Αυτή την ταινία την περίμεναν αρκετοί. Είτε αυτοί που τους αρέσει να παρακολουθούν κινηματογράφο και είχαν ακούσει για την επιστροφή ενός μεγάλου - αλλά «ξεθωριασμένου» πια - σκηνοθέτη του φανταστικού, αλλά ποτέ τους δεν κατάφεραν να κοιτάξουν πέρα από τις μεγάλες του επιτυχίες (Halloween, The Thing, Christine), είτε αυτοί που γνωρίζουν τον Carpenter και που εδώ και χρόνια ζητούσαν κάποιο δείγμα γραφής από τον άνθρωπο που τους δίδαξε τον τρόπο που βλέπονται/φτιάχνονται οι ταινίες τρόμου. Για τους πρώτους, το The Ward είναι μια ταινία της σειράς που δεν προσφέρει τίποτα το ουσιαστικό και η οποία ανήκει στη γενικότερη «παρακμή» στην οποία βρίσκεται ο σκηνοθέτης από τα 90s και έπειτα. Για τους δεύτερους όμως, αυτούς που ακράδαντα πιστεύουν (ή καλύτερα, «νιώθουν) ότι ο Carpenter δεν παρήκμασε ποτέ (In the Mouth of Madness, Vampires, Cigarette Burns, όλα τους b-movie αριστουργήματα) η ταινία αυτή είναι μια ακόμα προσθήκη στη διαμαντένια φιλμογραφία ενός ανθρώπου που ευτυχώς καταφέρνει ακόμα και σήμερα να ευχαριστεί αυτούς που μέχρι τώρα απολάμβαναν τις ταινίες του. Αυτοί είναι που θα τον χειροκροτήσουν ξανά μόλις πέσουν οι τίτλοι τέλους.
Μπορεί ο ενθουσιασμός που αναβλύζει από τις παραπάνω προτάσεις να μοιάζει υπερβολικός (ίσως τελικά και να είναι), αυτό όμως δεν τον χαρακτηρίζει αναληθή για αυτούς που τον αισθάνονται. Ίσως διότι τα τελευταία χρόνια έχει εξαπολυθεί μια ανελέητη επίθεση μέτριων έως άθλιων (ανα)κατασκευασμάτων αμερικάνικων ταινιών που θέλουν να ανήκουν στην λαϊκή (όπως μαθαίνω) κατηγορία του φανταστικού (προσελκύοντας ταυτόχρονα περισσότερο κόσμο στα ταμεία) και που δυστυχώς δεν έχουν να προσφέρουν τίποτα παραπάνω από εφετζίδικα κολπάκια και σκηνοθετικά αναμασήματα, θεωρώντας αυτόν που τα παρακολουθεί κυρίως «καταναλωτή» και όχι «θεατή», όπως και θα έπρεπε.
Το The Ward, το οποίο διακατέχεται από έναν αέρα κατευθείαν από τα παλιά, δεν ανήκει σε αυτή την κατηγορία. Αντίθετα, με ένα υπέροχο soundtrack και ένα σενάριο το οποίο ελάχιστες αφέλειες διαθέτει, φροντίζει να δώσει αξία στον θεατή ως «θεατή», προσφέροντάς του ένα ατμοσφαιρικό, λαβυρινθώδες ψυχοτρομοκράτημα νυχτερινής αφήγησης. Ένα ψυχοτρομοκράτημα το οποίο τοποθετείται κάπου στα sixties, σε μια ξεχασμένη ψυχιατρική κλινική (παρόμοια με αυτή που τρία χρόνια αργότερα θα φυλακιζόταν ο Michael Myers ), έναν αληθινό «παράδεισο» για να εκκολαφτεί κάποιο ghost story, διαθέτοντας τόσο την απαιτούμενη ελλιπή μυθοπλασία (για να επαληθεύει τον b χαρακτήρα του) όσο και τις απαιτούμενες δόσεις σασπένς (για να επαληθεύσει τις εμμονές του δημιουργού του). Κυρίως όμως διαθέτει ψυχή. Ψυχή, η οποία δεν γνωρίζεται μόνο μέσα από τον κεντρικό χαρακτήρα της εγκλωβισμένης πρωταγωνίστριας, αλλά (παράλληλα) αναγνωρίζεται στον τρόπο με τον οποίο ένας σκηνοθέτης του μεγέθους του Carpenter επιβεβαιώνει την πραγματικότητα της επιστροφής του, προκαλώντας ρίγη συγκίνησης στους εν αγωνία οπαδούς του. Και αυτό είναι κάτι που δεν συμβαίνει συχνά στο σινεμά. Θα έλεγα, μόλις δυο φορές τον χρόνο…
Μπορεί ο ενθουσιασμός που αναβλύζει από τις παραπάνω προτάσεις να μοιάζει υπερβολικός (ίσως τελικά και να είναι), αυτό όμως δεν τον χαρακτηρίζει αναληθή για αυτούς που τον αισθάνονται. Ίσως διότι τα τελευταία χρόνια έχει εξαπολυθεί μια ανελέητη επίθεση μέτριων έως άθλιων (ανα)κατασκευασμάτων αμερικάνικων ταινιών που θέλουν να ανήκουν στην λαϊκή (όπως μαθαίνω) κατηγορία του φανταστικού (προσελκύοντας ταυτόχρονα περισσότερο κόσμο στα ταμεία) και που δυστυχώς δεν έχουν να προσφέρουν τίποτα παραπάνω από εφετζίδικα κολπάκια και σκηνοθετικά αναμασήματα, θεωρώντας αυτόν που τα παρακολουθεί κυρίως «καταναλωτή» και όχι «θεατή», όπως και θα έπρεπε.
Το The Ward, το οποίο διακατέχεται από έναν αέρα κατευθείαν από τα παλιά, δεν ανήκει σε αυτή την κατηγορία. Αντίθετα, με ένα υπέροχο soundtrack και ένα σενάριο το οποίο ελάχιστες αφέλειες διαθέτει, φροντίζει να δώσει αξία στον θεατή ως «θεατή», προσφέροντάς του ένα ατμοσφαιρικό, λαβυρινθώδες ψυχοτρομοκράτημα νυχτερινής αφήγησης. Ένα ψυχοτρομοκράτημα το οποίο τοποθετείται κάπου στα sixties, σε μια ξεχασμένη ψυχιατρική κλινική (παρόμοια με αυτή που τρία χρόνια αργότερα θα φυλακιζόταν ο Michael Myers ), έναν αληθινό «παράδεισο» για να εκκολαφτεί κάποιο ghost story, διαθέτοντας τόσο την απαιτούμενη ελλιπή μυθοπλασία (για να επαληθεύει τον b χαρακτήρα του) όσο και τις απαιτούμενες δόσεις σασπένς (για να επαληθεύσει τις εμμονές του δημιουργού του). Κυρίως όμως διαθέτει ψυχή. Ψυχή, η οποία δεν γνωρίζεται μόνο μέσα από τον κεντρικό χαρακτήρα της εγκλωβισμένης πρωταγωνίστριας, αλλά (παράλληλα) αναγνωρίζεται στον τρόπο με τον οποίο ένας σκηνοθέτης του μεγέθους του Carpenter επιβεβαιώνει την πραγματικότητα της επιστροφής του, προκαλώντας ρίγη συγκίνησης στους εν αγωνία οπαδούς του. Και αυτό είναι κάτι που δεν συμβαίνει συχνά στο σινεμά. Θα έλεγα, μόλις δυο φορές τον χρόνο…
Chris Zafeiriadis
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου