Πέμπτη 9 Σεπτεμβρίου 2010

Nord - (North) - (2009)

Την πρώτη φορά που είδα το North ήταν στο Φεστιβάλ κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Ήταν από εκείνες τις βιαστικές προβολές, της στιγμιαίας αυθόρμητης απόφασης, της μιας ταινίας ακόμα. Δεν ήξερα τι θα αντιμετωπίσω τότε μιας και το όνομα του ντοκουμενταρίστα Rune Denstad Langlo δε μου ήταν γνώριμο, αλλά η προσδοκία του άγνωστου πάντα δίνει στην ταινία κάτι το μαγικά ευχάριστο. Ασχέτως με το τελικό αποτέλεσμα. Στην προκειμένη περίπτωση το παγωμένο North μου επιφύλασσε μια μικρή έκπληξη.

Από τα πρώτα κιόλας λεπτά της ταινίας ήρθε στο μυαλό μου ένας παλιός γνώριμος, ο Ι. Πάντα τον θυμάμαι να λέει ότι θέλει να τα παρατήσει όλα και να μετακομίσει στον άγνωστο βορρά της παγωμένης Νορβηγίας, να ζήσει για πάντα εκεί ως ψαράς, ή ως ξυλουργός, δεν έχει σημασία. Έχει κάτι το απροσδιόριστο αυτή η χώρα που τραβάει κάποιους ανθρώπους, κάτι που σε κάνει να αδιαφορείς για την γενικότερη ανάπτυξη του βαβουριάρικου πολιτισμού μας και την καθημερινή φασαρία του τόπου μας. Όλα αυτά δεν θα είχαν καμία σημασία στην παρούσα φάση, αν το North δεν ήταν τόσο αυθόρμητο, εγωιστικό και κατά βάση μελαγχολικό όπως είναι.

Η ταινία ξεκινάει με τον Jomar, έναν τριαντάρη, μόνο Νορβηγό ο οποίος παρέα με τα τσαλακωμένα τσιγάρα και τις τσαλακωμένες του σκέψεις για το χτες και το σήμερα, αποφασίζει να κάψει (στην κυριολεξία) όλες τις λάθος επιλογές που έχει κάνει, να ανέβει σε ένα snowmobile και να ταξιδέψει βόρεια, προς την αρχέγονα χιονισμένη Tomak Valley του πολύ ιδιαίτερου Trondheim. Εκεί όπου βρίσκονται ένα χαμένο πρόσωπο που κάποτε πλήγωσε και ένας γιος που ποτέ δεν γνώρισε αλλά πρόλαβε να αγαπήσει πριν αυτός σβηστεί τελείως από την μνήμη του. Στα υπέροχα χιονισμένα βουνά της νορβηγικής υπαίθρου ο Jomar θα συναντήσει τρείς απομονωμένους ανθρώπους διαφορετικής ηλικίας και θα διανυχτερεύσει σε τρία απομονωμένα σπίτια διαφορετικής “αισθητικής”. Από αυτούς όμως θα λάβει την ίδια αποδοχή, την ίδια φιλοξενία και την επαλήθευση της ανθρώπινης ψυχής του.

Και εδώ ο Langlo εδώ καταφέρνει κάτι περίεργο. Μέσα στη μυθοπλασία του ξεχνάει λίγο τον …μύθο και πλάθει ένα σχεδόν Wenderικό ταξίδι εσωτερικής αναζήτησης και ενδοσκοπικής αυτοκριτικής. Από τον κρύο αέρα που φυσάει στις περισσότερες σκηνές, αναδεικνύεται η ιδιαίτερη αλλά μόνη καρδιά του Jomar ο οποίος πρέπει να συνεχίσει να ταξιδεύει. Λένε όμως ότι δεν έχει σημασία ο προορισμός αλλά η διαδρομή που ακολουθείς σε κάθε ταξίδι. Το North μέσα από την παγωμάρα του και τα μόλις 78 λεπτά του, αποκαλύπτει μερικά από τα υλικά με τα οποία είναι φτιαγμένη μια ανθρώπινη καρδιά που δεν θέλει να μένει μόνη, καταλήγοντας τελικά σε μια ταινία για το παρελθόν που μόλις μας προσπέρασε, για τις αποφάσεις που δεν πάρθηκαν ποτέ, και τις σκέψεις που δεν κατάφεραν να γίνουν στιγμές στις ζωές των ανθρώπων. Και όλα αυτά με έναν ψυχρό ρεαλισμό που τόσο αγαπάμε να μισούμε κάποιοι από εμάς.

Όταν τελείωσε η προβολή του North κατάλαβα ότι κάποιοι το απέρριψαν γιατί δεν τους είπε απολύτως τίποτα. Δεν τους κατηγορώ, αυτοί ίσως να τα έχουν βρει με τον εαυτό τους. Έχω όμως την εντύπωση πως ο Langlo δεν είχε σκοπό την πολυπληθή αναγνώριση. Περισσότερο με ταινία προσωπικής εξομολόγησης μοιάζει, από εκείνες που καταφέρνουν να μιλήσουν σε ελάχιστους, σε μερικούς “περίεργους”. Το North κατάφερε να μου θυμίσει τις στιγμές εκείνες με τον Ι. όπου συζητούσαμε για τα υποτιθέμενα ταξίδια στη Νορβηγία, αυτά που τελικά έγιναν και αυτά που δεν μπόρεσαν να πραγματοποιηθούν ακόμα. Ζεστές κουβέντες. Και είμαι σίγουρος πως αυτός θα απολαύσει ετούτη την ταινία όπως ακριβώς την απόλαυσα και εγώ. Αυθόρμητα, εγωιστικά. Όπως πρέπει να απολαμβάνεται μια τέτοια ταινία. Και αν έπρεπε να συνοψίσω τον λόγο μου, θα έλεγα ότι το North μιλάει μια ιδιαίτερη, σπάνια γλώσσα, άγνωστη σε πολλούς και γι αυτό δεν είναι το αριστούργημα που περιμένει κάποιος να ανακαλύψει, ούτε και πρόκειται ποτέ να γίνει μεγάλη επιτυχία. Ευτυχώς όμως…

Chris Zafeiriadis

Πέμπτη 2 Σεπτεμβρίου 2010

Soul Kitchen (2009)

Ανέκαθεν πίστευα ότι οι μεγάλοι δημιουργοί έχουν την ικανότητα να ελίσσονται ανάμεσα στα κινηματογραφικά είδη και μάλιστα με μια χαρακτηριστική ευκολία που δεν αλλοιώνει ούτε την προσωπικότητά τους, ούτε και τον χαρακτήρα του έργου τους. Με το Soul Kitchen, ο Fatih Akin προσθέτει στη φιλμογραφία του το πιο παρεξηγημένο ίσως είδος, αυτό της κωμωδίας, διατηρώντας όμως την βαθειά, κοφτή και ανθρώπινη ουσία του δράματος, αλλά προσεγγίζοντάς το με τις ανέμελες μυρωδιές ενός εναλλακτικού εστιατορίου τοποθετημένου στην βιομηχανική περιοχή του Αμβούργου. Σε μια χώρα όπου η Έλληνες μετανάστες έχουν γράψει κατά κάποιο τρόπο την δική τους ιστορία.

Ο Ιδιοκτήτης αυτού του εστιατορίου, ο Ζήνος Καζαντζάκης, μοιάζει με χαρακτήρα βγαλμένο από κάποια χαμένη Ελληνική ταινία. Άτυχος, ανεπιτυχής, αυτοκαταστροφικός αλλά καλόκαρδος, δέχεται τα απανωτά χτυπήματα της μοίρας και τα αντιμετωπίζει όλα με τον δικό του τρόπο. Ένας κατά βάση οπτικός χαρακτήρας (άψογος ο Αδάμ Μπουσδούκος) που με τις γκριμάτσες και τις κινήσεις του καταφέρνει να επικοινωνήσει άμεσα με τον θεατή, μεταφέροντας του το κωμικό στοιχείο των καταστάσεων στις οποίες μπλέκει. Χαρισμένος στο ιδιότροπο εστιατόριό του, δεν προσπαθεί πολύ, απλά βγάζει αυτό που έχει μέσα του, ψάχνοντας την ειλικρίνεια και την ευτυχία, μέσα από τις - όχι πάντα πετυχημένες - συνταγές του.

Όμως ένα εστιατόριο δεν είναι μόνο το φαγητό. Είναι η μουσική, η ατμόσφαιρα, η παρέα, οι άνθρωποι. Πάνω απ’ όλα οι άνθρωποι. Αυτοί είναι που μας πληγώνουν, μας ζηλεύουν, μας χειροκροτούνε και μας παρηγορούν. Ίσως τελικά κάποιοι να μας αγαπάνε κιόλας. Γι αυτούς τους ανθρώπους υπάρχει το Soul Kitchen έτοιμο να τους ψυχα-αγωγήσει. Μέσα στα τοιχώματά του όμως κρύβεται ένα βαθύτερο νόημα, καμουφλαρισμένο με τον αέρα του αστείου. Σε αυτό το εστιατόριο, εκτός από τις γεύσεις και τις μυρωδιές αναδεικνύεται και η ανάγκη που έχει ο άνθρωπος να κυνηγήσει και να εκπληρώσει τα πρέπει που τον στοιχειώνουν. Ο Ζήνος έχει την ανάγκη του προσωπικού του χώρου, η κοπέλα την ανάγκη της προσωπικής της αναγνώρισης, ο εκκεντρικός σεφ πρέπει να δημιουργήσει, η ενοχλητική εφορεία πρέπει να πληρωθεί. Και οι θαμώνες νιώθουν την ανάγκη να έχουν κάποιον δίπλα τους. Με οποιοδήποτε κόστος. Και εδώ είναι που ο Fatih Akin προσπαθεί να βγάλει προς τα έξω κάτι πολύ σημαντικό που φαίνεται να πιστεύει.

Μπορεί κάποιοι να ισχυρίζονται ότι στη ζωή όλα είναι δανεικά αλλά κάποια πράγματα αξίζει να χαρίζονται απλόχερα, χωρίς ενδοιασμούς και χωρίς αντάλλαγμα. Έτσι και ο δημιουργός κινηματογραφεί με μια γοητευτική απλότητα, σερβίροντάς μας τις ιστορίες ενός πραγματικού κόσμου, τις όμορφες και άσχημες εμπειρίες ηρώων που υπάρχουν δίπλα μας. Και ευτυχώς, δεν μπορείς να μην παρασυρθείς από μια ταινία που παίζει μουσική με παλιά βινύλια στο πικάπ, μεθάει στους ήχους της Φραγκοσυριανής, και ερωτεύεται ψιθυριστά χορεύοντας μέσα στο σκοτάδι. Μια ταινία που αγωνιά με τα λάθη των ανθρώπων, ξέρει όμως και να συγχωρεί. Μέσα στο Soul Kitchen, ο Ζήνος θα βρει την άκρη του δικού του ουρανού, έτοιμος πια να τον διασχίσει με την αφέλεια ενός ταξιδευτή που δεν έχει ακόμα φτάσει στον τελικό προορισμό του. Ας ελπίσουμε πως κάποια στιγμή θα κάνουμε και εμείς το ίδιο.

Chris Zafeiriadis

Πέμπτη 26 Αυγούστου 2010

Στρέλλα (A Woman's Way) - (2009)

“Οικογένεια, η κατάρα των trans…”

Ήταν πριν από δέκα περίπου χρόνια όταν ο Πάνος Κούτρας δεχόταν με χαμόγελο τις μούντζες για τον γιγαντιαίο μουσακά του, ενώ σήμερα - με το ίδιο χαμόγελο πάντα - τις επιστρέφει όλες στα μούτρα εκείνων που αδυνατούσαν τότε να αναγνωρίσουν την ιδιαίτερη προσωπικότητα ενός σύγχρονου Έλληνα δημιουργού. Είναι και ο πολιτισμός μας τέτοιος που μέσα στον εξωραϊσμό μιας άκρως ξενοφοβικής και υποκριτικής χώρας, αδυνατεί να αποδεχτεί το διαφορετικό, το ξένο, εκείνο που νιώθει ότι απειλεί την φαινομενική γαλήνη που με τόσο κόπο έχει χτίσει. Και είναι υπέροχος ο τρόπος με τον οποίο ο Κούτρας καταφέρνει σε 16 μόλις χιλιοστά, να χωρέσει όλη αυτή την “γαλήνη” και στη συνέχεια να την κομματιάσει, σκορπίζοντας με ένα πονεμένο πάθος τα κομμάτια της στα πολύβουα σοκάκια μιας ξεθωριασμένης Αθήνας.

Όμως η Στρέλλα δεν έχει σκοπό να διαταράξει την γαλήνη αυτού του τόπου, ούτε καν να την αλλοιώσει. Η Στρέλλα είναι γαλήνια από μόνη της γιατί έχει αποδεχτεί την φύση της. Και ως τρανσεξουαλικός αλλά κυρίως ανθρώπινος χαρακτήρας που είναι, πορεύεται με τις αρχές και τα πιστεύω ενός φυσιολογικού ατόμου, με τις ίδιες ανάγκες και τα ίδια πάθη που υπάρχουν σε καθέναν από εμάς. Η πόρνη που έβλεπε τα τρένα να περνούν, το μόνο που ψάχνει είναι η ανάγκη της συντροφικότητας, η ανάγκη της οικογένειας. Μιας οικογένειας που στερήθηκε από την ζωή και τα ντροπιαστικά παιχνίδια που της έπαιξε, μιας οικογένειας η οποία δεν χρειάζεται καν να είναι φυσιολογική. Αρκεί μόνο να είναι η δική της.

Παράλληλα, ο σκηνοθέτης ξετυλίγει το κουβάρι ενός άλλου απόκληρου. Ο μόλις αποφυλακισμένος Γιώργος φαίνεται να ψάχνει κάτι παρόμοιο με την Στρέλλα. Μόνο που ο δικός του κόσμος χωράει σε μια χούφτα μέσα. Έφταιξε, πλήρωσε, έχασε και τώρα επανέρχεται για να διεκδικήσει ξανά. Ο Κούτρας φέρνει τον Γιώργο κοντά στη Στρέλλα, όχι για να παλέψουν ενάντια στην νομοτέλεια ενός κόσμου που δεν τους ανήκει, αλλά ως αναπόσπαστο κομμάτι του, να αποδεχτούν την μοίρα τους και να συνεχίσουν. Να αποδεχτούν τα πάθη τους, όλα όσα τους χωρίζουν και όλα όσα τους ενώνουν. Για μια ζωή.

Με μια τρυφερή κινηματογράφηση η οποία πατάει γερά στις βάσεις της δεξιοτεχνικής αφήγησης ενός αδιαμφισβήτητου ταλέντου, ο σκηνοθέτης πετυχαίνει έναν πρωτοφανή για τα δεδομένα των ηρώων του, ουμανισμό, αναγκάζοντας τον θεατή όχι απλά να αποδεχτεί την φύση - και κατ’ επέκταση, την μοίρα - των δύο, αλλά να βιώσει έστω και λίγο από το δράμα τους, χωρίς ταμπού, χωρίς προκαταλήψεις και κυρίως, χωρίς ενοχές. Άλλωστε ο άνθρωπος αυτό που αισθάνεται είναι και αυτό που νιώθει πράττει.

Αυτός είναι και ο λόγος που το Κούτρας φτιάχνει αυτή την αμαρτωλή ταινία βασισμένη σε έναν περήφανο χαρακτήρα, ο οποίος μπορεί να είναι τρανσεξουαλικά ίδιο-όμορφος, διαθέτει όμως περισσότερο τσαγανό από τους διάφορους «λεβέντες» με τους οποίους συναναστρέφεται καθημερινά. Η Στρέλλα με τα χίλια λόγια των περαστικών, ζει μια ρομαντική και ταυτόχρονα δραματική ελεγεία αγάπης, η οποία της αλλάζει τη ζωή και καταλήγει στην πραγματοποίηση της πιο ανώμαλης αλλά ειλικρινούς ονείρωξης. Και ανάθεμα αν έχει σημασία από πού προέρχεται η χαρά όταν σε κάνει να χαμογελάς και η συγκίνηση όταν σε κάνει να δακρύζεις. Η ζωή μπορεί να είναι πουτάνα αλλά καμιά φορά σου χαρίζει τις στιγμές εκείνες που δεν πρόλαβες να ζήσεις, που δεν πρόλαβες να δεις για να χαρείς, ούτε όμως και να κλάψεις. Μια αληθινή ζωή που λέγαμε και πριν λίγο καιρό…

Chris Zafeiriadis

Τετάρτη 18 Αυγούστου 2010

Roman Holiday (1953)

Αν έπρεπε να επιλέξω την καλύτερη ταινία της σκηνοθετικής ευφυΐας που λέγεται William Wyler είμαι (σχεδόν) σίγουρος ότι δεν θα διάλεγα τις Διακοπές στη Ρώμη. Ομοίως, αν έπρεπε να επιλέξω την καλύτερη εμφάνιση της λατρεμένης Andrey στην μεγάλη οθόνη, ούτε και η Princess Ann θα ήταν στη κορυφή των προτιμήσεών μου. Αν όμως έπρεπε να επιλέξω την πιο απολαυστική, ανάλαφρη και ταυτόχρονα διδακτική ταινία ενός ζεστού καλοκαιριού, τότε σίγουρα το Roman Holiday θα χτύπαγε πρωτιά, και μάλιστα με την χαρακτηριστική ευκολία μιας επάξια διαχρονικής δημιουργίας.

Παίρνοντας τα καλύτερα συστατικά της screwball κωμωδίας των thirties και forties και αναμιγνύοντάς τα με την ρομαντική διάθεση ενός απρόσμενου έρωτα, ο Wyler καταφέρνει εδώ με μαεστρία να δημιουργήσει μια παραμυθένια ιστορία, τοποθετώντας τους πρωταγωνιστές του σε μια από τις ωραιότερες πόλεις της Ευρώπης. Η πολυδιαφημισμένη περιοδεία καλής θέλησης της πριγκίπισσας Ann καταφθάνει στη Ρώμη με βασιλική (φυσικά) υποδοχή για το νεότερο μέλος της, που όμως δεν δείχνει να έχει διάθεση να προσαρμοστεί στις υποχρεώσεις της υψηλής κοινωνικής της τάξης. Ακολουθεί όμως την συμβουλή του γιατρού που της λέει ότι «το καλύτερο πράγμα που έχεις να κάνεις είναι να κάνεις ό,τι θέλεις για λίγο».

Η ταινία αρχίζει και τελειώνει σε ένα μεγαλοπρεπές παλάτι, με τις απαραίτητες χαιρετούρες και θεατρινισμούς που επιβάλει μια υψηλή θέση, στο ενδιάμεσο όμως παρεμβάλλονται τα γεγονότα μιας αναγκαίας απόδρασης. Η Ann απαρνείται την πριγκηπική της ιδιότητα, «δραπετεύει» και φορτώνεται σε έναν αμερικανό δημοσιογράφο ("ωραίος" ο Gregory Peck) ο οποίος την περιθάλπει αρχικά, την ερωτεύεται όμως τελικά, χαρίζοντάς της την πολυτέλεια της ημερήσιας ελευθερίας. Μια ημέρα διακοπών στα πασίγνωστα σοκάκια της Ιταλικής πρωτεύουσας, μια ξενάγηση στα πιο γνωστά μνημεία της πόλης, μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας , όπου η Ann θα ζήσει σαν κανονικός άνθρωπος, τρώγοντας παγωτό και κάνοντας τις ευχές που θα μπορούσε να κάνει μια κοινή κοπέλα. Και εδώ είναι όλη η ουσία της ταινίας.

Με φόντο μια υπέροχα ασπρόμαυρη Ρώμη, ο Wyler καταφέρνει να ευτελίσει τα υλικά αγαθά και τα Υψηλά πλούτη, αναδεικνύοντας τα άλλα, εκείνα που δεν αγοράζονται με διαμάντια και ζαφείρια, ούτε με δερμάτινα πορτοφόλια και χρυσές πιστωτικές (για να φέρω την ταινία και στη δική μας εποχή). Γιατί η ουσία τις περισσότερες φορές κρύβεται στα απλά πράγματα, σε ένα ήσυχο περίπατο, σε μια βόλτα με μια βέσπα, σε ένα παγωτό που προσπαθεί να μη λιώσει, σε ένα βλέμμα ειλικρίνειας και ένα χαμογελαστό πρόσωπο που στέκεται δίπλα σου κοιτάζοντάς σε τρυφερά. Και αυτά είναι που χαίρεται η Ann για πρώτη φορά στην βαθύπλουτη ζωή της.

Προσπαθώντας να κλέψει λίγη από την αιωνιότητα της πόλης, η ταινία μοιάζει σήμερα τόσο όμορφη όσο και οι αθάνατοι πρωταγωνιστές της. Όσο ασπρόμαυρα και αν είναι τα τοπία, τόσο αδυνατούν να ξεθωριάσουν, όσο ξεπερασμένη και αν μοιάζει η παραμυθιακή ιστορία, τόσο αγέραστη φαίνεται σήμερα. Υπάρχει όμως και κάτι ακόμα. “Η ζωή δεν είναι πάντα όπως θα θέλαμε να είναι”, γι αυτό και ο κ.Wyler θα τελειώσει την αφήγησή του απορρίπτοντας τον κομφορμισμό του παραμυθιού, χαρίζοντας όμως τόσο στους ήρωες του όσο και σε εμάς τους θεατές το μόνο πράγμα που δεν θα μπορέσει ποτέ κανείς να μας πάρει μακριά. Τις αναμνήσεις μιας υπέροχης μέρας. Αυτές οι διακοπές θα μείνουν αξέχαστες…

Chris Zafeiriadis

Πέμπτη 12 Αυγούστου 2010

The Maltese Falcon (1941) - Uncut English Version

“Well, if you loose a son it’s possible to get another. But there’s only one Maltese falcon…”

And this was only the beginning – one could say- for the director, who not only founded what was later to be known as American Noir, but managed with his first directorial debut to shape a whole cinematic era, creating a timeless film, unfading in the history of our beloved art.

But....
While this might have been the beginning for a somewhat boldacious review on the larger-than-life, cinematic Maltese Falcon, yet, I believe that above all else such a gesture presupposes a confession, necessary on my part, to the (equally) boldacious readers. Besides, I think I owe it, for a multitude of reasons.

With regard to my taste and cinematic development, the director/auteur in question is not only a widely recognisable figure in the long history of cinematic art. He is first and foremost an artist of (bottomless) inspiration, (mentoring) talent and an object of (personal) admiration, both for the way he conducted his earthy life and for the indisputable value of his work. Therefore, the present piece (more a personal tribute than a film review) is a subjective look and not an objective approach to the Falcon. So now I can take the whole thing from the beginning.

Filmed in a still incubatory era for Western cinema, The Maltese Falcon was there at the birth of three major components of its thereafter development. First of all, the film releases the 42-year-old Bogart from (relative) obscurity, granting him one of the defining roles in his career (along with the mighty High Sierra of the same year), and giving us an idoladored actor whose performance bewitches even in its nth repeat. Second, it announces the directorial presence of Huston, who upon realising that screenwriting is not fulfilling him, embarks on a directorial debut, which in turn resulted in a mythical now film. Third and foremost, The Maltese Falcon will signal the birth of American Noir, presenting cinema goers (and especially the devoted fans of the genre) with a perfect measuring device, against which they were to judge the noirs to follow. And in my opinion few were the films that have achieved so much with such meagre means to their disposal.

Of course all of the above meant very little back then. Cinematic history had already been written in the 1930s with Hawks, Capra, Vidor, Whale, the Marx Brothers and Chaplin being the major celluloid soloists (Keaton would be my personal preference for reasons which far exceed the limits of this piece). With such cinematic history to live up to, the anticipated success of Huston’s Falcon – being the third attempt to adapt the Dashiell Hammett novella – was limited, a thing of wonder bearing in mind that it was left to a vagabond, insignificant and inexperienced director.

Yet it was Huston’s creative restlessness, story-telling genius and professional dedication that transformed the film into a pioneering masterpiece. “Every scene to be shot is to be the key scene of the film” advised the studio producer, and Huston set out to realise exactly this. A diamond falcon, imperious, ageless and magnificent as this one is, becomes the object of desire for many of film’s characters (prophesying the profit-driven Sierramadrics). Its power lies not in transforming people, but in magnetising those with the most intense, self-centred, indelible features. A vain Mafioso (Greenstreet), a deceiving female (Astor) a small-time crook of short stature (Lorre) and an unscrupulous private eye (Bogart) will clash and confront each others’ lies, quick-witted minds and instincts, in order to find themselves in the most desirable position in the whole story.

The Private Eye, who happens to combine the features of all of the above characters, will be the first beloved of the Hustonian universe. With the camera accentuating his expressive powers, Bogart defends an outdated code of honour; he will scorn and reject the stuff that dreams are made of, at the same time as he rejects the (doubtful) love of the female, leaving only echoes of false promises and lost opportunities to reverberate in an empty room. He will end up alone, alone in uncompromised honour; the loner who never surrendered to anyone but us, who until today, seventy years later marvel at the strength and integrity of his character.

And this was only the beginning...

Chris Zafeiriadis
(Translated by Sylvia Karastathi)