Αν κοιτάξεις προσεκτικά την ταινία του David O. Russell μπορείς
να βρεις έως και χίλιες δύο
(λεπτοδουλεμένες στην εντέλεια) αφορμές για να χαρακτηρίσεις τον Οδηγό
Αισιοδοξίας ως μια ταινία καθημερινής και, αναμφισβήτητα, συγχυσμένης ερωτοτροπίας, μεταξύ καθημερινών
και, αναμφισβήτητα, συγχυσμένων χαρακτήρων. Μιας ερωτοτροπίας που γέννησε η κωμικοτραγική
φύση των δυο κεντρικών ηρώων (Pat και Tiffany),
αναπόσπαστα κομμάτια μιας εξίσου συγχυσμένης κοινωνίας στην οποία φαίνεται να
ανήκουν. Η ερωτοτροπία από μόνη της
βέβαια δεν μοιάζει ικανή να μετατρέψει την ταινία σε μια άριστη ρομαντική
κομεντί της εποχής μας, γι’ αυτό και το κυρίως θέμα της παραμένει η επανένταξη,
τόσο σε οικογενειακό επίπεδο, όσο και σε κοινωνικό.
Η ταινία ξεκινάει με την αδυναμία ενός νοσοκομειακού
ινστιτούτου να αναλάβει την ευθύνη μιας λάθος διαμόρφωσης χαρακτήρα. Μια ευθύνη
που παλινδρομεί ανάμεσα στο οικογενειακά
δυσλειτουργικό περιβάλλον και την καμουφλαρισμένη κοινωνικοπολιτική ανεπάρκεια
ενός συστήματος που έχει μάθει να εθελοτυφλεί, καμουφλάροντας τις ευθύνες που
το βαραίνουν. Εντούτοις, ο κεντρικός χαρακτήρας (ικανός ο Cooper, αλλά μέχρι
εκεί), πλημμυρισμένος με το σθένος και την αποφασιστικότητα ενός γνήσιου μαχητή
(Fighter), αδιαφορεί
για την ψυχολογική του ανισορροπία (και το αμερικανικό όνειρο που πέρασε αλλά
δεν τον άγγιξε), θέτοντας ως πρωταρχικό στόχο την αποκατάσταση των ερωτικών του
συναισθημάτων. Ένας πιστοποιημένος (αλλά αποθεραπευμένος;) αλλόφρονας, ένας
τρελός ανάμεσα σε λογικούς (που μεταξύ μας, δε διαφέρει καθόλου από έναν λογικό
ανάμεσα σε τρελούς) ο οποίος προσπαθεί
να ξανακερδίσει τον χαμένο και στραπατσαρισμένο του εγωισμό, προσπαθώντας
παράλληλα να αναδομήσει την εσωτερική γαλήνη που του στέρησε η καθημερινότητα. Επειδή
όμως στη ζωή δύσκολα μπορείς να πάρεις πίσω αυτά που έχεις χάσει, κάπου εκεί θα
συναντήσει εκείνη, η οποία θα του δείξει τον εναλλακτικό δρόμο (αδάμαστη η
Lawrence, η οποία κατάφερε και έκλεψε την χρυσή δόξα από την υπέροχη Riva).
Δεν είναι δα και τόσο δύσκολο να αποκωδικοποιήσει κάποιος
τις προθέσεις μιας ταινίας η οποία θέλει να κρατήσει ένα υψηλό prestige και να βαδίσει στο
κόκκινο χαλί με τον αέρα του νικητή και την ευρεία αναγνώριση του πλήθους.
Ακόμα και αν τελικά αποχωρεί με ένα μονάχα χρυσό αγαλματίδιο, και δεν ξέρω
τελικά αν αυτό είναι νίκη για την
παραγωγή, σίγουρα όμως είναι φήμη (και μερικά ακόμα εισιτήρια). Το πρόβλημα
βέβαια δεν έγκειται στις προθέσεις αλλά στην ουσία. Ίσως η επιδερμική κριτική,
το ευκολοχώνευτο σενάριο και τελικά το αναμενόμενο φινάλε να λειτουργούν
ανασταλτικά για κάποιους απαιτητικούς. Δεν μου κάνει όμως εντύπωση πως ο Οδηγός
Αισιοδοξίας βρίσκει χιλιάδες θαυμαστές εκεί έξω που το χειροκροτούνε, το
περίεργο θα ήταν να μην έβρισκε. Εκείνους που το χάρηκαν για το ισορροπημένο
του χιούμορ, τους κυκλοθυμικούς του
ήρωες, την αισιόδοξη αύρα του και τέλος,
τις χειρουργικές αλήθειες του.
Σαν την αλήθεια που θέλει τον κόσμο μας περισσότερο
ψυχαναγκαστικό από αυτό που μπορούμε να αντέξουμε και όλους εμάς να ψάχνουμε
τις κατάλληλες λύσεις και γιατρικά για να ασπαστούμε ή να απολέσουμε την
ευθύνη. Άλλοι παίρνουν φάρμακα για να μπορέσουν να αντέξουν τον εαυτό
τους, άλλοι για να μπορέσουν να αντέξουν
τους υπολοίπους που βρίσκονται γύρω τους, κάποιοι άλλοι προτιμούν να χάνονται
σε ιστορίες σαν και αυτή εδώ. Έτσι η ταινία, εκτός από οδηγός αισιοδοξίας γίνεται
παράλληλα και οδηγός επιβίωσης. Οδηγός επιβίωσης για ένα σύνολο ανθρώπων που
έχει την ανάγκη να αγκαλιαστεί, να ερεθιστεί και, περισσότερο απ’ όλα, να
ερωτευθεί.
Chris Zafeiriadis
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου