Τρίτη 7 Οκτωβρίου 2014

Margin Call (2011)


Σκηνοθετημένο με αυστηρή μαεστρία και ένα σφιχτοδεμένα θεατρικό τρόπο, το Margin Call θα σε πιάσει από τα μούτρα και θα σε τοποθετήσει χωρίς χρονοτριβή και χωρίς κανένα δισταγμό στα αχανή γραφεία ενός οικονομικού κολοσσού, στον αδυσώπητο κόσμο του καπιταλιστικού συστήματος, όπου οι άνθρωποι ανέρχονται με αφοσίωση και πέφτουν σαν τις σταγόνες της βροχής, όποτε κριθεί απαραίτητο από εκείνους που δεν έχεις ποτέ τη τύχη να γνωρίσεις. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον όπου ο καθένας κοιτάει τη δουλειά που του έχει ανατεθεί, στο τέλος της ημέρας κάποιος κερδίζει και κάποιος πάντα χάνει, με τον ισχυρότερο να επιβιώνει και τον πιο αδύναμο να γίνεται περιττός και να χάνεται μέσα στο πλήθος, σαν να μην ήταν ποτέ κομμάτι αυτής της παραγωγής. Σε έναν τέτοιο κόσμο, μακριά από την καθημερινή απλότητα και την οικογενειακή θαλπωρή, οι άνθρωποι του συστήματος ζούνε και περιφέρονται στους διαδρόμους, χωρίς να έχουν ιδέα του τι πρόκειται να συμβεί.

Αυτό που συμβαίνει λίγα μόλις λεπτά μετά από ένα σχεδόν προγραμματισμένο υπαλληλικό ξεσκαρτάρισμα («λουτρό αίματος» όπως το αποκαλεί ένας απ’ τους εναπομείναντες) είναι η κρίση. Μια οικονομικά απροσδόκητη κρίση η οποία γεννάται υπόγεια και καμουφλαρισμένα στα ανήθικα σκοτάδια της εταιρίας και σιγά-σιγά εκκολάπτεται με στόχο να κατακτήσει ολόκληρο το επενδυτικό σύστημα της Δύσης, φανερώνοντας παράλληλα το αληθινό πρόσωπο ενός πληγέντος καπιταλισμού. Από τους οικονομικούς όρους και το καμουφλάζ του ρευστοποιημένου οικονομικού πανικού δεν θα καταλάβεις και πολλά, άλλωστε οι έννοιες δεν τοποθετήθηκαν στο σενάριο για να τις καταλαβαίνουν όλοι. Αυτό φυσικά δεν αφαιρεί και πολλά από την θέαση, καταφέρνει όμως να φέρει τον θεατή πιο κοντά στα πρόσωπα. Στα πρόσωπα και τους ανθρώπους που βρίσκονται στο μάτι του κυκλώνα, εκεί που γίνεται και η εστίαση, αφού για τον σκηνοθέτη (και σεναριογράφο) J. C. Chandor, η κλιμάκωση της κρίσης είναι αναμενόμενη.

Μέσα σε μόλις μια νύχτα θα γνωρίσεις μερικές από τις πιο ευφυείς προσωπικότητες που το σύστημα κατάφερε να καταβροχθίσει και να τους μετατρέψει σε αφοσιωμένους υπηρέτες, τοποθετημένους στον αμείλικτο δρόμο του χρήματος και της δόξας. «Είναι αυτό που πάντα ήθελα να κάνω» εξομολογεί ένας 24χρονος λίγο πριν απολυθεί για πάντα, με την εξομολόγηση να περιγράφει τη δύναμη και την ισχύ του δολαρίου απέναντι στην υποταγή της προσωπικότητας. Αργότερα στην ταινία, μια ακόμα πραγματικότητα φανερώνεται. Τα χρήματα δεν είναι τίποτα παραπάνω από χρωματισμένα κομμάτια χαρτιού που παράγουμε για να έχουμε κάτι να ανταλλάσσουμε μεταξύ μας έτσι ώστε να γλιτώσουμε τον κανιβαλισμό. Βλέποντας όμως τη δράση των ανθρώπων αντιλαμβάνεσαι ότι όχι μόνο τον κανιβαλισμό δεν γλιτώσαμε αλλά στην καταγεγραμμένη ιστορία του καπιταλισμού καταφέραμε να τον ανάγουμε σε φυσική ανάγκη για την επιβίωση της σάρκας και του τρωτού μας εγωισμού. 

Κάπως έτσι το Margin Call μετατρέπεται σε μια ταινία για τον άνθρωπο και τη διαφορά ανάμεσα στους απλούς πολίτες που βιώνουν την κρίση και εκείνους που διαχειρίζονται τα κεφάλαια και την οικονομική διάσωση (του εαυτού τους). Οι πρώτοι συνεχίζουν να παλεύουν χωρίς να έχουν τη δυνατότητα της κατανόησης, οι δεύτεροι ζούνε εγκλωβισμένοι μέσα σε μια απέραντη μοναξιά, προσπαθώντας από κάπου να πιαστούν. με μοναδικούς φίλους μερικές μονάχα τσίχλες νικοτίνης. Δεν είναι τυχαίο που κατά τη διάρκεια της νύχτας κανείς από τους εμπλεκόμενους δεν επικοινωνεί με κάποιον δικό του άνθρωπο, με μοναδική ίσως εξαίρεση τον χαρακτήρας του Stanley Tucci ο οποίος επιθυμεί να αποδράσει, αντιλαμβανόμενος το λάθος. Μέσα σε αυτή την καταβρόχθιση ανθρώπινων προσωπικοτήτων, το συναίσθημα της μοναξιάς στέκει αγέρωχο, χωρίς όμως να φαίνεται ότι υπάρχει δυνατότητα να ξεφύγεις από αυτό. Χωρίς να αναπτύσσεις την επιθυμία της συντροφικότητας, παρά μόνο όταν νιώσεις ότι σκότωσες ό,τι κάποτε ήτανε δικό σου, παρά μόνο αν πέσεις στα γόνατα και νιώσεις να χάνεται η ανάσα του πιο πιστού σου φίλου.

Η ημέρα της κρίσης δεν ήταν ποτέ πιο βασανιστικά γενναιόδωρη.

Chris Zafeiriadis

Τρίτη 2 Σεπτεμβρίου 2014

Picnic at Hanging Rock (1975)


Το μυστικό του Βράχου των Κρεμασμένων έχει την ακατάβλητη ιδιότητα να σε υπνωτίζει και να σε μεταφέρει σε ένα κόσμο, όχι τόσο διαφορετικό από τον δικό σου, αλλά τόσο ιδιαίτερα μαγευτικό, που δεν θέλεις να τελειώσει. Σαν ένα όνειρο μέσα σε όνειρο (όπως απαγγέλει μια αγγελική φωνή) δεν θα θέλεις να ξυπνήσεις από τον υπέροχο λήθαργο, δεν θα θέλεις ούτε για μια στιγμή να λύσεις το μυστήριο που περικλείει η εξαφάνιση των τριών κοριτσιών στην αυστραλιανή ύπαιθρο. Μια εξαφάνιση που μένει ανεξιχνίαστη ακόμα και μετά το φινάλε, εγείρει όμως την καρδιά και το μυαλό σε απολαύσεις, σκέψεις, και επιθυμίες, καταδικασμένες να μείνουν μετέωρες στο πέρασμα του χρόνου. Επιθυμίες που αιωρούνται ελεύθερα και ανέμελα μέσα στη αιθέρια ατμόσφαιρα της ταινίας, μέσα στα βλέμματα, τα κορμιά και τελικά το ίδιο το μυστικό του εξαφάνισης, το οποίο λαμβάνει χώρα στις 14 Φεβρουαρίου (του 1900), την ημέρα όπου ο έρωτας ως ένστικτο, ως ανάγκη και ως ηδονική ευχαρίστηση, έχει τη τιμητική του.

Ο Peter Weir ξεκινάει να αφηγείται την ιστορία δίνοντας έμφαση στις υπέροχες μορφές των κοριτσιών οι οποίες δονούνται από την ανάγκη τους για ρομαντισμό, ποίηση και έρωτα, παραμένουν όμως εγκλωβισμένες στα στενά όρια (φυσικά και πνευματικά) της πειθαρχίας και της αυστηρότητας του καταπιεστικού κολλεγίου στο οποίο ανήκουν. Μέχρι την ημέρα της επίσκεψής τους στο Βράχο, οποίος δεν αποτελεί μονάχα αγέρωχο μνημείο θαυμασμού αλλά και θεϊκό (υπό συνθήκες, φαλλικό) είδωλο και έτσι αιωνόβιος, πανύψηλος και ηφαιστιογενής (σαν την ερωτική επιθυμία) όπως είναι, εκπληρώνει την ανάγκη για διαφυγή. Μια διαφυγή που ο σκηνοθέτης παρουσιάζει πρώτα φυσικά και στη συνέχεια της χαρίζει μια ονειρική/υποσυνείδητη διάσταση, αφού ποτέ δεν της δίνει σαφή προσανατολισμό. Προσφέρει όμως πολλαπλά επίπεδα ανάγνωσης και ανάλυσης της ιστορίας, καταφέρνοντας τελικά να μιλήσει για τις εσώψυχες προσευχές και τα όνειρα που χάνονται σαν τους ανθρώπους στην ομίχλη, εξερευνώντας τις ρωγμές του χρόνου όπου βασιλεύει η ανάγκη της ελευθερίας του ανθρωπίνου σώματος και πνεύματος.

Με τους φυσιολατρικούς ήχους μιας μαγικής φλογέρας να αγκαλιάζει την έκσταση  της ομορφιάς και της σοφίας του γυναικείου σώματος, από το έδαφος που μας αγγίζει, έως ψηλά ψηλά τον ουρανό. 

Chris Zafeiriadis

Κυριακή 17 Αυγούστου 2014

Calvary (2014)


Το Calvary δεν είναι μια ταινία για τον Θεό και την εκκλησία. Χρησιμοποιεί όμως έναν άνθρωπο του Θεού και της εκκλησίας για να μπορέσει να αναγνωρίσει τα ελαττώματα, τις ατέλειες και τις αρετές των ανθρώπων της διπλανής πόρτας, που όταν τους γνωρίσεις μια φορά δεν θα ξεχάσεις κανέναν τους, ακόμα κι αν είναι αυτό που πρώτα θα επιθυμήσεις. Ένας καθολικός ιερέας βρίσκεται στο επίκεντρο της ιστορίας, τον οποίο ένας άγνωστος ενορίτης του, αφού του εξομολογηθεί τις σεξουαλικές του αμαρτίες, στη συνέχεια απειλεί να τον δολοφονήσει σε μια εβδομάδα, με την απλή δικαιολογία ότι πρέπει να σκοτώσει κάποιον που δεν έχει σφάλει. Η σιωπηλή αποδοχή της μοίρας από τον ιερέα είναι αξιοθαύμαστα ηρωική ενώ ταυτόχρονα δίνει ένα υπόγειο στοιχείο για το τι πρόκειται να ακολουθήσει.

Μέσα στην απεραντοσύνη της Ιρλανδικής επαρχίας (η οποία απλώνεται μεγαλόπρεπα στα περισσότερα πλάνα της ταινίας) θα αναγνωρίσεις όσα κατά καιρούς   χαρακτηρίζουν το ανθρώπινό μας γένος. Από την αυθάδικη συμπεριφορά και το λερωμένο κυνισμό μας, έως τον αδηφάγο εγωισμό και τις ξεθωριασμένες αναμνήσεις μιας ζωής που ποτέ δεν ήρθε, ο άνθρωπος ξεγυμνώνεται, εκθέτοντας τις ατελείωτες αμαρτίες και εμμονές της κοινωνίας του. Μια κοινωνία που έχει μάθει να κακοποιεί την παιδικότητα και να κανιβαλίζει αδιάντροπα, χωρίς όμως αυτό να είναι το μεγαλύτερό της πρόβλημα.

Μέσα στην απέραντα εγκαταλελειμμένη ψυχοσύνθεση ενός κόσμου που πονάει μαρτυρώντας κάθε φορά και πιο δυνατά, το σφάλμα του καθενός από μας έχει το δικό του αντίκτυπο στο διπλανό μας. Οι δαίμονες βρίσκονται πάντα δίπλα στον καθένα από εμάς, το θέμα είναι πότε θα τους αναγνωρίσουμε και τελικά πώς θα διαχειριστούμε την νομοτελειακή τους ύπαρξη. Φιλοσοφικά και κοινωνικά διλήμματα του σήμερα θίγονται σχεδόν σε κάθε σκηνή της ταινία, όμως ο McDonagh ούτε για μια στιγμή δε γίνεται διδακτικός, ούτε για μια στιγμή δε βαραίνει την ατμόσφαιρα, αντίθετα αφηγείται την ιστορία του ισορροπώντας ανάμεσα στο δράμα και το μαύρο χιούμορ, χρωστώντας φυσικά τα περισσότερα στην ερμηνεία του τιτάνιου Brendan Gleeson, το πρόσωπο του οποίου κάποιες φορές προκαλεί χαμόγελα και άλλες είναι ικανό να φέρει δάκρυα στα μάτια.

Κι αν το σφάλμα του ιερέα είναι ότι νόμιζε ότι μπορεί μέσα από το ειλικρινές του ράσο και τον ανεξάντλητο λόγο του (οποιουδήποτε) Θεού να λυτρώσει μια μικρή κοινωνία που έμαθε να κρίνει αδιάκοπα (περιμένοντας με τη σειρά της πότε θα κριθεί), τότε η πίστη για συγχώρεση κλονίζεται και ο συμβολισμός που φοράει η εκκλησία γίνεται στάχτη στα μάτια των περισσότερο απαιτητικών ενοριτών. Άλλωστε, ένας απλός άνθρωπος, όποιο κι αν είναι το ιερατικό του καθήκον, δεν μπορεί να σηκώσει το βάρος όλου του κόσμου που τον περιβάλλει. Αν όμως αυτό είναι προαπαιτούμενο για να αναγνωρίσουμε τα λάθη μας, τότε οφείλουμε να νιώθουμε όλοι το ίδιο ένοχοι για τις αμαρτίες και τις αλήθειες που (δεν) εξομολογούμαστε και τον τρόπο που πορευόμαστε στην μικρή αυτή πορεία της ζωής. 

Με την κρυφή επιθυμία της συγχώρεσης να βρίσκεται, φυσικά, μίλια και μίλια μακριά μας…

Chris Zafeiriadis

Τρίτη 29 Ιουλίου 2014

Inside Llewyn Davis (2013)


Αν είχαμε φτερά για να πετάξουμε θα ήμασταν για λίγο επάνω στη γη και στη συνέχεια θα απογειωνόμασταν στα σύννεφα, κατακτώντας εκείνα που κοιτάμε καθημερινά αλλά δεν μπορούμε ποτέ μας να αγγίξουμε. Θα πετούσαμε ελεύθεροι πάνω από ανεξάντλητους ποταμούς και απέραντες χιονισμένες πεδιάδες, καταδιώκοντας ένα μελλοθάνατο όνειρο χωρίς πατρίδα και χωρίς κανέναν περιορισμό. Θα μπορούσαμε έτσι να ταξιδέψουμε χωρίς αποσκευές μακριά από το σήμερα και να διασχίσουμε και πεντακόσια μίλια ακόμα με μόνο μια ανάσα, κατακτώντας έτσι την υπέροχη ψευδαίσθηση του παντοτινού. Η 16η ταινία των αδερφών Κοέν μοιάζει αφιερωμένη σε αυτήν την παθιασμένη επιθυμία, που αν τη νιώσεις μια στιγμή, θα την κρατήσεις κοντά σου για πάντα.

Με μια κιθάρα στα χέρια κι ένα μυαλό γεμάτο προσδοκίες (και λίγο από τη φιλοδοξία που θέλει να λέγεται έμπνευση), ο Llewyn Davis αποκαλύπτεται. Αποκαλύπτεται ως ένας νεαρός τραγουδοποιός και αφιερώνει (ή καλύτερα, θυσιάζει) το μεγαλύτερο κομμάτι της καθημερινότητάς του, ικανοποιώντας την ανάγκη του να είναι δημιουργικός και αναγνωρίσιμος μέσα στο πλαίσιο της φολκ καλλιτεχνίας στην οποία ανήκει. Διατηρεί έτσι το όνειρο ζωντανό και του χαρίζει ένα κομμάτι της ψυχής του, αφήνοντας άλλα, σημαντικότερα ίσως, ζητήματα της ζωής (όπως η σχέση του με τους ανθρώπους) να μένουν μετέωρα και αβέβαια, αφού έτσι κι αλλιώς, για έναν δημιουργό, η δημιουργία δεν είναι μόνο τρόπος έκφρασης, αλλά η ίδια η ζωή. 

Στην αυγή των νεουρκέζικων 60’s, ο Llewyn Davis, ως αμετανόητος καλλιτέχνης που δεν ανήκει πουθενά παρά μόνο στη μουσική του, θέλει να περνάει το χρόνο του ανάμεσα στους καπνούς των περαστικών και των πιστών θαμώνων, αντικριστά από ένα μοναχικό (πλέον) μικρόφωνο που του υπενθυμίζει, άθελά του, ότι κάποτε δεν ήταν μόνος. Και μπορεί μέσα στην ταινία να μην αντιλαμβάνεσαι αν φτάνει ποτέ (σ)το δημιουργικό ζενίθ του, τελικά όμως θα τον χειροκροτήσεις, όχι για όσα κέρδισε, αλλά για όσα έχασε στη ειρωνική πορεία της ζωής. Θα τον χειροκροτήσεις γιατί θα σου υπενθυμίσει ότι με οτοστόπ μπορεί να μη φτάνεις στο στόχο σου, μπορείς όμως να καλύψεις ένα κομμάτι της απόστασης από το σήμερα μέχρι το όνειρο. Για το υπόλοιπο θα βρεις τον τρόπο να ταξιδέψεις μέχρι εκεί που επιθυμείς, αρκεί να ανοίξεις τα φτερά που κρύβεις μέσα σου και να πετάξεις ψηλά στον ουρανό.

Βαθιά σε έναν ορίζοντα που δεν γνωρίζει σύνορα, κατακτώντας την πονεμένη αίσθηση της πολυπόθητης συντροφικότητας.
Chris Zafeiriadis 

Πέμπτη 3 Ιουλίου 2014

Hunger (2008)


Ανέκαθεν οι κυβερνήσεις είχαν την τάση να χωρίζουν τους ανθρώπους. Να τους διαιρούν (για να τους βασιλεύουν) με κάθε δυνατό τρόπο, χρησιμοποιώντας ως όπλο τα μέσα ενημέρωσης, τον αθλητισμό, τα γράμματα, τα πάθη που κατακλύζουν τις καρδιές και την ανάγκη του να ανήκεις επιτέλους σε μία ομάδα, δημιουργώντας έτσι τις συνθήκες για να ενεργούν αθέατα. Μπορούν με αυτό τον τρόπο να πράττουν (κατά συρροή) όσα σε κοινή θέα και με συλλογική σκέψη μοιάζουν αδικαιολόγητα, αποτρόπαια και φρικτά για το σύνολο που τους ανέθεσε την διακυβέρνησή του, την άσκηση δηλαδή του νομοθετικού έργου χωρίς διακρίσεις και την ευθύνη του κοινού συμφέροντος χωρίς ενδοιασμούς. Ενός συμφέροντος που όμως προσπερνάει το «κοινό» και εξ-υπηρετεί το «αθέατο», παραπλανώντας τις περισσότερες φορές την πλειοψηφία. Δεν το λένε επιρροή αυτό, ούτε ικανότητα χειραγώγησης, το λένε πολιτική και προϋπάρχει του όρου, από την μέρα που ο άνθρωπος ανακάλυψε την διάθεση και την αξία της εξουσίας, την ακατάβλητη ανάγκη να αναπνέει περισσότερο και καλύτερο οξυγόνο από τον διπλανό του.

Η λύση στο πρόβλημα δεν φαίνεται να έρχεται (αφού για κάποιους δεν υπάρχει καν πρόβλημα), ίσοι δεν θα είμαστε ποτέ και ο διαχωρισμός θα υφίσταται πάντοτε, διότι χωρίς τους μεν δεν υπάρχουν οι δε. Και χωρίς τον πληθυσμό δεν μπορεί να υπάρχει διαίρεση, άρα δεν μπορεί να υπάρξει και η επιζητούμενη μάχη για τον αξιότερο και περισσότερο ευνοημένο μέσα σε μια κοινωνία ατέρμονης αναξιοκρατίας και απέραντης ανισότητας. Αυτό όμως που μπορεί να υπάρξει είναι μια εσωτερική αυτενέργεια που με την δυναμική της θα αγκαλιάσει τις μονάδες και θα τις μετατρέψει σε σύνολο. Δημιουργώντας έτσι την δύναμη εκείνων που αντιδρούν, εκείνων που δεν θα συμβιβαστούν ποτέ με την επιβαλλόμενη πραγματικότητα, που θα αγωνίζονται φανατικά για την ανατροπή με τα νύχια και τα δόντια τους, αφού στο τέλος, μονάχα αυτά θα έχουν απομείνει.

Η αντίδραση γεννάει τη βία και η βία επιζητά την αναχαίτιση των αυτενεργειών – που φυσικά δεν έρχεται πάντα με νόμιμους τρόπους, βαφτίζονται όμως έτσι εις το όνομα των ειρηνικών διαβουλεύσεων και της καταστολής κάθε μορφής εναντίωσης στους κρατικούς οργανισμούς. Το (κάθε) Κράτος με τα συντάγματα και ψηφίσματά του, έχει κανόνες που δεν πρέπει να παραβιάζονται, γι αυτό και δημιουργούνται οι δυνάμεις καταστολής, τα όργανα δηλαδή που χρησιμοποιεί το κράτος για να καταπνίξει κάθε επαναστατημένη φωνή. Από αυτά τα όργανα μπορείς να εύκολα να αναγνωρίσεις δύο κατηγορίες ανθρώπινων μορφών. 

Από την μία υπάρχουν αυτοί που ενεργούν χωρίς συνείδηση και χωρίς αντίληψη των πράξεών τους, με το κράτος να εκμεταλλεύεται αυτή την αδυναμία (ίσως ακόμα και να την δημιουργεί), αυτοί που έχουν μάθει να πιστεύουν αυτά που τους ταΐζουν και δεν έχουν την παραμικρή ιδέα περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων (ακόμα και αν υποστηρίζουν ότι τα υπηρετούν), που ακολουθούν τις εντολές της υπηρεσίας στα τυφλά, ενώ το βράδυ επιστρέφουν αναπαυτικά στη σπιτική τους ασημαντότητα. Από την άλλη υπάρχουν και εκείνοι που καταλαβαίνουν ότι κάπου μέσα σε όλο αυτό υπάρχει ένα λάθος, αντιλαμβάνονται τις αιτίες των αντιδράσεων αλλά ζούνε τις ζωές τους μέσα στο φόβο. Είναι εκείνοι που μετράνε τις ανάσες τους προτού ενδώσουν στις εντολές, που διαταράσσουν την γαλήνη τους με μια εσωτερική κραυγή την οποία δεν ακούει κανείς παρά μόνο οι ίδιοι. Αν πρόκειται για ματωμένη συνείδηση ή επαναστατική αναλαμπή δεν το γνωρίζω, θα πρέπει να ρωτήσεις τους ίδιους να σου πούνε. Το αποτέλεσμα πάντως και στις δύο περιπτώσεις είναι η βίαιες συγκρούσεις με ξυλοδαρμούς, βασανιστήρια και ενίοτε δολοφονίες που βαφτίζονται πολιτικές αναγκαιότητες, ίσως και με κάποιες ανεκτές παράπλευρες κοινωνικές απώλειες.


Όλα τα παραπάνω δεν είναι μόνο σκέψεις που καλλιεργούνται από τα πρώτα κιόλας πλάνα που στήνει ο McQueen, αλλά αλήθειες που ακόμα και ένας αφελής μπορεί να αναγνωρίσει, αρκεί να κοιτάξει γύρω του και να ζυγίσει τις ζωές μας. Γι’ αυτό και ο σκηνοθέτης τις προσεγγίζει επιφανειακά, χωρίς να αναλύει και χωρίς να φλυαρεί για όλα όσα ο άνεμος αρέσει να χορεύει. Οι 66 ημέρες απεργίας πείνας του Ιρλανδού επαναστάτη Bobby Sands που οδήγησαν στον θάνατο τον ίδιο (καθώς και 9 ακόμα συναγωνιστές του) την άνοιξη του 1981, αποτελούν πηγή έμπνευσης για την κατάδυση στην κόλαση των φυλακών Maze και τις εικόνες ανείπωτης βίας και θυμωμένου παραλογισμού που χαρακτήριζαν την εποχή εκείνη. Μακριά από τις αντιδράσεις των μέσων, μακριά από τα λόγια των πολιτικών και της Θατσερικής ηγεσίας, (εκτός μόνο από μια φευγαλέα μετάδοση ακρωτηριασμένων δηλώσεων από ένα παράνομο ραδιόφωνο) αλλά με μια νοσηρή σιωπή να περιτυλίγει την ατμόσφαιρα, προκαλώντας την καρδιά και το μυαλό σε μια μαρτυρική μάχη με μια αλήθεια που πονάει σαν σκλαβιά.

Αυτή την μάχη παίρνει ο McQueen και επάνω της χτίζει το πρώτο μισό της ταινίας με το μαρτύριο, το θυμό αλλά και το πείσμα των φυλακισμένων στην πρώτη γραμμή. Το μαρτύριο εκείνων που εναντιώθηκαν στον συμβιβασμό, υιοθέτησαν την απλή πεποίθηση της ελευθερίας και την μετέτρεψαν σε οργισμένο ψυχισμό. Μέσα στα άδεια κελιά, οι άνθρωποι αυτοί, αναγνώρισαν τις αμαρτίες τους, έμαθαν να ζούνε με τις πληγές τους και μετατράπηκαν σε απεγνωσμένες μορφές με πρωτόγονα σώματα και ένστικτα, χωρίς να ξεχνάνε όμως τον απώτερο σκοπό τους. Αν κάτι πρέπει να ειπωθεί από τον McQueen είναι η ανάγκη αυτών των ανθρώπων για ζωή και δημιουργία. Η σιωπηλή ανάγκη αναζήτησης κάτι υπέροχου ανάμεσα στην ασχήμια, ακόμα και αν αυτό εκφράζεται με μια σπειροειδής δίνη υπολειμμάτων τροφής, περιττώματος και ανθρώπινης εσχατιάς, ζωγραφισμένη στο τοίχο της απέραντης μοναξιάς μας.

Φυσικά τα ένστικτα δεν μπορούν να καταπιεστούν για πολύ, η πίστη και η αφοσίωση δεν μπορούν να εκλείψουν, όσα όπλα και αν στερήσεις από τον άνθρωπο, αυτά θα  επανεμφανίζονται ξανά με περισσότερη δύναμη και ορμή.  Ο Bobby Sands δεν έχασε ποτέ την πίστη του για τον αγώνα, έπρεπε όμως να συγκρουστεί με την πίστη του στο Θεό για να επαληθεύσει την απουσία του, να συγκρουστεί με τον εγωισμό του θρησκευόμενου για να επαληθεύσει την άγνοιά του. Με ένα σταθερό 17λεπτο πλάνο υπέροχης λιτότητας περίπου στη μέση της ταινίας, ο McQueen κάνει σκόνη κάθε απόπειρα σπάταλου εντυπωσιασμού, αφήνοντας τον πρωταγωνιστή του να αντιμετωπίσει τον κληρικό σε ένα διπολικό διάλογο που δεν έχει σκοπό να αγιοποιήσει κανέναν. Ένα διάλογο που δεν υποδαυλίζει καμία από τις φωτιές των δύο πλευρών, αφήνει μονάχα τα ένστικτα των δύο να εκδηλωθούν και να τονίσουν την διαφορά μεταξύ κτηνώδους εμπειρίας και ηθικών αρχών, μέσα στον καπνό και τις στάχτες των μισοτελειωμένων τσαλακωμένων τσιγάρων.


Λίγο πριν το φινάλε, η απεργία πείνας κηρύσσεται από τον Sands και στη συνέχεια εξαπλώνεται στους υπολοίπους κρατούμενους ως το μοναδικό και αδιαπραγμάτευτο όπλο για την διαμαρτυρία. Άλλωστε ο ακαριαίος θάνατος κρατάει μια στιγμή και όπως όλες οι στιγμές, είναι καταδικασμένος να φθείρεται στο πέρασμα του χρόνου, αφήνοντας μονάχα δάκρυα και μνήμες σε εκείνους που νοιάστηκαν για λίγο. Η πείνα όμως διαρκεί και ενοχλεί περισσότερο, με την ηχώ της να επιτίθεται με τον πιο βάναυσο τρόπο στα σαλόνια των γυαλιστερών κουστουμιών και των μεγάλων αποφάσεων.

Η δέσμευση στον αγώνα είναι δεδομένη, η συμφωνία με τον θάνατο δεν μπορεί να αποτύχει. Στο τελευταίο μέρος της ταινίας ο σκηνοθέτης πολύ σοφά ακολουθεί τον δρόμο της αφαίρεσης, απομακρύνοντας κάθε περιττό διάλογο και στη συνέχεια αδιαφορεί για την πραγματικότητα που περιβάλλει τον πρωταγωνιστή του, χτίζοντας τα πλάνα του επάνω στις εικόνες του μυαλού και το φθαρμένο (πλέον) σώμα του Sands. Ένα σώμα εξασθενημένο, ξεθωριασμένο και ζωτικά εκφυλισμένο, παραδομένο στην ανοχή του νοσοκομείου, αλλά που μέσα του σιγοκαίει ατίθασα η φλόγα της θέλησης.

Μέσα σε μία σπαρακτικά στοχαστική ατμόσφαιρα, η οδύνη του Sands μετατρέπεται σε προσωπική ανάγκη για διαφυγή της αδέσμευτης ψυχής μακριά από τις φυλακές Maze, σε έναν άλλο τόπο. Μια ψυχή που σπαράζει σιωπηλά και βρίσκει τελικά καταφύγιο στις μακρινές μνήμες της παιδικής ηλικίας, αφιερώνοντας τις τελευταίες της στιγμές στην αδιαπραγμάτευτη ελευθερία σώματος, πνεύματος και ιδεών και ολόκληρη την ταινία στις φωνές που έμαθαν την κραυγή και δεν μπορούνε πλέον να σωπάσουν. Στις ψυχές που έζησαν ελεύθερες για μια στιγμή και δεν μπορούν ποτέ να δαμαστούν, δεν μπορούν ποτέ να τιθασεύσουν την επιθυμία.

Μονάχα να τη δικαιώσουν.  
Chris Zafeiriadis