Τετάρτη 10 Μαρτίου 2010

The Hurt Locker (2008)

Μπορείς να δεις το Hurt Locker σαν την ταινία που πρωταγωνίστησε στην 82η απονομή των Oscar. Όμως ο πιο σωστός τρόπος να το προσεγγίσεις είναι να το απαλλάξεις από την απαστράπτουσα λάμψη των βραβείων και των διακρίσεων, μη λαμβάνοντας υπόψη κανένα από τα 6 χρυσά αγαλματίδια που έχει την τύχη/ατυχία να κουβαλάει στην πλάτη του από εδώ και στο εξής και ξεγυμνώνοντας το πλήρως, να το αντιληφθείς για αυτό που πραγματικά είναι, αφήνοντας το οστικό κύμα της έκρηξης που προκαλεί κάθε του θέαση να σε παρασύρει. Διότι για έναν αυθεντικό, σκεπτόμενο και (κυρίως) εγωιστή κινηματογραφόφιλο, ελάχιστη σημασία έχουν οι συγκρίσεις και τα βραβεία και φυσικά δεν επιβεβαιώνουν ούτε ακυρώνουν τις αξίες. Άλλωστε ο χρόνος είναι πολύ καλύτερος κριτής από μια ακαδημία αποτελούμενη από ανθρώπους, καλώς ή κακώς, της δικής μας εποχής.

Σφιχτοδεμένο, ηλιοκαμένο, μεταλλικό, ριψοκίνδυνο, σπαρακτικό και αμερικάνικα ετοιμοπόλεμο (όπως αποδείχτηκε), σκηνοθετικά άρτιο, πολεμικά μοδάτο, πολιτισμικά ερημωμένο, ηθικά απ-ενοχοποιημένο και συνειδησιακά αναλώσιμο, το Hurt Locker πράττει το καθήκον του και τοποθετείται στο πεδίο της μάχης, στην μακρινή και αφιλόξενη πόλη της Βαγδάτης, ακολουθώντας μια ομάδα πεισματάρηδων πυροτεχνουργών στις τελευταίες μέρες της θητείας τους. Σ’ έναν τόπο έτοιμο να τιναχτεί στον αέρα, όπου η ατμόσφαιρα βρωμάει μπαρούτι και καχυποψία , σε έναν τόπο όπου ο καλύτερος τρόπος για να πολεμήσεις είναι ο τρόπος με τον οποίο δεν θα πεθάνεις. Γιατί αυτός ο πόλεμος που δεν είναι εμπειρία όπως ισχυρίζονται οι ανώτεροι τους, αλλά - όπως κάθε πόλεμος - η ζωή και ο θάνατος μαζί, το ίδιο λεπτό, την ίδια στιγμή. Μια ζαριά για τον καθένα, κάθε μέρα.

Χρησιμοποιώντας την σκηνοθετική της αρτιότητα και το ασφυκτικό της ύφος, η Bigelow εκμεταλλεύεται το κινηματογραφικό βήμα που της δίνεται, σε πιάνει από τον λαιμό (και την ψυχή) και σε τοποθετεί ακριβώς δίπλα σε αυτούς τους ετοιμοπόλεμους σωματικά αλλά αλλοιωμένους ψυχικά στρατιώτες, σε ένα θριλερικό περιβάλλον αδιάκοπης απειλής, μεταφέροντάς σου όλη τη σκόνη, τον ιδρώτα, την αγωνία και την θλίψη που αυτοί αισθάνονται, προσπαθώντας να πείσει (πρώτα αυτούς) ότι ο άνθρωπος δεν έχει γεννηθεί για να σκοτώνει άνθρωπο, επιδεικνύοντας με αυτό τον τρόπο την αληθινή ερμηνεία ενός μαινόμενου και συνεχώς τροφοδοτούμενου πολέμου.

Όμως η Bigelow, σαν έξυπνη γυναίκα που είναι, δεν κάνει ανοιχτή πολιτική. Δεν ψάχνει τα αίτια ούτε και παίρνει καθαρά θέση για το «πως» και το «γιατί». Διότι μεταξύ μας τώρα, αυτός ο πόλεμος δεν διαφέρει σε τίποτα από όλους τους υπόλοιπους, και ιδιαίτερα από αυτούς που έδωσε η σύγχρονη Αμερική τα τελευταία χρόνια. Ούτε σε σκοπιμότητες ούτε σε επιπτώσεις. Μόνο το σκηνικό αλλάζει. Τα ψηλά και άγρια δέντρα της άγνωστης ζούγκλας έχουν αντικατασταθεί από γκρίζα, ερειπωμένα κτήρια και οι βόμβες napalm από καλά κρυμμένους αυτοσχέδιους εκρηκτικούς μηχανισμούς. Μόνο που τώρα η έκρηξη δεν μυρίζει νίκη, αλλά ήττα.

Και είναι το ίδιο το Hurt Locker που μοιάζει με καλά στημένη ωρολογιακή βόμβα η οποία τίθεται σε λειτουργία στην αρχή της ταινίας, υιοθετώντας τα λόγια του Chris Hedges , ενός αμερικάνου δημοσιογράφου και πολεμικού ανταποκριτή, ότι “ο πόλεμος είναι ένα ναρκωτικό, μια θανάσιμη εμμονή για τον καθένα που συμμετέχει”. Η λέξη κλειδί βέβαια δεν είναι το «ναρκωτικό» ούτε η «εμμονή», είναι όμως το «θανάσιμη». Και αφού κυλήσουν τα διεκπεραιωτικά 120 λεπτά της ντοκιμαντερίστικης αλλά κινηματογραφικά σασπενσικής αφήγησης, το Hurt Locker εκρήγνυται, φτάνοντας στο σιωπηλό φινάλε του, μόνο και μόνο για να επαληθεύσει την αρχική εκείνη δήλωση, αποκαλύπτοντας τις απώτερες συνέπειες του παρανοισμού και επιβεβαιώνοντας την δική του - πικρά κρυμμένη - αλήθεια, η οποία φυσικά δεν πρέπει να λέγεται φωναχτά, ούτε να αναπαράγεται ευρέως, και, υπό συνθήκες, παραδειγματικά να σιωπάται.

Η δημοκρατία είναι τεράστιο αγαθό, το σημαντικότερο ίσως και θα πρέπει να είμαστε όλοι περήφανοι γι αυτήν. Η ελευθερία όμως είναι ανθρώπινο δικαίωμα. Οι στρατιώτες αυτοί έπεσαν θύματα μιας προπαγάνδας που πρώτα παγίδευσε αυτούς και μετά τους διωκόμενους τους, μιας προπαγάνδας η οποία δεν ξεχωρίζει έθνη και φυλές παρά μόνο εξυπηρετεί αυτούς που έχουν μάθει να εξυπηρετούνται από αυτήν. Οι στρατιώτες αυτοί πέσανε θύματα μιας χώρας που τους έμαθε να πολεμάνε για έναν ανύπαρκτο για αυτούς σκοπό, ο οποίος φυσικά δεν αγιάζει τα μέσα και σίγουρα δεν αγιάζει τους ίδιους, μιας χώρας που υποδαυλίζει μίσος και σκοτώνει τα ίδια της τα παιδιά πουλώντας τους παραμύθια και ανταλλάσοντας το βίο τους για λίγα (ακόμα) δολάρια. Διότι δεν χρειάζεται να χάσεις την ζωή σου για να θεωρηθείς νεκρός, αρκεί μόνο να χάσεις την ψυχή σου.

America, Land of Opportunity, Land of the ‘Free’…

Chris Zafeiriadis

Κυριακή 7 Μαρτίου 2010

eXistenZ (1999)

"The world of games is in kind of a trance: People are programmed to accept so little... but the possibilities are so great."
- Allegra Geller -

Κοιτώντας πίσω στην φιλμογραφία του μεγάλου Cronenberg, υπάρχουν στιγμές, πραγματικά αριστουργήματα, οι οποίες χαίρουν τεράστιας εκτίμησης από απανταχού κινηματογραφόφιλους, καταξιωμένους «θεωρητικούς» ή ακόμα και «καχύποπτους» κριτικούς (οι οποίοι αντιλαμβάνονται το σινεμά σαν αυστηρή δουλειά και όχι σαν κάτι που τους «χαρίζεται» για να το απολαύσουν). Υπάρχουν βέβαια και οι άλλες, οι πιο περίεργες στιγμές, εκείνες που αγαπήθηκαν εξίσου από τους φανατικούς (και το λέω αυτό μιας και έχω την χαρά/τύχη να γνωρίζω κάνα δυο από αυτούς – cronenfreaks όπως μου αρέσει να τους αποκαλώ) αλλά δεν κατάφεραν να αγγίξουν τους υπολοίπους, όντας περισσότερο προσωπικές, ή καλύτερα, περισσότερο εμμονικές από το αναμενόμενο.

Βέβαια, σε μια τέτοια φιλμογραφία ελάχιστες είναι οι αποστάσεις που χωρίζουν τις τεράστιες από τις λιγότερο κλασικές στιγμές και αυτό διότι όλες παραμένουν αλληλένδετες, εξ-υπηρετώντας σταθερά την φιλοσοφία και τις καλλιτεχνικές (και όχι μόνο) εμμονές του δημιουργού τους. Εμμονές που έχουν να κάνουν με τον άνθρωπο, την τεχνολογία, το μυαλό, τις αρρώστιες και κυρίως την ηδονή. Είτε αυτή είναι σαρκική, είτε εγκεφαλική. Σαν να θέλουν οι ήρωες του να ικανοποιήσουν το σώμα και το μυαλό, πριν αυτά φθαρούν και χάσουν την οποιαδήποτε δυνατότητα απόλαυσης. Και εδώ το μυαλό είναι ο άφθαστος πρωταγωνιστής.

Χρησιμοποιώντας την εθιστική videodromική ανάγκη της τηλεοπτικής και εικονικής ηδονής, το eXistenZ άπτεται το θέμα των βιντεοπαιχνιδιών και της εικονικής πραγματικότητας. Έννοιες ευρύτερα διαδεδομένες, όχι όμως απόλυτα αποσαφηνισμένες και σίγουρα συνεχώς εξελισσόμενες. Έχουν όμως έναν σταθερό, κοινό παρανομαστή. Την διαφυγή από την πραγματικότητα, την απόδραση του νου από αυτό που ορίζεται ως πραγματικό. Με μεγάλη ευκολία θα μπορούσε να ισχυριστεί κάποιος και την ανάγκη που έχει δημιουργηθεί σε κάποιους ανθρώπους για κάτι τέτοιο. Και για να το πάω λίγο παραπέρα, την επιδιωκόμενη απόλαυση του μυαλού για κάτι που δεν είναι αληθινό.

“Death to the demoness Allegra Geller!”

Το eXistenZ ξεκινάει με την εφιαλτικά υπνωτιστική μουσική του Howard Shore και την απόπειρα δολοφονίας μιας σχεδιάστριας ηλεκτρονικών παιχνιδιών η οποία λατρεύεται και μισείται από εκατομμύρια ανθρώπους ανά τον κόσμο, για τους ίδιους ακριβώς λόγους. Η Allegra Geller λατρεύεται σαν Θεά διότι έχει την δυνατότητα και την δύναμη να δημιουργεί ολόκληρους κόσμους, κοινωνίες εικονικής πραγματικότητας, όπου οι άνθρωποι ζούνε εκεί εγκεφαλικά, μακριά από την βαρετή πραγματικότητα στην οποία ανήκουν φυσικά. Όμως η εικονική πραγματικότητα δεν είναι πραγματικότητα, είναι μια εξαπάτηση του εγκεφάλου, μια ψευδαίσθηση. Άρα, η Allegra Geller δεν είναι Θεά αλλά μια δαιμόνισσα, μια ευφυής παραπλανεύτρα η οποία έχει την δύναμη να αλλάζει τις ζωές των ανθρώπων. Και γι’ αυτό καταδιώκεται.

Η αναζήτηση, η προσωπική λύτρωση και τελικά η ηδονή της παραίσθησης βρίσκονται μέσα στο ίδιο το παιχνίδι, μέσα σε έναν κόσμο που η ίδια έχει κατασκευάσει και που τώρα θα πρέπει να αποκωδικοποιήσει για να βγει νικήτρια και να συνεχίσει να υπάρχει (eXistenZ). Με άλλα λόγια, θα πρέπει να παίξει. Για να εισέλθει κάποιος στο παιχνίδι χρειάζεται μια «ζωντανή» βάση (μάνα) η οποία συνδέεται με τον παίκτη με έναν λώρο χαμηλά στη πλάτη δημιουργώντας έναν δεύτερο αφαλό, ανταλλάσσοντας πληροφορίες και ενέργεια με το σώμα, το νευρικό σύστημα, το ψυχισμό και το μυαλό. Ο παραλληλισμός είναι προφανής, ο εθισμός αναπόφευκτος και εύκολα μπορεί κάποιος να παρατηρήσει την ταύτιση του κάθε παίκτη με τον «χαρακτήρα» του στο παιχνίδι, πράγμα που έχει σαν αποτέλεσμα την αποξένωση του αληθινού σώματος και την αποδοχή της μετάλλαξης σε ένα νέο, σε κάτι που το μυαλό είναι πλέον περισσότερο εξοικειωμένο αλλά ταυτόχρονα ολότελα αποκομμένο από την πραγματικότητα. Και είναι τόσο πετυχημένο το σκηνικό που στήνεται που είναι αδύνατο να γνωρίζεις πότε τελειώνει το παιχνίδι και πότε ξεκινάει η αληθινή ζωή. Ή το αντίθετο.

Το ίδιο το EXistenZ όμως μοιάζει απόλυτα συνυφασμένο με την πραγματικότητα και δη, με το μέλλον αυτής, προειδοποιώντας (μας) για τον επερχόμενο ιό του 21ου αιώνα και την επικείμενη παρα-μόρφωση του συνειδητού. Το eXistenZ είναι ο πόλεμος μεταξύ πραγματικότητας και ψευδαίσθησης, σε ένα κόσμο όπου η αλήθεια είναι κάτι το έξω-πραγματικό, η παραίσθηση μετατρέπεται σε αίσθηση και το παράλογο σε κάτι απόλυτα λογικό. Μια ιδέα, που στα τέλη του προηγούμενου αιώνα ξεκίνησε σαν ταινία επιστημονικής φαντασίας, για να καταλήξει σήμερα εφιαλτική πραγματικότητα. Υπάρχει όμως μια μικρή λεπτομέρεια. Το eXistenZ δεν ήταν ποτέ μπροστά από την εποχή του. Η εποχή του όμως βρισκόταν πολύ πίσω από αυτό. Και δυστυχώς, ακόμα να το φτάσει.

Long live the new flesh!

Chris Zafeiriadis

P.S.: Τις θερμές μου ευχαριστίες στο kioy ο οποίοs μου έδωσε τη χαρά, ουσιαστικά να διαφημίσω αυτή την υπέροχα παρεξηγημένη ταινία.

Πέμπτη 25 Φεβρουαρίου 2010

Two for the Road (1967)

Διασκεδάζω απίστευτα ταξιδεύοντας πίσω στο χρόνο και ψάχνοντας στο κινηματογραφικό χάος των προηγούμενων δεκαετιών να ανακαλύπτω, να γνωρίζω και τελικά να μιλάω για πρόσωπα και χαρακτήρες ελαφρά ξεχασμένους σήμερα και σχετικά άγνωστους στο ευρύ κοινό που παρακολουθεί μετά μανίας τα τεκταινόμενα της εποχής μας. Δεν γνωρίζω βέβαια κατά πόσο η συγκεκριμένη ταινία του Donen μπορεί να μείνει «κρυφή» από το cinefil κοινό που αρέσκεται στο να αναλώνεται στο ρομαντικό cinema του χθες, σίγουρα όμως τοποθετείται σε ένα (πολύ) μικρό σκαλί χαμηλότερα των υπολοίπων - γνωστότερων - ταινιών του σκηνοθέτη, χωρίς φυσικά αυτό να σημαίνει ότι υστερεί σε καλλιτεχνική ή δια-χρονική αξία.

Ο Mark και η Joanna ξεκίνησαν σαν δύο μπατιράκια με ένα σακίδιο στον ώμο, ελάχιστα χρήματα και ένα τσαλακωμένο διαβατήριο στη τσέπη (και η αλήθεια είναι ότι δύσκολα ξεχνάς την εικόνα της Aundrey με το στενό jean, την κόκκινη μπλούζα και την στέκα στα μαλλιά) με σκοπό να ζήσουν το οδοιπορικό της δικής τους επανάστασης - ακριβώς δίπλα στον «Πρωτάρη» που την ίδια ακριβώς χρονιά σεξουαλιζόταν με την κυρία Robinson, δηλώνοντας και αυτός εξεγερμένος. Μακριά από την θαλπωρή του σπιτιού και αναζητώντας την τύχη τους στον δρόμο, οι δυο τους συναντήθηκαν, ερωτεύτηκαν και έμειναν μαζί, για να καταλήξουν τελικά ένα φαινομενικά ευτυχισμένο και καλοστεκούμενο ζευγάρι για τα μάτια μας μόνο. Τα λόγια, τα πειράγματα και τα βλέμματα που αντάλλασαν αρχικά, έδωσαν την θέση τους στην ειρωνεία και την βαρεμάρα, οι υποσχέσεις έρωτα που έδιναν ο ένας στον άλλο μετατράπηκαν σε υποσχέσεις φυγής που έδιναν στους εαυτούς τους.

Η ετεροχρονιστική μέθοδος της αφήγησης που χρησιμοποιεί εδώ ο Donen του δίνει την δυνατότητα να ταξιδέψει στο χρόνο διηγούμενος αυτό το μετά-ρομαντικό road movie από την αρχή της γνωριμίας των δύο, ενώ παράλληλα παρουσιάζει τα κινηματογραφικώς ηχηρά (αλλά κοινωνικώς σιωπηρά) αποτελέσματα ενός totally εγκλωβιστικού γάμου, θύματα του οποίου έπεσαν τελικά, χωρίς να το καταλάβουν και χωρίς δυνατότητα έγκαιρης αντίδρασης. Βέβαια κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί ότι η ιστορία ενός παντρεμένου ζευγαριού που μοιάζει να μην έχει και πολλά κοινά (πλέον) μετά από κάποια χρόνια γάμου είναι παράταιρη από το σήμερα και η αλήθεια είναι ότι μάλλον βρίσκει αναφορές και ομοιότητες και στη δική μας εποχή και μάλιστα με τρόπο οικειότερο του αναμενόμενου. Εντούτοις…

Είναι λίγο πριν το συμβατικό αλλά ξεκάθαρο happy end όταν ο Mark και η Joanna αποφασίζουν να δοκιμάσουν την ατομικότητά τους (και τα καταφέρνουν μια χαρά, if you ask me) αποβάλλοντας το βάρος και τον συντηρητισμό της προηγούμενης (και όχι μόνο) γενιάς, θέτοντας τελικά ως στόχο και ως δεδομένη την (συναισθηματική) ανεξαρτησία που τόσοι και τόσοι προσδόκησαν αλλά ελάχιστοι κατακτούν, ακόμα και σήμερα. Όμως η συναισθηματικά ανθρώπινη υπόστασή τους δεν αλλάζει. Και τότε είναι που κοιτάζουν τη ζωή στα ίσια συνειδητοποιώντας ότι ίσως να μπορεί και να έχουν την δυνατότητα της αντικατάστασης αλλά όχι και την θέληση . Διότι αυτό που είμαστε δεν καθορίζεται από αυτά που επιδιώκουμε αλλά από αυτά που ήδη έχουμε κατακτήσει.

Όταν πρωτογνώρισα αυτούς τους δύο στην αρχή δεν ήξερα αν η on-the-road ιστορία τους θα έβρισκε ανταπόκριση στο σήμερα. Και αυτό διότι στα μπαγάζια τους κουβαλούσαν την αύρα (αλλά και τον αυθορμητισμό) μιας δεκαετίας η οποία έκανε την επανάστασή της γιατί το ήθελε και όχι γιατί έπρεπε, παραμένοντας όμως αστείοι, χαμογελαστοί και φυσικά ρομαντικοί . Με την επανάσταση βέβαια πολλά αλλάζουν και πρώτα απ’ όλα οι απόψεις και οι αξίες πάνω σε κάποια θέματα. Οι άνθρωποι όμως δύσκολα. Η ιστορία αυτών των δύο δεν μου έδειξε ότι ο έρωτας έχει την δυνατότητα να μετατραπεί σε αληθινή αγάπη, η οποία αντέχει στο πέρασμα του χρόνου no matter what (διότι πολύ απλά αυτό δεν συμβαίνει πάντα), διδάσκει όμως και στους πιο ισχυρογνώμονες ότι οι άνθρωποι έχουν την ανάγκη της σταθερότητας, της οικειότητας και της (πάνω απ’ όλα) ειλικρινούς συντροφικότητας. Αρκεί να το αντιληφθούν. Ο Mark και η Joanna αμφισβήτησαν τα πάντα. Μέχρι που κατάλαβαν ότι σε αυτό τον δρόμο πορεύονται παρέα. Και συνέχισαν έτσι…

«- There never going to be anyone else like you in my life.
- You promise?
- I hope…»

Well, I hope too...

Chris Zafeiriadis

Τετάρτη 17 Φεβρουαρίου 2010

(500) Days of Summer (2009)

Ο Tom ερωτεύεται την Summer. Λένε όμως ότι στις σχέσεις που δεν έχουν διάρκεια κάποιος ερωτεύεται περισσότερο και κάποιος λιγότερο. Τώρα, γιατί αυτός που ερωτεύεται περισσότερο είναι συνήθως το αγόρι, αυτό δεν το γνωρίζω. Ωστόσο, θα ψάξω μέσα στην ταινία να βρω τους λόγους που θα με κάνουν σε αυτό το κείμενο να υποστηρίξω το κορίτσι. Ή για να το πω καλύτερα, αυτόν που ερωτεύεται λιγότερο. Διότι όσο και αν οι συντελεστές επιμένουν να υποστηρίζουν το αντίθετο, this is a love story.

Κάποιοι πιστεύουν στη μοίρα, κάποιοι στον Θεό, άλλοι πιστεύουν ότι κάθε τι που συμβαίνει είναι θέμα τύχης ή συγκυριών. Το ίδιο μπορεί να ισχύει και για κάθε νέα γνωριμία. Το τι ακολουθεί μετά όμως είναι καθαρά θέμα χαρακτήρα και προσωπικότητας του καθενός.
Όταν ο Tom γνώρισε την Summer(…) δύο πανομοιότυποι χαρακτήρες ήρθανε σε επαφή. Ο έρωτας φυσικά χτύπησε ανελεήτως όπως κάνει σε τέτοιες περιπτώσεις, αλλά δυστυχώς κεραυνοβόλησε μόνο τον έναν από τους δύο. Και αυτός ο ένας, κεραυνόπληκτος όπως ήταν, έπεσε σε παρερμηνείες. Διότι μπορεί να γνωρίσεις κάποιον και να πηγαίνετε στα ίδια μέρη, να ακούτε την ίδια μουσική, να απολαμβάνετε ακόμα και τις ίδιες ταινίες, όμως τα κοινά ενδιαφέροντα δεν κάνουν έναν άνθρωπο ξεχωριστό αλλά ο τρόπος με τον οποίο αυτός (ή αυτή) σε αντικρίζει. Και εδώ, αν μη τι άλλο, τα πράγματα ήταν ξεκάθαρα από την αρχή.

Η Summer (η οποία μονοπωλεί τον τίτλο της ταινίας - εκεί που ο Tom περίτεχνα απουσιάζει) πρωταγωνιστεί άμεσα ή έμμεσα στη ζωή του ερωτοχτυπημένου της, γεγονός που όμως συμβαίνει μονόπλευρα και μονολογικά. Παρακολουθώντας τις αντιδράσεις και την αλλαγή που επιφέρει στην ζωή του αγοριού αυτή η νέα και απρόσμενη σχέση, από τον ρομαντισμό των προσδοκιών και την ειρωνεία της πραγματικότητας μέχρι την εξέλιξη που (τους) ακολουθεί, δεν μπορώ παρά να παρατηρήσω και να συμπεράνω. Η σημαντικότητα ενός ανθρώπου δεν έγκειται σε αυτά που δεν μπόρεσε να σου προσφέρει (και που συνήθως είναι αυτά που ζητάμε με άμεση ανταπόκριση του έρωτά μας) αλλά σε αυτά που απλόχερα σου χάρισε και που (ευτυχώς ή δυστυχώς) θέλουν τον χρόνο τους για να αποκαλύψουν την σπουδαιότητά τους. Δεν λένε άλλωστε ότι η αγάπη μπορεί να μας αλλάξει με τρόπους που δεν φανταζόμαστε καν; Και μετά θυμήθηκα…

…Ήταν 1997 όταν ο as-good-as-it-gets χαρακτήρας του Melvin εξομολογήθηκε τον έρωτά του, δηλώνοντας «you make me wanna be a better man», συνειδητοποιώντας και φανερώνοντας ταυτόχρονα τα συναισθήματά του, λόγια που τότε βρήκαν άμεση ανταπόκριση αλλά και να μην έβρισκαν τίποτα δεν θα τα έκανε λιγότερο αληθινά. Ο Tom παίρνει αυτά τα λόγια και τα κάνει πράξη, συντετριμμένος, μόνος και χαμένος μέσα στη θλίψη της απόρριψης επαναστατεί, γίνεται ο ήρωας της ημέρας (και κάθε επόμενης) και επαναπροσδιορίζοντας τις απ-αντοχές του, μετατρέπεται σε μια παραγωγική και δημιουργική προσωπικότητα. Διότι ένα πρόσωπο αν δεν μπορεί να σε ερωτευτεί, μπορεί τουλάχιστον να σε εμπνεύσει. Και είναι ένα τέτοιο περασμένο πρόσωπο που παρακίνησε τον Marc Webb να φτιάξει αυτή την ταινία και ανάγκασε εμένα να γράψω αυτές τις (αυστηρά μετρημένες) 500 λέξεις, μία για κάθε μέρα που χάρισε η Summer στον Tom.

Chris Zafeiriadis

P.S.: Bitch…

Τρίτη 9 Φεβρουαρίου 2010

L'innocente - The Innocent (1976)

“La case disabitate soffrono
Deperiscono prima del tempo”

Είναι λίγο πριν το τελευταίο μισάωρο της ταινίας όταν ο αθώος - μεγαλοπρεπής και αδιαμφισβήτητος όπως είναι - κάνει την βροντερή εμφάνισή του, εδραιώνοντας την θέση του και διεκδικώντας όλα εκείνα που δικαιωματικά του ανήκουν. Και είναι στα αμέσως επόμενα λεπτά όταν συνειδητοποιείς ότι ό χαρακτήρας αυτός ελάχιστη σχέση έχει με τον κόσμο τον οποίο αντικρίζει, κατέχει όμως την ακατάβλητη ιδιότητα τόσο να τον αναταράξει όσο και να του επιβάλει την δικαιωματική (αυτό)τιμωρία του. Ο αθώος έχει μόλις εισβάλει σε έναν κόσμο ανέτοιμο να τον υποδεχτεί.

Αυτός ο κόσμος είναι του Tullio, της γυναίκας του Giuliana και όλων εκείνων που τους περιβάλλουν. Και είναι τόσο υπέροχος ο τρόπος με τον οποίο ο Visconti μας τους παρουσιάζει. Ευφυείς, σπουδαγμένοι, πολυταξιδεμένοι και πάντα γυαλισμένοι. Πρεσβύτεροι όλοι τους μιας κοινωνίας εχόντων και κατεχόντων. Ένας μεγαλοαστικός παράδεισος, μια πασαρέλα καλοντυμένων καλοφαγάδων και γυαλισμένων κυριών με ακριβά φορέματα και λευκά δαντελωτά γάντια. Άνθρωποι που αρέσκονται στο να ακούνε Mozart, Schubert και Liszt, πίνοντας παράλληλα ακριβά liqueurs και μυρίζοντας τα αρώματα των λουλουδιών. Φινετσάτοι όλοι τους, (αυτό)τοποθετούνται άνωθεν των πιο καθημερινών ανθρώπων, οι οποίοι βέβαια έχουν μάθει να αγνοούν την αψεγάδιαστη αυτή κοινωνία. Εσείς στον κόσμο σας και αφήστε εμάς στην ησυχία μας.

Φυσικά δεν τους ανήκει αυτός ο κόσμος αλλά αυτοί ανήκουν σε αυτόν, εξυπηρετώντας συμφέροντα και υπακούοντας σε κανόνες που οι ίδιοι έχουν θέσει. Μια «πνευματικά ελεύθερη» πραγματικότητα έτοιμη να ανταλλάξει ψυχή με νιότη, μια κοινωνία που όμως έχει μάθει να εκφράζεται με αυστηρούς επικοινωνιακούς κώδικες και γι αυτό φθονεί την χαμένη ελευθερία της. Διότι κάτω από την φαντεζί πολυτέλεια και την επιδεικνύουσα φινέτσα, τα λουσάτα φορέματα και τα λαμπερά κοσμήματα, αυτοί οι άνθρωποι παραμένουν δέσμιοι των παθών και της αέναης αυτοεξορίας τους, ανήμποροι όχι να αντιδράσουν (αυτό το κάνουν με περίσσια άνεση) αλλά να κατανοήσουν και να παραδεχτούν τα οποιαδήποτε σφάλματά που τους βαραίνουν. Και τελικά να (αυτό)συγχωρεθούν.

Και μόνο στην είδηση του ερχομού του αθώου, οι ισορροπίες αυτού του κόσμου κλονίζονται. Διότι ο αθώος έχει την δυνατότητα να αναδεικνύει όλη την ομορφιά αλλά και όλη την ασχήμια αυτών με των οποίων έρχεται σε επαφή. Έλκει την τρυφερότητα αυτών που τον αγαπάνε και το μίσος αυτών που τον απεχθάνονται. Και τα δέχεται. Και τα μεγεθύνει. Ο αθώος αμφισβητεί και αμφισβητείται. Δεν κρίνει, έρχεται όμως αντιμέτωπος με όλους εκείνους που απειλεί να καταστρέψει με την παρουσία του και μόνο. Πρώτος και καλύτερος ο Tullio. Εγωιστής, φιλόδοξος, δεσποτικός, αυτός ο ερασιτέχνης ξιφομάχος που δεν έχει μάθει να χάνει, άθεος και περήφανος για τα πιστεύω του, έρχεται αντιμέτωπος πρώτα με τον αθώο και μετά με τον ίδιο τον αλαζονικό εαυτό του, ζώντας παράλληλα στα πρόθυρα της μεγαλύτερης ήττας της ζωής του. Κρίνει όμως και πράττει.

Λένε ότι τα παιδιά ανήκουν σε αυτόν που τα μεγαλώνει, τα συναισθήματα σε αυτόν που τα βιώνει και οι τιμωρίες σε αυτόν που τις αξίζει. Όμως δεκαέξι χρόνια πριν, ο Rocco είχε εξομολογηθεί στα αδέρφια του ότι δεν πίστευε στην δικαιοσύνη των ανθρώπων και μάλλον είχε δίκιο. Ο αθώος θα σηκώσει στις πλάτες του όλο το βάρος αυτού του κόσμου, θα κουβαλήσει τον σταυρό κάποιου άλλου και τελικά θα σταυρωθεί για αμαρτίες και λάθη που ποτέ δεν έκανε. Χωρίς αντίσταση και χωρίς διαμαρτυρία. Επιδεικνύει έτσι το μεγαλείο του και μας αποδεικνύει ότι τα ακατοίκητα (από συναισθήματα) σπίτια (άνθρωποι) φθείρονται πολύ πιο γρήγορα από αυτό που η φύση έχει ορίσει για όλους μας. Ακόμα και αν από έξω φαίνονται πεντακάθαρα και καλοδιατηρημένα.

Ο αθώος εκμεταλλεύεται την καλλιτεχνική έκφραση του δημιουργού Visconti για να μιλήσει για εκείνα που εθελοτυφλικά αγνοούμε και σαν αντάλλαγμα τού χαρίζει το ιδανικό φινάλε καριέρας, εξιδανικεύοντας – δικαίως – το πέσιμο μιας κινηματογραφικά βαρυσήμαντης αυλαίας. Καταδεικνύει την νοσηρότητα αλλά και την αλήθεια ενός δεοντολογικά ένοχου κόσμο και αποκωδικοποιώντας ένα μέρος της ανθρώπινης ψυχής και της αβύσσου που κρύβει μέσα της, καταφέρνει και εκθέτει άπαντες αμαρτωλούς, αποκαλύπτοντας την εξαιρετικά υπέρμετρη απόσταση που υπάρχει ανάμεσα σε εμάς και την από καιρό χαμένη μας αθωότητα. Κανένα συγχωροχάρτι πλέον…

Chris Zafeiriadis