Τετάρτη 18 Απριλίου 2012

The Blood on Satan's Claw (1971)


Υπάρχουν κάποιες ταινίες στις οποίες δεν μπορείς να αντισταθείς. Με όποιο τρόπο και να προσπαθήσεις, αυτές θα σε ρουφήξουν μέσα τους, θα σε καταπιούνε μέχρι να μην μπορείς να ανασάνεις, μέχρι να παραδοθείς ολοσχερώς στην (αφελή, κάποιες φορές) ατμόσφαιρα στην οποία είναι παραδομένες. Τότε καταλαβαίνεις ότι έχεις κι εσύ παραδοθεί, ότι δεν μπορείς να αισθανθείς τίποτα παραπάνω από όλα όσα ήθελε ο σκηνοθέτης που τις δημιούργησε να αισθανθείς. Ή ο διάβολος, στον οποίο είναι αφιερωμένες. Το Blood on Satan’s Claw (ή Devil’s Skin, όπως είναι ο παράλληλος τίτλος του) είναι μια από αυτές τις ταινίες, την οποία άπαξ και συναντήσεις μια φορά, θα είσαι δικός της για πάντα. Θα φέρεις πλέον το σημάδι του σε κάποιο κρυμμένο σημείο του κορμιού σου, όπως ακριβώς και οι νεαροί, σατανολάτρες πρωταγωνιστές της ιστορίας.

Η ταινία του Haggard αποτελεί ιδανικό δείγμα του βρετανικού τρόμου, αναπόσπαστο κομμάτι των ταινιών που αφιερώθηκαν σε μια εποχή, δυο-τρεις αιώνες πριν από την δική μας, έχοντας ως πρωταγωνιστές είτε φανατικούς αντιπρόσωπους του κακού (δαίμονες, δράκουλες, τέρατα και μάγους) είτε τον ίδιο τον Εωσφόρο αυτοπροσώπως, μαζί με τους ορκισμένους ακολούθους του να θυσιάζουν αθώα θύματα στο όνομα της μεγαλειότητας που τον χαρακτηρίζει. Όπως ακριβώς συμβαίνει και σε αυτή την ιστορία, η οποία παίρνει ένα νεαρό κορίτσι ονόματι Angel Blake (που αναπνέει μεταξύ ουρανού και γης), και το βαφτίζει ιέρεια ενός κακού που προσπαθεί να αναδυθεί, να ζήσει και να λατρευτεί, στα στενά όρια ενός απομονωμένου χωριού της αγγλικής υπαίθρου.

Ο Haggard γνωρίζει πολύ καλά την αγγλική αυτή ύπαιθρο και την χρησιμοποιεί για να αναδείξει την γοτθική, εωσφορική μαγεία που με τόσο άκρατο μένος καταδίωκαν τέτοιου είδους, χριστιανοκρατούμενες κοινωνίες. Μια μαγεία που ξεκινάει από τα - λουσμένα στην μαυρίλα - κοράκια της αρχικής σεκάνς (τα υπέροχα αυτά πτηνά που απολαμβάνουν την μυρωδιά και την γεύση του θανάτου, χαρίζοντας την μακάβρια αύρα τους στην ταινία) και δεν εξαντλείται παρά μόνο όταν πέσουν οι φλεγόμενοι τίτλοι τέλους.

Στο ενδιάμεσο, από τα μάτια μας παρελαύνουν όλα εκείνα που κάνουν την ταινία απολαυστική: Πέτρινα σπίτια που παγώνουν και ξύλινα πατώματα που τρίζουν (όχι από φθορά, αλλά από το κακό που κατοικεί μέσα τους, περιμένοντας να αναδυθεί), σημαδεμένοι αμαρτωλοί με τα τριχωτά σημάδια κρυμμένα στα κορμιά τους, παραληρούντες αιδεσιμότατοι που κυνηγάνε φίδια στα ξεραμένα χωράφια, συντηρητικοί δικαστές που μετατρέπονται σε αχόρταγοι Witchfinder Generals, ερεθισμένοι σατανολάτρες που προσεύχονται για την παντοκρατορία του αφέντη τους, ερεθιστικές εωσφορίζουσες νύμφες με τους ερωτικά προκλητικούς χορούς τους και, μια υπέροχη σατανική τελετή, ένας τελετουργικός βιασμός του πνεύματος και ένας αιματηρός θάνατος του σώματος που λαμβάνει χώρα σε μια ερειπωμένη και κατεστραμμένη εκκλησία. Έναν τόπο που κάποτε ήταν ο οίκος του Θεού αλλά βεβηλώθηκε από το πέρασμα του χρόνου και τώρα κατοικείται από έναν Άλλο.

Βέβαια, ο Haggard ξέρει ότι όλα τα παραπάνω δεν είναι αρκετά για να μαγέψουν τον απαιτητικό θεατή, γι’ αυτό και χρησιμοποιεί με έναν αριστοτεχνικό τρόπο την ψυχεδελίζουσα μουσική του Marc Wilkinson για να χτίσει μια ντελιριακή ατμόσφαιρα, αγκαλιάζοντας όλες εκείνες τις ψυχές που δεν εξαγνίζονται, τα ξόρκια που δεν λύνονται και τις ανήσυχες φωνές που αντηχούν μέσα στα δάση, χωρίς να μπορείς να ξεχωρίσεις αν είναι αληθινές ή μέρος την καλπάζουσας φαντασίας σου.

Όμως, αν κάτι απομένει μετά το πέρας του απλοϊκού, ομολογουμένως, φινάλε (και την μεγαλοπρεπή μάχη καλού-κακού που λάμπει δια της απουσίας της), δεν είναι η απότομη επιστροφή στην πραγματικότητα που μας περιτριγυρίζει, τοποθετώντας μας μακριά από τέτοιου είδους ετεροχρονισμένα παραμύθια, αλλά η φανταστική εικόνα ενός διαβολεμένου σάτυρου να χαμογελάει σαρδόνια, αντικρίζοντας το devil’s skin που έχει κάνει δώρο σε όλους τους ανθρώπους. Εκείνο το τριχωτό κομμάτι δέρματος της ηβικής περιοχής, για το οποίο ελάχιστα λέγονται και πλείστα φαντασιώνονται, της περιοχής απ’ όπου αφυπνίζονται όλα τα πρωτόλεια ένστικτα και στην οποία γεννιούνται οι πιο όμορφες σκέψεις, και οι πιο αμαρτωλές μας επιθυμίες.

Chris Zafeiriadis

2 σχόλια:

Snowball είπε...

Δεν γνωρίζω την ταινία οφείλω να ομολογήσω όμως ότι τόσο η περιγραφή σου όσο και το υπέροχο στήθος της φωτογραφίας με κάνουν να θέλω πολύ να τη δω...

Υ.Γ. Όσο και αν δεν θα με πιστέψει κανείς, πραγματικά με τράβηξε κυρίως το review σου και δευτερευόντως το (υπέροχο) στήθος... :)

Chris Z. είπε...

Αγαπητέ Snowblall,
Το στήθος indeed είναι υπέροχο, παίζουν ακόμα κανά δυο μέσα στην ταινία. Ωστόσο, όποιος και αν είναι ο παράγοντας, η ταινία αξίζει να ανακαλυφθεί από κάποιον που του αρέσουν τέτοιου είδους, «αφελείς» σανατοιστορίες.

Καλημέρα..