Στο σινεμά του Leconte οι συνήθως μοναχικοί άνθρωποι πρωταγωνιστές βρίσκονται πλημμυρισμένοι από πανίσχυρα συναισθήματα, είτε ευτυχίας που ποτέ δεν πίστευαν ότι θα μπορούσαν να γευτούν (ίσως και να μη το άξιζαν), είτε θλίψης για όλα εκείνα που τους έτυχαν (ή δεν τους έτυχαν) στην πορεία της ζωής τους. Συναισθήματα τα οποία μπορεί τις περισσότερες φορές να αδυνατούν να διαχειριστούν με επιτυχία, πάντοτε όμως τα αποδέχονται ως ακατάβλητους και απόλυτους εξουσιαστές τους. Όπως και η όμορφη κομμώτρια μερικά χρόνια πριν, έτσι και αυτό το νεαρό κορίτσι στέκεται επάνω σε μια γέφυρα, αδυνατώντας να συμβιβαστεί με όλα εκείνα που αισθάνεται χωρίς να το έχει ζητήσει, όλα εκείνα που την έφεραν να κοιτάζει ακριβώς πάνω από έναν κατάμαυρο Σηκουάνα, έτοιμος να καταπιεί με μανία τα θύματα μιας θλιμμένης και ανούσιας ζωής. Μιας ζωής που δεν έτυχε κάποιας επιθυμητής συγκυρίας και ποτέ δεν ευδοκίμησε σε κάτι ουσιαστικό.
Ο Leconte ανοίγει την ταινία τοποθετώντας την θλιμμένη του ηρωίδα ενώπιον ενός απροσδιόριστου κοινού, δίνοντάς της την δυνατότητα να αφηγηθεί διάσπαρτα κομμάτια της ζωής της, να μοιραστεί συναισθήματα και να αναπτύξει σκέψεις, εκθέτοντας με αυτό τον απλό τρόπο μια μοναχικά ακραιφνή καρδιά στον θεατή. Μια καρδιά που δεν είναι ευτυχισμένη, δεν είναι όμως και δυστυχισμένη. Διότι σε αυτή την καρδιά δεν συμβαίνει τίποτα και αυτό είναι το παράπονό της. Παραμένει γαλήνια εξαγριωμένη με την τύχη που δεν της χαμογέλασε ποτέ, δεν τις χάρισε την ευκαιρία να ζήσει μια αγάπη αληθινή, από αυτές που αξίζει να ζει ένα τέτοιο κορίτσι και να την χαίρεται σαν να ‘ναι η τελευταία. Όμως ελλείψει συναισθημάτων της ψυχής, οι οφθαλμοί επληρώθησαν δακρύων, δακρύων που κρύβουν ένα ολοκληρωτικά δικό τους κόσμο.
Το κορίτσι αυτό πιστεύει ότι η ζωή ξεκινάει όταν κάνεις έρωτα. Δεν ξέρω αν αυτό είναι απόλυτα σωστό αλλά είναι σίγουρος ότι η ζωή σταματά όταν σταματάς να κάνεις έρωτα. Ή καλύτερα, όταν σταματάς να τον παράγεις. Όχι με σεξουαλικό τρόπο αλλά πρωτίστως συναισθηματικό, εγκεφαλικό. Αυτή η νεαρή ψυχή , το ομολογεί και η ίδια, δεν έχει ζήσει τίποτα παραπάνω από κενές στιγμές σαρκικής απόλαυσης με ανθρώπους που γνώριζε ή δεν γνώριζε, δεν έχει σημασία. Διότι μέσα από τα λόγια της καταλαβαίνεις ότι στο τέλος οποιασδήποτε συνεύρεσης παρέμενε και πάλι μόνη. Μάλιστα, πλέον φαίνεται να ειδικεύεται στη μοναξιά. Αλλά εδώ που τα λέμε, όλοι μας έχουμε ειδικευτεί σε μοναχικές στιγμές, άλλοι περισσότερο και άλλοι λιγότερο. Αυτό το κορίτσι, από τα πρώτα κιόλας λεπτά, φέρνει στο νου τις στιγμές εκείνες που πονάνε πιο πολύ, τις στιγμές που όσο και αν το θέλεις, δύσκολα ξεχνάς. Τις πιο μοναχικές.
Η Adèle με τα μεγάλα μάτια και τα μαύρα μαλλιά, λίγο πριν χαρακτηριστεί ως αυτόχειρας, σώζεται από την παρουσία εκείνου. Έτσι είναι η τύχη, της χαμογελάει στην πιο ακατάλληλη και προσωπική της στιγμή. Και πλέον όλα αλλάζουν. Εκείνος είναι ένας καλλιτέχνης του τσίρκου, ένας μοναχικός showman που έχει μάθει να πετάει μαχαίρια αποφεύγοντας τους ζωντανούς στόχους. Ένας άντρας που δεν παίζει με την τύχη αλλά την εκμεταλλεύεται. Το κορίτσι με το υπέροχο σώμα και το ακόμα πιο υπέροχο πρόσωπο αποφασίζει να μείνει μαζί του, ακολουθώντας τον σε ένα μικρό ευρωπαϊκό οδοιπορικό και γίνεται η μούσα που χρειάζεται ένας άντρας για να μεγαλουργήσει. Μαζί, αλλά όπως από κοινού αποφασίζουν, για λίγο.
Φυσικά, δεν είναι τυχαίο που ο Leconte κινηματογραφεί τους δύο πρωταγωνιστές του σε ασπρόμαυρό φιλμ. Η αποχρωμάτισή του αποδυναμώνει την αίσθηση του τόπου και του χρόνου, δημιουργεί όμως μια γοητευτική ατμόσφαιρα χαρίζοντας μια απρόσμενη φωτεινότητα στο πρόσωπο της Adèle (αξέχαστα υπέροχη η Vanessa Paradis που εδώ πραγματικά λάμπει). Ένα πρόσωπο στο οποίο χρωστάει πολλά η ταινία καθώς με την βοήθεια του contrast (αλλά και του Daniel Auteuil) καταφέρνει και αναδεικνύει όλες τις ψυχολογικές διακυμάνσεις αυτού του μοναχικού κοριτσιού, την αγωνία, την θλίψη, την χαρά και την ηδονή. Όμως…
Η ηδονή αυτού του κοριτσιού δεν έχει να κάνει με την σάρκα. Ο έρωτας μεταξύ των δύο, αν και φαινομενικά ανέκφραστος κατά την διάρκεια της ταινίας, παραμένει εγκεφαλικός. Εγκεφαλικός αλλά απόλυτος. Οι δύο τους, σαν κρυφοί εραστές που είναι (χωρίς όμως να το γνωρίζουν από την αρχή), γεύονται την ηδονή κατά την διάρκεια του show. Εκείνος της πετάει μαχαίρια που κόβουν τον αέρα, κόβουν την ανάσα και σταματάνε την καρδιά, ενώ εκείνη επιτέλους αισθάνεται ζωντανή. Ο Leconte χρησιμοποιεί την αγέραστη φωνή της Marianne Faithful και χωρίς καν να φέρει τους δύο τους σωματικά κοντά, κινηματογραφεί την πεμπτουσία του έρωτα και της ηδονής σε μια από τις πιο έντονα ερωτικές σκηνές στην ιστορία του Ευρωπαϊκού σινεμά, μια σκηνή που σε κάνει να θλίβεσαι και να δακρύζεις που δεν κατάφερες να ζήσεις κάτι ανάλογο, εκλιπαρώντας για μια στάλα μόνο τέτοιου έρωτα.
Και αφού πρώτα χωρίσει τους πρωταγωνιστές του, τελικά ο Leconte τους χαρίζει ένα ανακουφιστικό φινάλε. Το κορίτσι επανατοποθετείται στη γέφυρα αλλά με άλλη ιδιότητα αυτή την φορά, έχοντας πια την δύναμη να μεταφέρει τα συναισθήματά της στον θεατή κάνοντάς τον να αποδεχτεί την παραδοξότητα της σχεδόν ονειρικής ολοκλήρωσης της ιστορίας, η οποία μέσα από τον κρυφό σουρεαλισμό που την διακρίνει καταλήγει στην αποθέωση της πιο λυτρωτικής και ειλικρινούς αγκαλιάς. Γιατί καμιά φορά το «για πάντα» δεν κρατάει για πολύ και το «για λίγο» κρατάει μια ζωή.
Αυτό το όνειρο δεν θα μας το πάρει κανείς…
Chris Zafeiriadis