Μπορείς να δεις το Hurt Locker σαν την ταινία που πρωταγωνίστησε στην 82η απονομή των Oscar. Όμως ο πιο σωστός τρόπος να το προσεγγίσεις είναι να το απαλλάξεις από την απαστράπτουσα λάμψη των βραβείων και των διακρίσεων, μη λαμβάνοντας υπόψη κανένα από τα 6 χρυσά αγαλματίδια που έχει την τύχη/ατυχία να κουβαλάει στην πλάτη του από εδώ και στο εξής και ξεγυμνώνοντας το πλήρως, να το αντιληφθείς για αυτό που πραγματικά είναι, αφήνοντας το οστικό κύμα της έκρηξης που προκαλεί κάθε του θέαση να σε παρασύρει. Διότι για έναν αυθεντικό, σκεπτόμενο και (κυρίως) εγωιστή κινηματογραφόφιλο, ελάχιστη σημασία έχουν οι συγκρίσεις και τα βραβεία και φυσικά δεν επιβεβαιώνουν ούτε ακυρώνουν τις αξίες. Άλλωστε ο χρόνος είναι πολύ καλύτερος κριτής από μια ακαδημία αποτελούμενη από ανθρώπους, καλώς ή κακώς, της δικής μας εποχής.
Σφιχτοδεμένο, ηλιοκαμένο, μεταλλικό, ριψοκίνδυνο, σπαρακτικό και αμερικάνικα ετοιμοπόλεμο (όπως αποδείχτηκε), σκηνοθετικά άρτιο, πολεμικά μοδάτο, πολιτισμικά ερημωμένο, ηθικά απ-ενοχοποιημένο και συνειδησιακά αναλώσιμο, το Hurt Locker πράττει το καθήκον του και τοποθετείται στο πεδίο της μάχης, στην μακρινή και αφιλόξενη πόλη της Βαγδάτης, ακολουθώντας μια ομάδα πεισματάρηδων πυροτεχνουργών στις τελευταίες μέρες της θητείας τους. Σ’ έναν τόπο έτοιμο να τιναχτεί στον αέρα, όπου η ατμόσφαιρα βρωμάει μπαρούτι και καχυποψία , σε έναν τόπο όπου ο καλύτερος τρόπος για να πολεμήσεις είναι ο τρόπος με τον οποίο δεν θα πεθάνεις. Γιατί αυτός ο πόλεμος που δεν είναι εμπειρία όπως ισχυρίζονται οι ανώτεροι τους, αλλά - όπως κάθε πόλεμος - η ζωή και ο θάνατος μαζί, το ίδιο λεπτό, την ίδια στιγμή. Μια ζαριά για τον καθένα, κάθε μέρα.Χρησιμοποιώντας την σκηνοθετική της αρτιότητα και το ασφυκτικό της ύφος, η Bigelow εκμεταλλεύεται το κινηματογραφικό βήμα που της δίνεται, σε πιάνει από τον λαιμό (και την ψυχή) και σε τοποθετεί ακριβώς δίπλα σε αυτούς τους ετοιμοπόλεμους σωματικά αλλά αλλοιωμένους ψυχικά στρατιώτες, σε ένα θριλερικό περιβάλλον αδιάκοπης απειλής, μεταφέροντάς σου όλη τη σκόνη, τον ιδρώτα, την αγωνία και την θλίψη που αυτοί αισθάνονται, προσπαθώντας να πείσει (πρώτα αυτούς) ότι ο άνθρωπος δεν έχει γεννηθεί για να σκοτώνει άνθρωπο, επιδεικνύοντας με αυτό τον τρόπο την αληθινή ερμηνεία ενός μαινόμενου και συνεχώς τροφοδοτούμενου πολέμου.
Όμως η Bigelow, σαν έξυπνη γυναίκα που είναι, δεν κάνει ανοιχτή πολιτική. Δεν ψάχνει τα αίτια ούτε και παίρνει καθαρά θέση για το «πως» και το «γιατί». Διότι μεταξύ μας τώρα, αυτός ο πόλεμος δεν διαφέρει σε τίποτα από όλους τους υπόλοιπους, και ιδιαίτερα από αυτούς που έδωσε η σύγχρονη Αμερική τα τελευταία χρόνια. Ούτε σε σκοπιμότητες ούτε σε επιπτώσεις. Μόνο το σκηνικό αλλάζει. Τα ψηλά και άγρια δέντρα της άγνωστης ζούγκλας έχουν αντικατασταθεί από γκρίζα, ερειπωμένα κτήρια και οι βόμβες napalm από καλά κρυμμένους αυτοσχέδιους εκρηκτικούς μηχανισμούς. Μόνο που τώρα η έκρηξη δεν μυρίζει νίκη, αλλά ήττα.
Και είναι το ίδιο το Hurt Locker που μοιάζει με καλά στημένη ωρολογιακή βόμβα η οποία τίθεται σε λειτουργία στην αρχή της ταινίας, υιοθετώντας τα λόγια του Chris Hedges , ενός αμερικάνου δημοσιογράφου και πολεμικού ανταποκριτή, ότι “ο πόλεμος είναι ένα ναρκωτικό, μια θανάσιμη εμμονή για τον καθένα που συμμετέχει”. Η λέξη κλειδί βέβαια δεν είναι το «ναρκωτικό» ούτε η «εμμονή», είναι όμως το «θανάσιμη». Και αφού κυλήσουν τα διεκπεραιωτικά 120 λεπτά της ντοκιμαντερίστικης αλλά κινηματογραφικά σασπενσικής αφήγησης, το Hurt Locker εκρήγνυται, φτάνοντας στο σιωπηλό φινάλε του, μόνο και μόνο για να επαληθεύσει την αρχική εκείνη δήλωση, αποκαλύπτοντας τις απώτερες συνέπειες του παρανοισμού και επιβεβαιώνοντας την δική του - πικρά κρυμμένη - αλήθεια, η οποία φυσικά δεν πρέπει να λέγεται φωναχτά, ούτε να αναπαράγεται ευρέως, και, υπό συνθήκες, παραδειγματικά να σιωπάται.
Η δημοκρατία είναι τεράστιο αγαθό, το σημαντικότερο ίσως και θα πρέπει να είμαστε όλοι περήφανοι γι αυτήν. Η ελευθερία όμως είναι ανθρώπινο δικαίωμα. Οι στρατιώτες αυτοί έπεσαν θύματα μιας προπαγάνδας που πρώτα παγίδευσε αυτούς και μετά τους διωκόμενους τους, μιας προπαγάνδας η οποία δεν ξεχωρίζει έθνη και φυλές παρά μόνο εξυπηρετεί αυτούς που έχουν μάθει να εξυπηρετούνται από αυτήν. Οι στρατιώτες αυτοί πέσανε θύματα μιας χώρας που τους έμαθε να πολεμάνε για έναν ανύπαρκτο για αυτούς σκοπό, ο οποίος φυσικά δεν αγιάζει τα μέσα και σίγουρα δεν αγιάζει τους ίδιους, μιας χώρας που υποδαυλίζει μίσος και σκοτώνει τα ίδια της τα παιδιά πουλώντας τους παραμύθια και ανταλλάσοντας το βίο τους για λίγα (ακόμα) δολάρια. Διότι δεν χρειάζεται να χάσεις την ζωή σου για να θεωρηθείς νεκρός, αρκεί μόνο να χάσεις την ψυχή σου.America, Land of Opportunity, Land of the ‘Free’…
Chris Zafeiriadis







