Πέμπτη 24 Φεβρουαρίου 2011

The King's Speech (2010)

Υπάρχουν μερικές ταινίες οι οποίες μέσα από τα εμπνευσμένα τους πλάνα και την αριστοτεχνία των διαλόγων, εμπεριέχουν σκηνές που τις παρακολουθείς χωρίς να μπορείς να τις χορτάσεις και μη μπορώντας να πάρεις το βλέμμα σου από την οθόνη, τις απολαμβάνεις για την αυτοτέλεια και την πληρότητα που κρύβουν μέσα τους. Τα σκηνικά, οι ηθοποιοί, το ντεκουπάζ, η άποψη και το βλέμμα του σκηνοθέτη μέσα από τον φακό, παράγοντες όλοι που όταν βρεθούν σε απόλυτη αρμονία μεταξύ τους χαρίζουν αυτό που οι σινεφίλ ονομάζουν ανόθευτη κινηματογραφική ηδονή. Ο Λόγος του Βασιλιά είναι γεμάτος από τέτοιες σκηνές οι οποίες όχι μόνο καθηλώνουν τον θεατή παρασύροντάς τον μέσα στον μύθο της ιστορίας, αλλά παράλληλα συγκροτούν - έτσι αλληλένδετες όπως είναι - μια από τις απολαυστικότερες και αρτιότερες φιλμικές κατασκευές των τελευταίων χρόνων.

Η παραπάνω διαπίστωση δεν προκύπτει μόνο από τον τρόπο με τον οποίο είναι κατασκευασμένη η ταινία, αλλά και από όλα όσα καταφέρνει να τοποθετήσει μέσα στην καρδιά και το μυαλό του θεατή μια ιστορία σαν και αυτή εδώ. Ένας τραυλός βασιλιάς δέχεται την βοήθεια ενός αμφιλεγόμενου λογοθεραπευτή, προσπαθώντας να κερδίσει την δύναμη του σωστού λόγου και της σωστής άρθρωσης που από παιδί έχει χάσει. Ο πρώτος στο υψηλότατο πόστο της βασιλείας του λαού και ο δεύτερος στο βαρύ έργο του διορθωτή του λόγου, αμφότεροι ισχυροί στον τομέα τους, τώρα πρέπει να επαληθεύσουν την ισχύ τους, με την επιτυχία τους να είναι αλληλοεξαρτώμενη και κυρίως αλληλοεπιδράσιμη.

Από την εναρκτήρια σκηνή και την αποτυχημένη προσπάθεια του Δούκα να εκφωνήσει τον λόγο του πατέρα του σε ένα κατάμεστο Wembley, ο Hooper δεν καταφέρνει μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα απλά να παρουσιάσει την αδυναμία του εκφωνητή και την απογοήτευση όλων των παρευρισκομένων (που αντιπροσωπεύουν φυσικά ολόκληρο τον λαό της Βρετανίας), αλλά παράλληλα δημιουργεί την ανάγκη ενός θαρραλέου λογοθεραπευτή που θα μετατρέψει αυτή την απογοήτευση σε πίστη, εμπιστοσύνη και σεβασμό προς το πρόσωπο του ανερχόμενου βασιλιά.

Μέσα από την συνεργασία των δύο αντρών, ο σκηνοθέτης καταφέρνει να παρουσιάσει το σταδιακό χτίσιμο μιας ακλόνητης φιλίας, επεμβαίνοντας όπου και όποτε μόνο χρειάζεται στα ενδότερα των οικογενειών τους για να παρουσιάσει μικρές λεπτομέρειες της ζωής των πρωταγωνιστών. Επιπλέον όμως, κάνει μικρές αλλά βαρυσήμαντες συστάσεις στο παρελθόν τους. Όπως στην υπέροχη σκηνή με το συναρμολογούμενο αεροπλανάκι και τον τρόπο με τον οποίο ο βασιλιάς αποκαλύπτει τον φόβο που του έχει σπείρει η σκιά ενός πιεστικού πατέρα αφέντη. Ή στο άδειο Αβαείο του Westminster όπου ο θεραπευτής υποστηρίζει την ακατέργαστη δύναμη του ταλέντου του, όχι να λογοθεραπεύει, αλλά να προσφέρει δύναμη την κατάλληλη στιγμή σε εκείνους που την έχουνε ανάγκη.

“War with Germany will come, and we will need a King whom we can all stand behind united.”

Όμως αυτή δεν είναι μόνο μια ταινία για έναν τραυλό βασιλιά. Ούτε μιλάει μοναχά για μια συγκεκριμένη εποχή, ακόμα και αν διαδραματίζεται σε μια συγκεκριμένη χρονολογία. Η συνεργασία των δύο αυτών αντρών, αν και σε πρώτο επίπεδο φαίνεται να έχει ως μοναδικό σκοπό την άρτια προφορά του πρώτου (και κατ’ επέκταση την επαλήθευση ενός φυσικά άρτιου ανθρώπου), αναπόδραστα αποκαλύπτει και κάτι βαθύτερο. Και αυτό διότι ο Hooper μαζί με τα πορτραίτα των δύο πρωταγωνιστών, συνθέτει υπόγεια και ένα τρίτο, αυτό του απλού ανθρώπου που ζει ανώνυμα στους ομιχλώδεις δρόμους της φοβισμένης Βρετανίας.

Ο Λόγος του Βασιλιά είναι μια ταινία που αποδεικνύει την διάχυτη προσδοκία του επαναπροσδιορισμού της λαϊκής πίστης σε μια νέα ηγετική υπεροχή. Όταν ο Χίτλερ τρομοκρατούσε την μισή Ευρώπη με το δέος του ισχυρού και ανελέητου κατακτητή, χρειαζόταν το αντίπαλο δέος ενός άλλου ανθρώπου (King George VI) να μιλήσει στον λαό την στιγμή της κρίσης. Ένας εξίσου ισχυρός ηγέτης που θα σηκώσει το ανάστημά του, θα δυναμώσει την φωνή του και με το σπάσιμο της αμήχανης σιωπής να ενώσει τους ανθρώπους, δίνοντας ελπίδα, δύναμη και κουράγιο στην στιγμή που το είχε περισσότερο ανάγκη. Έτσι η ταινία από μια ιστορία για δύο πρόσωπα μετατρέπεται σε μια ιστορία για τον λαό. Τον λαό της κάθε χώρας και της κάθε χρονολογίας που προσπαθεί να αγκιστρωθεί σε εκείνον που θα τον οδηγήσει από την μια εποχή στην επόμενη, χτίζοντας ένα καινούριο μέλλον με αυτοπεποίθηση και τόλμη.

Σε κάνει όμως να σκέφτεσαι και να αναρωτιέσαι. Πόσο μακριά βρίσκεται σήμερα η δική μας χώρα από μια τέτοια πραγματικότητα... ;

Chris Zafeiriadis

Τρίτη 15 Φεβρουαρίου 2011

Maelström (2000)

Το Maelstrom είναι μια μικρή ιστορία που ξεκινάει με μια έκτρωση και το ταξίδι που κάνει η πρώην μέλλουσα μητέρα, από το σημείο που βρίσκεται έως την πραγματικότητα. Αυτή την ιστορία την διηγείται ένα χοντρό ψάρι το οποίο έπεσε στην παγίδα, πιάστηκε στα δίχτυα ενός Νορβηγού ψαρά και τώρα ο δήμιος είναι έτοιμος να του πάρει το κεφάλι με ένα κοφτερό μπαλτά. Γι αυτό και πιστεύω ότι αυτά τα τελευταία του λόγια μαρτυράνε την αλήθεια. Ή τουλάχιστον, αυτό προσπαθούνε να κάνουν. Όχι όμως την αλήθεια των ψαριών αλλά των ανθρώπων. Ακριβώς επειδή αυτή είναι μια ανθρώπινη ιστορία και όχι κάποιο ανέμελο παραμύθι.

Στην ιστορία αυτή οι άνθρωποι πρωταγωνιστές συμπεριφέρονται σαν τα ψάρια, έξω όμως από το νερό. Δεν μπορούν να καταλάβουν το περιβάλλον που ξαφνικά βρίσκονται, αδυνατούν να διαχειριστούνε τις ζωές τους και κάποιοι από αυτούς αδυνατούν να διαχειριστούνε και τον θάνατό τους. Στη συνέχεια, χάνουν την ψυχή τους. Και όπως τα κατεψυγμένα ψάρια στην ψαραγορά στέκονται και περιμένουν να χαθεί και η τελευταία απόδειξη της ύπαρξής τους, έτσι και αυτές οι κατεψυγμένες ψυχές, στέκονται στο κέντρο μιας μεγαλούπολης περιμένοντας να κατ-αναλωθούνε σε στιγμές που θα καταλήξουν στον θάνατο. Άλλωστε, όπως απέλπιδα φιλοσοφεί και ένας τυχαίος περαστικός, όλοι κάποτε εκεί θα καταλήξουμε.

Ο Villeneuve παίρνει αυτή την φιλοσοφία και την κάνει χίλια κομμάτια. Στρογγυλοκάθεται στο καλύτερο εστιατόριο μιας βρώμικης γειτονιάς και γράφει το σενάριό του με ένα σχεδόν αισιόδοξο ύφος και ένα ποτήρι κόκκινο κρασί να συνοδεύει το χταπόδι που έχει παραγγείλει. Από αυτή την θέση παρατηρεί ανθρώπους που συμπεριφέρονται με λάθος τρόπο και μετά ζητάνε καλοσύνη. Τις περισσότερες φορές, σεξουαλική καλοσύνη και μάλιστα, χωρίς κανένα αντάλλαγμα. Δεν έχουν άδικο αυτοί που υποστηρίζουν ότι όλα σε αυτή την ζωή συνδέονται με τον έρωτα και το σεξ. Ακόμα και ο θάνατος, ο οποίος μέσα στην αμεροληψία του, αποδεικνύεται τελικά άδικος με κάποιες επιλογές του και προσπαθεί μετά να διορθώσει τα αδιόρθωτα.

Σε αυτή την ιστορία ο σκηνοθέτης παίρνει πρώτα την γυναίκα και την τοποθετεί στη δίνη της αυτοκαταστροφής της. Στη συνέχεια τοποθετεί σε εκείνο το σημείο και τον άντρα, αφήνοντας τους δύο πρωταγωνιστές μόνους να κάνουν αυτό που οι άνθρωποι ξέρουν να κάνουν καλύτερα. Να λουστούνε από έναν έρωτα που τον έχουνε ανάγκη. Όμως κάποιες αμαρτίες δεν ξεπλένονται με τίποτα. Ούτε φυσικά μπορούνε να κρυφτούν. Το μόνο που τους μένει είναι να φανερωθούν, γεννώντας στη συνέχεια τις συνέπειές τους.

Η ιστορία αυτή όμως δεν αποζητά την τιμωρία, ούτε τον ευτελισμό κανενός. Αποδεικνύει απλά ότι είμαστε όλοι κομμάτι μιας ζωής γεμάτης με αλληλένδετα περιστατικά και αλληλοεξαρτώμενους ανθρώπους. Όμως το μυστικό της ύπαρξής μας δεν κάνει να το μάθουμε ποτέ. Όσα και αν ζήσουμε σε αυτή την ζωή, όσα και αν καταφέρουμε να βιώσουμε. Σε κάνει όμως να αναρωτιέσαι. Πότε είμαστε ικανοί να κλάψουμε για κάποιον που έχουμε χάσει; Έστω και αθόρυβα. Ποιοί από εμάς αξίζουνε μια δεύτερη ευκαιρία και ποιοι όχι; Και τελικά, πόσες φορές μπορούμε να πεθάνουμε σε μια ζωή;

Chris Zafeiriadis

Τετάρτη 9 Φεβρουαρίου 2011

My Soul to Take (2010)

Ο Craven έχει την δυνατότητα να επαναπροσδιορίσει επιτυχίες του παρελθόντος (Nightmare On Elm Street) αλλά πολύ σοφά αποφασίζει να μη το κάνει. Επίσης, μπορεί να κατασκευάσει μερικά ακόμα sequels παλιότερων ταινιών του (Scream) αλλά ούτε αυτό έχει προτεραιότητα για την ώρα. Αυτό που κάνει όμως είναι να αφηγείται μέσα στα εννέα εισαγωγικά λεπτά της ταινίας την ιστορία ενός ψυχασθενούς serial killer και στα υπόλοιπα ενενήντα που ακολουθούν, να αναπτύσσει την ψυχική επιστροφή του, η οποία λαμβάνει χώρα δεκαέξι χρόνια αργότερα. Και αυτό μοιάζει να του αρκεί.

Έχοντας πάνω από δεκαπέντε χρόνια να σκηνοθετήσει δικό του σενάριο, ο κλέφτης ψυχών δεν προσπαθεί ούτε στο ελάχιστο να ξεχωρίσει από τους υπόλοιπους κακότροπους χαρακτήρες που έχουν ξεπεταχτεί από την φαντασία του δημιουργού του, γεγονός που τον εναρμονίζει πλήρως με το κινηματογραφικό παρελθόν του σκηνοθέτη. Όπως και παλιότερα έτσι και τώρα, ο Craven χτίζει έναν κόσμο όπου οι ενήλικες είναι απόντες και οι έφηβοι είναι οι κυρίως πρωταγωνιστές που πληρώνουν για τις αμαρτίες και τα λάθη των μεγαλυτέρων. Καλοί και κακοί, θύτες και θύματα. Είναι οι ίδιοι έφηβοι που ως κοινό αρέσκονται στο να τρομοκρατούνται από τέτοιου είδους κινηματογραφικές αφέλειες που και ο ίδιος ο Craven φαίνεται να μη χορταίνει να κατασκευάζει.

Βέβαια, αυτή η ιστορία μοιάζει να ξεθάφτηκε από κάποιο ξεχασμένο μαθητικό συρτάρι, πράγμα που φανερώνουν το απλοϊκό σενάριο, οι ημιτελείς χαρακτήρες και η αφέλεια με την οποία σκηνοθετεί εδώ ο Craven. Και μπορεί σε στιγμές να χάνει την αφηγηματικότητά του ακολουθώντας δρόμους που δύσκολα βγάζουν νόημα, όμως την τρομοκρατία του χαρακτήρα του δεν την χάνει ούτε λεπτό. Και αυτό διότι ο Craven είναι ένας τρομολάγνος μάστορας ο οποίος έχει χαρίσει πάρα πολλά στους κατά καιρούς έφηβους φίλους του και όποιος λάτρης του φανταστικού σινεμά ισχυρίζεται ότι δεν έχει απολαύσει ποτέ του κάποια από αυτές τις ταινίες, είναι σίγουρος ότι ψεύδεται, με την ντροπή να ξεχειλίζει στο πρόσωπό του.

Όμως τα χρόνια περνάνε, οι χαρακτήρες ξεχνιούνται και οι έφηβοι φίλοι του (πρωταγωνιστές και κοινό) μεγαλώνουν, ωριμάζουν και τραβάνε ο καθένας τον δικό του δρόμο. Ακόμα και η Sidney Prescott έχει μεταμορφωθεί σε μια κυρία, με τελείως διαφορετικές ανάγκες, προτεραιότητες και απαιτήσεις από την ζωή. Όπως συμβαίνει και με τους περισσότερους από εμάς που έχουμε αφήσει τα μαθητικά μας χρόνια αρκετά πίσω και δυστυχώς δεν μοιραζόμαστε την ανάγκη του σκηνοθέτη για μια τέτοια ταινία.

Αν όμως κάτι διασώζεται και ξεχωρίζει σήμερα τον Craven από την ανουσιότητα των περισσότερων διεκπεραιωτών σκηνοθετών αυτής την βιομηχανίας, είναι ο τρόπος με τον οποίο συμπεριφέρεται στον εκ γενετής νοητικά πειραγμένο πρωταγωνιστή του (που είναι και ο λόγος για τον οποίο γράφονται αυτές οι λέξεις). Ένας καταφανής διαταραγμένος νέος που έχει κληρονομήσει το χάρισμα μιας συγχυσμένης προσωπικότητας, δεν παρουσιάζεται ως το εξιλαστήριο θύμα που χάνει την λογική του προκαλώντας μια ακατάστατη αιματοχυσία, αλλά ως ήρωας που αφήνει στην άκρη την σύγχυσή του και επιβιώνει σε έναν παράφρονα και δυσλειτουργικό κόσμο έτοιμο να καταρρεύσει. Όπως ο δικός μας κόσμος, αυτός που έχουμε χτίσει εμείς οι μεγαλύτεροι, ωριμότεροι και φυσιολογικοί άνθρωποι του ταλαιπωρημένου αυτού πλανήτη.

Chris Zafeiriadis

Παρασκευή 4 Φεβρουαρίου 2011

127 Hours (2010)

Μοναχικά βιωματική αλλά πλήρως εναρμονισμένη με το mainstream, η ιδιαίτερη αυτή ιστορία επιβίωσης που κατασκεύασε ο Boyle για την σκοτεινή αίθουσα, δεν έχει σκοπό μόνο να αποπροσανατολίσει τον θεατή από τις άψυχες και ανούσιες ανησυχίες της καθημερινότητας που μπορεί να κατευθύνουν τις αποφάσεις μας, αλλά ταυτόχρονα να αποδείξει (μέσα από την πραγματικότητα που κρύβει πίσω της) την δύναμη της θέλησης που αδιαμφισβήτητα κρύβει ο κάθε άνθρωπος μέσα στα σπλάχνα του. Το στοίχημα που βάζει εντέλει ο σκηνοθέτης είναι να πείσει τον απαιτητικό θεατή για τις αγνές του προθέσεις, πράγμα αρκετά δύσκολο στην περίπτωση του Boyle, αλλά όπως φαίνεται όχι ακατόρθωτο.

Ο σκηνοθέτης ξεκινάει την ταινία με πολλές και γρήγορες εικόνες πλημμυρισμένες από ανθρώπους που δουλεύουν, γελάνε, διασκεδάζουν, τρέχουν και πραγματικά δεν χρειάζεται πάνω από 127 δευτερόλεπτα για να σε πείσει για το μουσικοχορευτικό παρελθόν του.. Σε αυτόν τον αγώνα δρόμου που κάποιοι ονομάζουν καθημερινότητα, χωρίς όρια και χωρίς συγκεκριμένη διαδρομή, ξεχωρίζει ο δραστήριος και εγωπαθής Aron. Ένας κάθε άλλο παρά slumdog πρωταγωνιστής, εθισμένος στην αδρεναλίνη και τις ακρότητες της ζωής, ένας νέος που έχει μάθει να αναρριχάται σε πλαγιές, να χαίρεται την μοναξιά του και να αναπτύσσει την περηφάνια του κάθε στιγμή και με κάθε τρόπο.

Περικυκλωμένη από ήλιο αλλά καταδικασμένη στην αφάνεια της σκιάς που βρίσκεται ο εγκλωβισμένος πρωταγωνιστής, η περηφάνια αυτή είναι που αμφισβητείται με τον πλέον βάναυσο τρόπο, εκθέτοντας παράλληλα την απροετοιμασία των ανθρώπων απέναντι σε ό,τι η ζωή σχεδιάζει εν άγνοιά μας. Η μοίρα παίζει το παιχνίδι της και τοποθετεί τον Aron απέναντι στη θνησιμότητά του, αφήνοντάς τον μόνο και χαμένο στις απέραντες σκέψεις του να επιλέξει ανάμεσα σε έναν αργό θάνατο και τον ακρωτηριασμό του περήφανου εγωισμού του.

Και αν η γρήγορη, εφετζίδικη και σχεδόν χορευτική αφήγηση του σκηνοθέτη μοιάζει να κουράζει (ή να μην ταιριάζει σε τέτοιου είδους εγκλωβισμένες ιστορίες), αποδεικνύεται τελικά απόλυτα συνυφασμένη και εναρμονισμένη με τον χαρακτήρα του κεντρικού ήρωα (και αυτό είναι το μεγαλύτερο πλεονέκτημα της ταινίας), γεγονός που τις χαρίζει μια ειλικρίνεια που μάλλον έλειπε από τις τελευταίες ταινίες του Boyle. Την ίδια ειλικρίνεια που από τις μέρες του Trainspotting βροντοφωνάζει να επιλέξουμε την ζωή και όχι κάποιο εικονικό υποκατάστατο, στην προκειμένη περίπτωση της ψηφιακής πραγματικότητας του σήμερα στην οποία αναλώνεται ένα κομμάτι του Aron.

Αν όμως υπάρχει μια και μόνο αλήθεια τότε αυτή κρύβεται στην “I need help” κραυγή του πρωταγωνιστή και την μετάλλαξή του από έναν εγωλάτρη και περήφανο νέο, σε έναν άνθρωπο έτοιμο να μοιραστεί την ζωή του με τους άλλους ανθρώπους. Αυτούς που εμφανίζονται ξανά στο φινάλε να τρέχουν, να δουλεύουν, να διασκεδάζουν και να πλημμυρίζουν για άλλη μια φορά με εικόνες την οθόνη, χαρίζοντας στιγμές και δίνοντας τελικά αξία στις ζωές όλων μας. Σε αυτούς τους ανθρώπους μετουσιώνεται ο καινούριος πια Aron, η ζωή του οποίου άλλαξε δίπλα σε έναν πέτρινο βράχο με έναν ξαφνικό και γρήγορο τρόπο. Τόσο ξαφνικό όσο μια θανάσιμη παγίδα. Και τόσο γρήγορο όσο ένα καρδιοχτύπι.

Chris Zafeiriadis

Τετάρτη 26 Ιανουαρίου 2011

Black Swan (2010)

Παρακολουθώντας τις μέχρι τώρα ταινίες του Aronofsky, εύκολα μπορεί κάποιος να συμπεράνει ότι αυτός ο άνθρωπος είναι ένας ακραίος σκηνοθέτης. Ακραίος αλλά ευφυής, που μέσα από την ειλικρίνεια που αποπνέουν οι πρωταγωνιστές του, αναδεικνύεται τις περισσότερες φορές μια θανατερά τραγικοποιημένη αλήθεια. Ο Μαύρος Κύκνος, χωρίς να μπορεί να αποκοπεί από τον ομφάλιο λώρο που τον συνδέει με τον δημιουργό του, παραμένει μια ακραία ταινία η οποία κρύβει την δική της τραγική αλήθεια. Προσοχή όμως, σαν ταινία δεν φτάνει η ίδια στα άκρα. Μιλάει όμως με μια χαρακτηριστική άνεση για τα άκρα που μπορούν να φτάσουν κάποιοι άνθρωποι, την υπεροχή που αγγίζουν όταν βρεθούν εκεί, καθώς και την ψυχή που μπορεί να χάσουν κατά την διάρκεια της διαδρομής τους. Διότι όπως καθημερινά μας αποδεικνύει η ζωή, το καθετί σε αυτό τον κόσμο έχει και το τίμημά του. Και αυτός ο Κύκνος έχει το ακριβότερο.

Βασικός χαρακτήρας είναι η Nina, μια επιδέξια και όμορφη μπαλαρίνα (η πιο αφοσιωμένη χορεύτρια του θεάτρου με τα πιο αφοσιωμένα τραύματα πάνω στο κορμί της), η οποία αναλαμβάνει τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην Λίμνη των Κύκνων. Ένα ντροπαλό κορίτσι που καλείται να παρουσιάσει έναν διπρόσωπο μπαλετικό χορό, αποδίδοντας άψογα τόσο τον αθώο λευκό, όσο και τον πανούργο μαύρο κύκνο της διάσημης ιστορίας. Η Nina, ως αθώος και φαινομενικά άβγαλτος χαρακτήρας, κατέχει σχεδόν ολοκληρωτικά μέσα της τον ρόλο του πρώτου (γι αυτό και ο χορός της είναι αψεγάδιαστος) πρέπει όμως να οικειοποιηθεί τον απαιτητικό και άγνωστο χαρακτήρα του δεύτερου, ολοκληρώνοντας με τον πιο άρτιο και ολοκληρωμένο τρόπο τον σκοπό της. Για να το καταφέρει όμως αυτό δεν αρκεί απλά να υποκριθεί. Πρέπει να μεταμορφώσει το κορμί και την ψυχή της, υιοθετώντας το πορτραίτο του αμαρτωλού, του πλανερού, και τελικά του διαφθείροντος Μαύρου Κύκνου. Και μόνο τότε θα καταφέρει να χορέψει το requiem του μεγάλου ονείρου και να γίνει η απόλυτη βασίλισσα των Κύκνων, εισπράττοντας το χειροκρότημα και τον θαυμασμό του κοινού.

Η Nina έχει κληρονομήσει το ταλέντο του χορού από την οικογένειά της, αρνείται όμως να κληρονομήσει και την ανεπάρκεια της αυταρχικής μητέρας της, γι’ αυτό και η προσωπική της επιτυχία είναι μονόδρομος. Μια επιτυχία που έγκειται στην αποδόμηση ενός αχειράφετου κοριτσιού και στην μετουσίωσή του σε κάτι που δεν μπορεί να καταλάβει, γι αυτό και την φοβίζει. Σε αυτή την ψυχική μεταμόρφωση βασίζεται ο Aronofsky και επάνω της χτίζει ένα τρομοκρατημένο ψυχογράφημα αφιερωμένο στην αθωότητα. Όχι την χαμένη αλλά την υπάρχουσα. Αυτή που είναι έτοιμη να εκραγεί σε χίλια κομμάτια δίνοντας την θέση της σε κάτι λιγότερο καταπιεσμένο και περισσότερο απολαυστικό.

Με ένα σχεδόν μεταφυσικό τρόπο, ο σκηνοθέτης χρησιμοποιεί την εκφραστικότητα της Portman στο πρόσωπο της οποίας καθρεφτίζεται η ψυχική και σωματική φθορά ενός ανθρώπου που προσπαθεί να μεταμορφωθεί σε κάτι που μέχρι τώρα δεν ήταν. Η προ διετίας υπαρξιακή διάλυση του Randy μετατρέπεται εδώ σε ψυχική φθορά για την Nina, η οποία πρέπει να παλέψει με την φύση του Μαύρου και τελικά να την κατακτήσει. Δέχεται όλα τα αμαρτωλά και ένοχα ερεθίσματα από τον κόσμο που την περιβάλλει και έτσι ερεθισμένη όπως είναι, καταλήγει στη δολοφονία της πειθαρχημένης αθωότητας και την νεκρανάστασή της σε κάτι όχι άψογο αλλά απλά τέλειο. Η ομορφιά του πάθους συναντά την οδύνη της κορύφωσης και ο πρωταγωνιστής (πια) Κύκνος αθόρυβα ψιθυρίζει ότι το χρώμα της χορογραφημένης του τελειότητας δεν είναι το μαύρο της σκιάς που τον περιβάλλει αλλά το κόκκινο της φωτιάς και του πάθους, της πληγής και του πόνου. Τελικά, ίσως και της λύτρωσης.

Με αυτό το χρώμα, ο Aronofsky κοιτάζει την τελειότητα αλλά ο ίδιος δεν την αγγίζει. Έχει το θάρρος να στέκεται δίπλα στη μουσική του Tchaikovsky ζητώντας από την ψυχορραγούσα Νίνα να φτάσει στα άκρα και να ενσωματωθεί πλήρως μαζί της. Αλλά όπως είπα και στην αρχή, αυτή δεν είναι μια ακραία ταινία. Και αυτό διότι ο δημιουργός της αρνείται να ξεπεράσει τα δικά του καλλιτεχνικά όρια και να γίνει ένας από τους σημαντικότερους και σπουδαιότερους ανθρώπους της εποχής μας. Αντίθετα, οι ήρωες των ταινιών του το καταφέρνουν σχεδόν πάντα. Και ηρωίδες σαν την Nina δεν συναντάμε συχνά στην κινηματογραφία. Ούτε καν στη ζωή. Γι αυτό και μόνο, αυτό το κορίτσι αξίζει το χειροκρότημα όλων μας.

Chris Zafeiriadis