Παρασκευή 7 Οκτωβρίου 2011

Cat on a Hot Tin Roof (1958)


"Οικογένεια: Ομάδα ανθρώπων που συνδέονται με δεσμούς αίματος και συνήθως κατοικούν κάτω από την ίδια στέγη, (συνεκδ.) σπίτι καλής κοινωνικής τάξης, τίμιο και ευηπόληπτο: παιδί από οικογένεια." (Ελληνικό Λεξικό-Τεγόπουλος, Φυτράκης).

Αυτοί οι δεσμοί αίματος που συνθέτουν την οικογενειακή εστία, άλλοτε μπορούν να περιγράψουν ένα σκηνικό σαν αυτό της Μελωδίας της Ευτυχίας και άλλοτε να καταφύγουν σε ένα πνιγηρό και υποκριτικό λαγούμι, όπου τα μέλη της οικογένειας επιβιώνουν σκίζοντας ο ένας τις σάρκες του άλλου.

Μια τυπικά συντηρητική οικογένεια του Νότου, γίνεται για άλλη μια φορά ο βασικός καμβάς του θεατρικού συγγραφέα, με τον αιχμηρά ρεαλιστικό λόγο, Tennessee Williams. Χρωματίζοντάς την με τα πλέον μελανά χρώματα, προσδίδει περισσότερο από ποτέ στο έργο του στοιχεία της προσωπικής του ζωής, όπως ο αλκοολισμός, οι ψυχικές νευρώσεις και η ομοφυλοφυλία. Η κινηματογραφική μεταφορά του βραβευμένου με Πούλιτζερ (1955) κειμένου, από τον Richard Brooks, διατηρεί τα δομικά στοιχεία της θεατρικής παράστασης, χρησιμοποιώντας ως σκηνικό την επιβλητική έπαυλη ενός μεγαλοκτηματία του Μισισιπή, ενώ κτίζει την πλοκή πάνω στις ορμητικές ή ζωώδεις ερμηνείες των ηθοποιών, οι οποίες αρχικά εκδηλώνονται με μια σιωπηλή δυναμική για να μεταμορφωθούν στη συνέχεια σε εκρηκτικά εκκωφαντικές κραυγές βαρυσήμαντων μηνυμάτων.

Η ταινία μπορεί από τη μια να απογοήτευσε το θεατρικό δημιουργό της, ο οποίος την κατέκρινε, λόγω των λογοκριμένων κομματιών του έργου του, από το ηθικά επίπλαστο Χόλιγουντ για να κερδίσει την πολυπόθητη μεγάλη εμπορική επιτυχία (παράλληλα με τις έξι υποψηφιότητες για όσκαρ), από την άλλη όμως δε διστάζει να μας υποβάλλει σε ένα νοσηρό οικογενειακό παιχνίδι, υπογραμμίζοντας την υποκρισία και την ματαιότητα όσων θεσμών, η τυπική αμερικανική κοινωνία θεωρούσε άμεμπτων, δηλαδή, της καλής κοινωνίας, της «ανέγγιχτης» εκκλησίας και των υπόδουλα άβουλων τοπικών αρχών.

Στο κήπο της έπαυλης, σε ένα υπνοδωμάτιο, στο καθιστικό και στο υπόγειο, κινούνται άλλοτε θορυβωδώς, άλλοτε συνωμοτικά και άλλοτε νευρικά, τα μέλη αυτής της οικογενειακής τραγωδίας. Την πατριαρχική φιγούρα, καταλαμβάνει σαρωτικά, ο Big Daddy, (Burl Ives), ο οποίος θεωρώντας ότι έχει ξεπεράσει ένα σοβαρό πρόβλημα υγείας, επιστρέφει,για να νουθετήσει τον άσωτο υιό του και να επιβάλλει για άλλη μια φορά την αδιαμφισβήτητη ισχύ του στο οικογενειακό περιβάλλον που μοιάζει να τον θρηνεί ήδη. Δίπλα του, με ένα σχεδόν μόνιμα παγωμένο χαμόγελο, η πιστή του σύζηγος (Judith Anderson), η οποία τον ακολουθεί προσπαθώντας να τακτοποιήσει, τα τσαλακωμένα σημάδια της οικογενειακής αυτής εστίας.

Κάτω από την τιτάνια σκιά αυτής της πατρικής φιγούρας, παραπαίουν οι δυο γιοι με τις οικογένειες τους. Από τη μια ο πρωτότοκος (Jack Carson), ο οποίος διψώντας για την πατρική αναγνώριση και αγάπη, αποφασίζει να καθυποτάξει, όλες τις προσωπικές του επιθυμίες και να εναρμονιστεί εν τέλει με το ρόλο του «καλού και υπάκουου» παιδιού, το οποίο όταν αντιλαμβάνεται ότι δεν θα γευτεί τα ψήγματα αγάπης που αποζητά, θα αφεθεί στο ανελέητο κυνήγι της οικογενειακής περιουσίας, έχοντας ως αρωγούς και συμπολεμιστές του, μια νευρωτικά τυπική σύζυγο (Madeleine Sherwood) και την τρομαχτική στρατιά των κακομαθημένων παιδιών του.

Από την άλλη συναντάμε το αδιαμφισβήτητο alter ego του στο δευτερότοκο γιό της οικογένειας (Paul Newman), ο οποίος αναζητώντας τρόπους να διαφύγει από το απόλυτα μανιακό και καταθλιπτικό οικογενειακό περιβάλλον, αναζητά καταφύγιο κάθε φορά σε διαφορετικούς ρόλους. Αρχικά ως αθλητής, στις ιαχές ενός απρόσωπου κοινού, στη συνέχεια σε μια φιλία-δεκανίκι και αργότερα στον πνιγηρό πάτο του αλκοολισμού. Δίπλα του, επέλεξε να σέρνει μια πραγματικά «λυσσασμένη γάτα», τη γυναίκα του (Elizabeth Taylor), η οποία προκειμένου να ξεφύγει από το σκοτεινό παρελθόν της φτώχειας και όντας έρμαιο του ερωτικού πόθου της για το όμορφο είδωλο του, ακονίζει τα νύχια της και μαίνεται στο κλειστοφοβικό κλουβί που η ίδια δημιούργησε.

Ακριβώς σε αυτή την κρίσιμη καμπή, αυτοί οι χαρακτήρες, άλλοτε ηθελημένα και άλλοτε εξαναγκασμένοι, θα παραμερίσουν στην άκρη τα προσωπεία στα οποία ήταν κρυμμένοι τόσο καιρό και θα αποκαλύψουν μια γλυκόπικρη και συνάμα καθαρτική αλήθεια, που θα λειτουργήσει καταλυτικά στις σχέσεις και θα βροντοφωνάξει τις ανείπωτες επιθυμίες που είχαν κρυμμένες μέσα τους. Ο πατέρας για μία και μοναδική φορά θα καταφέρει να αντικρίσει τα απέραντα «θλιμμένα» παιδιά του και θα παραδεχτεί ότι μια οικονομική αυτοκρατορία δεν μπορεί να αντικαταστήσει τη συναισθηματική στοργή που τους αποστέρησε, απαλύνοντας την κενότητα και την πλαστότητα που είχε δημιουργηθεί σε αυτόν τον πνιγηρό οικογενειακό κλοιό.

Μέσα από τα ουρλιαχτά, τις σκιώδεις φιγούρες, τα βογκητά του πόνου και τους κρυμμένους ανθρώπους πίσω από τις πόρτες, θα δοθεί εν τέλει ένα ανεπαίσθητο ψήγμα αισιοδοξίας, καθώς οι αλυσίδες που μπορεί να περίκλειαν ασφυκτικά τα μέλη μιας οικογένειας, μπορούν να χαθούν, μετά από μια δυνατή νεροποντή πυρετωδών αποκαλύψεων και ορμητικών εξομολογήσεων.

Κατερίνα Λυτριάνη

1 σχόλιο:

Snowball είπε...

Θυμάμαι όταν εν έτει 1988 μπήκε για πρώτη φορά video στο πατρικό μου, ο πατέρας μου νοίκιαζε την μία μετά την άλλη τις ταινίες που είχε αγαπήσει νεότερος στο σινεμα... Αυτή ήταν μια από τις πρώτες που νοίκιασε και την θυμάμαι σαν τώρα...