
Μπορεί ο ενθουσιασμός που αναβλύζει από τις παραπάνω προτάσεις να μοιάζει υπερβολικός (ίσως τελικά και να είναι), αυτό όμως δεν τον χαρακτηρίζει αναληθή για αυτούς που τον αισθάνονται. Ίσως διότι τα τελευταία χρόνια έχει εξαπολυθεί μια ανελέητη επίθεση μέτριων έως άθλιων (ανα)κατασκευασμάτων αμερικάνικων ταινιών που θέλουν να ανήκουν στην λαϊκή (όπως μαθαίνω) κατηγορία του φανταστικού (προσελκύοντας ταυτόχρονα περισσότερο κόσμο στα ταμεία) και που δυστυχώς δεν έχουν να προσφέρουν τίποτα παραπάνω από εφετζίδικα κολπάκια και σκηνοθετικά αναμασήματα, θεωρώντας αυτόν που τα παρακολουθεί κυρίως «καταναλωτή» και όχι «θεατή», όπως και θα έπρεπε.
Το The Ward, το οποίο διακατέχεται από έναν αέρα κατευθείαν από τα παλιά, δεν ανήκει σε αυτή την κατηγορία. Αντίθετα, με ένα υπέροχο soundtrack και ένα σενάριο το οποίο ελάχιστες αφέλειες διαθέτει, φροντίζει να δώσει αξία στον θεατή ως «θεατή», προσφέροντάς του ένα ατμοσφαιρικό, λαβυρινθώδες ψυχοτρομοκράτημα νυχτερινής αφήγησης. Ένα ψυχοτρομοκράτημα το οποίο τοποθετείται κάπου στα sixties, σε μια ξεχασμένη ψυχιατρική κλινική (παρόμοια με αυτή που τρία χρόνια αργότερα θα φυλακιζόταν ο Michael Myers ), έναν αληθινό «παράδεισο» για να εκκολαφτεί κάποιο ghost story, διαθέτοντας τόσο την απαιτούμενη ελλιπή μυθοπλασία (για να επαληθεύει τον b χαρακτήρα του) όσο και τις απαιτούμενες δόσεις σασπένς (για να επαληθεύσει τις εμμονές του δημιουργού του). Κυρίως όμως διαθέτει ψυχή. Ψυχή, η οποία δεν γνωρίζεται μόνο μέσα από τον κεντρικό χαρακτήρα της εγκλωβισμένης πρωταγωνίστριας, αλλά (παράλληλα) αναγνωρίζεται στον τρόπο με τον οποίο ένας σκηνοθέτης του μεγέθους του Carpenter επιβεβαιώνει την πραγματικότητα της επιστροφής του, προκαλώντας ρίγη συγκίνησης στους εν αγωνία οπαδούς του. Και αυτό είναι κάτι που δεν συμβαίνει συχνά στο σινεμά. Θα έλεγα, μόλις δυο φορές τον χρόνο…
Chris Zafeiriadis
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου