχές της δεκαετίας του ‘90 όταν ο Jackson αποφάσισε να ταξιδέψει στο κινηματογραφικό(;) Skull Island, γνωστό και ως σπίτι του βασιλιά Kong, όχι όμως για να αναμετρηθεί με το υπερμεγέθες μεγαλείο του πελώριου αυτού γορίλα (αυτό θα το κάνει λίγα χρόνια αργότερα, χαρίζοντάς μας ένα αριστουργηματικό remake), αλλά για να ανακαλύψει/αποκαλύψει ένα σπάνιο υβρίδιο ζώου, διασταύρωση τρωκτικού και κερκοπιθήκου, υβρίδιο ικανό να προκαλέσει τρόμο, αποστροφή, θάνατο και τελικά ανάσταση σε όσους έχουν την ατυχία να αναμετρηθούν μαζί του. Άλλωστε το νησί στο οποίο φιλοξενείται το αλλόκοτο αυτό είδος, μοιάζει σαν τόπος ξεχασμένος από τον φθοροποιό χρόνο, ανέπαφος από τις ανθρώπινες εξελίξεις και τελικά απομακρυσμένος από οποιοδήποτε είδος ανθρώπινης λογικής. Το παράλογο εδώ, έχει την τιμητική του.

Όμως ο Jackson θέλει να δημιουργήσει μια ταινία στον τόπο που τον γέννησε. Έτσι, μετά από τα πρώτα εισαγωγικά λεπτά, το τερατουργηματικό υβρίδιο πέφτει θύμα της ανθρώπινης απληστίας, παγιδεύεται, ταξιδεύει και φυλακίζεται σε έναν φτωχό ζωολογικό κήπο, στο Wellington της Νέας Ζηλανδίας. Και αν δεν έχεις ταξιδέψει στη Νέα Ζηλανδία, παρόλο που η χώρα τοποθετήθηκε κυριολεκτικά στην άκρη της γης, ο σκηνοθέτης θα σου περιγράψει πώς οι άνθρωποι εκεί δεν διαφέρουν καθόλου από όλους τους υπόλοιπους συνοίκους  αυτού του πλανήτη. Με τον ίδιο τρόπο γεννιούνται,  αναπτύσσονται, φαντασιώνονται, ποθούν σαν μικρά παιδιά (όχι πάντοτε όμορφα) και ενηλικιώνονται, μερικοί από αυτούς εγκλωβισμένοι σε μια πλήρως ανεπτυγμένη μητρική φυλακή. Όπως ο πρωταγωνιστής Lionel, έρμαιο των προσταγών της χήρας μητέρας του, απομονωμένοι και οι δυο σε ένα μοναχικό σπίτι στην άκρη της πόλης, κατ' εικόνα και καθ' ομοίωση, θαρρείς, του οίκου των Bates από το αινιγματικό Ψυχώ.

Η επίθεση σε αυτό το μητρικό αντί-πρότυπο γίνεται διπλά.

Από την μία η εμφάνιση της νεαρής και όμορφης Paquita η οποία υπό την καθοδήγηση μιας τράπουλας tarot διεκδικεί από τον Lionel έναν έρωτα που θα κρατήσει μια ζωή (sic), διεκδικώντας παράλληλα μια θέση στην καρδιά του νεαρού αυτού άντρα. Μια θέση η οποία μέχρι τώρα ανήκε σε μια μητέρα η οποία δεν νοεί να αποχωριστεί το μονάκριβό της τέκνο και μέσα στην ασυμφωνία του παράλογου και απολυταρχικού μυαλού της, θα κάνει τα πάντα για να αποτρέψει αυτή τη «συνεύρεση». Διακωμώδηση εδώ δεν υπάρχει από τον σκηνοθέτη, τουλάχιστον όχι όσο προστάζουν οι περιστάσεις, υπάρχει όμως μια απαστράπτουσα πραγματικότητα που θέλει τους δύο συμμετέχοντες στο δίπολο μητέρα-γιος αλληλένδετα εξαρτημένους και απόλυτα αλληλοεπιδράσιμους. Όχι όμως για πάντα.

Από την άλλη, το τερατουργηματικό υβρίδιο επιτίθεται και μολύνει τη μάνα σε μια στιγμή αδυναμίας της, μετατρέποντάς την σταδιακά σε μια παραμορφωμένη και απέθαντη απειλή. Ένα νεκροζώντανο και νεκραναστημένο κουφάρι το οποίο με τη σειρά του εξαπολύει τον θάνατο σε όσους πλησιάζουν το σπίτι, σε όσους παρέμειναν συνένοχοι στην εθελοτυφλία τους (αχόρταγα αφοσιωμένοι στις δικές τους κρεμώδεις αδυναμίες) και σε όσους αμφισβητούν την αδιάλειπτη αγάπη προς τον μονάκριβο γιο της (κυρίως μετά θάνατο).  Κάπου εκεί ένας αιματοβαμμένος  χορός απέθαντων ξεκινά .


Μετά την μεταμόρφωση της μητέρας σε απέθαντη, καταβροχθίστρια σάρκας, ο Jackson οργιάζει. Μέσα στα εμπνευσμένα του καρέ παρελαύνουν όλοι οι σινεματικοί του ήρωες, όσοι αγάπησε και όσοι αναπόδραστα του δίδαξαν τους φανερούς και κρυφούς μηχανισμούς του κινηματογράφου. Μέσα στο Braindead αναπνέουν οι νεκροζώντανοι του Romero φιλτραρισμένοι από την ανεμελιά του Raimi και το μεράκι του Yuzna, η ακρότητα του Gordon Lewis παρέα με τον όραμα του εφετζή Harryhausen, μερικές σταγόνες από την διασκεδαστική παράνοια των ταινιών του Henenlotter, ένα παραμύθι αναλλοίωτης πίστης, και ένα φιλί βγαλμένο από ολόκληρη τη ρομαντζάδα των χολιγουντιανών 40ς.

Όλα τα παραπάνω πολλαπλασιασμένα …επί χίλια (εκτός του φιλιού), καταλήγουν σε ένα φιλάνε άξιο απέραντης μνείας, με τον νεαρό Lionel να αγωνίζεται με στρατιές παραμορφωμένων εχθρών, να πνίγεται από την ακατάστατη αιματοχυσία και τελικά να απογαλακτίζεται και να αναγεννιέται μέσα από τα σπλάχνα της μητέρας που τον γέννησε, ασπαζόμενος την τότε ανεξαρτητοποιημένη Νέο-Ζηλανδική πραγματικότητα (στο πλαίσιο ανεξαρτησίας της χώρας το 1947 – άλλωστε η ταινία τοποθετείται αόριστα στα 50’s). Μια αναγέννηση όμοια με εκείνη του ντεμπούτου Bad Taste που μεταμόρφωσε τον Jackson από ονειροπόλο κινηματογραφόφιλο σε ερασιτέχνη κινηματογραφιστή και τώρα σε δημιουργό παγκόσμιας εμβέλειας και λατρείας.

Κάπου εκεί το Braindead αποκαλύπτεται και μου θυμίζει γιατί αγαπώ αυτή τη τέχνη. Μπορεί η ταινία του Jackson να είναι λουσμένη στο αίμα και τα εντόσθια, μπορεί από τα θεμέλιά της να είναι χτισμένη επάνω στη κωμωδία και την σάτιρα, παραμένει όμως η επίτευξη ενός ονείρου, απόσταγμα της νεανικής και ακόρεστης φαντασίας ενός ανθρώπου, ικανού να πλάθει και να γκρεμίζει (κινηματογραφικούς) κόσμους, χωρίς ούτε για μια στιγμή να γίνεται θρασύς ή μεγαλομανής. Σαν ένα μικρό παιδί που του έδωσαν το αγαπημένο του παιχνίδι και άφησαν να το χαρεί οργιάζοντας χωρίς φειδώ και χωρίς περιορισμούς, με την φαντασία του αχαλίνωτη και το πείσμα του για δημιουργία ακλόνητο. Ένα πείσμα που μεταμορφώνει τις ευχές του σε πραγματικότητα και τα όνειρά του σε εικόνες καθιστώντας το Braindead ως την απολαυστικότερη κωμωδία των 90’s, την πιο αιματοβαμμένη ταινία που μπορώ να θυμάμαι και την καλύτερη γραφή ενός σπουδαίου σκηνοθέτη, η καριέρα του οποίου ακόμα ξετυλίγεται.

Υπερβολές, έτσι; Χμμ…

Chris Zafeiriadis

Τετάρτη 5 Σεπτεμβρίου 2012

Restless (2011)



Το Restless, παρ’ όλη την μακάβρια αύρα και την προ/μετά/θανάτια αναπνοή του, παραμένει ένα συναισθηματικό παραμύθι. Ένα παραμύθι από εκείνα που διαβάζονται τις πιο δύσκολες στιγμές και τις μεταμορφώνουν σε αθάνατες εμπειρίες μιας ζωής χωρίς φινάλε. Άλλωστε, είχα ακούσει κάποτε να λένε ότι κάποιες αναμνήσεις μένουν για περισσότερο από μια ζωή. Ταινίες σαν και τούτη εδώ, με την ανασφάλεια, την νεανική απειρία και την περιρρέουσα μελαγχολία τους, δε θέλησαν ποτέ να (επανα)προσδιορίσουν το δράμα αλλά να αγγίξουν, έστω και κλασματικά, τη στιγμή. Τη στιγμή που χωρίς φειδώ μοιράζονται οι δύο νεαροί πρωταγωνιστές, ακόμα και όταν ο θάνατος τούς έτυχε σαν φίλος, σιγοτραγουδώντας το τραγούδι μιας λάθος εποχής.

Δεν ξέρω και για να πω την αλήθεια, δεν θα ήθελα να μάθω κιόλας, αν για τον Gus van Sant αυτή είναι μια σημαντική ταινία. Ξέρω όμως ότι παραμένει μια από τις ομορφότερες στιγμές μιας πολυμορφικής και αυθόρμητα αντισυμβατικής φιλμογραφίας. Και μπορεί ο δημιουργός, μετά από τόσα χρόνια και τόσες ταινίες που μας έχει χαρίσει να μην έχει καταφέρει ακόμα να γίνει φίλος (αλήθεια όμως, δεν είναι δικό μου το λάθος), δεν μπορώ να πω όμως το ίδιο για την Annabel και τον Enoch (εκείνη μια μελαγχολική καουμπόισσα και εκείνος ένας περιπλανώμενος ονειροπόλος), δύο χαρακτήρες που τους συναντάς για μία φορά και τους θαυμάζεις για όλες τις υπόλοιπες, ακόμα και αν δεν καταφέρουν να σε πείσουν με την πρώτη. Πώς να ξεχάσεις άλλωστε το χαμόγελο και τη λαχτάρα τους να καταβροχθίσουν ό,τι τους έχει απομείνει, πώς να ξεχάσεις την αρμονία στο βλέμμα τους όταν κοιτάζονται στα μάτια, αντλώντας το οξυγόνο για μια βουτιά ακόμα στο άγνωστο της επόμενης αναπνοής.

Chris Zafeiriadis

Σάββατο 11 Αυγούστου 2012

Rosemary's Baby (1968)


Γνήσιο δείγμα auteurίστικης καλλιτεχνίας, το Μωρό της Ρόζμαρι έχει την δύναμη να γοητεύει. Από τους πανοραμικούς εναρκτήριους τίτλους και την αρκούντως μεθυστική μουσική του Christopher Komeda, η ταινία του Πολωνού σε μαγεύει σαν καλοκαιρινή πανσέληνος που ρίχνει απλόχερα τη φεγγαρόφωτη λάμψη της στα κορμιά των ανθρώπων. Και οι άνθρωποι, έτσι φεγγαροφωτισμένοι όπως είναι, χαμογελάνε, επιθυμούνε, κοιτάζουν γοητευμένοι και κρατιούνται χέρι-χέρι, κλείνουν τα μάτια και ονειρεύονται χωρίς φειδώ, θαρρείς και είναι το μόνο που τους έχει απομείνει να κάνουν στον άληκτο τούτο κόσμο. Έναν κόσμο αυθόρμητα θρησκόληπτο, αφιερωμένο και χτισμένο μέχρι την τελευταία του λεπτομέρεια πάνω σε φρονήματα, αξίες, ιστορίες και πεποιθήσεις εκατοντάδων χιλιάδων ετών, που μέχρι και σήμερα έχουμε την ανάγκη να πιστεύουμε. Και η πίστη είναι ένα από τα μεγαλύτερα όπλα του σύγχρονου και πολιτισμένου ανθρώπου. Μια από τις μεγαλύτερες αδυναμίες, επίσης.

Αντίθετα με όσα λέγονται, γράφονται και όσα τελικά ισχυρίζονται οι θεοσεβούμενοι (γι’ αυτό ίσως και θεοφοβούμενοι) επικριτές της ταινίας, το Μωρό της Ρόζμαρι παραμένει μια βαθύτατα χριστιανική ταινία. Δεν θα μπορούσε  να χαρακτηριστεί διαφορετικά μια ιστορία η οποία ασπάζεται με ευλάβεια τις θρησκευτικές αξίες της Δύσης, καταφέρνοντας τελικά να μιλήσει για τους ανθρώπους στο σύνολό τους, με ή χωρίς αυτές. Άλλωστε κάποια από τα διακριτικά της ανθρώπινης ύπαρξης παραμένουν όμοια σε όποια ομάδα (θρησκευτική, πολιτική ή γεωγραφική) και αν ανήκει κάποιος. Ο μεφιστοφελισμός του βιβλίου του Ira Levin μπορεί να κυριαρχεί σαν ιδέα, παράγει όμως αμέτρητους συνειρμούς για μια καταπιεσμένη κοινωνία που πάσχει αντί να θεραπεύει, διχάζει αντί να ενώνει και τελικά συνωμοτεί, παραδομένη αβίαστα σε εκείνον που έχει την δύναμη να πραγματοποιήσει τα ονειρικά απωθημένα της. Και η κάμερα του Polanski, με την ειρωνεία και τον ανορθολογισμό της να καλπάζουν στα περισσότερα καρέ, ξεγυμνώνει με την ίδια ευλάβεια το μεγαλείο της αδυναμίας, ξεγυμνώνοντας παράλληλα αέναες αλήθειες του ανθρωπίνου γένους, ανεξαρτήτως θρησκείας.

Η ιστορία της Ρόζμαρι και του μεφιστοφελικού της τέκνου μοιάζει από τα θεμέλιά της αφιερωμένη στην επιθυμία. Επιθυμία η οποία ξεχειλίζει από τους πρώτους ακόμα διαλόγους, όταν οι επικείμενοι γονείς βρίσκονται προς αναζήτηση στέγης. Κάπου εκεί, η πρώτη κιόλας λαχτάρα της Μητέρας πραγματοποιείται, για να δώσει την θέση της σε εκείνες που θα ακολουθήσουν. Το μεγαλοπρεπές διαμέρισμα αποκτάται και μαζί το όνειρο της μητρότητας αρχίζει να εκκολάπτεται, δημιουργώντας μια «νέα αρχή», όπως χαρακτηριστικά αναφέρει η Ρόζμαρι, για το νεαρό ζευγάρι. Από εκεί και έπειτα το έργο των σατανολάτρων ακολούθων μπαίνει σε εφαρμογή, με το νεαρό κορίτσι να πρωταγωνιστεί σε μια συνουσία μυστική και να βιάζεται τόσο σωματικά όσο και πνευματικά, ταλαντευόμενη μεταξύ δια-νοητικής φθοράς και αντικειμενικής αφθαρσίας.

Μέχρι το μνημειώδες φινάλε και την αποκάλυψη της αποτρόπαιης αλήθειας(;), ο Polanski θα αποδεσμεύσει το κοινό από όλες τις προκαταλήψεις που μπορεί να δεσμεύουν τους ανθρώπους και θα χρησιμοποιήσει το άμορφο Κακό (άλλωστε, ούτε το μωρό, ούτε ο διάσημος πατέρας του εμφανίζονται ποτέ στην οθόνη) χτίζοντας μια αρραγή εωσφορίζουσα ατμόσφαιρα για να μαγέψει τους απαιτητικούς, να προσβάλει τους ευκολόπιστους και να ικανοποιήσει τόσο την τελευταία επιθυμία της υπέροχης πρωταγωνίστριας όσο και τους ακριβοθώρητους μάρτυρες της Ιδέας. Μιας Ιδέας η οποία μπορεί να ακολουθεί ένα διαφορετικό μονοπάτι, παραμένει όμως ένα Ιδανικό για το οποίο κάποιοι θα σκότωναν και άλλοι θα θυσίαζαν ακόμα και την ζωή τους για την υπεράσπισή του.

Αν όμως κάτι απομένει μετά τους συναισθηματικά ακραιφνείς τίτλους τέλους δεν είναι  η (μη) αποδοχή της μυθολογίας, αλλά η επικράτηση της προσωπικής μας επιθυμίας. Επιθυμίας να έρθουμε ξανά κοντά, κάνοντας έρωτα χωρίς περιττές αυταπάτες, βυθισμένοι στη δική μας ερεβώδη πραγματικότητα. Με ένα ποτήρι ερυθρό κρασί να μεθάει τη στιγμή και το αιώνιο φως του μακρινού φεγγαριού να λούζει τα αμαρτωλά μας ένστικτα  αφυπνίζοντας παράλληλα τα πιο ανομολόγητά μας πάθη. Left hand path

Chris Zafeiriadis

Παρασκευή 3 Αυγούστου 2012

Tyrannosaur (2011)



Με δάκρυα στα μάτια και στην καρδιά οργή…

Ο Τυραννόσαυρος ξεκινάει με έναν θάνατο. Ένας άντρας αποχαιρετά τον πιο πιστό, τετράποδο φίλο του, θάβοντάς τον στην αυλή που κάποτε ένιωσε σαν στο σπίτι του και στη συνέχεια μένει μόνος να κουβαλά το βάρος της ανάμνησης. Αποχαιρετά το μοναδικό ίσως πλάσμα που κατάφερε να (τον) αγαπήσει, μέσα σε ένα κόσμο λουσμένο στο θυμό και την απογοήτευση των κατοίκων του. Θυμό και απογοήτευση που γεννοβολούν το θάνατο, προκαλώντας παράλληλα θλίψη και οργή για έναν τόπο στον οποίο έτυχε να ανήκουμε όλοι, χωρίς σύνορα και χωρίς γεωγραφικούς προσδιορισμούς. Κάπου εκεί, συνειδητοποιείς ότι αυτός άντρας έχει από καιρό αποχαιρετήσει την πίστη του, άκρατο σύμβολο μιας ολόκληρης εποχής η οποία πενθεί χωρίς να το καταλαβαίνει, πλημυρισμένη από ανθρώπους που είτε ξέχασαν να αγαπήσουν τους εαυτούς τους, είτε τους αγάπησαν περισσότερο από όσο το άξιζαν.

Η ταινία του Considine (με το συναισθηματικό βάρος ενός ...τυραννόσαυρου) μιλάει για τον άνθρωπο με τις πιο αδυσώπητες αλήθειες. Τον άνθρωπο που εγκλωβισμένος σε ένα ζοφερό παρόν, πιο εύκολα καταστρέφει απ’ ό,τι δημιουργεί, πιο εύκολα θυμώνει απ’ ό,τι χαμογελάει, πιο εύκολα απογοητεύεται απ’ ό,τι προσπαθεί. Και τελικά, πιο εύκολα απεχθάνεται απ’ ό,τι καταφέρνει να αγαπήσει. Θαρρείς και η αγάπη έχει εκλείψει απ’ το σήμερα, θαρρείς ότι κοντοστάθηκε στο χτες, αδυνατώντας να ρίξει το βλέμμα της σε εκείνους που το έχουνε ανάγκη. Εκείνους τους ψυχογραφημένα ευάλωτους που έχασαν τον δρόμο τους χωρίς να το καταλάβουν, που νιώθουνε την θλίψη χωρίς να το συνειδητοποιούν.

Ο Joseph και η Hannah (με το θρησκευτικό αντίκτυπο των ονομάτων τους) έχουν από καιρό χάσει τον δρόμο τους, περικυκλωμένοι από ανθρώπους που δεν ζήτησαν ποτέ. Ανθρώπους που τους περιβάλλουν σαν τύραννοι, χαμένοι και αυτοί σε ένα σάπιο τόπο που τους ανήκει ολοσχερώς. Ανθρώπους που ψάχνουν από κάπου να πιαστούν, σαν συναισθηματικοί ναυαγοί που ζητούν βοήθεια από τον Θεό, αναζητώντας μια συγχώρεση που δεν τους δόθηκε ποτέ. Αλήθεια όμως, πότε ήταν η τελευταία φορά που βοήθησε κάποιον ο Επουράνιος Πατέρας; Πότε ήταν η τελευταία φορά που μας έλουσε στο φως, φωτίζοντας παράλληλα το σκοτάδι που μας περιβάλλει όλους; Ο Θεός δεν αγγίζει, δεν παίρνει θέση και δε βοηθά ποτέ κανέναν, μονάχα παρατηρεί περιμένοντας να αλλάξουμε ρότα, να βρούμε τη δύναμη να προχωρήσουμε προς τη σωστή κατεύθυνση. Τα θαύματα που είχαμε στη διάθεσή μας, νομίζω τα έχουμε εξαντλήσει προ πολλού. Παρόλα αυτά, ο παράδεισος δεν έχει χαθεί.

Διότι στη ζωή που μας έτυχε δεν υπάρχει καλός η κακός άνθρωπος, υπάρχει μόνο ο τρόπος που διαχειρίζεσαι τα συναισθήματά σου. Όπως δεν υπάρχει εξυπνάδα ή αφέλεια, υπάρχει ο τρόπος που διαχειρίζεσαι το μυαλό σου. Ίσως ακόμα να μην υπάρχει θεός ή διάβολος αλλά ο τρόπος που χωρίς φειδώ διαχειρίζεσαι τις προσευχές σου. Μέσα σε όλα αυτά έρχεται για όλους η στιγμή που πρέπει να αμφισβητήσουμε τις πεποιθήσεις μας, αμφισβητώντας παράλληλα τις μέχρι τώρα επιλογές μας. Ίσως τότε καταφέρουμε να αποδεσμευτούμε από τα αόρατα δεσμά που μας κρατούν αιχμάλωτους, ίσως τότε καταφέρουν να κοιτάξουμε ο ένας τον άλλο στα μάτια, λυτρωμένοι και ελεύθεροι, ο καθένας από εμάς ηγέτης στη δική του Εδέμ.

Chris Zafeiriadis

Παρασκευή 27 Ιουλίου 2012

The Fearless Vampire Killers (1967)



Βαθιά μέσα στις δαιδαλώδεις βουνοκορφές, στην παγωμένη καρδιά της μυθικής Τρανσυλβανίας, οι ατρόμητοι κυνηγοί βρικολάκων θα χορέψουν το χορό των απέθαντων θηραμάτων τους. Ένα χορό που τους φέρνει αντιμέτωπους με τα πλάσματα της νύχτας, πλάσματα κινηματογραφικά αγαπημένα, πρωταγωνιστές μακάβριων μύθων και τρομακτικών ιστοριών, αλησμόνητες και αγέραστες φιγούρες ενός κόσμου, όχι και τόσο μακρινού ή διαφορετικού από το δικό μας.

Επάνω σε αυτό τον κόσμο πατάει ο Polanski και επάνω του χτίζει το δικό του παραμύθι. Και το κάνει με τον πιο απολαυστικό τρόπο. Έχοντας περιλούσει την ατρόμητη ιστορία του με το χιούμορ και την ειρωνεία της δημιουργικής του φύσης, καταφέρνει να κρύψει στα σπλάχνα της δημιουργίας τόσο την λατρεία του για τέτοιου είδους βαμπιρικές ιστορίες, όσο και τις αλήθειες για την τρωτή και τόσο ευπαθή φύση του ανθρώπου. Από τον καθηγητή Abronsius (o Jack MacGowran να μοιάζει με γερασμένο αλλά σοφό Αστερίξ) και τον άξεστο βοηθό του Alfred  (o ηθοποιός Polanksi σε «φωτεινά» κέφια), μέχρι την μεγαλοπρεπή φιγούρα του Ferdy Mayne ως κόμη Krolock και την παρα λίγο Sharon Tate extravaganza στο ρόλο της απαχθείσας Sarah (και μεταξύ μας, πως να ξεχάσεις την υπέροχη εικόνα της στο χιονισμένο παράθυρο), οι ήρωες παραμένουν σωματικά ευάλωτοι και ψυχικά μαραμένοι. Άλλωστε ο πανέξυπνος Πολωνός στις ταινίες του μιλούσε πάντοτε για το μεγαλείο και τη φθορά της ανθρώπινης ψυχής και ποτέ της σάρκας. Μιας ψυχής που ποτέ δεν σταματά να επιζητά, να παλεύει και να λαχταρά, σαν να είναι η τελευταία της μέρα στο ρου μιας ακόμα γερασμένης αιωνιότητας.

Νομίζω όμως πως και ο ίδιος ο σκηνοθέτης δεν περίμενε την καταξίωση με τούτο το παγωμένο αριστοτέχνημα. Αυτό που στόχευε ήταν μάλλον την καλλιτεχνική του εκσπερμάτωση η οποία θα γεννοβολούσε την εμπιστοσύνη μιας δύσκολης (αλλά αχόρταγης) αγοράς, την οποία και κέρδισε λίγο αργότερα παρέα με ένα κορίτσι που το λέγαν Rosemary. Η ταινία όμως, παρά την κωμική της ατμόσφαιρα και την ενορχηστρωμένη της παραδοξότητα, παραμένει μια σοβαρή πρόταση. Δε σατιρίζει ξεδιάντροπα και ούτε αγκιστρώνεται στους μύθους τους οποίους διαλαλεί κατακρεουργώντας τους, μονάχα τους δανείζεται για να δημιουργήσει τους δικούς της διαχρονικούς ήρωες. Και τα καταφέρνει χωρίς ίχνος ντροπής ή αμοραλισμού, με σαράντα σχεδόν χρόνια στην πλάτη, να παραμένει αυθεντικά καλλιτεχνική, επίκαιρη και φρέσκια όπως οι απέθαντοι πρωταγωνιστές της.

Chris Zafeiriadis