Πέμπτη 24 Ιανουαρίου 2013

Like Crazy (2011)


Το Like Crazy είναι μια ταινία για εκείνη τη στιγμή. Τη στιγμή που θα κοιτάξεις τον άλλο στα μάτια και θα βυθιστείς σε μια ατέλειωτη θάλασσα συναισθημάτων και επιθυμιών, χωρίς να μπορείς να αντισταθείς. Τη στιγμή που αρχικά δίνεις ένα κομμάτι του εαυτού σου και μετά συνειδητοποιείς ότι πρέπει να δώσεις και τα υπόλοιπα για να νιώσεις πλήρης και ολοκληρωμένος. Σαν τρελός ανάμεσα σε λογικούς, να αισθανθείς ότι καρδιοχτυπάς για εκείνο που δε συμβαίνει σχεδόν ποτέ, αλλά όταν συμβεί έχει την δύναμη να αλλάξει τον κόσμο σου ολόκληρο. Έναν κόσμο που σα να’ ναι μαγικός, συρρικνώνεται στο πρόσωπο ενός μονάχα ανθρώπου που τον γεύεσαι χωρίς φειδώ. Είναι εκείνη η στιγμή που κάνεις τις πιο αυθόρμητες και ειλικρινείς επιλογές στη ζωή, επιλογές που ευτυχώς, ουδέποτε μπορείς να μετανιώσεις, ούτε και να πάρεις πίσω. Κάπου εκεί όλα αλλάζουν και έρχεται μια επόμενη στιγμή η οποία σε αναγκάζει να αγωνιστείς και να παλέψεις. Και τότε σκέφτεσαι ότι οφείλεις να το κάνεις, ακόμα και όταν οι συνθήκες δεν είναι ευνοϊκές. Άλλωστε, σπάνια είναι.

Το Like Crazy είναι μια ταινία για εκείνο τον αγώνα. Τον αγώνα που πρέπει να δώσεις και τις μάχες που πρέπει να κερδίσεις για να κρατήσεις το συναίσθημα ζωντανό. Ποτέ δεν είναι εύκολο και ποτέ δεν κερδίζεις σε όλα. Σε αυτό τον αγώνα θα ιδρώσεις, θα ματώσεις και θα πονέσεις τον εαυτό σου, τις περισσότερες φορές όμως θα πονέσεις αυτόν που έχεις δίπλα σου. Τότε θα καταλάβεις ότι πρέπει να προσπαθήσεις ακόμα περισσότερο. Όσο μεγαλύτερο το συναίσθημα που ένιωσες, τόσο μεγαλύτερη και δύσκολη η μάχη που θα δώσεις, τόσο μεγαλύτερη και η προσπάθεια που πρέπει να καταβάλεις για να μη μετατραπεί το πρόσωπο που αγάπησες από πολύχρωμη πραγματικότητα σε μια ξέθωρη ανάμνηση. Είναι η στιγμή που καλείσαι να αναμετρηθείς με τον εαυτό σου, να ζυγιάσεις όλα όσα έχεις μέσα σου, ζυγιάζοντας παράλληλα όσα έχουν χαθεί και όσα έχουν απομείνει ζωντανά από μια μάχη που αφήνει πίσω της ωκεανούς τσαλακωμένων συναισθημάτων και ατέλειωτες αναμνήσεις με ημερομηνία λήξης.

Ακόμα και αν η ταινία σε στιγμές μοιάζει να αυθαιρετεί, η ιστορία του Jacob και της Anna φαίνεται να είναι χτισμένη επάνω σε προσωπικές εξομολογήσεις και ειλικρινείς, μοναχικές ιστορίες αυτοσυνείδησης. Ιστορίες απέραντης και ακατάβλητης τρέλας, οι οποίες γεννηθήκαν και κατοικούν στα σπλάχνα της πιο σκληρής αλήθειας η οποία σου επιτίθεται ξανά και ξανά, υπενθυμίζοντάς συνεχώς ότι πάντοτε θα υπάρχει μια αναγκαία απόσταση η οποία θα χωρίζει το όνειρο από την πραγματικότητα. 

Τελικά το Like Crazy (το οποίο χαρακτηρίζεται πρώτα ως δράμα και μετά ως ρομάντζο, ακόμα και αν τα δυο εμφανίζονται αντίστροφα στο πανί) μπορεί να είναι μια ταινία για όλα τα παραπάνω, αφιερώνεται όμως σε μια τελευταία στιγμή. Σε μια τελευταία στιγμή συνειδητοποίησης της αλήθειας που με μαεστρία προσπάθησες να κρατήσεις μακριά από τον εαυτό σου, όμως αυτή με την σειρά της σε επισκέφτηκε αβίαστα, χωρίς κανένα οίκτο. Μια στιγμή που έρχεται να σε τσακίσει τα σωθικά, να σου πάρει αυτό που αγάπησες και μίσησες ταυτόχρονα με όλο σου το είναι και να σε αφήσει δακρυσμένο να αναρωτιέσαι τι μπορεί να έχει συμβεί λάθος, όταν μια φωνή εσωτερικά σου απαντάει ότι αυτό που συνέβη ήταν απλά η ζωή.

Chris Zafeiriadis

Τρίτη 15 Ιανουαρίου 2013

2012 – The Music of Τhe Sulphur Giants


Κατά μια έννοια το 2012 ήταν μια υπέροχη χρονιά. Υπέροχη για όλα εκείνα που δίνουν αξία στις στιγμές της απέραντης μοναξιάς μας. Στην παρακάτω λίστα απεικονίζονται κάποια από αυτά. Υπάρχουν βέβαια άλλα τόσα τα οποία δεν αναφέρονται αλλά εκείνος που αναζητά θα τα ανακαλύψει, όπως και να’ χει. Όπως συμβαίνει σε κάθε λίστα, η σειρά είναι τυχαία, μιας και μπορεί να αλλάξει ανά πάσα στιγμή. Για όσους βέβαια δεν το έχουν πάρει ακόμα χαμπάρι, μέσα στη χρονιά κυκλοφόρησε και το The Seer των Swans.

1. Enslaved – RIITIIR

2. Jess And The Ancient Ones – Jess And The Ancient Ones

3. Paradise Lost Tragic Idol

4.  Pallbearer Sorrow And Extinction

5. Mgła With Hearts Toward None

6. Evoken Atra Mors

7. Unleashed – Odalheim

8. Bell Witch – Longing

9. Anhedonist – Netherwards

10. Hail Spirit Noir – Pneuma

11.   Goat World Music

12.   Anguish Through the Archdemon's Head

13.   Drawn And Quartered - Feeding Hell's Furnace

14.   Witch Mountain - Cauldron Of The Wild

15.   Elysian Blaze - Blood Geometry

16.   Horse Latitudes - Awakening

17.   Pseudogod Deathwomb Catechesis

18.   Altar Of Oblivion - Grand Gesture Of Defiance

19.   Ash Borer - Cold Of Ages

20.   Dark Nightmare - Beneath The Veils Of Winter

21.   Incantation Vanquish In Vengeance

22.   Witchcraft – Legend

23.   Wrathprayer The Sun of Moloch

24.   Graveyard – Lights Out

25.  Wrathblade - Into The Netherworld's Realm

Καλή χρονιά σε όλους μας...

Κυριακή 9 Δεκεμβρίου 2012

Άδικος Κόσμος (2011)



Οι όμορφοι άνθρωποι χτίζουν όμορφους κόσμους. Όπως οι βρώμικοι κατασκευάζουν βρώμικους και οι άδικοι αποτελούν την πλειοψηφία ενός άδικου τόπου τον οποίο χειρίζονται με εξίσου άδικο τρόπο.  Βέβαια, ανάμεσα σε αυτούς υπάρχουν και μερικοί που κινούνται κάπου στο ενδιάμεσο, όχι γιατί δεν μπορούν να κάνουν διαφορετικά αλλά γιατί δεν έχουν αποφασίσει ακόμα σε ποια κατηγορία θέλουν να ανήκουν. Κάπως έτσι,  οικοδομήσαμε την Ελλάδα, φτάνοντας στο σήμερα, χωρίς να γνωρίζουμε τι είναι αυτό που μας αποτελεί και τελικά, μας χαρακτηρίζει. Μέσα σ’ αυτήν τη σαχλαμάρα που ζούμε, κάποιοι προσπαθούν να παραμείνουν δίκαιοι.

Η ταινία ξεκινάει με έναν άνθρωπο, μόνο, σε ένα έρημο παγκάκι. Έναν άνθρωπο που μοιάζει να μη χωράει στον τόπο που τον γέννησε, στριμωγμένος, θαρρείς, σε μια γωνιά που κανείς άλλος δεν ήθελε να βρίσκεται. Ο Σωτήρης (εξαιρετικός ο Καφετζόπουλος) είναι αστυνομικός, ένα όργανο της τάξης δηλαδή, ο οποίος αποφασίζει στη ζωή και στη δουλειά του να είναι δίκαιος με εκείνους που η ζωή  έτυχε να είναι άδικη. Μια απόφαση που γεννοβολάει ερωτήματα στο θεατή, τόσο για το παρελθόν του πρωταγωνιστή όσο και για τον τόπο του. Αυτό το δεύτερο (ο τόπος) μοιάζει να είναι η κινητήριος δύναμη της ταινίας, ο παράγοντας γύρω και μέσα στον οποίο περιστρέφονται όλα. Ένας τόπος που μοιάζει να ματώνει, αφήνοντας λεκέδες, τους οποίους ελάχιστοι γνωρίζουν πώς να ξεβρομίσουν.

Ο τόπος του Σωτήρη είναι ο τόπος του σήμερα. Η χώρα που θέλουμε όλοι να αλλάξουμε αλλά κανείς δεν τολμάει να κάνει την πρώτη κίνηση. Είναι ο τόπος που θα κυνηγήσει αυτόν που θα κλέψει ένα ζευγάρι κάλτσες και ένα κομμάτι ψωμί, αλλά θα προσπαθήσει να καλύψει εκείνον που θα αφανίσει την αμεροληψία. Είναι ο τόπος που θα προωθήσει αυτόν που έχει τις κατάλληλες γνωριμίες αλλά θα κρατήσει στην αφάνεια εκείνον που έχει τα προσόντα όμως δε γνωρίζει τους κατάλληλους ανθρώπους. Είναι ο τόπος που σου βάζει το όπλο στο χέρι και πατάει τη σκανδάλη, χωρίς να μπορείς να προβάλεις αντίσταση. Ο τόπος του Σωτήρη απέχει πολύ από το να χαρακτηριστεί ένας όμορφος κόσμος, ηθικός, αγγελικά πλασμένος. Αντιθέτως, μοιάζει με τερατούργημα οικοδομικών διαστάσεων, το οποίο όμως εσωκλείει στα σπλάχνα του μια λιλιπούτεια θέση και για τους άλλους, τους διαφορετικούς.

Ο Σωτήρης θα συναντήσει τη Δώρα (ιδανική στο ρόλο η Θεοδώρα Τζήμου) εν μέσω ειλικρινούς αναζήτησης και κακουργηματικής ενοχής. Η Δώρα θα γνωρίσει τον Σωτήρη τη στιγμή της προσωπικής και ηθικής της αμφισβήτησης. Οι δυο τους δε θα ταιριάξουν αμέσως, θα βρεθούνε όμως δέσμιοι, ο καθένας της δικής του αμαρτίας. Οι δυο αυτοί χαρακτήρες θα αναζητήσουν την καθαρότητα της συνείδησης, αμήχανοι μπροστά στην ειλικρίνεια και χαμένοι στη μετάφραση όσων πρέπει να ειπωθούν αλλά λέγονται διστακτικά.

Με πολύχρωμο ρεαλισμό και ουμανιστική διάθεση, ο Φίλιππος Τσίτος θα χτίσει τον Άδικο Κόσμο του, επάνω στην ευαισθησία και την ειλικρίνεια των ανθρώπων της διπλανής πόρτας. Και θα κατασκευάσει ένα παραμύθι, σαν αυτό που μοιάζει να έχει ανάγκη το ελληνικό σινεμά. Ένα παραμύθι προβληματισμένο όπως και οι ήρωές του και μελαγχολικό όπως οι διαθέσεις τους. Ένα παραμύθι που θέλει να μιλήσει αλλά τρέμει μπροστά στις λέξεις, γι’ αυτό και σε στιγμές στέκεται σιωπηλό. Ίσως και να μη χρειάζεται να ξεστομίσει κάτι, άλλωστε οι ήρωές του μιλάνε περισσότερο με τα βλέμματα και τις εκφράσεις τους παρά με τις λέξεις. Ένα παραμύθι που σπαρταράει για να γίνει πραγματικότητα, αρκεί οι άνθρωποι να αρχίσουν να πιστεύουν ότι μπορούν να αλλάξουν. Να αλλάξουν πρώτα τον εαυτό τους και μετά αυτό τον υπέροχο αλλά θρασύδειλο τόπο που έτυχε να ζούμε.

Chris Zafeiriadis

Τετάρτη 28 Νοεμβρίου 2012

Holy Motors (2012)



Όπου και αν βρισκόμαστε, είμαστε θεατές. Σε οποιοδήποτε μέρος, σε οποιαδήποτε αίθουσα και σε οποιονδήποτε δρόμο και αν βαδίσουμε, παραμένουμε ανώνυμοι παρατηρητές ενός έργου που άλλοτε γνωρίζουμε και άλλοτε δεν έχουμε ιδέα που και πως θα καταλήξει. Και όμως, η θέαση μας γοητεύει. Μας γοητεύει και μας υπνωτίζει,  πλημμυρίζοντας το μυαλό και την καρδιά με εικόνες και συναισθήματα για μια ζωή γεμάτη συγκινήσεις. Η κατά Σαίξπηρ αλήθεια, ότι ο όλος ο κόσμος είναι μια απέραντη σκηνή κι όλοι οι άντρες και γυναίκες είναι απλώς ηθοποιοί, όχι απλά επαληθεύεται εδώ, αλλά μοιάζει να εδραιώνεται πλέον στις συνειδήσεις εκείνων που τολμούν να αψηφήσουν την αναμφίβολη πραγματικότητα. Να εδραιώνεται σαν τη μοναδική αλήθεια, ενός παράλογου και ανήλεου κόσμου στον οποίο οφείλουμε τα πάντα και ταυτόχρονα, δεν του χρωστάμε τίποτα απολύτως.   

Το Holy Motors δεν είναι απλά μια ταινία για το σινεμά, είναι το σινεμά το ίδιο. Είναι εμπνευσμένο, παθιασμένο και ειλικρινές, από το πρώτο δευτερόλεπτο, μέχρι να πέσουν(;) οι τίτλοι τέλους, ερωτευμένο με τις ιστορίες και ηδονισμένο με τις κινηματογραφικές εικόνες όχι μίας, αλλά κάθε εποχής. Γι’ αυτό και γίνεται επικίνδυνα εθιστικό. Μπορείς να το παρακολουθείς ξανά και ξανά, σα ναρκωτικό που θα το νιώσεις να κυλάει μέσα σου και να γίνεται ένα μαζί σου, μέχρι η καρδιά να λαχταρήσει και τα όνειρα να συγχρονιστούνε στο ίδιο καρδιοχτύπι. Εκείνα τα όνειρα που περιμένεις Με Κομμένη την Ανάσα να πραγματοποιηθούν, μήπως και καταφέρεις, έστω και για μια στιγμή, να γίνεις αναπόσπαστο κομμάτι τους.

Η ιστορία της ταινίας είναι απροσδόκητα απλή αλλά ταυτόχρονα εξαιρετικά σύνθετη. Ένας  ηθοποιός περιπλανιέται στους ανώνυμους και επώνυμους δρόμους του Παρισιού, χρησιμοποιώντας τα πίσω καθίσματα μιας λευκής λιμουζίνας ως καμαρίνι και μεταμορφώνεται συνεχώς, οικειοποιώντας εννέα διαφορετικούς ρόλους και εννέα διαφορετικούς χαρακτήρες, όσοι και οι μήνες που εκκολάπτεται ένας άνθρωπος μέσα στη μήτρα της μητέρας του. Βέβαια, ηθοποιός σημαίνει φως και στη Πόλη του Φωτός το μόνο που απομένει να κάνει ένας ηθοποιός είναι να λάμψει. Έτσι και ο Denis Lavant ακτινοβολεί σε κάθε δευτερόλεπτό της ταινίας, σε κάθε μεταμόρφωση του κορμιού του και σε κάθε μορφασμό του ευμετάβλητου προσώπου του. Γίνεται ο  φτωχός και ο πλούσιος, ο θύτης και το θύμα, η πεντάμορφη και το τέρας σε ένα σώμα, μια ψυχή. Άλλοτε με μια μαγκούρα στο χέρι να ζητιανεύει πενταροδεκάρες και άλλοτε με ένα ακορντεόν κρεμασμένο στο στήθος, να σου ξεσκίζει την καρδιά, σκορπίζοντας με ένα πονεμένο πάθος τα κομμάτια της στους πολύφωτους δρόμους της Γαλλικής πρωτεύουσας.

Έτσι το Holy Motors μετατρέπεται σε ταξίδι. Ένα ατμοσφαιρικό, παραπλανητικό, νοσταλγικό ταξίδι από το σινεμά του χτες, μέχρι τα όνειρα και τις αξίες που μένουν για το αύριο. Μια παρ-αισθησιακή, ερωτική και ταυτόχρονα αινιγματική περιήγηση στην άβυσσο της bigger than life ονείρωξης των ανθρώπων και τη διαρκή αυτοτιμωρία του να είσαι (και να μένεις) για πάντα ο εαυτός σου. Ξέρεις όμως, όταν κοιτάζεις αχόρταγα την άβυσσο, κάποια στιγμή θα σε κοιτάξει και εκείνη με τον ίδιο τρόπο. Και τότε γίνεσαι ένα μαζί της, βυθισμένος στη αγκαλιά της και μεθυσμένος από όλα όσα ήθελες αλλά δεν μπόρεσες να είσαι. Έτσι το Holy Motors γίνεται το όνειρο και η πραγματικότητα μαζί, η αλήθεια και το ψέμα σε μια στιγμή ακόρεστης συμβίωσης.

Έπειτα, είναι και οι μηχανές. Demons to some, angels to others όπως έχω ακούσει να τις αποκαλούνε, τα άγια αυτά δημιουργήματα τα όποια μας καλωσορίζουν στα σπλάχνα τους (“Welcome to the Machine”;) και είτε ως κάμερες απαθανατίζουν τους ανθρώπους, είτε ως μηχανές προβολής, σκορπάνε τις εικόνες σε εκείνους που τις έχουν περισσότερο ανάγκη. Και μεταμορφώνουν τις στιγμές μας σε κάτι συναρπαστικό. Διότι, ξέχασα να πω, οι στιγμές μέσα σε μια κινηματογραφική αίθουσα είναι το ίδιο σημαντικές (και ιερές) με εκείνες απ’ έξω, κομμάτι της ζωής μας και ας μη το καταλαβαίνουν οι περισσότεροι. Σε αυτές τις μηχανές ο Carax  αφιερώνει ένα κομμάτι της ψυχής του και τις χαρίζει τη φωνή που ποτέ δεν τους δόθηκε. Και οι μηχανές, σαν ζωντανοί οργανισμοί το μόνο που ζητάνε είναι να συνεχίσουν να υπάρχουν. Να συνεχίσουν να τροφοδοτούνε εμάς τους ανθρώπους με όλα όσα μισούμε, όλα όσα αγαπάμε και τελικά όλα όσα μας κρατάνε ζωντανούς, απαθανατίζοντας έναν αέναο και παθιασμένο έρωτα, σε κάθε του στιγμή, σαν να είναι και η τελευταία.

Ευτυχώς όμως, ποτέ δεν είναι.

Chris Zafeiriadis

Τρίτη 20 Νοεμβρίου 2012

La Jetée (1962)



Υπήρχε ένα φως το οποίο σταμάτησε να μας φωτίζει. Σταμάτησε να ρίχνει τις αχτίδες του επάνω στους ανθρώπους και αυτοί με τη σειρά τους κρύφτηκαν ο ένας απ’ τον άλλο, φοβισμένοι και απόμακροι, χωρίς ποτέ να καταλάβουν τα αίτια της παρανοειδούς πλέον ύπαρξής τους. Ημέρα της κρίσης, ημέρα της αποκάλυψης, όπως θέλεις μπορείς να το ονομάσεις, είχε φτάσει πάντως η στιγμή που ο άνθρωπος θα εγκατέλειπε την επιφάνεια του πλανήτη στον οποίο μέχρι τώρα ήτανε κυρίαρχος, για να εγκατασταθεί στις υπόγειες στοές και στους ακάθαρτους υπονόμους, σαν αρουραίος σε φυγή. Ο ουρανός, η ελευθερία, η ανατολή και η δύση του ηλίου, ήταν πλέον μια φαντασίωση για τους περισσότερους, μια μακρινή ανάμνηση για τους πιο τυχερούς. Η ραδιενέργεια παρέμεινε ο μόνος κάτοικος της ερειπωμένης επιφάνειας, μιας επιφάνειας που χτίσαμε σε εκατό ζωές αλλά μας πήρε μονάχα μερικά δευτερόλεπτα για να αφανίσουμε.

Και όμως, μέσα στην ακατανόητη συνείδηση, βασιλεύει η εικόνα εκείνης. Η σάρκα μοιάζει να ηττάται, το πνεύμα όμως στέκει ζωντανό. Εξουθενωμένο, αλλά ζωντανό.

Για τον Γάλλο Chris Marker η παραπάνω ιστορία μπορεί να ειπωθεί μονάχα μέσα από χαμηλής ποιότητας (lo-fi) φωτογραφίες, αναπαριστώντας μια ασπρόμαυρη και ψυχρή πραγματικότητα, όχι τελείως απίθανη για τα παν-ανθρώπινα δεδομένα. Άλλωστε  ο Τρίτος Παγκόσμιος Πόλεμος στον οποίο χρεώνεται η εξαφάνιση του ανθρώπινου πολιτισμού δεν αποτελεί πλέον σενάριο κακοήθους φαντασίας αλλά ειλικρινή απειλή για τις μέρες που έρχονται. Ένας πόλεμος που συμβαίνει για όλους τους λάθος λόγους οδηγώντας τους πολιτισμούς αυτού του κόσμου προς την πιο λάθος κατεύθυνση.

Παρόλη όμως τη μετα-αποκαλυπτική του αύρα, το La Jetée είναι κατά βάθος μια ρομαντική ιστορία. Μια ιστορία για έναν άνθρωπο ο οποίος σημαδεύτηκε από μια εικόνα της παιδικής του ηλικίας, μια γυναικεία φιγούρα που στοιχειώνει το μυαλό και την καρδιά, όσες εικόνες και αν χαθούνε από τον πραγματικό κόσμο που μας περιβάλλει. Τα κύματα του χρόνου δεν μπορούν να ξεπλύνουν την αίσθηση του συνειδητού αλλά και τη δύναμη του υποσυνείδητου, ειδικά τη στιγμή που αυτό λαχταρά και ονειρεύεται αδυνατώντας να ξεχωρίσει την αλήθεια απ’ το ψέμα, την επιθυμία από την εμπειρία και την ολοκλήρωση από τη μετέωρη αίσθηση του ανολοκλήρωτου πόθου. Όπως ακριβώς συμβαίνει και στο ιδιοφυές Vertigo το οποίο ο ίδιος ο Marker θεωρεί τη μεγαλύτερη επιρροή για το παρόν φιλμ.

Αυτός ο άντρας θα χρονοταξιδέψει στο παρελθόν με στόχο να ανακαλύψει τα αίτια της ανθρώπινης  κατάρρευσης, αναζητώντας παράλληλα εκείνη, μέσα στη μουντή πραγματικότητα μιας ανεμοδαρμένης προβλήτας (Jetée) αεροδρομίου. Οι δυο τους θα συναντηθούνε, θα μιλήσουνε, θα περπατήσουν δίπλα δίπλα και θα γοητευτούνε από την απλή καθημερινότητα των ανθρώπων, αντικρίζοντας παρέα τη χαρά, την αγωνία, τη ζωή και το θάνατο. Το θάνατο ενός τυχαίου περαστικού, η εικόνα του οποίου αδυνατεί επίσης να εξασθενίσει. Χωρίς να μπορεί να γίνει σαφές αν όλα τα παραπάνω  είναι η πραγματικότητα, αν είναι το πεπρωμένο, ή ακόμα, μια σύντομη ψευδαίσθηση αδύνατο να πραγματοποιηθεί.

Ο Marker δομεί έναν 28λεπτο, κυρίως, συναισθηματικό γρίφο, με το σθένος και τη δύναμη της μνήμης, του έρωτα, της επιθυμίας και της αγωνίας, σε ένα ταξίδι στο χρόνο που πέρασε και στο χρόνο που θα έρθει. Με αυτό τον τρόπο χαρίζει στον κινηματογράφο μια από τις πιο πειραματικές (από άποψη κατασκευής) και ταυτόχρονα αριστουργηματικές (από άποψη αποτελέσματος) στιγμές της επιστημονικής φαντασίας. Ένα ταξίδι ενδεδυμένο με το soundtrack της ζωής που δεν ζήσαμε ακόμα και τους ψίθυρους της λαχτάρας να αντηχούν στα λιγοστά καρέ της ταινίας.  Ένα ταξίδι το οποίο εκκινεί από το ζοφερό παρόν, βυθίζεται στο παρελθόν (το οποίο πλέον φαντάζει με απέραντο νεκροταφείο ονείρων της εποχής), προσπαθεί να αισιοδοξήσει για το μέλλον που έρχεται, για να αγκυροβολήσει τελικά (ξανά) στο παρελθόν και να αφεθεί στην αγκαλιά την μοίρας που μας έχει επιλέξει.

Της μοίρας που μας ανοιγοκλείνει τα μάτια και μας πλανεύει, σαν ακαταμάχητη και αδυσώπητη πλανεύτρα που είναι.

Chris Zafeiriadis