Αυτός, αυτή και τα μυστήρια της Ρώσικης μαφίας στο Λονδίνο...
Ο ιδανικότερος εκφραστής μιας μη αντικειμενικής παρουσίασης μιας (οποιαδήποτε) ταινίας του Cronenberg, δεν θα μπορούσε να είναι κάποιος ο οποίος αγαπάει και γνωρίζει τον κινηματογράφο σαν τέχνη, ιστορία ή τεχνοτροπία, αλλά κάποιος που αντιλαμβάνεται, ανα-γνωρίζει, και αγαπάει το έργο του Καναδού σκηνοθέτη στο σύνολό του. Και αυτό (υποσυνείδητα ή μη) το ξέρει πολύ καλά και ο ίδιος. Διότι καλλιτέχνες τέτοιου βεληνεκούς, κύρους, προσωπικής αναζήτησης και φιλοσοφίας δεν ενδιαφέρονται (πια) να αποδείξουν κάτι στους νεοκλασάτους κριτικάριους (ή ερμηνευτές εικόνων και έργων) οι οποίοι όλο και περισσότερο μοιάζει να ψάχνουν λαμπερούς τρόπους εγωιστικής αυτοπροβολής και εγωκεντρικής αντίδρασης (επιδεικνύοντας τις «ατελείωτες» γνώσεις τους). Τέτοιοι σκηνοθέτες περισσότερο ενδιαφέρονται να ικανοποιήσουν το κοινό που τους αγάπησε, τους ανέδειξε και που (ακόμα και στα στραβοπατήματά τους) τους δέχεται ως είναι και (κυρίως) τους θαυμάζει για αυτό που πιστεύουν και παράγουν.
Ακόμα και αν ίδιος ο Cronenberg προσπαθούσε να γίνει πιο mainstream δημιουργώντας βατές ιστορίες τοποθετημένες σε μια καθαρά αναγνωρίσιμη πραγματικότητα του σήμερα, δεν θα μπορούσε να ακολουθήσει τα βήματα της βιομηχανίας (αυτού) του θεάματος και κατ’ επέκταση της λογικής που την διέπει. Διότι από μόνες τους οι δημιουργίες του αντανακλούν έναν καλλιτέχνη με σαφή όραμα και προσανατολισμό, πάμπολλες εμμονές και σίγουρα μια εξελισσόμενη φιλοσοφία, μακράν διαφοροποιημένο από την κουλτούρα και τα γούστα του μέσου Αμερικάνου θεατή.
Η ιστορία της μαίας που ψάχνει απαντήσεις (και τελικά τις βρίσκει), είναι σχετικά απλουστευμένη και λιγότερη φιλοσοφημένη απ’ ότι στο παρελθόν. Ωστόσο σε καμία περίπτωση δεν πρόκειται για ρηχότητα, κάθε άλλο μάλιστα. Θέτοντας σαν βάση ένα ομιχλώδες και βροχερό Λονδίνο, παρουσιάζεται (έστω αμυδρά και χωρίς δυνατότητα επαλήθευσης) η κουλτούρα της Ρωσικής μαφίας και η (υπόγεια) δράση στην ευρύτερη περιοχή, σε μια ιστορία που διασταυρώνονται οι πολιτισμοί, παντρεύονται οι γνώσεις με τις αξίες, και το ποιος είσαι καθορίζεται από τα tattoos που έχεις στο σώμα σου (Vor V Zakone ονομάζεται ουσιαστικά η Ρώσικη μαφία και τα tattoos αυτά εκφράζουν το ποιος είσαι καθώς και την πορεία της ζωής του καθενός).
Μέσα σε όλα τα παραπάνω, το προσωπικό στίγμα του Cronenberg πανταχού παρών. Έκδηλη η αστείρευτη ικανότητα του να δημιουργεί τους δικούς του κόσμους με τους δικούς του ήρωες, αντί-ήρωες (και αντί-αντί-ήρωες) που μοιάζουν να ζούνε σε μία δική τους πραγματικότητα (ακόμα και οι «μαφιόζοι» μοιάζουν ξεκομμένοι από τον υπόλοιπο υπό-κόσμο), αρκετά ρεαλιστική και όχι τόσο μακριά από την δική μας (το ίδιο άνιση και ταυτόχρονα φαινομενικά απλή) εμπράγματη ζωή. Με μια επική σκηνή πάλης στα λουτρά (χαρακτηριζόμενη ως απλοϊκή ωμότητα) μας αποδεικνύει (ξανά) το ασυμβίβαστο του χαρακτήρα και τις προσωπικότητάς του, χρησιμοποιώντας την βία σαν όπλο, είτε του καλού είτε του κακού (εδώ και των δύο).
Τι είναι όμως αυτό που κάνει το Eastern Promises να ξεχωρίζει μέσα από την απλόχερη απλότητά του?
Μια ιστορία εγκλήματος με δραματικές προεκτάσεις βασιζόμενη στην επαγγελματική αφοσίωση αλλά και στην εφηβική μανία του δημιουργού της. Δύο χαρακτηριστικά που δυστυχώς μέρα με τη μέρα, δείχνουν να εξανεμίζονται από τους περισσότερους και που η έλλειψή τους δημιουργεί μπερδεμένες ψευδαισθήσεις του σήμερα και του αύριο.
Ο Cronenberg όμως δεν ξεχνά, θυμίζοντας/δασκαλεύοντας σε όλους εμάς ένα πολύ σημαντικό πράγμα σ’ αυτή τη πολύ-δι-άστατη ζωή...
“Every sin leaves a mark...”
Ο ιδανικότερος εκφραστής μιας μη αντικειμενικής παρουσίασης μιας (οποιαδήποτε) ταινίας του Cronenberg, δεν θα μπορούσε να είναι κάποιος ο οποίος αγαπάει και γνωρίζει τον κινηματογράφο σαν τέχνη, ιστορία ή τεχνοτροπία, αλλά κάποιος που αντιλαμβάνεται, ανα-γνωρίζει, και αγαπάει το έργο του Καναδού σκηνοθέτη στο σύνολό του. Και αυτό (υποσυνείδητα ή μη) το ξέρει πολύ καλά και ο ίδιος. Διότι καλλιτέχνες τέτοιου βεληνεκούς, κύρους, προσωπικής αναζήτησης και φιλοσοφίας δεν ενδιαφέρονται (πια) να αποδείξουν κάτι στους νεοκλασάτους κριτικάριους (ή ερμηνευτές εικόνων και έργων) οι οποίοι όλο και περισσότερο μοιάζει να ψάχνουν λαμπερούς τρόπους εγωιστικής αυτοπροβολής και εγωκεντρικής αντίδρασης (επιδεικνύοντας τις «ατελείωτες» γνώσεις τους). Τέτοιοι σκηνοθέτες περισσότερο ενδιαφέρονται να ικανοποιήσουν το κοινό που τους αγάπησε, τους ανέδειξε και που (ακόμα και στα στραβοπατήματά τους) τους δέχεται ως είναι και (κυρίως) τους θαυμάζει για αυτό που πιστεύουν και παράγουν.
Ακόμα και αν ίδιος ο Cronenberg προσπαθούσε να γίνει πιο mainstream δημιουργώντας βατές ιστορίες τοποθετημένες σε μια καθαρά αναγνωρίσιμη πραγματικότητα του σήμερα, δεν θα μπορούσε να ακολουθήσει τα βήματα της βιομηχανίας (αυτού) του θεάματος και κατ’ επέκταση της λογικής που την διέπει. Διότι από μόνες τους οι δημιουργίες του αντανακλούν έναν καλλιτέχνη με σαφή όραμα και προσανατολισμό, πάμπολλες εμμονές και σίγουρα μια εξελισσόμενη φιλοσοφία, μακράν διαφοροποιημένο από την κουλτούρα και τα γούστα του μέσου Αμερικάνου θεατή.
Η ιστορία της μαίας που ψάχνει απαντήσεις (και τελικά τις βρίσκει), είναι σχετικά απλουστευμένη και λιγότερη φιλοσοφημένη απ’ ότι στο παρελθόν. Ωστόσο σε καμία περίπτωση δεν πρόκειται για ρηχότητα, κάθε άλλο μάλιστα. Θέτοντας σαν βάση ένα ομιχλώδες και βροχερό Λονδίνο, παρουσιάζεται (έστω αμυδρά και χωρίς δυνατότητα επαλήθευσης) η κουλτούρα της Ρωσικής μαφίας και η (υπόγεια) δράση στην ευρύτερη περιοχή, σε μια ιστορία που διασταυρώνονται οι πολιτισμοί, παντρεύονται οι γνώσεις με τις αξίες, και το ποιος είσαι καθορίζεται από τα tattoos που έχεις στο σώμα σου (Vor V Zakone ονομάζεται ουσιαστικά η Ρώσικη μαφία και τα tattoos αυτά εκφράζουν το ποιος είσαι καθώς και την πορεία της ζωής του καθενός).
Μέσα σε όλα τα παραπάνω, το προσωπικό στίγμα του Cronenberg πανταχού παρών. Έκδηλη η αστείρευτη ικανότητα του να δημιουργεί τους δικούς του κόσμους με τους δικούς του ήρωες, αντί-ήρωες (και αντί-αντί-ήρωες) που μοιάζουν να ζούνε σε μία δική τους πραγματικότητα (ακόμα και οι «μαφιόζοι» μοιάζουν ξεκομμένοι από τον υπόλοιπο υπό-κόσμο), αρκετά ρεαλιστική και όχι τόσο μακριά από την δική μας (το ίδιο άνιση και ταυτόχρονα φαινομενικά απλή) εμπράγματη ζωή. Με μια επική σκηνή πάλης στα λουτρά (χαρακτηριζόμενη ως απλοϊκή ωμότητα) μας αποδεικνύει (ξανά) το ασυμβίβαστο του χαρακτήρα και τις προσωπικότητάς του, χρησιμοποιώντας την βία σαν όπλο, είτε του καλού είτε του κακού (εδώ και των δύο).
Τι είναι όμως αυτό που κάνει το Eastern Promises να ξεχωρίζει μέσα από την απλόχερη απλότητά του?
Μια ιστορία εγκλήματος με δραματικές προεκτάσεις βασιζόμενη στην επαγγελματική αφοσίωση αλλά και στην εφηβική μανία του δημιουργού της. Δύο χαρακτηριστικά που δυστυχώς μέρα με τη μέρα, δείχνουν να εξανεμίζονται από τους περισσότερους και που η έλλειψή τους δημιουργεί μπερδεμένες ψευδαισθήσεις του σήμερα και του αύριο.
Ο Cronenberg όμως δεν ξεχνά, θυμίζοντας/δασκαλεύοντας σε όλους εμάς ένα πολύ σημαντικό πράγμα σ’ αυτή τη πολύ-δι-άστατη ζωή...
“Every sin leaves a mark...”
Chris Zafeiriadis