Παρασκευή 22 Ιανουαρίου 2016

Only Lovers Left Alive (2013)


Επάνω στις ουλές που αφήνει στο σώμα μας ο χρόνος, στα σημάδια εκείνα που δεν μπορείς ποτέ να αφαιρέσεις, διαγράφονται όλα τα χαρακτηριστικά μας. Πρέπει όμως να κοιτάξεις πέρα από το χρώμα και το σχήμα τους για να μπορέσεις να αναγνωρίσεις έστω κάποια από αυτά και στη συνέχεια να συνειδητοποιήσεις ότι μέσα τους παραμένουν ζωντανά τα συναισθήματα, τα πάθη και οι αναμνήσεις, θυμίζοντας για πάντα τις στιγμές που σε έκαναν να νιώθεις ζωντανός. Οι Εραστές του Τζάρμους, μοιάζουν σαν μια νεκρώσιμη και εύθραυστη στιγμή από τη ζωή του Αδάμ και της Εύας, δύο πλάσματα της νύχτας δεσμευμένα με την αθανασία και καταδικασμένα να δέχονται αβίαστα τα κύματα του χρόνου που περνάνε από πάνω τους, ιχνογραφώντας μια σιωπηλή πορεία μέσα στο σκοτάδι και σημαδεύοντας ,παράλληλα, ένα ακόμα κομμάτι του κορμιού τους. Άλλωστε, χωρίς σημάδια δεν υπάρχει ανάμνηση και χωρίς ανάμνηση δεν θα μπορούσε ποτέ να υπάρξει ζωή.

Οι Εραστές δεν είναι μια ταινία για αδηφάγα και αιμοδιψή πλάσματα, ούτε για τον τρόπο που επιβιώνουν μέσα στους αιώνες, κατασπαράζοντας ανθρώπινα σώματα και καταπίνοντας αχόρταγα τα αίματά τους. Οι Εραστές είναι μια ταινία για την καλλιέργεια της ευγένειας και του σεβασμού μέσα στη φιλία, για το φόβο των φαντασιώσεων που αρνούμαστε να εκπληρώσουμε, για την ομορφιά και την αναγκαιότητα της αγάπης που όταν ανθίσει μια φορά, δε λέει ποτέ να μαραθεί. Κάτω από το λιγοστό φως του φεγγαριού και την ευαίσθητη τρυφηλότητα της νύχτας, οι Εραστές γίνονται μία ταινία που καρδιοχτυπά, αντανακλώντας την ομορφιά δύο ψυχών που μέσα στην ερημιά των αιώνων, χάθηκαν για να βρεθούν ξανά αγκαλιασμένοι, αρνούμενοι να υποκύψουν στο χάος της εποχής που χτίσαμε και αναπόδραστα τους περιβάλλει.

Μέσα σε μια ψυχεδελίζουσα και μυστηριακή ατμόσφαιρα κινηματογραφικής γοητείας, οι Εραστές ευωδιάζουν και φιλοσοφούν, (υπόγεια, ανέμελα και, φυσικά, περήφανα) για τη νίκη του έρωτα απέναντι στο χρόνο, προσκαλώντας μας να ζήσουμε, (αβίαστα κι εμείς,) τη στιγμή της ψυχικής μας αθανασίας, να ξεδιπλώσουμε και να εξερευνήσουμε τις φαντασιώσεις που ίσως σε μια ονειρική στιγμή καταφέρουμε να ενώσουμε. Οι Εραστές μας προσκαλούν να πιαστούμε χέρι-χέρι και να αισθανθούμε την ηχώ του σεληνόφωτος, να αγκαλιαστούμε και να χορέψουμε γυμνοί κάτω απ’ τους καπνούς και τις αναθυμιάσεις της ατέρμονης μοναξιάς μας, προτού ο χρόνος που μας δόθηκε εξαντληθεί χωρίς επιστροφή, προτού να φτάσουμε στο τέλος και νιώσουμε την άμμο στον πάτο της κλεψύδρας.

Chris Zafeiriadis

Παρασκευή 11 Δεκεμβρίου 2015

The Prestige (2006)


Το Prestige του Nolan θα σε μαγέψει. Θα σε μαγέψει μεταφέροντάς σε στον Λονδίνο του 19ου αιώνα, όπου δύο αντίζηλοι ταχυδακτυλουργοί θα δώσουν τα πάντα για να κατακτήσουν την φήμη του πιο εντυπωσιακού τρικ επάνω στη σκηνή, κατακτώντας παράλληλα την δόξα του ισχυρότερου και πιο αινιγματικού θαυματοποιού. Μια δόξα που γεννάται από το εγωιστικό συναίσθημα της υπεροχής που τρέφει τις ψυχές των δύο πρωταγωνιστών και σταδιακά τους μετατρέπει από ταλαντούχους καλλιτέχνες σε θανάσιμους ανταγωνιστές. Και τότε καταλαβαίνεις ότι ο Nolan δεν θα σου μιλήσει για την ταχυδακτυλουργία και τα μεταμφιεσμένα μυστικά της, αλλά θα σου εκθέσει με έναν υπέροχο τρόπο την αποκάλυψη του ανθρώπινου πνεύματος και την κάθοδό του, από το σημείο της έμπνευσης και της δημιουργίας, στα ατέρμονα βάθη μιας οδυνηρής και αχόρταγης αβύσσου.

Στο σύμπαν του Prestige η ανάπτυξη της σύγκρουσης γίνεται αργά και σταθερά, παράλληλα με ένα πάθος που οργιάζει. Οι δύο ταχυδακτυλουργοί γίνονται για λίγο οι μικροί θεοί που διαθέτουν τα μέσα και τη δεξιοτεχνία για να ξεγελάσουν όσους τους παρακολουθούνε μαγεμένοι. Για όσο βρίσκονται επάνω στη σκηνή το αίνιγμα γεννάται, η αλήθεια μεταμφιέζεται και το αμετάβλητο αλλάζει και μετατρέπεται σε μεταβλητό. Φυσικά ο Nolan από την αρχή ακόμα σπεύδει να μας ενημερώσει πως θεοί δεν υπάρχουν (τουλάχιστον όχι επάνω στη σκηνή) και ότι αυτό που πραγματικά συμβαίνει είναι μια ψευδαίσθηση που κατασκευάζεται με μαεστρία. Η πραγματικότητα δεν μπορεί να διαστρεβλωθεί, μπορεί μονάχα να καμουφλαριστεί με ένα διαφορετικό προσωπείο, δίνοντάς σου την δυνατότητα να ξεφύγεις από τον κόσμο που σου έτυχε, αν δεν σου κάνει.

Μέσα από το καμουφλάζ έρχεται η παραπλάνηση, γεννώντας παράλληλα το μίσος. Ένα μίσος που τρέφει και τρέφεται από την αδυναμία των δύο αυτών ανθρώπων, οι οποίοι αφιέρωσαν τη ζωή τους στην ψευδαίσθηση και θυσίασαν ένα κομμάτι του εαυτού τους, για να γίνουν τελικά σκλάβοι της ίδιας τους της εμμονής. Ως σκλάβοι δεν μπορούν παρά να υπακούσουν και να συνεχίσουν να παραπλανούν, τόσο το κοινό που θέλει να τους θαυμάσει, όσο και τους εαυτούς τους που λαχταράνε τον θαυμασμό. Ως  άνθρωποι, τυφλοί από την εμμονή, οδηγούνται στον παραλογισμό τον οποίο υπηρετούν ευλαβικά και, ξεφεύγοντας από τα όρια της ειλικρίνειας και της ηθικής, παίρνουν μέρος σε μια εγωιστική μάχη για την επικράτηση του ισχυρότερου.

Φυσικά, αν κοιτάξεις προσεκτικά θα βρεις και εκείνα που σε ενοχλούνε στη ταινία. Θα δεις τις ευγενείς απιθανότητες, τις ελλείψεις και τις σεναριακές ευκολίες που υπάρχουν μέσα στην ιστορία. Όμως αν παρατηρήσεις εκεί που πρέπει, θα δεις ότι στη ψυχή του το Prestige δεν είναι μια ταινία για τον ανταγωνισμό και τη μάχη μεταξύ των αντιπάλων. Αυτή βρίσκεται για να ξετυλίξει την πλοκή και να υπηρετήσει την ίδια την άβυσσο του ανθρώπινου παραλογισμού. 

Αν παρατηρήσεις βαθύτερα, λίγο πριν το Prestige αγγίξει τα όρια της επιστημονικής φαντασίας, θα δεις τον Nolan να σου μιλάει για την οδυνηρή μοίρα κάθε γνήσιου καλλιτέχνη που δεν μπορεί να νιώσει πλήρης αν δεν αφιερώσει την ζωή του στην ανεξάντλητη τέχνη του. Θα σου μιλήσει για τον άνθρωπο, τον θεό και την δημιουργία (όχι όμως και για την θρησκεία) και, τέλος, για την μαγεία ολόκληρου του κινηματογράφου, που για κάποιους αποτελεί διασκέδαση, ενώ για κάποιους άλλους είναι ένας υπέροχος, δεύτερος κόσμος για να ζεις. Θα σου μιλήσει για κάθε σκηνοθέτη που σε εξαπατά εν γνώσει σου και γίνεται «θεός» - ένας μικρός μάγος που κατασκευάζει τις δικές του πραγματικότητες και σου χαρίζει αισθήματα και ψευδαισθήσεις από τις οποίες δεν θέλεις να αποδεσμευτείς, που κατασκευάζει μια εξαπατημένη αλήθεια και πριν από κάθε προβολή έρχεται κοντά για να σου ψιθυρίσει «άμπρα κατάμπρα».

Και σου προκαλεί το δέος.

Chris Zafeiriadis

Τετάρτη 25 Νοεμβρίου 2015

À bout de souffle (Breathless, 1960)


Θέλω να έρθω μαζί σου και πάμε όπου θες. Από τη Ρώμη στο Παρίσι και από εκεί στο Μόντε Κάρλο, να ζήσουμε τον έρωτα γιατί δεν μπορώ να είμαι μακριά σου. Αλλά ακόμα κι αν μπορώ, δεν θέλω ποτέ να είμαστε χώρια. Θέλω να ακούσω κάτι όμορφο από τα χείλη σου και να μη σταματήσω ποτέ να σε κοιτάζω. Να βρεθούμε, να αγκαλιαστούμε και να θυμώσουμε, να κοιμηθούμε και να ξυπνήσουμε μαζί σε ένα μικρό παριζιάνικο δωμάτιο, ανάμεσα σε αγκαλιές, βινύλια και τον ανέμελο καπνό των τσαλακωμένων μας τσιγάρων. Θέλω να μείνουμε μακριά από τον κόσμο που έχει μάθει να μας λέει ψέματα, να τιθασεύσουμε τους φόβους και τις αμαρτίες μας, αφήνοντας τον Godard ελεύθερο να μας κινηματογραφήσει όπως δεν το έκανε ποτέ κανένας μέχρι τώρα.

Θέλω να αγαπηθούμε, να γίνουμε αθάνατοι και ας πεθάνουμε μετά για πάντα. 

Chris Zafeiriadis

Τρίτη 3 Νοεμβρίου 2015

The Battery (2012)


Η ταινία του Jeremy Gardner αποτελεί έναν μικρό άθλο. Όχι μόνο γιατί δημιουργήθηκε μέσα σε μόλις 16 ημέρες από τα 6.000 δανεικά δολάρια που μάζεψε ο δημιουργός της, χωρίς αυτό να την καθιστά φτηνή ή επιπόλαια, αλλά γιατί καταφέρνει μέσα από μια ιστορία ζωντανών νεκρών να αναδείξει όλη τη κρυμμένη μελαγχολία στο πρόσωπο των χαρακτήρων του. Καταφέρνει να αναδείξει την μοναξιά των επιζώντων μέσα σε ένα κόσμο που άνθισε από τον πολιτισμό, για να καταρρεύσει στη συνέχεια από άγνωστη αιτία και να μετατρέψει τους κατοίκους του σε αιμοδιψή ανθρωπόμορφα πλάσματα, περιφερόμενα χωρίς ψυχή και χωρίς συναίσθηση της πραγματικότητάς τους.

Μπορεί οι νεκροζώντανοι να περιφέρονται αιματοβαμμένοι και με διαθέσεις κανιβαλισμού, ωστόσο ο Gardner δεν κάνει το λάθος να επικεντρωθεί σε αυτούς και χρησιμοποιεί την εικόνα τους με φειδώ, όταν θέλει δηλαδή να δημιουργήσει στιγμές ανόθευτου τρόμου. Διαθέτει λοιπόν τον περισσότερο χρόνο του στους δύο αντρικούς του χαρακτήρες. Δυο χαρακτήρες που προσπαθούν να επιβιώσουν σε έναν τόπο που δεν έχει και πολλά να κάνεις, δεν έχεις και πολλά να πεις, αφού έχει ερημώσει από φωνές και το μόνο που απομένει είναι η ηχώ των αναμνήσεων μιας εποχής που έχει αφήσει τους ανθρώπους ανεπιστρεπτί.

Η πρώτη ώρα της ταινίας αναλώνεται στον τρόπο με τον οποίο οι δύο αυτοί κεντρικοί χαρακτήρες περιπλανιόνται στην εγκαταλελειμμένη αμερικανική ύπαιθρο αναζητώντας καταφύγιο και τροφή, αλλά και τον τρόπο που ο καθένας τους ξεχωριστά προσπαθεί να διαχειριστεί την Αποκάλυψη. Ο πρώτος είναι ένας κυνικός ρεαλιστής που σχεδόν διασκεδάζει με όσα ελάχιστα συμβαίνουν και τις περισσότερες φορές παίρνει την κατάσταση στα χέρια του, ενώ ο δεύτερος ακούει μουσική σε ένα παλιό ντίσκμαν, δυσκολευόμενος να αποδεχτεί την καινούρια πραγματικότητα στην οποία ανήκει. Οι δυο τους ταξιδεύουν συνεχώς και αναλώνονται σε λιγοστές συζητήσεις και στιγμές ανέμελου baseball αφού αυτό είναι το μόνο χαρακτηριστικό που έχουνε κοινό.

Φτάνουμε έτσι στο τελευταίο μισάωρο της ταινίας (λίγο πριν ο Gardner ξεμείνει από ιδέες) όπου οι δύο πρωταγωνιστές πέφτουν θύματα της εναπομένουσας ανθρώπινης κοινωνίας και εγκλωβίζονται με ελάχιστα τρόφιμα και καμία διέξοδο σε ένα αμετακίνητο Volvo station wagon, περικυκλωμένοι από μερικές ντουζίνες αγριεμένους νεκροζώντανους. Κάπως έτσι η ταινία υιοθετεί έναν πιο δραματουργικό τόνο και μέσω του μινιμαλισμού της αποδεικνύει ότι δεν χρειάζεσαι ένα παγκόσμιο budget για να κάνεις μια καλή ταινία τρόμου, απλά να χρησιμοποιήσεις την βαρβαρότητα όχι ως μέτρο εντυπωσιασμού αλλά ως κινηματογραφική ουσία.

Chris Zafeiriadis

Τρίτη 27 Οκτωβρίου 2015

The Martian (2015)


Για να μπορέσεις να έρθεις κοντά και τελικά να φτάσεις στο σημείο να απολαύσεις το Martian για όλα όσα είναι – χωρίς να το κατακρίνεις για όσα δεν κατάφερε να είναι - ίσως θα πρέπει πρώτα να ρίξεις μια ματιά στο παρελθόν του δημιουργού του, από το πιο πρόσφατο έως και το πιο μακρινό. Θα δεις έτσι ότι από τις πρώτες του ημέρες, ο Scott δεν έδειξε μόνο ότι είναι ένας άνθρωπος που αγαπά την επιστημονική φαντασία αλλά κι ένας χαρισματικός αφηγητής, ο οποίος χάρισε στο είδους του sci-fi δύο αριστουργήματα που κατάφεραν να μείνουν αναλλοίωτα στο πέρασμα του χρόνου (Alien, Blade Runner). Από εκεί κι έπειτα, θα δεις ότι ολόκληρη η πορεία του είχε τα πάνω της (The Duellists, Gladiator, Matchstick Men) αλλά και τα αρκετά κάτω της (G.I. Jane, Black Hawk Down), μερικές αμφίβολες στιγμές κοινωνικού διχασμού (Thelma and Louise, Counselor, Prometheus), καθώς επίσης και μερικές άλλες, διεκπεραιωτικής εμπορικότητας (Body of Lies, Kingdom of Heaven).

Η αναγνώριση και η επιτυχία δεν άργησαν να έρθουν, αυτό όμως που δε ήρθε ποτέ για τον Scott είναι μια προσωπική σφραγίδα που θα χαρακτήριζε τις δημιουργίες μια ξεχωριστή ματιά και μια έκφραση σκέψης επάνω στα θέματά του που θα τον έκαναν ,τουλάχιστον στα μάτια μου, έναν άνθρωπο μοναδικό που θα ξανασυναντούσα σε κάθε νέα του ταινία. Κάπως έτσι, ο Scott παρέμεινε για πάντα ένας (μοντέρνος, ταλαντούχος και αμερικάνος) σκηνοθέτης ικανός για τα καλύτερα αλλά και για τα χειρότερα, ένας σκηνοθέτης που οι ταινίες του δεν διαθέτουν τον προσωπικό στοχασμό ενός ποιητή, αλλά την κοινωνική ψυχαγωγία ενός διασκεδαστή που άλλες φορές βρίσκει τον στόχο του και κάποιες άλλες δεν περνάει ούτε από δίπλα. Αυτό από μόνο του είναι ρίσκο τόσο για τους παραγωγούς που περιμένουν τα εισιτήρια, όσο και για τους σινεφίλ που λαχταράνε μια υπέροχη ταινία. Υπό αυτό το πρίσμα, νομίζω οι πρώτοι βρήκαν τον άνθρωπο που έψαχναν, ενώ οι δεύτεροι έχουν προ πολλού σταματήσει να τον αναζητούν στο πρόσωπο του Scott.

Όλα τα παραπάνω δεν τα αναφέρω για να δικαιολογήσω κάποιο παραστράτημα, ούτε για να αναγάγω κάποια αμφίβολη και επιπόλαιη ταινία του σε αριστούργημα. Θα ήταν όμως τουλάχιστον άδικο να περιμένει κάποιος από τον Scott, σήμερα στα 78 του χρόνια και μετά από είκοσι δύο περίπου ταινίες, να αλλάξει χαρακτήρα και να δει την τέχνη που υπηρετεί διαφορετικά. Όπως θα ήταν άδικο να περιμένει κάποιος από το Martian (του Scott, όχι του Weir) να διαθέτει την απεραντοσύνη μιας Οδύσσειας, τον κωδικοποιημένο και πολυδιάστατο χαρακτήρα ενός Interstellar, ή έστω την εσωτερική ανάγκη της επιστροφής σε έναν δικό σου κόσμο που αβίαστα ένιωθε ο E.T.. Αυτό που μπορεί κάποιος να περιμένει, όμως, είναι μια μοντέρνα ιστορία χαμένη στο διάστημα, μια ιστορία που σκοπό έχει να σε συναρπάσει όσο μπορεί να σε συναρπάσει η ψυχαγωγική ματιά του δημιουργού της και να σε μεταφέρει, έστω και κλασματικά, σε ένα άγνωστο σύμπαν, μακριά από το δικό σου, πάντοτε όμως ανίκανο να σου δώσει τις λύσεις που αναζητάς πίσω στη γη.

Η ταινία ξεκινάει όταν, μετά από ένα ατύχημα, ο αστροναύτης και βοτανολόγος Mark Watney (ενσαρκωμένος από τον θαυμάσιο Matt Damon) ξεμένει στο περιβάλλον τού Κόκκινου Πλανήτη, ενώ το υπόλοιπο πλήρωμα της αποστολής, θεωρώντάς τον νεκρό, ξεκινά το ταξίδι της επιστροφής για τη Γη. Ο Mark αφήνεται έτσι μόνος σε έναν έρημο τόπο, με μοναδικό αντίπαλο τα ψυχικά και βιολογικά του όρια. Είναι σχεδόν σίγουρο ότι οποιοσδήποτε άλλος απλός άνθρωπος είχε βρεθεί στην ίδια κατάσταση θα είχε, δεδομένων των αντιξοοτήτων, χάσει τη ζωή του από τα πρώτα κιόλας λεπτά. Όμως ο Mark Watney δεν είναι ένας απλός άνθρωπος. Είναι ένας έξυπνος, εφευρετικός, αστείος αλλά και πεισματάρης επιστήμονας που χρησιμοποιεί τις επιστημονικές του γνώσεις για να επιβιώσει και να μπορέσει να αντιμετωπίσει τα προβλήματα που προκύπτουν το ένα μετά το άλλο, χωρίς να το βάζει κάτω ούτε για ένα λεπτό. Τον παρακολουθούμε λοιπόν να μιλάει σε ένα ηλεκτρονικό ημερολόγιο ώστε να μην τρελαθεί και να κρατάει τον μυαλό του σε συνεχή έλεγχο, αντιμετωπίζοντας την κατάστασή του με σοβαρότητα, χιούμορ αλλά και μια απίθανη ελαφρότητα που του χαρίζει τόσο η προσέγγιση του Scott, όσο και η πανέξυπνη χρήση της μουσικής ντίσκο που είναι και η μόνη μουσική που έχει μαζί του ο Mark.

Στον Άρη βέβαια δεν μπορείς να μείνεις για πολύ, ακόμα κι αν βρεις τον τρόπο να καλλιεργήσεις πατάτες. Γι’ αυτό και, παράλληλα με τον Mark, παρακολουθούμε τις προσπάθειες των επιστημόνων της NASA πίσω στη Γη αλλά και του πληρώματος του σκάφους τού Mark (με κυβερνήτη την υπέροχη Jessica Chastain), οι οποίοι κάνουν τα αδύνατα δυνατά για να φέρουν τον άνθρωπό τους/μας πίσω. Έναν άνθρωπο που, σύμφωνα με την ιστορία, γίνεται σύμβολο ολόκληρου του δυτικού κόσμου, ενός κόσμου που μοιάζει να παρασύρεται από την αβάσταχτη πραγματικότητα που ζει ο Mark, έχοντας προς στιγμήν ξεχάσει τα ουσιαστικά προβλήματα που μαστίζουν την ανθρωπότητα του δικού μας πλανήτη (αρρώστιες, φτώχια, μεταναστευτικό και ό,τι άλλο προσωπικό κουβαλάει ο καθένας μέσα του).

Είπαμε, όμως, ο Scott είναι ένας διασκεδαστής και η Διάσωση είναι μια διασκεδαστική, σχεδόν εφηβική ταινία που σκοπό έχει να ψυχαγωγήσει όσους βρεθούν στη σκοτεινή αίθουσα για να την απολαύσουν για τις αρετές που διαθέτει. Και θα την απολαύσουν, από το πρώτο μέχρι το τελευταίο πλάνο του αστρικού ουρανού της. Θα την απολαύσουν για τα ερωτήματα που κοιτάει, που θέλει αλλά δυσκολεύεται να θέσει (πρωτίστως στον εαυτό της), για την ομορφιά της εξερεύνησης ενός άγνωστου τόπου, αλλά και την επιπολαιότητα με την οποία μπορείς να απολαύσεις μια τέτοια ταινία τη στιγμή που την έχεις περισσότερο ανάγκη. Μη τον παρεξηγείς τον Scott, γιατί εδώ γνωρίζει τα όριά του (νιώθοντας και ο ίδιος έφηβος;). Και, για να πω την αλήθεια, είναι προτιμότερο να αναλώνεται σε τέτοιου είδους ελαφρότητες και να αριστεύει, από το να αποδεικνύει την αδυναμία του να διαχειριστεί σοβαρότερες προσεγγίσεις και να αποτυγχάνει. Και ξέρεις, αυτός που δεν βρίσκει ίχνος απόλαυσης στην επιπολαιότητα, στην νεανική διασκέδαση και, τελικά, στην αγωνιώδη ακινδυνότητα μέσα σε μια ψυχαγωγική ταινία, δεν έχει ιδέα τι πάει να πει ψυχαγωγικό σινεμά.

Ή απλώς, σινεμά.

Chris Zafeiriadis