Την πρώτη φορά που είδα τους Εραστές, με τσάκισαν. Ήταν μερικά χρόνια πριν, μια παγωμένη νύχτα του Οκτώβρη, όταν ήρθα αντιμέτωπος μαζί τους, ανακαλύπτοντας με έκπληξη την δύναμή που μπορεί να κρύβει μέσα της μια ταινία. Την δύναμη που μπορούν να έχουν κάποιοι χαρακτήρες, μέσα σε λίγα μόνο λεπτά να τεμαχίζουν οποιοδήποτε θετικό συναίσθημα, σκορπίζοντας τα κομμάτια στον αέρα και αφήνοντας το κρύο της νύχτας να τα παρασύρει μακριά. Οι Εραστές του Αρκτικού Κύκλου κατέχουν την ακατάβλητη ιδιότητα να ορμάνε στον ψυχισμό του θεατή και βρίσκοντας τα ευαίσθητα σημεία που κρύβει ο καθένας μέσα του, να τα χτυπάνε με μανία, ξανά και ξανά, μέχρι να ισοπεδώσουν τα πάντα, αφήνοντας τελικά μόνο ένα, πανίσχυρο όμως, συναίσθημα να κυριαρχεί. Την μοναξιά.
Δύο άνθρωποι, μία ιστορία. Η Ana και ο Otto, δύο παλινδρομικά, καρκινικά ονόματα που διαβάζονται το ίδιο μπρος και πίσω, μία καρκινική ερωτική ιστορία η οποία αρχίζει και τελειώνει ακριβώς στο ίδιο σημείο, μέσα στα μάτια εκείνης. Οι δυο τους θα πρωτοσυναντηθούν σε παιδική ηλικία, έξω από ένα δημοτικό σχολείο, όταν θα αρχίσουν να τρέχουν, ο καθένας για τους δικούς του λόγους. Αυτός κυνηγούσε μια μπάλα, αυτή κυνηγούσε την ξεροκεφαλιά της, προσπαθώντας να αντιστρέψει έναν ήδη τετελεσμένο θάνατο. Οι δρόμοι τους διασταυρώθηκαν, η σκέψη πάγωσε και το μόνο που μπορούσαν να κάνουν τότε είναι να κοιτάζονται. Από εκείνη την στιγμή η μοίρα αναλαμβάνει να παίξει το δικό της παιχνίδι, θέτοντας τους δικούς της, αλγεινούς κανόνες.
Και είναι η ίδια μοίρα που φέρνει κοντά τους ανθρώπους η οποία συνωμοτεί στη συνέχεια με το σύμπαν για να κρατήσει αυτό τον έρωτα αδύνατο και απαγορευμένο, καθιστώντας την εκδήλωση του πάθους τους ανέφικτη, κρυφή. Μα είναι παιδιά ακόμα. Ναι είναι. Μέσα στην αγνότητα, την ακραιφνή τους σκέψη και την παρθένα καρδιά τους, ανόθευτα και άσπιλα, παραμένουν έτοιμα να χαρίσουν και να χαριστούν, με αντάλλαγμα ένα βλέμμα μόνο, ένα άγγιγμα. (Άραγε, πόσο στοιχίζει ένα άγγιγμα όταν είσαι παιδί? Ή μήπως να αναρωτηθώ όταν είσαι ερωτευμένος?) Οι Εραστές πέφτουν θύματα την μοίρας, των συμπτώσεων της ζωής, θα έρθουν κοντά αλλά θα χωρίσουν. Κάθε χωρισμός όμως λένε είναι και ένας μικρός θάνατος που σε επηρεάζει με τρόπο περίεργο. Σου αλλάζει την ζωή. Όπως άλλαξε ριζικά και την δική τους, αφήνοντας μόνο σιωπηλές υποσχέσεις για το μέλλον.
Θα περάσουν τα χρόνια, θα γυρίσει ο τροχός, όλα θα’ ναι σαν πρώτα, όλα θα ‘ναι αλλιώς και οι Εραστές θα τραβήξουν ο καθένας τον δικό του δρόμο. Αυτή η άφευκτη μοίρα που μας ακολουθεί συνεχώς σαν αθέατη απειλή, έκανε το βρώμικο καθήκον της. Όμως ο χρόνος δεν πατάει φρένο, ούτε η ζωή σταματά, μόνο τρέχει χωρίς να λογαριάζει κανέναν, κάνοντας κύκλους συνεχώς, οι οποίοι μπορεί να μη τέμνονται πάντα, μπορούν να σε επαναφέρουν όμως σε κάποιο σημείο που έχεις ξαναβρεθεί, που έχεις ξαναζήσει. Και είναι μια σειρά κλυδωνικών συμπτώσεων που θα επαναπροσδιορίσουν την θέση των δύο. Στον μεταμεσονύχτιο ήλιο της μακρινής Λαπωνίας, εκεί που η νύχτα δεν τολμάει να πέσει, στο κέντρο του Αρκτικού Κύκλου, οι Εραστές θα ζήσουν τον έρωτα από την δραματική του όμως πλευρά, αυτή που πονάει περισσότερο, που δεν σε αφήνει να χαρείς, προσπαθώντας να αντιστρέψουν για ακόμα μια φορά τον ήδη τετελεσμένο θάνατο της σχέσης τους και επαληθεύοντας με αυτό τον τρόπο την καρκινική δομή των ονομάτων τους και τελικά του έρωτά τους, αφήνοντας την αγάπη τους μετέωρη πάνω στο μεταίχμιο της φυσικής της ολοκλήρωσης.
Λένε όμως ότι ο έρωτας που δεν ολοκληρώνεται δεν επαληθεύεται. Αλλά εδώ ο Medem δεν ενδιαφέρεται για τον φυσικό σωματικό έρωτα. Διότι ο απόλυτος έρωτας είναι μεταφυσικός, δεν έχει να κάνει με το σώμα και την σάρκα, αλλά με το μυαλό και την ψυχή. Έτσι αφήνει τους ίδιους τους Εραστές να αφηγηθούν την ιστορία τους, μια μεταφυσική ιστορία με (σκοπίμως) ελλειπτική αφήγηση, σαν ένα επώδυνο όνειρο που μετά το τέλος του αποπνέει μια βαριά πνιγηρή μελαγχολία, αφήνοντας εκείνον μόνο στη μέση ενός άγνωστου δρόμου να κυνηγάει τη δική του αλήθεια, κλείνοντας ταυτόχρονα έναν ακόμα κύκλο και ολοκληρώνοντας (έστω κλασματικά) τον έρωτα στο μοναδικό σημείο που μπορούσε να ολοκληρωθεί, εκεί όπου όλα είχαν ξεκινήσει. Στα μάτια εκείνης… Τι μοναξιά…!
Chris Zafeiriadis