Πέμπτη 8 Ιουλίου 2010

Sideways (2004)

“…and it tastes so fuckin’ good!”

Το Sideways είναι από τις ελάχιστες εκείνες ταινίες που κατέχουν ένα πολύ έντονο και σπάνιο χαρακτηριστικό: Καταφέρνει και εσωκλείει στα τοιχώματά του κάποια από τα γνωρίσματα των ηρώων του, οικειοποιώντας μερικά από τα πιο έντονα διακριτικά των θεμάτων του(ς). Όπως το καλό κρασί, έτσι και αυτό, όσο περνάει ο καιρός τόσο ωριμάζει (μέσα σου), όσο περνούν τα χρόνια τόσο περισσότερο το απολαμβάνεις σαν να μη το ένιωσες την πρώτη φορά. Ξεχειλισμένο από μυρωδιές σταφυλιού, γαρύφαλλου , φρούτα του δάσους και αλκοόλ, το γεύεσαι και το ευχαριστιέσαι σε κάθε σου ανάσα, σε κάθε τζούρα που τραβάς από το μισογεμάτο ποτήρι σου. Το Sideways είναι σκέτη απόλαυση.

Πρέπει όμως να διευκρινίσω. Η αναβλύζουσα απόλαυση στην οποία αναφέρομαι δεν πηγάζει από το διασκευασμένο σενάριο του βιβλίου του Rex Pickett, ούτε από τις διατρητικές ερμηνείες των Church και Giamatti (ο οποίος βαδίζει σιγά σιγά στο δρόμο για την τρισμεγιστοποίησή του), ούτε καν από την κωμική, δραματική και ταυτόχρονα ρομαντική σκηνοθεσία του Alexander Payne. Η απόλαυση του Sideways έρχεται πρώτα από τις αλήθειες που κρύβει μέσα της μια τέτοια ταινία, από τον τρόπο που διαχειρίζεται τις αλήθειες αυτές, από την σχεδόν μεθυστική της ατμόσφαιρα και τους σχεδόν μεθυσμένους της χαρακτήρες. Και λέω σχεδόν διότι με το κρασί και ειδικά το κόκκινο, ποτέ δεν μπορείς να είσαι απόλυτα σίγουρος.

Αυτό το ίδιο κρασί που οι δύο κεντρικοί χαρακτήρες, ο Miles και ο Jack, φαίνεται να καταναλώνουν με ευκολία σε ποικίλες ποιότητες αλλά και ποικίλες ποσότητες, είναι και το κλειδί για την πνευματική και αυτογνωστική τους λύτρωση. Ο σχεδόν αποτυχημένος συγγραφέας και ο σχεδόν πετυχημένος ηθοποιός μοιάζουν να μοιράζονται πολλά περισσότερα από αυτά που αρχικά θα μπορούσε κάποιος να διακρίνει και , εν τέλει, να αναγνωρίσει σε αυτούς ως κοινά. Ο ένας έχει μάθει να κυνηγάει με μανία την απόλαυση του οίνου, ο άλλος δεν έχει πρόβλημα αλλά προτιμά να κυνηγάει την απόλαυση της γυναίκας. Ό,τι είναι το καλό κρασί για τον πρώτο, είναι το καλό σεξ για τον δεύτερο. Κάτι που και οι δύο γνωρίζουν καλά, κάτι που επιδιώκουν γιατί τους χαρίζει στιγμιαία ηδονή και ευχαρίστηση, τους στερεί όμως την διαχρονική τους γαλήνη και ευτυχία.

Και όμως, αυτοί οι δύο ζορισμένοι kind of friends δεν διαφέρουν και πολύ από (όλους) τους υπόλοιπους. Έχοντας υποκύψει σε μια άστοχη καθημερινότητα και αγνοώντας τι είναι αυτό που τους κάνει πραγματικά ευτυχισμένους, ξεκινούν λίγο πριν τον αμφίβολο γάμο του ενός, για ένα ιδιαίτερο bachelor road-trip το οποίο δεν τους αλλάζει σαν ανθρώπους, επηρεάζει όμως τις μελλοντικές τους επιλογές, κάνοντας τους λίγο πιο αισιόδοξους , λίγο πιο τολμηρούς και λίγο πιο σοφούς όσον αφορά το μέλλον που έρχεται.

Και εδώ είναι που το πάντα μεθυστικό κρασί κάνει το θαύμα του χαρίζοντας κάποιες από τις κρυμμένες του ιδιότητες, τόσο στους χαρακτήρες που το καταναλώνουν, όσο και στην ίδια την ταινία. Λέγεται ότι αν πλαγιάσεις το ποτήρι σου και αφήσεις το κρασί να κυλίσει προς τα άκρα, μπορείς να αναγνωρίσεις την πυκνότητα, την ποιότητα και κάποια από τα αόρατα χαρακτηριστικά του. Στη συνέχεια αν το ταρακουνήσεις ελαφρά, ξεκλειδώνονται τα αρώματα, οι γεύσεις και όλα εκείνα που κρύβει μέσα του, ικανά να χαρίσουν το χαμόγελο στο πρόσωπο αυτού που το γεύεται.

Ομοίως, οι δύο πρωταγωνιστές πλαγιάζουν τις ζωές τους προς τα άκρα του ρεαλισμού της, και έτσι πλαγίως όπως είναι, βγαίνουν από τους καθημερινούς και - μέχρι τώρα - άστοχους στοχασμούς τους (οι οποίοι βρίσκονται πολύ εύστοχα τοποθετημένοι μέσα στην ταινία) και ταρακούνιουνται, ή καλύτερα σωριάζονται - κυριολεκτικά - στο έδαφος (κάτι που μαρτυρά και το πεσμένο μπουκάλι του εξωφύλλου). Στη συνέχεια ορθώνονται σοφότεροι, και με ένα χαμόγελο λιγότερο μεθυσμένο αυτή την φορά, πορεύονται προς το άγνωστο της αυριανής μέρας, διεκδικώντας ένα μικρό κομμάτι της προσωπικής τους ευτυχίας, αυτό που τόσο καιρό τους έλειπε και που τόσο το είχανε ανάγκη.

Και αυτό είναι μια από τις αλήθειες που κρύβει μέσα του το Sideways. Θα μπορούσα να μιλάω και να γράφω ώρες για αυτό, προτιμώ όμως να το απολαμβάνω και να το γεύομαι, κάθε φορά σαν να είναι η πρώτη. Να το αναγνωρίζω σαν ένα φιλοσοφικό σύμβολο για την νιότη που φεύγει, για την ευκαιρία που χάνεται και την ευκαιρία που σου κλείνει το μάτι για να της χτυπήσεις την πόρτα και να την αρπάξεις. Και αν είσαι τυχερός, μπορεί να είναι εκεί να σε υποδεχτεί. Να, όπως και ο Miles λίγο πριν πέσουν οι τίτλοι τέλους στην οθόνη. Μην περιμένεις όμως κάποια ιδιαίτερη στιγμή για να το κάνεις. Γιατί η στιγμή που θα το κάνεις θα είναι και η πιο ιδιαίτερη. Μια ταινία τελειώνει για εμάς, μια νέα ζωή ξεκινά για εκείνους. And it’s going to be great. Here’s to us...

Chris Zafeiriadis

Για τον Αλέξη που είπε ότι του αρέσει αλλά ξέχασε να μου είπε το γιατί.

Πέμπτη 1 Ιουλίου 2010

Alice in Wonderland (2010)

Θα ήταν ανώφελο να προσπαθεί κάποιος να συγκρίνει την σημερινή Αλίκη του Burton με οποιαδήποτε άλλη εκδοχή του πολύχρωμου αυτού παραμυθιού, όπως ανώφελο θα ήταν να προσπαθεί κάποιος να συγκρίνει οποιαδήποτε ταινία του σκηνοθέτη με κάποια άλλη κινηματογραφική παραγωγή του παρελθόντος. Όχι γιατί ο Burton είναι τόσο μοναδικά σπουδαίος (που μεταξύ μας, μπορεί και να είναι) αλλά γιατί οι ταινίες του ξεχωρίζουν από χιλιόμετρα μακριά, διαθέτοντας την ασύγκριτη μοναδικότητα τόσο ενός ονειροπόλου δημιουργού, όσο και ενός φαντασιόπληκτου παιδιού που αρνείται πεισματικά να μεγαλώσει. Και στη συγκεκριμένη περίπτωση, αυτή η ιστορία μοιάζει να του ταιριάζει γάντι.

Δεδομένου του ότι κανείς δεν είναι σε θέση να αμφισβητήσει την αφηγηματική ικανότητα του μεγάλου αυτού παραμυθά, το παιχνίδι κρίνεται περισσότερο στις λεπτομέρειες και κυρίως από εκείνους στους οποίους ο Burton απευθύνεται. Tα παιδιά. Άλλωστε, μετά από καμπόσες μοναδικές επιτυχίες και με μια μεγάλη μερίδα φανατικών οπαδών στο πλευρό του, δεν νομίζω πως ο ίδιος έχει την διάθεση να αποδείξει τίποτα σε κανέναν, ούτε φυσικά να παρεκκλίνει από το προσωπικό μονοπάτι που βαδίζει χρόνια τώρα, αυτό της δημιουργίας εικόνων.

Με λιγότερα τραπουλόχαρτα απ’ ότι κάποιος θα περίμενε αλλά περισσότερη φαντασία στην αναπαράσταση, με ελάχιστη παραμυθιακή διάθεση αλλά περισσότερη κινηματογραφική τεχνολογία, η Αλίκη υπόσχεται και πραγματοποιεί το μαγικό αυτό ταξίδι σε έναν θαυμαστό κρυμμένο κόσμο, ψάχνοντας παράλληλα μέσα στο κοινό που την παρακολουθεί αυτούς που θα θελήσουν να ταξιδέψουν μαζί της. Μόνο που εσύ δεν χρειάζεται να πιεις τίποτα για να συρρικνώσεις την αντίληψή σου για να βρεθείς στο κόσμο των θαυμάτων. Αρκεί μόνο να γυρίσεις τον χρόνο πίσω και να προσπαθήσεις να σκεφτείς όπως τότε που ήσουν παιδί. Και όσο πιο μικρός γίνεις, τόσο πιο χαμογελαστός θα καταλήξεις.

Στον μαγικό αυτό κόσμο που βρίσκεται η ανυποψίαστη Αλίκη, ο Burton έχει στήσει ένα πραγματικό ονειρικό πανηγύρι. Ένα πολύχρωμο freak show με τρεχάμενους γιλεκοτούς λαγούς, μισότρελους ημίψηλους καπελάδες, τετράποδα τριχωτά τέρατα που μοιάζουν να τα ξέρουν όλα, ραδιούργες βασίλισσες, φτερωτούς δράκους και αιωρούμενες κάμπιες, αναπόσπαστοι χαρακτήρες ενός ανορθόδοξου τόπου που παραμένουν ζωντανοί κάτω από τον λαμπερό ουρανό, ακόμα και μετά το τέλος του παραμυθιού, αρνούμενοι όλοι τους να ξεθωριάσουν. Και όλα αυτά μέσα σε μια χαοτική κουνελότρυπα που μοιάζει να μην έχει τέλος. Γιατί ο απέραντος κόσμος της ψευδαίσθησης όπως τον φαντάστηκε ο Lewis Carroll, για κάποιους μπορεί να είναι ο κόσμος της αλήθειας.

Σ’ αυτό τον φανταχτερό κόσμο, όπου η ζωή δεν διαφέρει από το όνειρο και η φαντασία μπερδεύεται με την πραγματικότητα, το αιώνια οικείο σηματάκι της Disney είναι αυτό που εμφανίζεται πριν από οτιδήποτε άλλο στην οθόνη. Γιατί ο κύριος Burton εδώ δεν έκανε μια ταινία για να επαληθεύσει τις υποψιασμένες σκέψεις ενός ενήλικα επάνω σε αυτή την σουρεαλιστική ιστορία. Έφτιαξε μια ταινία για να ευχαριστήσει πρώτα τους μικρούς του φίλους, να θρέψει την δική τους ανόθευτη φαντασία. Σε αυτούς που νομίζω το χρωστούσε κιόλας. Τώρα για το αν θα σου αρέσει ή όχι εσένα η ταινία, θα πρέπει απλά να αναρωτηθείς: Σε ποια ηλικία (θέλεις να) βρίσκεσαι?

Chris Zafeiriadis

Παρασκευή 18 Ιουνίου 2010

Earth vs. the Flying Saucers (1956)

Θα ταξιδέψω λίγο προς τα πίσω. Θα μπω στο δικό μου διαστημόπλοιο και θα μεταφερθώ στην προσωπική μου αγαπημένη δεκαετία επιστημονικής φαντασίας. Τότε που οι εξωγήινοι και τα σκάφη τους δεν είχαν χρωματιστεί ακόμα, τότε που ο πλανήτης μας άρχισε να απειλείται ανοιχτά από το άγνωστό του ουρανού, τότε που το κοινό αγκάλιασε αυτό το ευρέως αποδεκτό νέο είδος.

Το Earth vs. the Flying Saucers εμφανίστηκε στη μεγάλη οθόνη την χρυσή (ή μήπως πρέπει να πω ασημένια, λόγω χρώματος) εποχή του αμερικάνικου sci-fi. Αν όμως έπρεπε να διαλέξω την καλύτερη ταινία της εποχής, σίγουρα δεν θα διάλεγα την συγκεκριμένη. Αλλά σε τέτοιες ταινίες δεν χωράει κρίση-κριτική, τουλάχιστον όχι έτσι όπως νοείται σήμερα. Διότι για να φτάσει κάποιος να διαβάζει και να λαμβάνει υπόψη ένα τέτοιο κείμενο αναφερόμενο σε μια τέτοια ταινία, έχει ήδη κάνει τη δική του έρευνα στο είδος, έχει ήδη καταλήξει τι του αρέσει και τι όχι, γνωρίζοντας τι να περιμένει και τι να απολαμβάνει σε μια τέτοια προβολή. Οπότε και μια παραδοσιακή κριτική το πιο πιθανό είναι να μη τον αγγίζει καν.

Χωρίς καμία προειδοποίηση (όπως συμβαίνει τις περισσότερες φορές) τα αγνώστου ταυτότητας ιπτάμενα αντικείμενα που εισέρχονται στην ατμόσφαιρά της γης μεταφέρουν τους επιζώντες ενός διαλυμένου ηλιακού συστήματος (μια μικρή υπενθύμιση ότι και τα ηλιακά συστήματα έχουν διάρκεια ζωής), «επισκέπτες» για εμάς, οι οποίοι έρχονται στο κέντρο της πολιτικής εξουσίας (Washington) για να κατακτήσουν και στην συνέχεια να αποικίσουν τον πλανήτη Γη.

Σε αντίθεση με τον υπέροχο Πόλεμο των Κόσμων του Wells, το σενάριο του E.vsF.S. από τους Yates και Siodmak (το μυαλό των οποίων γέννησε ουκ ολίγα α(χ)ριστουργήματα της εποχής) παρουσιάζει τους εξω-γήινους καταστροφείς μεν, διαλλακτικούς δε. Αρμονικοί υποδουλωτές ενός πρωτόγονου πληθυσμού, ενός (σχεδόν) εύπορου πλανήτη. Γιατί ο πόλεμος είναι καταστροφή και κανείς δεν χρειάζεται ούτε μπορεί να επιβιώσει σε έναν κατεστραμμένο τόπο (και αυτό θα έπρεπε να είναι το πρώτο μάθημα της ταινίας).

Όμως ο άνθρωπος είναι γήινος. Και όπως κάθε γήινος που κατέχει μια οποιαδήποτε μορφή εξουσίας (μεγάλη ή μικρή) και με δεδομένη την ανωτερότητά του, δεν ανέχεται διαταγές και εκβιασμούς. Και είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον να παρακολουθείς τους ανθρώπους κάθε εποχής να παλεύουν πρώτα με την υπεροψία και τον εγωισμό τους και στη συνέχεια με το πραγματικό πρόβλημα που καλούνται να αντιμετωπίσουν (και αυτό θα έπρεπε να είναι το δεύτερο μάθημα της ταινίας). Άλλωστε το μέγεθος ενός ανίσχυρου λιλιπούτειου ανθρωπάκου δίπλα σε έναν γιγαντιαίο ιπτάμενο δίσκο (εικόνα την οποία δανείστηκε αρκετά χρόνια αργότερα ο Burton για τους δικούς του Αρειανούς) μοιάζει τουλάχιστον αστείο και δεν χωράει παραλληλισμούς.

Και μετά έρχεται ο ασυμβιβασμός. Και επιτίθενται. Καταστρέφουν, καίνε, εξαϋλώνουν οτιδήποτε γήινο θεωρούνε ότι τους απειλεί. Όμως ο άνθρωπος είναι πολλά περισσότερα από αυτό που φαίνεται. Μια συμμαχία επιστημόνων από ολόκληρο τον κόσμο είναι αυτή που θα δώσει την λύση, θα φέρει την σωτηρία στον πλανήτη. Together we stand, devided we fall έχουμε μάθει να λέμε (και αυτό θα έπρεπε να είναι και το τρίτο μάθημα της ταινίας). Κάπου εδώ όμως θα πρέπει να δώσουμε συγχαρητήρια στον εφετζή Ray Harryhausen ο οποίος με τα πρωτοποριακά για την εποχή εφέ του, αν και σε στιγμές λάθος, καταφέρνει και μαγνητίζει το κοινό, αφήνοντας το δικό του στίγμα στην βιομηχανία του θεάματος.

Βέβαια κάποιος θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι όλα αυτά είναι ξεπερασμένα. Ότι τα έχουμε όλα ξαναδεί και μάλιστα σε καλύτερες versions. Είπαμε όμως, εδώ δεν χωράει καμία κρίση. Και όταν μια ταινία, μετά το πέρας των ογδόντα λεπτών της, στο σημείο που θα πέσουν οι τίτλοι τέλους, σε κάνει να κοιτάξεις με περιέργεια το βαθύ μπλε του μακρινού ουρανού, τότε αυτή η ταινία έχει πετύχει τον στόχο της. Και αυτό εμένα μου αρκεί.

Chris Zafeiriadis

Παρασκευή 11 Ιουνίου 2010

The Maltese Falcon (1941)

“Well, if you loose a son it’s possible to get another. But there’s only one Maltese falcon…”

Και αυτό ήταν μόνο η αρχή, θα μπορούσαμε να πούμε, για έναν σκηνοθέτη ο οποίος όχι μόνο θεμελίωσε αυτό που λίγο αργότερα θα αποκαλούσαμε αμερικανικό νουάρ, αλλά κατάφερε με αυτή εδώ την πρώτη του προσωπική σκηνοθετική δημιουργία, να χαρακτηρίσει μια ολόκληρη κινηματογραφική εποχή, δημιουργώντας μια από τις διαχρονικότερες και πιο αναλλοίωτες ταινίες στην ιστορία της αγαπημένης μας τέχνης.

Ενώ όμως κάπως έτσι θα μπορούσε να είναι η αρχή ενός θρασύτολμου κειμένου τοποθετημένου και αφιερωμένου στο υπερμεγέθες κινηματογραφικό Γεράκι της Μάλτας, εντούτοις, πριν από όλα τα υπόλοιπα, πιστεύω ότι μια τέτοια πράξη, προϋποθέτει μια προσωπική και κυρίως αναγκαία εξομολόγηση προς τους (επίσης) θρασύτολμους αναγνώστες. Άλλωστε, νομίζω πως κάτι τέτοιο, για πολλούς λόγους, το οφείλω.

Όσον αφορά το γούστο και την προσωπικότητα του γράφοντος, ο εν λόγω σκηνοθέτης-δημιουργός δεν αποτελεί απλά μια ευρέως αναγνωρισμένη φιγούρα στην μακρά ιστορία της έβδομης τέχνης. Αποτελεί κυρίως μια προσωπικότητα (αστείρευτης) έμπνευσης, (διδακτικού) ταλέντου και (προσωπικού) θαυμασμού, τόσο προς το πρόσωπό και τον βίο του, όσο και στο αδιαφιλονίκητο έργο του. Ως εκ τούτου, το παρόν (περισσότερο προσωπικό και λιγότερο κινηματογραφικό) κείμενο χαρακτηρίζεται μάλλον ως μια υποκειμενική ματιά και όχι ως μια αντικειμενική προσέγγιση του Γερακιού. Οπότε τώρα μπορώ να τα πάρω όλα από την αρχή (όσο σχετικό και αν ακούγεται αυτό).

Σε μια κινηματογραφικά εκκολαπτόμενη ακόμα εποχή για την Δύση, το Γεράκι της Μάλτας αποτελεί την γέννηση τριών σημαντικών παραμέτρων για την μετέπειτα εξέλιξη του κινηματογράφου. Πρώτον, βγάζει από την (σχετική πάντα) αφάνεια τον σαρανταδυάχρονο τότε Bogart, χαρίζοντάς σε αυτόν έναν από τους χαρακτηριστικότερους ρόλους της καριέρας του (παράλληλα με το επίσης πανύψηλο High Sierra της ίδιας χρονιάς) και σε εμάς έναν ειδωλολατρεμένο ηθοποιό που όσες φορές και αν τον παρακολουθήσεις στην οθόνη τόσες θα καταφέρει να σε μαγέψει. Δεύτερον, σηματοδοτεί την σκηνοθετική πια παρουσία του Huston ο οποίος αντιλαμβάνεται ότι η σεναριογραφή δεν τον γεμίζει όσο θα ήθελε, χαρίζοντας στον εαυτό του ένα αδιαμφισβήτητο ντεμπούτο και σε εμάς μια μυθική πλέον ταινία. Τρίτον και σημαντικότερον, το Γεράκι της Μάλτας θα σημάνει την γέννηση του αμερικάνικου νουάρ, χαρίζοντας σε όλους (και ιδίως στους λάτρεις του είδους) ένα διαχρονικό μέτρο σύγκρισης όσων θα (το) ακολουθήσουν. Και νομίζω ότι ελάχιστες είναι οι ταινίες οι οποίες έχουν καταφέρει τόσα πολλά με τα ελάχιστα που διέθετε ο δημιουργός τους.

Όλα αυτά βέβαια ελάχιστη σημασία είχαν εκείνη την εποχή. Άλλωστε η ιστορία είχε ήδη γραφτεί στα thirties με τον Hawks, τον Capra, τον Vidor, τον Whale, τους αδελφούς Marx και τον Chaplin να δίνουν το δικό τους κινηματογραφικό ρεσιτάλ (αν και προσωπικά πάντα μου άρεσε περισσότερο ο Keaton, αλλά αυτό είναι μια ιστορία η οποία δεν χωράει εδώ). Οπότε και η επιδιωκόμενη επιτυχία του Γερακιού, η τρίτη κατά σειρά προσέγγιση της νουβέλας του Dashiell Hammett, από έναν περιπλανώμενο, άσημο και άπειρο σκηνοθέτη φάνταζε ως κάτι το ακατόρθωτο.

Όμως η καλλιτεχνική ανησυχία, η αφηγηματική δεινότητα και η επαγγελματική αφοσίωση του Huston μετέτρεψαν την ταινία σε πρωτοποριακό αριστούργημα. «Κάθε σκηνή που γυρίζεται είναι η σπουδαιότερη της ταινίας» του είχε πει ο παραγωγός και αυτός έβαλε σκοπό να το κάνει πραγματικότητα. Ένα αδαμάντινο γεράκι, αγέρωχο, αγέραστο και μεγαλοπρεπές όπως είναι, αποτελεί το αντικείμενο του πόθου των περισσοτέρων χαρακτήρων (κατά ένα profit-ικό τρόπο sierramadrικοί όλοι τους), έχοντας την δύναμη όχι να μεταλλάσσει τους ανθρώπους αλλά να μαγνητίζει εκείνους με τα πιο έντονα, εγωκεντρικά και κυρίως ανεξίτηλα χαρακτηριστικά. Ένας φίλαυτος μαφιόζος (Greenstreet), μια ψεύτρα γυναίκα (Astor) ένας μικροκαμωμένος μικροαπατεώνας (Lorre) και ένας αδίστακτος ντέντεκτιβ (Bogart) θα συγκρουστούν με τα ψέματά, την ευστροφία και τα ένστικτά τους, διεκδικώντας το πολυπόθητη θέση τους στην ιστορία.

Αυτός ο τελευταίος, που τυχαίνει να διαθέτει και όλα τα χαρακτηριστικά των υπολοίπων, θα είναι και ο πρώτος αγαπημένος του Hustonικού σύμπαντος. Κατέχοντας την εκφραστική δύναμη που του χαρίζει η κάμερα και υπερασπιζόμενος έναν χαμένο κώδικα ηθικής, θα απαξιώσει και θα αρνηθεί το υλικό από τα οποία φτιάχνονται τα όνειρα ενώ ταυτόχρονα θα απαρνηθεί και τον (αμφίβολο) έρωτα εκείνης, αφήνοντας μόνο την ηχώ των χαμένων υποσχέσεων και τον χαμένων ευκαιριών να σιγοσβήνει σε ένα άδειο δωμάτιο. Θα μείνει μόνος, αλλά ως ο μόνος τίμιος που δεν χαρίστηκε σε κανέναν, παρά μόνο σε εμάς που ακόμα και σήμερα, εβδομήντα χρόνια μετά, θαυμάζουμε την δύναμη και το ακέραιο ενός τέτοιου χαρακτήρα.

Και αυτό ήταν μόνο η αρχή.

Chris Zafeiriadis

Πέμπτη 3 Ιουνίου 2010

Unmade Beds (2009)

“If they are so secret then it’s almost like as if they are not part of our lives”

Ανεπιτήδευτο, ανεπιτήδειο, ανήσυχο και πνευματικά ανέμελο, το Unmade Beds δεν είναι έχει φτιαχτεί για να μιλήσει για εκκεντρικούς χαρακτήρες, άσπονδες αγάπες, ή πληγωμένους νοσταλγούς ενός χαμένου και μακρινού (πια) ονείρου. Το Unmade Beds φτιάχτηκε από την αναγκαία προσπάθεια αναζήτησης εκείνων που θα θέλαμε αλλά δεν μπορούσαμε να έχουμε, εκείνων που πονάνε αλλά δύσκολα γιατρεύονται και όλων εκείνων που θα έπρεπε να υπάρχουν για να συμπληρώνουν την ζωή μας, αλλά η μοίρα φύσηξε χωρίς να ρωτήσει κανέναν, παίρνοντάς τα όλα μακριά. Ως εκ τούτου, το Unmade Beds έχει την δυνατότητα να μιλάει με διαφορετικό τρόπο στο καθέναν από εμάς. Αρκεί να είμαστε εκεί για να ακούσουμε.

Έχοντας υιοθετήσει την (φυσικά αναγκαία αλλά καλλιτεχνικά υπέροχη) indie νοοτροπία τόσο στη σκέψη όσο και στην εκτέλεση της ταινίας, ο νεαρός Alexis Dos Santos μοιάζει περισσότερο ανήσυχος (αλλά και περισσότερο συγκεντρωμένος) από τους περισσότερους συναδέλφους του που έχουν ασχοληθεί με παρόμοια θεματική και έχοντας πιάσει (και πιαστεί) από τις δύο παράλληλες ιστορίες που συμβαίνουν εδώ, καταφέρνει με μεγάλη ευκολία, όχι να αφουγκραστεί, αλλά να επικοινωνήσει με το ανεκποίητο συναίσθημα μιας παθιασμένης γενιάς έτοιμης να αγαπήσει και να αγαπηθεί, να δημιουργήσει και να δημιουργηθεί, όχι όμως και να συμβιβαστεί.

Ο εικοσάχρονος Ισπανός που βρίσκεται στο Λονδίνο αναζητώντας έναν πατέρα που δεν γνώρισε ποτέ, είναι και ο πιο αντισυμβατικός ήρωας της ταινίας. Μικροκαμωμένος αλλά ευδιάκριτος, αντισεξουαλικός αλλά όμορφος, χαμένος σε έναν κόσμο που αδυνατεί να καταλάβει, μπλέκεται στο παιχνίδι της αναζήτησης ενός ανθρώπου που πρέπει να είναι σημαντικός, πρέπει να τον αποδεχτεί αλλά πάνω απ’ όλα, πρέπει να υπάρχει. Παράλληλα στέκεται η ιστορία μιας πιο καθημερινής κοπέλας (που επίσης βρίσκεται στο Λονδίνο τυχαία) η οποία έχοντας ξεμείνει από τύχη, ψάχνει την ευκαιρία να ερωτευτεί, να πάρει την σωστή στροφή στη ζωή της χωρίς να χρειάζεται να ξέρει τι ακολουθεί. Οι δύο αυτοί ήρωες που μένουν στο ίδιο κοινοβιακό σπίτι χωρίς να έχουν συναντηθεί ποτέ (μέχρι λίγο πριν το φινάλε) μοιράζονται πολλά περισσότερα από αυτά που αρχικά φαίνεται. Ο καθένας προσπαθεί να καλύψει το δικό του συναισθηματικό κενό, να βρει εκείνο που του λείπει, τον άνθρωπο που θα τον συμπληρώσει.

Και αν από τα πρώτα κιόλας λεπτά γνωστοποιείται το ιδιαίτερο προτέρημα του νεαρού σκηνοθέτη να αποφεύγει με εξυπνάδα τα κλισεδιάρικα σκηνοθετικά τρικ, χρησιμοποιώντας την υπέροχη μουσική όχι για να εκβιάσει τον θεατή αλλά για να συμπληρώσει τις καταστάσεις και να εμβαθύνει στους χαρακτήρες (υπέροχη η σκηνή όπου εκείνος χορεύει μόνος μπροστά στον καθρέφτη, όπως λίγα λεπτά αργότερα κάνει και εκείνη, επίσης μόνη, στο δικό της χώρο),σε αυτή την μουσική στην οποία μοιάζει να χρωστάει πολλά η ταινία, τελικά, δεν της χρωστάει τα πάντα.

Βέβαια αν ήθελες θα μπορούσες να ψάξεις για αφηγηματική συνοχή, σκηνοθετική αρτιότητα, εντυπωσιακή φωτογραφία και ό,τι άλλο χαρακτηρίζει μια παραγωγή που θα σε έκανε ευτυχισμένο. Και δύσκολα θα τα έβρισκες. Θα έχανες όμως τον sense-beat χτύπο μιας γενιάς που ανασαίνει δίπλα σου αλλά σε προσπερνάει χωρίς καν να σε κοιτάξει. Διότι εδώ δεν θα βρεις τις απαντήσεις που ψάχνεις, ούτε κάποιο intellectual τρόπο να επιβιώσεις στο χάος της ζωής. Εδώ θα γνωρίσεις τους ανθρώπους του πάρτι και της μουσικής, του φτηνού αλκοόλ και της φασαρίας, αυτούς που συναντιούνται στο δρόμο και παραμένουν εκεί για να χαρούν, που ψάχνουν μια άγνωστη ηλιοβασιλεύουσα παραλία για να κάνουν τις εξομολογήσεις τους, που βάφονται, φιλιούνται, πασαλείφονται με μπογιές και ξέρουν να χαμογελούν κάνοντας έρωτα σε ένα μονό στρώμα στο πάτωμα.

Για να καταφέρεις να γίνεις μέρος όλου αυτού και να νιώσεις την διάχυτη φεστιβαλική αύρα (δεν είναι τυχαία η συμμέτοχη σε αμέτρητα φεστιβάλ του κόσμου) θα πρέπει να κοιτάξεις από το δικό σου ξέστρωτο κρεβάτι. Διότι η πιο ιδιαίτερη ίσως ταινία της χρονιάς έχει ένα μοναδικό χαρακτηριστικό. Όπως ένα παλιό πικάπ επιλέγει ποιους δίσκους που θα παίξει και ποιους όχι, έτσι και αυτή επιλέγει σε ποιους θα αρέσει και ποιους όχι. Το μόνο που μπορείς να κάνεις εσύ σαν θεατής είναι να ανακαλύψεις σε ποια από τις δύο κατηγορίες ανήκεις. Έστω και αν είναι μόνο για μια νύχτα, Live…!!

Chris Zafeiriadis