Θα ταξιδέψω λίγο προς τα πίσω. Θα μπω στο δικό μου διαστημόπλοιο και θα μεταφερθώ στην προσωπική μου αγαπημένη δεκαετία επιστημονικής φαντασίας. Τότε που οι εξωγήινοι και τα σκάφη τους δεν είχαν χρωματιστεί ακόμα, τότε που ο πλανήτης μας άρχισε να απειλείται ανοιχτά από το άγνωστό του ουρανού, τότε που το κοινό αγκάλιασε αυτό το ευρέως αποδεκτό νέο είδος.
Το Earth vs. the Flying Saucers εμφανίστηκε στη μεγάλη οθόνη την χρυσή (ή μήπως πρέπει να πω ασημένια, λόγω χρώματος) εποχή του αμερικάνικου sci-fi. Αν όμως έπρεπε να διαλέξω την καλύτερη ταινία της εποχής, σίγουρα δεν θα διάλεγα την συγκεκριμένη. Αλλά σε τέτοιες ταινίες δεν χωράει κρίση-κριτική, τουλάχιστον όχι έτσι όπως νοείται σήμερα. Διότι για να φτάσει κάποιος να διαβάζει και να λαμβάνει υπόψη ένα τέτοιο κείμενο αναφερόμενο σε μια τέτοια ταινία, έχει ήδη κάνει τη δική του έρευνα στο είδος, έχει ήδη καταλήξει τι του αρέσει και τι όχι, γνωρίζοντας τι να περιμένει και τι να απολαμβάνει σε μια τέτοια προβολή. Οπότε και μια παραδοσιακή κριτική το πιο πιθανό είναι να μη τον αγγίζει καν.
Χωρίς καμία προειδοποίηση (όπως συμβαίνει τις περισσότερες φορές) τα αγνώστου ταυτότητας ιπτάμενα αντικείμενα που εισέρχονται στην ατμόσφαιρά της γης μεταφέρουν τους επιζώντες ενός διαλυμένου ηλιακού συστήματος (μια μικρή υπενθύμιση ότι και τα ηλιακά συστήματα έχουν διάρκεια ζωής), «επισκέπτες» για εμάς, οι οποίοι έρχονται στο κέντρο της πολιτικής εξουσίας (Washington) για να κατακτήσουν και στην συνέχεια να αποικίσουν τον πλανήτη Γη.
Σε αντίθεση με τον υπέροχο Πόλεμο των Κόσμων του Wells, το σενάριο του E.vsF.S. από τους Yates και Siodmak (το μυαλό των οποίων γέννησε ουκ ολίγα α(χ)ριστουργήματα της εποχής) παρουσιάζει τους εξω-γήινους καταστροφείς μεν, διαλλακτικούς δε. Αρμονικοί υποδουλωτές ενός πρωτόγονου πληθυσμού, ενός (σχεδόν) εύπορου πλανήτη. Γιατί ο πόλεμος είναι καταστροφή και κανείς δεν χρειάζεται ούτε μπορεί να επιβιώσει σε έναν κατεστραμμένο τόπο (και αυτό θα έπρεπε να είναι το πρώτο μάθημα της ταινίας).
Όμως ο άνθρωπος είναι γήινος. Και όπως κάθε γήινος που κατέχει μια οποιαδήποτε μορφή εξουσίας (μεγάλη ή μικρή) και με δεδομένη την ανωτερότητά του, δεν ανέχεται διαταγές και εκβιασμούς. Και είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον να παρακολουθείς τους ανθρώπους κάθε εποχής να παλεύουν πρώτα με την υπεροψία και τον εγωισμό τους και στη συνέχεια με το πραγματικό πρόβλημα που καλούνται να αντιμετωπίσουν (και αυτό θα έπρεπε να είναι το δεύτερο μάθημα της ταινίας). Άλλωστε το μέγεθος ενός ανίσχυρου λιλιπούτειου ανθρωπάκου δίπλα σε έναν γιγαντιαίο ιπτάμενο δίσκο (εικόνα την οποία δανείστηκε αρκετά χρόνια αργότερα ο Burton για τους δικούς του Αρειανούς) μοιάζει τουλάχιστον αστείο και δεν χωράει παραλληλισμούς.
Και μετά έρχεται ο ασυμβιβασμός. Και επιτίθενται. Καταστρέφουν, καίνε, εξαϋλώνουν οτιδήποτε γήινο θεωρούνε ότι τους απειλεί. Όμως ο άνθρωπος είναι πολλά περισσότερα από αυτό που φαίνεται. Μια συμμαχία επιστημόνων από ολόκληρο τον κόσμο είναι αυτή που θα δώσει την λύση, θα φέρει την σωτηρία στον πλανήτη. Together we stand, devided we fall έχουμε μάθει να λέμε (και αυτό θα έπρεπε να είναι και το τρίτο μάθημα της ταινίας). Κάπου εδώ όμως θα πρέπει να δώσουμε συγχαρητήρια στον εφετζή Ray Harryhausen ο οποίος με τα πρωτοποριακά για την εποχή εφέ του, αν και σε στιγμές λάθος, καταφέρνει και μαγνητίζει το κοινό, αφήνοντας το δικό του στίγμα στην βιομηχανία του θεάματος.
Βέβαια κάποιος θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι όλα αυτά είναι ξεπερασμένα. Ότι τα έχουμε όλα ξαναδεί και μάλιστα σε καλύτερες versions. Είπαμε όμως, εδώ δεν χωράει καμία κρίση. Και όταν μια ταινία, μετά το πέρας των ογδόντα λεπτών της, στο σημείο που θα πέσουν οι τίτλοι τέλους, σε κάνει να κοιτάξεις με περιέργεια το βαθύ μπλε του μακρινού ουρανού, τότε αυτή η ταινία έχει πετύχει τον στόχο της. Και αυτό εμένα μου αρκεί.
Chris Zafeiriadis