Δευτέρα 24 Αυγούστου 2015

Les vacances de Monsieur Hulot (1953)


Κάνε μια βόλτα γύρω σου και κοίτα τους ανθρώπους. Εκείνους που στέκονται ακίνητοι σαν να ‘ναι πετρωμένοι, αγάλματα που έχασαν τον δρόμο τους, χωρίς να ξέρουν πώς να πορευτούν μέσα σε έναν κόσμο που έχει μάθει να εκθέτει πρώτα την αξία της εμφάνισης και έπειτα την ουσία της ύπαρξής μας. Ανθρώπινες εικόνες που απολαμβάνουν την ακινησία τους και δεν σηκώνουν ούτε το βλέμμα τους για να σε δούνε. Κοίτα επίσης εκείνους που δεν μένουν αδρανείς και καταφέρνουν με μεγάλη ευκολία να κινούνται, περιφέρονται όμως σαν τους χαμένους που ψάχνουν από κάτι να πιαστούν, σαν να μην έχουν συγκεκριμένες οδηγίες. Αυτούς που μοιάζουν να έχασαν το τελευταίο τους checkpoint για μια ζωή γεμάτη συγκινήσεις.

Άνθρωποι είναι όλοι τους, κομμάτια του πολιτισμού στον οποίο έτυχε να ανήκουν, αντανάκλαση μιας πραγματικότητας που αναζητά τους ήρωές της εκεί που δεν υπάρχουν. Είναι τα ανθρώπινα κεφάλαια μιας κοινωνίας διαφορετικών αντιλήψεων και διαφορετικών αστικών τάξεων που ψάχνουνε απεγνωσμένα από κάπου να ξεφύγουν, παλεύουνε να συναντήσουν το συναίσθημα για να μη πάει η ζωή χαμένη. Οι περισσότεροι από αυτούς βρίσκουν τελικά την ικανοποίηση, μαζί με ένα χαμόγελο που μοιάζει παραπονεμένο. Ποιος ξέρει, ίσως να αξίζουμε και κάτι παραπάνω που δεν το έχουμε ανακαλύψει ακόμα, ίσως να πρέπει να αυθαιρετήσουμε ολοκληρωτικά από την καθημερινότητα, προτού αποδεχτούμε τον καθολικό περιορισμό του εαυτού μας, προτού αλλοτριώσουμε και το τελευταίο χαρακτηριστικό του πιο απλού ονείρου.

Αυτοί είναι οι άνθρωποι κι αν δεν σ’ αρέσουν, δεν θα σ’ αρέσει και το σινεμά του Tati. Ένα σινεμά χτισμένο επάνω στην ευγένεια του δημιουργού του, ο οποίος κάνει σκόνη την σοβαροφάνεια και εισάγει την κωμωδία σε κάθε μικρή λεπτομέρεια της ζωής. Ένα σινεμά που ασπάζεται το απρόβλεπτο έναντι του προκαθορισμένου και διακωμωδεί κάθε πτυχή της καθημερινότητας, για να παρουσιάσει των ανθρώπους όπως ακριβώς είναι. Ως ανέμελες και εύθραυστες ζωγραφιές που ψάχνουν τον τρόπο για να αντιμετωπίσουν το χρόνο που κυλάει επάνω στα σώματα τους, αποχαιρετώντας όλους τους ανεπιστρεπτί. Ένα σινεμά που μπορεί να μη σε κάνει να γελάς με τη ψυχή σου (τουλάχιστον όχι στην αρχή), αλλά καταφέρνει με μεγάλη ευκολία να σου μεταφέρει όλο τον ρομαντισμό και την τρυφερή αβεβαιότητα της ζωής, για μια στιγμή μονάχα, ικανή όμως να παγώσει τον χρόνο και να μείνει κοντά σου για όσο εσύ επιθυμείς.

Με αυτή τη δεύτερη ταινία του ο Tati μάς συστήνει τον αγαπημένο κύριο Ιλό. Έναν σιωπηλό, γιγαντόσωμο και καλοκάγαθο άντρα, που φτάνει σε ένα παραθαλάσσιο ξενοδοχείο με σκοπό να απολαύσει τις διακοπές του. Και η αλήθεια είναι ότι τις απολαμβάνει, χωρίς να πολυλογεί, χωρίς να γίνεται αισθητός, αφού τις περισσότερες φορές περνά απαρατήρητος, και χωρίς φυσικά να αναγνωρίζει το χάος που προκαλεί στο πέρασμά του. Σε αυτό το ίδιο ξενοδοχείο απολαμβάνουν τις διακοπές τους κάθε λογής άνθρωποι και χαρακτήρες, παιδιά, ενήλικοι και δεσποινίδες, καλοντυμένοι μεγαλοαστοί και ξέγνοιαστοι οικογενειάρχες, στους οποίους ο Tati αφιερώνει την εισαγωγή της ταινίας του. Εκεί τους γνωρίζουμε φυσιογνωμικά, χωρίς να μαθαίνουμε ονόματα και λεπτομέρειες. Χρειάζεται να περάσουν δέκα λεπτά από την έναρξη μέχρι να κάνει την εμφάνισή του ο Ιλό και να ξεκινήσουν τα ευτράπελα. Ευτράπελα, απρόοπτα και αφελή ατυχήματα που δημιουργούνται μέσα στον φυσικό περίγυρο του ήρωα, καθώς μέχρι το φινάλε κινείται και περιφέρεται αδέξια ανάμεσα σε καταστάσεις που κανείς δεν μπορεί να ελέγξει ούτε και να προβλέψει την έκβασή τους.

Το πρώτο που παρατηρεί κανείς είναι ότι η φασαρία απουσιάζει ολοκληρωτικά, αφού το μόνο που συνήθως προσφέρει είναι αναστάτωση και αποπροσανατολισμό. Έτσι, τα περισσότερα πλάνα της ταινίας ντύνονται με φυσικούς και απλούς ήχους της καθημερινότητας. Ήχους που στη σημερινή εποχή πρέπει να προσπαθήσεις για να τους αντιληφθείς, αφού συνήθως καλύπτονται από φωνές και υστερίες, χωρίς να μας δίνεται η δυνατότητα να τους απολαύσουμε. Στις Διακοπές, όμως, η απλότητα έχει τη τιμητική της. Μια σιωπηλή απλότητα πολύτιμη στις μέρες μας, που ξεκινάει από την έμφαση στη λεπτομέρεια των κινήσεων, φιλτράρεται από ένα σύμπλεγμα αμέτρητων συμπτώσεων και καταλήγει σε μια πληθώρα απίθανων gag, κατασκευασμένων με την αστείρευτη υπομονή και το καλλιτεχνικό πείσμα του δημιουργού. Σοφά μελετημένες καταστάσεις αποδόμησης της καθημερινότητας, που διακωμωδούν κάθε έννοια κοινωνικής συνοχής και ηρεμίας, βρίσκουν τις ρίζες τους στο βουβό σινεμά των περασμένων χρόνων και προκαλούν με χαρακτηριστική άνεση το χαμόγελο στα χείλη των θεατών.

Ο Tati έχει τόσα πολλά να σου πει που δεν ξέρω αν χωράνε μέσα στα κάδρα του. Καταφέρνει όμως και σου τα λέει όλα με έναν υπέροχο, σχεδόν σιωπηλό, τρόπο. Θα τον ακούσεις να σου μιλάει χωρίς να χρειάζεται τις λέξεις, θα σου πει ιστορίες ολόκληρες για εσένα και για μένα, με περιττή στοργή και με εικόνες που δεν θα φύγουν ποτέ από κοντά σου, βυθισμένες σε ένα χιούμορ που αγγίζει επίπεδα ευφυΐας. Τότε θα νιώσεις ότι η παρέα με τον κύριο Ιλό είναι το ίδιο σημαντική με τους ανθρώπους που έχεις γύρω σου. Εκείνους που αδιαφορούν χαριτωμένα για όσα σου συμβαίνουν κι εκείνους που νοιάζονται, ίσως λίγο παραπάνω από όσο θα περίμενες. Ανακαλύπτεις έτσι ότι κάθε επόμενη προβολή της ταινίας έχει και κάτι παραπάνω να σου προσφέρει, μια ακόμα ιστορία που θα σου διηγηθεί ο δημιουργός κι εσύ θα τον ακούς σιωπηλά με μάτια όλο λαχτάρα. Μέχρι να συνειδητοποιήσεις ότι κι εσύ στο ίδιο σύμπαν ανήκεις, απλά δεν το καταλαβαίνεις με την πρώτη. Ίσως γιατί σε τράβηξαν οι ξεκούρδιστοι ήχοι μιας χαλασμένης σακαράκας, ίσως γιατί μαγνητίστηκες από τα κύματα της θάλασσας που βλέπεις να πηγαινοέρχονται, εκεί δίπλα στη νεαρή κοπέλα με το λευκό μαγιό που δεν έχει σταματήσει να σου χαμογελάει.

Ανεκτίμητο αυτό στις μέρες μας.

Chris Zafeiriadis 

Τετάρτη 12 Αυγούστου 2015

Blackhat (2015)


Υπάρχουν δύο κόσμοι παράλληλοι επάνω στη γη. Ο ένας είναι αυτός που βλέπουμε κι ακούμε καθημερινά γύρω μας, ο κόσμος, δηλαδή, στον οποίο ανήκουμε και μέσα σε αυτόν συναναστρεφόμαστε με κάθε λογής χαρακτήρες, μιλάμε, μαλώνουμε, φιλιόμαστε και πυροβολούμε με όπλα ατομικής και μαζικής καταστροφής τους διπλανούς μας. Ο άλλος κόσμος είναι ο εικονικός, αυτός που δεν φαίνεται ποτέ με γυμνό μάτι και λειτουργεί υπογείως με έναν ηλεκτρονικό τρόπο, επικοινωνώντας με αλγόριθμους, γλώσσες μηχανής και στατιστικά υπολογιστών. Είναι ένας κόσμος που διαχειρίζονται λίγοι και ικανοί, ενώ η εξουσία δεν ανήκει στους πλουσιότερους ή σε εκείνους με τις περισσότερες γνωριμίες, αλλά σε εκείνους που οι εφαρμοσμένες ηλεκτρονικές τους ικανότητες φαίνονται απεριόριστες. Φυσικά, όπως σε κάθε κόσμο, έτσι και εδώ ο πόλεμος υφίσταται, επηρεάζοντας ταυτόχρονα τις δύο αυτές πραγματικότητες με τρόπο που πολλές φορές δεν αντιλαμβάνεται ένας απλός πολίτης σαν εμάς.

Το Blackhat, από τα πρώτα κιόλας λεπτά του, σπεύδει να διαχωρίσει την δύναμη αυτών των δύο κόσμων, αναδεικνύοντας την (αόρατη) απόσταση που υπάρχει μεταξύ τους αλλά και την απόσταση που διαμορφώθηκε στο πέρασμα των χρόνων μεταξύ των ανθρώπων που τους κατοικούν. Η σύγκρουση εξουσίας και συμφερόντων δεν αργεί να έρθει, δρομολογώντας έτσι έναν αόρατο πόλεμο, όπου οι τρομοκράτες του κυβερνοχώρου (με πυρηνικές απειλές στην κατοχή τους) καταδιώκονται από τους κυβερνητικούς πράκτορες, μέσα σε μια ζούγκλα όπου φυσικά ο ισχυρότερος επικρατεί. Στο πλαίσιο αυτής της καταδίωξης, ένας βαρυποινίτης χάκερ δέχεται να συνεργαστεί με τις μυστικές υπηρεσίες της κυβέρνησης με αντάλλαγμα τη μείωση της ποινής του, αναδεικνύοντας/ έτσι τόσο την ανάγκη των δύο κόσμων για συνύπαρξη, όσο και την αλληλεξάρτησή τους.

Το Blackhat μοιάζει μια ταινία που εμπνέεται από τη σύγχρονη ηλεκτρονική ιστορία (Stuxnet) και μέσα από τα κρυπτογραφημένα δεδομένα της προσπαθεί να αντιμετωπίσει την μοναχικότητα του ανθρώπου. Του ανθρώπου που παλεύει για να διατηρήσει τις αξίες του, του ανθρώπου που περιπλανιέται χωρίς να γνωρίζει ακριβώς τι είναι αυτό που ωθεί τις επιλογές του, και, τελικά, του ανθρώπου που προσπαθεί να νικήσει την μοναξιά που του επιβάλει η ζωή. Δεν είναι κάτι που δεν έχεις ξαναδεί στο σινεμά του Mann. Είναι όμως μια αναμέτρηση, η οποία ξεκινά αρκετά χρόνια πριν, από τις ψυχαναλυτικές ημέρες ενός σπουδαίου δημιουργού, και φτάνει σήμερα στην ανάγκη κατανόησης ενός σύγχρονου λαβύρινθου στον οποίο βρέθηκαν παγιδευμένοι οι ήρωές του. Το Blackhat μοιάζει με ταινία κατασκευασμένη περισσότερο γι’ αυτούς και λιγότερο για εμάς που την παρακολουθούμε. Αν με ρωτήσεις για την πιθανότητα να τους μοιάζουμε, άλλοι λιγότερο και κάποιοι άλλοι περισσότερο, δεν μπορώ να μιλήσω, γιατί αυτό καλείται να το απαντήσει ο καθένας από εμάς ξεχωριστά.

Δεν ξέρω αν τα τεχνολογικά χαρακτηριστικά είναι τόσο ενδελεχώς μελετημένα, αλλά, για να πω την αλήθεια, δεν έχει και τόση σημασία, μιας και η καρδιά της ταινίας χτυπάει σε διαφορετικό σημείο, δίνοντάς σου να καταλάβεις γιατί ο Mann είναι ένας από τους σπουδαιότερους δημιουργούς της εποχής μας. Θα δεις έτσι ήρωες, αντιήρωες και πολυπρόσωπους εχθρούς να κυνηγιούνται και να συγκρούονται στο ηλεκτρονικό και αστικό τοπίο, με σκηνές δράσεις τόσο υπέροχα κινηματογραφημένες και αυστηρά προσηλωμένες στη λεπτομέρεια που θα κολλήσουν το βλέμμα σου επάνω στην οθόνη. Θα δεις ένα επιπόλαιο και καχύποπτο (προς τη λάθος κατεύθυνση) σύστημα να αναγκάζεται να χρησιμοποιήσει αυτούς που έχει καταδικάσει για να αντιμετωπίσει την αληθινή απειλή, αποκαλύπτοντας έτσι ότι όσα χτίσαμε στο πέρασμα των χρόνων παραμένουν τρωτά και ευάλωτα, αφού τα προστατεύουμε με τον πιο ακατάλληλο τρόπο. Τέλος, θα δεις τον Chris Hemsworth να προσπαθεί ως high-tech ιδιοφυία να διασώσει την ακεραιότητά του – έναν ήρωα που βρέθηκε από το περιθώριο στο επίκεντρο και από εκεί πάλι πίσω στο σημείο όπου τα φώτα της πόλης δεν μπορούν να φωτίσουν. Δίπλα του στέκονται οι άνθρωπου της αστικής καθημερινότητας, καταδικασμένοι και αυτοί με έναν δικό τους τρόπο, αναζητώντας την ηθική και τον τρόπο να αποφύγουνε το λάθος, αναζητώντας το κατάλληλο είδος διακομιστή για την επικοινωνία με τον κάθε διπλανό τους.


Καθώς το Blackhat ξετυλίγεται μπροστά στα μάτια σου, θα διαπιστώσεις ότι πρόκειται για ένα τεχνολογικό θρίλερ που κινείται μεταξύ ανατολής και δύσης, που έχει αρκετές ατέλειες σε σχέση με το παρελθόν του δημιουργού του, αφήνει όμως μια ιδιόμορφη αλλά υπέροχη υπαρξιακή αίσθηση καμουφλαρισμένης ψηφιακής και αστικής μελαγχολίας. Μιας μελαγχολίας σπάνιας (που δεν θα αντιληφθούν οι κυνικοί), η οποία σε φέρει πιο κοντά στην αλήθεια ότι οι δύο κόσμοι που περιγράφονται στην αρχή της ταινίας μοιράζονται πολλά περισσότερα από όσα αρχικά αφήνεται να εννοηθεί. Η τελική σύγκρουση δεν γίνεται φυσικά σε κάποιο post apocalyptic βιομηχανοποιημένο τοπίο απρόσωπης ηλεκτρονικής δυαδικότητας, αλλά στην πραγματικότητα των αληθινών ανθρώπων που ζούνε κι αναπνέουν για μερικές στιγμές ανόθευτης ελευθερίας. Στον ίδιο τόπο που έζησαν και οι ήρωες του Mann, πολέμησαν και τελικά αγάπησαν με πάθος, ό,τι είναι αυτό που αξίζει να αγαπηθεί.

Chris Zafeiriadis

Τρίτη 7 Ιουλίου 2015

Still Alice (2014)


Ο μεγαλύτερος εφιάλτης στη ζωή κάθε ανθρώπου είναι να χάνει τις αναμνήσεις του και κατ’ επέκταση τον εαυτό του, να χάνει όσα υπάρχουν μέσα στο μυαλό, την καρδιά και όσα έφτασαν για να χαρακτηρίσουν την προσωπικότητα του. Η νόσος του Αλτσχάιμερ είναι μια ανίατη ασθένεια που σε χτυπάει εκεί που δεν το περιμένεις, μια αμείλικτη μορφή άνοιας που ως κατάσταση συνεχώς επιδεινώνεται, διαταράσσοντας και αλλοιώνοντας τον τρόπο σκέψης και συμπεριφοράς του κάθε ασθενούς. Στην ταινία των Glatzer και Westmoreland η νόσος χτυπάει την Alice, μια γοητευτική πενηντάχρονη διακεκριμένη επιστήμονα και καθηγήτρια γλωσσολογίας, η οποία αποδεχόμενη την καινούρια της κατάσταση προσπαθεί να κρατήσει στο ακέραιο την αξιοπρέπειά της, δίνοντας μια μάχη ετεροχρονισμένα πρόωρη και άδικη.

Το Still Alice διαπραγματεύεται ένα βαρύ και δύσκολο θέμα, αφού η συγκεκριμένη νόσος είναι μια από τις πιο δύσκολα αντιμετωπίσιμες, τόσο για κάθε ασθενή που τη βιώνει όσο και για κάθε έναν από τους ανθρώπους που βρίσκονται κοντά του. Η κάμερα κοιτάζει την Alice και την ακολουθεί στην καθημερινότητά της, από τα πρώτα σημάδια εμφάνισης της ασθένειας σε μικρές λεπτομέρειες που κανένας δεν προσέχει, μέχρι την επιδείνωση και τον σιωπηλό πανικό που χαρακτηρίζει τις περισσότερες στιγμές της. Παρακολουθούμε έτσι το χρονικό μιας ψυχολογικής και πνευματικής αποδόμησης που (καλώς) δεν γίνεται ακραία σοκαριστικό (αυτά φαντάζομαι αφορούν την πραγματική ζωή) και καταφέρνει να μιλήσει με ειλικρίνεια για το δύσκολο αγώνα ενός ανθρώπου ενάντια σε μια ασθένεια που ξεριζώνει συναισθήματα και μνήμες.

Οι ασθένειες, βεβαίως, δεν κάνουν διακρίσεις αφού χτυπούν τον οποιονδήποτε, την οποιαδήποτε στιγμή. Κι όπως κάθε σκληρή ασθένεια, έτσι και η συγκεκριμένη σε αλλάζει, σε κάνει να φαίνεσαι διαφορετικός, εκνευριστικός και κάποιες φορές κωμικοτραγικός. Παραμένεις όμως ο ίδιος άνθρωπος που ήσουν και πριν, απλώς αυτοί που είναι γύρω σου κοιτάζουν και βλέπουν τα συμπτώματα της νόσου και όχι την προσωπικότητά σου. Το Still Alice ρίχνει το βλέμμα του στον τρόπο που ο ασθενής καταβάλλεται από την ασθένεια και σταδιακά χάνει την ικανότητα να επικοινωνεί με τον κόσμο που τον περιβάλλει, με αναπόφευκτη έτσι την φθορά των σχέσεων με τους περίγυρους ανθρώπους. Παράλληλα παρουσιάζει τον τρόπο που ένας άνθρωπος αντιδρά και αντιμετωπίζει τη σωματική και ψυχική φθορά και προσπαθεί κάθε μέρα απ’ την αρχή να επανεκτιμά την κατάστασή του. 

Μπορεί η ταινία να στηρίζει ένα μεγάλο κομμάτι της στην οσκαρική ερμηνεία της Julian Moore, η οποία εδώ είναι σπουδαία (και όχι παραδόξως - αυτό μάλλον της το χρωστούσα), η αλήθεια όμως είναι ότι δεν σου δίνει ξεκάθαρα να καταλάβεις αν προσπαθεί να μιλήσει για την ίδια την ασθένεια ή για τον εφιάλτη εκείνου που νοσεί και σβήνει αργά αλλά σταθερά μπροστά στα μάτια εκείνων που τον αγαπούν. Φαντάζομαι πως τα όρια για κάτι τέτοιο είναι δυσδιάκριτα, αλλά τα δεδομένα εδώ δεν φαίνεται να διαχειρίζονται με απόλυτη επιτυχία, με αποτέλεσμα οι προθέσεις να είναι κάπως δυσανάγνωστες. Ωστόσο, η ιστορία παρουσιάζεται με έναν ευαίσθητο τρόπο που την συγκρατεί από το να μετατραπεί σε κάποιο φθηνό μελόδραμα, αφού οι στιγμές του μελοδραματισμού και του φθηνού συναισθηματισμού είναι ελάχιστες και τοποθετημένες με τέτοιο τρόπο μέσα στην ταινία που δεν ενοχλούν τον σκεπτόμενο θεατή.

Ως θεματική, το Still Alice ίσως θυμίσει τα πρόσφατα Away From Her και Amour, χωρίς όμως να συναγωνίζεται ούτε την σκληρότητα της αλήθειας τους ούτε τον αστείρευτο συναισθηματισμό τους. Κι αυτό διότι ως ταινία είναι μάλλον λίγο μικρότερη από το θέμα της, όμως και πάλι, δεν πειράζει γιατί πολύ απλά η καρδιά της φαίνεται να χτυπάει με τον σωστό τρόπο, καταφέρνοντας να αγγίξει εκείνους που επιθυμεί - και αυτό είναι το σπουδαιότερο κατόρθωμά της. Μια καρδιά που συγχρονίζει τους χτύπους της με αυτούς του Glatzer, ο οποίος διαγνώστηκε το 2011 με τη νόσο του Κινητικού Νευρώνα, μετατρέποντας έτσι αυτή την τελευταία του συνεργασία με τον Westmoreland την πιο προσωπική και ειλικρινή σκηνοθετική του δουλειά.

Chris Zafeiriadis

Δευτέρα 8 Ιουνίου 2015

Another Earth (2011)


Σε αυτή τη Γη και τον κόσμο που μας έτυχε, δεν θα είμαστε ποτέ εφησυχασμένοι. Ακόμα κι αν τα δεδομένα φαίνονται ακλόνητα, πάντα θα υπάρχουν οι ρομαντικοί αμφισβητίες, οι αμετανόητοι ονειροπόλοι, αυτοί που θα έδιναν και τη ζωή τους ακόμα για την εξερεύνηση του άγνωστου, για την ανακάλυψη του καινούριου, του ανεπανάληπτου, αυτού που θα τους συναρπάσει περισσότερο από το προβλεπόμενο και θα αλλάξει την ιστορία των ανθρώπων με έναν τρόπο γοητευτικό. Είναι αυτοί οι άνθρωποι που αναζητούν την άκρη του ξυραφιού για να την κατακτήσουν, τρελοί που δεν ανήκουν σε κανέναν κόσμο, γι’ αυτό και το μυαλό τους βρίσκεται σε μια διαρκή περιπλάνηση. Σαν τους μεγάλους εξερευνητές, τους επιστήμονες που στο παρελθόν αμφισβήτησαν τα δεδομένα της εποχής τους, όπως ας πούμε το ότι η γη είναι επίπεδη, αλλάζοντας για πάντα τον τρόπο που βλέπουμε τον κόσμο γύρω μας. Δίπλα σε αυτούς φυσικά, υπάρχουν πάντοτε και αυτοί οι απλοί άνθρωποι, που ονειρεύονται μονάχα να είχαν ζήσει κάπου διαφορετικά.

Στο περίβλημά του το Another Earth είναι μια ταινία επιστημονικής φαντασίας που συναρπάζει. Μια ταινία αφιερωμένη στον ρομαντισμό της ανακάλυψης, που μιλάει για την απεραντοσύνη του διαστήματος και τις άπειρες πιθανότητες να βρεθούν σε αυτό δείγματα ζωής ενός άλλου πλανήτη. Αυτό ακριβώς συμβαίνει όταν μια Δεύτερη Γη κάνει την εμφάνισή της στο σκοτεινό νυχτερινό ουρανό. Είναι ένας πλανήτης πανομοιότυπος με τον δικό μας όπως τον γνωρίζουμε, από τη δομή των Ηπείρων και των Ωκεανών, μέχρι τα χαρακτηριστικά και τις ταυτότητες των ανθρώπων. Αυτό που απομένει για τους επιστήμονες είναι η επικοινωνία και στη συνέχεια το ταξίδι. Για όλους τους υπόλοιπους, αυτός ο δεύτερος πλανήτης, εκτός από μία συναρπαστική είδηση, ίσως αποτελεί και μια δεύτερη ανάσα για ζωή, μια ευκαιρία για να χτίσουν και να ζήσουν ένα όνειρο που παραμένει ανεκπλήρωτο. Άλλωστε το σινεμά χρησιμοποιούσε ανέκαθεν την επιστημονική φαντασία ως συμβολισμό για να εκφράσει τον πόνο που δεν μπορούμε να αποφύγουμε, την επιθυμία και την λαχτάρα του ανθρώπου να ονειρεύεται μια δυνατότητα απρόσμενης αλλαγής.

Στο Another Earth, η Rhoda, ένα κορίτσι που μόλις μαθαίνει ότι έχει εισαχθεί στο αστροφυσικό τμήμα του MIT, προκαλεί ένα αυτοκινητιστικό δυστύχημα και γίνεται η αιτία για να χάσουν τη ζωή τους ένα μικρό παιδί και η έγκυος μητέρα του (ειρωνικό αν σκεφτείς ότι ως επιστήμονας πιθανότατα θα είχε ασχοληθεί εκτενώς με το φαινόμενο της Δεύτερης Γης). Τραγική φιγούρα παραμένει ο σύζυγος της οικογένειας ο οποίος πέφτει για ένα διάστημα σε κώμα, χωρίς πριν να έχει δει το πρόσωπο του νεαρού κοριτσιού που προκάλεσε το δυστύχημα. Λίγα χρόνια αργότερα, η αποφυλακισθείσα Rhoda έρχεται κοντά στον μοναχικό πατέρα που ζει απομονωμένος και επιχειρεί να του χαρίσει μερικές στιγμές αξιοπρέπειας, αποκρύπτοντας ωστόσο την πραγματική της ταυτότητα. Η Rhoda είναι ένα κορίτσι που αναλαμβάνει την ευθύνη των πράξεων που της αναλογούν και ζει με τις συνέπειες τους, έχοντας αλλάξει πλέον κατεύθυνση στην ζωή. Δεν ζητά την συγχώρεση, μιας και αναγνωρίζει το ασυγχώρητο της απερισκεψίας της, παρά μόνο ένα λόγο για να μπορέσει να αποδεχτεί τον εαυτό της σε αυτή τη ζωή.

Η καθαρότητα και η γαλήνη του μυαλού δεν είναι κάτι εφικτό για τους δύο πρωταγωνιστές, αφού η μοίρα τους δεν μπορεί να αλλάξει - τουλάχιστον όχι σε αυτό τον πλανήτη. Υπάρχει όμως η Δεύτερη Γη, η οποία ξεκίνησε να διαφέρει από τη δική μας τη στιγμή που πρωτοαντικρίθηκε, την ίδια τη στιγμή του μοιραίου δυστυχήματος. Η Δεύτερη Γη είναι ένας κόσμος όπου τα γεγονότα ίσως συμβαίνουν διαφορετικά από τη δική μας, ένας τόπος όπου ίσως κατοικεί μια δεύτερη ευκαιρία για την ευδαιμονία των ηρώων. Μιλώντας καθαρά επιστημονικά, ίσως κάτι τέτοιο να μην μπορεί να συμβεί, ωστόσο η ουσία της ταινίας δεν βρίσκεται σε αυτή την (α)πιθανότητα. Το ενδεχόμενο και μόνο γεννάει τη σκέψη ότι σε ένα υποθετικό σενάριο συνεύρεσης, μπορεί να αγαπήσεις ή και να φοβηθείς τον δεύτερο εαυτό σου, τα συναισθήματα όμως θα είναι μάλλον αμοιβαία.

Η μελαγχολία της ιδέας δεν είναι φυσικά καινούρια. Έχει ήδη γεννηθεί στο σινεμά, από την εποχή του Méliès ακόμα, μπολιάστηκε με τη φιλοσοφική ανησυχία μιας Οδύσσειας και την ελεγειακή ονειρικότητα ενός Σολάρις, για να καταλήξει στο συναισθηματικό ορυμαγδό του Wall-Ε, κι αυτά είναι μόνο τα πιο φημισμένα παραδείγματα του είδους. Κινηματογραφικές ιστορίες είναι όλες, όπως αυτή που έστησε ο Mike Cahill, που χρησιμοποιούν τα υλικά της επιστημονικής φαντασίας, έχουν ως θέμα τους τον άνθρωπο και αφιερώνονται σε αυτόν ολοκληρωτικά. Έτσι και το Another Earth, κάτω από το Sci-Fi περίβλημά που το σκεπάζει, παραμένει μια βαθύτατα κοινωνική αλλά και αισιόδοξη ταινία. Μια ταινία που καταφέρνει να μιλήσει για την ψυχοσύνθεση του άνθρωπου που δεν μπορεί να αποφύγει το λάθος, ακόμα κι αν πρόκειται να αποβεί μοιραίο, και στη συνέχεια αναζητά μια ευκαιρία για να εξιλεωθεί. Έτσι, το Another Earth προσεγγίζει τον άνθρωπο που πριν συναντήσει την βεβαιότητα του θανάτου, παλεύει να νικήσει τους δαίμονες που κατοικούνε μέσα του, ή τουλάχιστον, προσπαθεί να συμβιβαστεί με την συνύπαρξη τους.

Σε έναν τόπο που μέσα στην απεραντοσύνη του διαστήματος δεν είναι τίποτα παραπάνω από μια μικρή μπλε κουκίδα που παρατηρούμε μέσα από τα μάτια ενός Voyager, σήμερα που έχουμε νικήσει τον εγωισμό και φτάσαμε επιτέλους να πιστεύουμε ότι σε αυτό το σύμπαν δεν είμαστε μόνοι, δεν θα μπορούσαμε να είμαστε περισσότερο ευτυχισμένοι με την ιδέα ότι έχουμε τη δύναμη να νικήσουμε τον φόβο του πεπρωμένου που μας έτυχε. Αυτό ακριβώς κάνει και το Another Earth. Κι ας μην έχουμε ακόμα κατακτήσει την ομορφιά στο σύνολό της (αυτό ίσως να μην το καταφέρουμε ποτέ), κι ας φτάνουμε πάντοτε στο σημείο του παραλίγο να φιληθούμε.

Chris Zafeiriadis

Δευτέρα 1 Ιουνίου 2015

Οι Αισθηματίες (2014)


Υπάρχουν οι ταινίες που σου αφηγούνται μια ιστορία σε αυστηρή, προκαθορισμένη δομή, και οι ταινίες που θέλουν απλώς να σου μεταφέρουν τα συναισθήματα των ηρώων τους. Υπάρχουν οι ταινίες που έχουνε καθορισμένη αρχή, μέση και τέλος και οι ταινίες που κινούνται ελεύθερες μέσα στον χωροχρόνο, δημιουργώντας μια ατμόσφαιρα που διαθέτει όσα δεν μπορούν ποτέ να ειπωθούν με λόγια. Οι Αισθηματίες του Νίκου Τριανταφυλλίδη ανήκουν σαφέστατα στη δεύτερη κατηγορία, στις ταινίες εκείνες που κουβαλούν όλα τα λάθη, τις ανασφάλειες αλλά και όλες τις επιθυμίες των ανθρώπων, καταφέρνοντας να τις εκθέσουν μπροστά στα μάτια σου σε λίγα μόλις λεπτά κινηματογραφικού συναισθηματισμού. Δεν το συναντάς συχνά αυτό το στο Ελληνικό σινεμά, όμως όταν το συναντήσεις, οφείλεις να του συμπεριφερθείς με κατανόηση και ευγένεια, όπως θα έκανες με έναν καλό φίλο που έρχεται κοντά για να σου εξομολογηθεί την πιο κρυφή του αμαρτία.

Οι Αισθηματίες δεν πρέπει να υπερηφανεύονται για την πλοκή τους. Πρέπει όμως να υπερηφανεύονται για όσα πιστεύουν, για όσα τους χάρισε ο δημιουργός τους και όσα αβίαστα σου αφήνουν μετά την προβολή. Γιατί, περισσότερο από όλα, οι Αισθηματίες είναι μια αίσθηση, μια πολύχρωμη μυρωδιά, και η μελαγχολική ηχώ που αφήνει η ανάμνηση ενός φανταστικού ταξιδιού προς έναν τόπο που μπορεί να γίνει αληθινός. Ενός ταξιδιού που ξεκινάει από την Ελλάδα του σήμερα και φτάνει μέχρι την ανάγκη των ανθρώπων να νιώθουν ζωντανοί. Σε μια χώρα που βυθίζεται από το ανομολόγητο βάρος των αμαρτιών της, αυτοί οι ρομαντικοί ήρωες αναζητούν τον τρόπο να επιβιώσουν όχι ως κομπάρσοι, αλλά ως πρωταγωνιστές μιας ζωής που τους ανήκει ολοκληρωτικά.

Μέσα σε έναν κόσμο που δεν σώθηκε ποτέ κανείς από την αμαρτία, οι Αισθηματίες γίνονται εραστές. Και οι εραστές το πρώτο που κάνουν είναι να φιλιούνται, αλλιώς τι σόι εραστές μπορεί να είναι; Αν (κρυφο)κοιτάξεις προσεκτικά, θα καταλάβεις ότι αυτοί οι όμορφοι αλλά καταδικασμένοι ήρωες είναι οι άνθρωποι που βλέπεις γύρω σου. Είναι οι άνθρωποι που ζούνε κάτω από τον ίδιο ήλιο με εμάς και ψάχνουν τον τρόπο να ερωτευτούν, τον τρόπο να ζουν περήφανα, χωρίς να φοβούνται για όσα τους χαρακτηρίζουν. Γι’ αυτό χορεύουνε ξυπόλυτοι μέσα στη νύχτα, ενώ η μέρα τους βλέπει και καρδιοχτυπά.

Αυτό που απομένει λίγο πριν να τους επισκεφτεί ο θάνατος, είναι η αναζήτηση μιας υπέροχης και αληθινής αγάπης. Όλοι θα πεθάνουμε μια μέρα, το ξέρω. Απλώς οι Αισθηματίες προτιμούν να πεθαίνουν κάθε μέρα από το να παραδοθούν και να σταματήσουν την αναζήτηση.

Chris Zafeiriadis