Πέμπτη 28 Απριλίου 2011

Attenberg (2010)

Το τελευταίο διάστημα παρακολουθώ το Ελληνικό σινεμά από κοντά. Όχι από πολύ κοντά όμως γιατί δεν θέλω να με αντιληφθεί. Μ’ αρέσει να το κοιτάω από απόσταση, να το βλέπω να εξελίσσεται και να διαμορφώνει το καινούριο του πρόσωπο. Η Αθηνά Τσαγγάρη ανήκοντας στο σύνολο αυτής της εξελικτικής διαδικασίας, δεν χαρίζει απλά ανάσες ζωής στο σινεμά αυτού του τόπου, αλλά ταυτόχρονα φαίνεται να επικοινωνεί άμεσα με τον θεατή, δίνοντάς του την τροφή που χρειάζεται για την δική του (καταναλωτική) εξέλιξη. Αρκεί να έχει τα μάτια του ανοιχτά και το μυαλό του σε λειτουργία.

Το Attenberg ξεκινάει με τα πειραματικά, σαλιωμένα φιλιά δύο κοριτσιών. Αυτό δεν το καθιστά αυτομάτως προκλητικό αλλά μια ταινία περίεργη να μάθει. Η περιέργεια βέβαια δεν περιορίζεται μόνο στην εξερεύνηση της ανταλλαγής υγρών αλλά προχωράει μερικά βήματα παραπέρα, αναζητώντας συναισθήματα που όλοι μας βιώνουμε και καταστάσεις που αργά ή γρήγορα όλοι οι ζωντανοί οργανισμοί είναι καταδικασμένοι να αντιμετωπίσουν σε αυτόν τον κόσμο. Ακόμα και τα μικρά ζωάκια που πρωταγωνιστούν στα ντοκιμαντέρ του Sir David Attenborough.

Πρωταγωνίστρια της ταινίας είναι η εικοσιτριάχρονη Μαρίνα η οποία καλείται να αντιμετωπίσει μια πραγματικότητα που δεν της αξίζει. Ένα αυθεντικό Be Bop Kid, που πρέπει να μάθει να ζει με αυτούς που δεν θέλει, να αντιμετωπίσει με τον μικροαστικό παροξυσμό του τόπου μας και τέλος, να βρει τρόπο να ανοίξει τα φτερά που κρύβει στην πλάτη της για να πετάξει. Ενστικτωδώς. Και όλα αυτά, πριν ακόμα μάθει να χαμογελάει. Την Μαρίνα μπορεί να μη την καταλάβεις. Μπορεί ακόμα να την θεωρήσεις και χαζή. Όμως θα κάνεις λάθος, γιατί αυτός ο χαρακτήρας εσωκλείει μέσα του συναισθήματα που οι περισσότεροι δεν θα νιώσουνε ποτέ. Αυτό το κορίτσι καλείται να σηκώσει στους ώμους του όλη την μακαβριότητα ενός κόσμου στον οποίο το μόνο που έχουμε μάθει να κάνουμε καλά είναι να πιθηκίζουμε με έπαρση.

Ολόκληρη η ταινία μυρίζει (ή καλύτερα, βρωμάει) γυναίκα. Από τον τρόπο που χειρίζεται τα κορίτσια και τα εκτεθειμένα βρακιά τους, μέχρι τον τρόπο που αντιμετωπίζει την βαρβατίλα των αντρικών γενετικών οργάνων. Ακόμα και όταν προσπαθεί να υποδυθεί τον άντρα μιλώντας για τα γυναικεία στήθη, αναβλύζει μια αρχέγονη θηλυκότητα η οποία τσακίζει κόκκαλα. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι δεν μιλάει με αλήθειες που μας αφορούν όλους. Το Attenberg αναγνωρίζει αλλά δεν προσβάλει τα ταμπού που υπάρχουν στις κοινωνίες των θηλαστικών ενώ παράλληλα δημιουργεί ένα ακραιφνώς εύστοχο σχόλιο πάνω στην απογαλάκτωση και την αποδέσμευση του παιδιού από τον γονέα / δάσκαλο. Της επιβαλλόμενης και πρόωρης αποδέσμευσης η οποία μέσα από την αναγκαστική επιβολή της, μοιάζει το πιο άδικο πράγμα του άγουρα βιομηχανικού τοπίου των Άσπρων Σπιτιών.

Το Attenberg είναι δεξιοτεχνικά βυθισμένο στον μακάβριο ρεαλισμό ανθρώπων που χάσανε και στη συνέχεια – για λίγο - χάθηκαν και οι ίδιοι. Εκεί υπάρχουν κάποιες στιγμές που μερικοί δεν θα ξεχάσουμε ποτέ. Ένα ξαφνικό «σκάσε» της Μαρίνας (το οποίο κρύβει μέσα του όσα δεν χωράνε στους διαλόγους μιας ταινίας) και την πιο ειλικρινή αντίδραση σε θάνατο που έχω παρακολουθήσει ποτέ στον κινηματογράφο. Αντίδραση παιδιού σε θάνατο γονέα. Ακόμα και αν οι περισσότεροι δεν καταλάβουνε τον λόγο.
Παράλληλα όμως η ταινία πρεσβεύει την συντροφικότητα, δίνοντας αξία στην ανάγκη του να έχουμε κάποιον δίπλα μας. Κάποιον που δεν θα ντρεπόμαστε και μαζί του θα φτύνουμε τον κόσμο που μας έτυχε από ψηλά. Κάποιον που θα ανταλλάσουμε βρισιές, θα φιλιόμαστε με γλώσσα και θα χορεύουμε υστερικά, πιασμένοι αγκαζέ. Και που θα μας κοιτάει στα μάτια και θα μας δίνει κουράγιο και δύναμη, κρατώντας με μανία το δεξί μας χέρι. Ή το αριστερό, δεν έχει σημασία.

Κάποιες ταινίες είναι φτιαγμένες για λίγους.

Chris Zafeiriadis

Κυριακή 10 Απριλίου 2011

My Blueberry Nights & Days - Μια ιστορία βγαλμένη από το σινεμά του Wong Kar Wai

Την πρώτη φορά που αντίκρισα το πρόσωπό σου ήταν έξω από ένα συνοικιακό μπαράκι, πριν από 15 περίπου χρόνια. Στεκόσουν μόνη, περιμένοντας κάποιον ή κάτι. Μικρά παιδιά ήμασταν τότε, ούτε λύκειο. Έρωτας με την πρώτη ματιά μου είπαν οι φίλοι, αθώος, άδολος και ειλικρινής. Ήσουν τόσο χαριτωμένη και όμορφη που δεν μπορούσα να πάρω τα μάτια μου από πάνω σου. Εντάξει, αυτό το τελευταίο είναι ψέμα, γύρισα το βλέμμα μου από την άλλη την στιγμή που κατάλαβα ότι με κοιτάζεις. Με κοίταξες είναι η αλήθεια, το θυμάμαι σαν χτες. Είμαι σίγουρος ότι κάτι αισθάνθηκες και εσύ, φαινόταν στο βλέμμα σου. Πήγαινες σε διαφορετικό σχολείο γι αυτό το μόνο που έμαθα τότε ήταν το όνομά σου. Λίγες μέρες μετά, οι ίδιοι φίλοι με πληροφόρησαν ότι ήσουν με κάποιον άλλο. Δεν μπορούσα να κάνω κάτι. Εκείνη η ευκαιρία μπορεί να μην υπήρξε ποτέ για εμάς. Αλλά και αν υπήρξε, χάθηκε για πάντα. Έμεινε όμως η στιγμή.

Τα χρόνια πέρασαν και εμείς χαθήκαμε και ξαναβρεθήκαμε αρκετές φορές. Σε μια επαρχιακή πόλη δεν γίνεται να χαθείς στ’ αλήθεια με κάποιον. Πότε μας όμως δεν πλησιάσαμε αρκετά κοντά, διότι όλο αυτό το διάστημα ευκαιρία δεν υπήρξε ούτε μία. Η ζωή μάς προχώρησε προς αντίθετες κατευθύνσεις αλλάζοντας συνέχεια δρόμους. Οι επιλογές μας ήταν τόσο διαφορετικές που ποτέ δεν καταφέραμε να γευτούμε μια blueberry pie μαζί.

Σε αυτά τα 15 χρόνια ζήσαμε πάρα πολλά, αρκετές ευτυχισμένες στιγμές και αρκετές δυστυχισμένες. Μεγαλώσαμε, διδαχτήκαμε και ερωτευτήκαμε, αγαπήσαμε και αγαπηθήκαμε, πληγώσαμε και πληγωθήκαμε. Αλήθεια, πόσες ιστορίες βρίσκονται συμπυκνωμένες μέσα σε αυτή την τελευταία πρόταση, ούτε να το σκέφτομαι δεν θέλω. Αναμνήσεις που κλείστηκαν μέσα σε κονσέρβες με άγνωστη ημερομηνία λήξης. Αν με ρωτήσεις τι συνέβη όλο αυτό το διάστημα, θα σου απαντήσω ότι συνέβη η ζωή. Συνέβη ο χρόνος που περνάει και πίσω δεν γυρίζει για κανέναν. Έτυχε και εγώ να δουλέψω σε κάποιο μπαρ έχοντας τα στριφτά μου τσιγάρα για παρέα. Για να είμαι ειλικρινής, δεν θυμάμαι να σε σκέφτομαι. Θυμάμαι όμως ένα βράδυ όταν διασταυρώθηκαν οι παρέες μας στη γωνία ενός δρόμου. Φορούσα ένα κοντομάνικο Clockwork Orange και μου είπες «ωραία μπλούζα». Συμπτωματικά, δεν το ξαναφόρεσα ποτέ αυτό το κοντομάνικο και τώρα σκέφτομαι ότι κανένας δεν θα μπορέσει επαναλάβει αυτή την φράση που είπες. Κανείς δεν θα μπορέσει να μου κλέψει αυτό που μου χάρισες εκείνη την μέρα.

Και φτάσαμε στο σήμερα που η μοίρα μας έφερε επιτέλους κοντά. Με έναν επίσης αθώο και ειλικρινή τρόπο, βρεθήκαμε να κάνουμε παρέα από σύμπτωση. Πέρασαν βδομάδες μέχρι να καταλάβω τι συμβαίνει. Μέχρι που ήρθε η στιγμή να καθίσουμε δίπλα δίπλα και να μοιραστούμε εκείνο τον βραδινό καφέ. Όταν σε κοίταξα στα μάτια είδα τον εαυτό μου να λαχταράει ξανά, όπως τότε. Είσαι τόσο καλή στο να διαβάζεις τους ανθρώπους που σίγουρα διάβασες το πρόσωπό μου. Άλλωστε, έχουμε μάθει να μιλάμε περισσότερο με τις κινήσεις και τα βλέμματα παρά με τις λέξεις. Τότε έγειρες λίγο πιο κοντά μου και γαμώτο, δεν κρατήθηκα και σε πήρα αγκαλιά. Και εσύ με φίλησες. Ακόμα σε νιώθω. Το συναίσθημα εκείνης της στιγμής που μοιραστήκαμε, δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Γιατί ξέρεις, κάποια συναισθήματα μένουνε για πάντα.

Εκείνο το βράδυ επισκέφτηκες την φαντασία μου. Ήμασταν στο κρεβάτι μαζί και δεν μας ένοιαζε τίποτα. Είχα τα στήθια σου στην αγκαλιά μου και τα κορμιά μας στροβιλίζονταν με ένα πρωτόγονο πάθος, λουσμένα από ιδρώτα και έρωτα. Με τις ανάσες μας βαριές, τα σκεπάσματα να ξεχειλίζουν ηδονή και τον χρόνο να κοιτάζει ανήμπορος, χωρίς να μπορεί να μπει ανάμεσά μας. Εκείνη την στιγμή τον είχαμε νικήσει. Εκείνη την στιγμή ήμασταν κάτι παραπάνω από εραστές και ο χρόνος ο μεγάλος χαμένος.

Ξέρω ότι αυτή η φαντασίωση δεν θα πραγματοποιηθεί ποτέ. Ίσως να είσαι η κατάλληλη, αυτή όμως δεν είναι η κατάλληλη στιγμή. Μπορεί να υπάρχουν τόσα πολλά που θέλουν να μας ενώσουν, υπάρχουν όμως άλλα τόσα που μας κρατάνε χώρια. Τα βλέπουμε, τα μιλάμε και τα αγγίζουμε κάθε μέρα. Κάποια από αυτά τα αγαπάμε κιόλας. Άλλωστε δεν μπορούμε να κερδίζουμε πάντα. Δεν μπορούμε να κερδίσουμε την τύχη κάποιου άλλου, θα ήταν άδικο. Σχεδόν δακρύζω τώρα που ακούω την Faye Wong να τραγουδάει για τον dream lover της, αλλά ταυτόχρονα χαμογελάω. Χαμογελάω γιατί ελάχιστοι άνθρωποι έχουν την τύχη να ζήσουν έναν τέτοιο έρωτα, τόσο σπάνιο και τόσο Kar-wai-ικό, που θα έκανε αυτόν τον δημιουργό να χαμογελάει από περηφάνια.

Πριν από λίγες μέρες είχες βγει έξω. Ήξερα σε ποιο μαγαζί ήσουν διότι ήταν και όλοι μας οι φίλοι εκεί. Ήρθα μέχρι την πόρτα αλλά δεν μπόρεσα να μπω μέσα. Αν το έκανα θα ήμουν ακόμα ο ίδιος. Τέτοιοι έρωτες όμως σε αλλάζουν ριζικά. Και αν δεν άλλαζα εκείνη την στιγμή, δεν θα το έκανα ποτέ μου. Έμεινα για λίγο εκεί έξω και το σκέφτηκα. Όταν βγήκε ένα ζευγάρι, προσπάθησα φευγαλέα να κοιτάξω μέσα αλλά δεν μπόρεσα να σε δω. Η πόρτα έκλεισε και το όνειρο χάθηκε για πάντα εκείνη την νύχτα. Οι αναμνήσεις όμως έχουν μείνει. Εύχομαι χωρίς ημερομηνία λήξης.

Πήγα σπίτι και είπα να σου στείλω ένα μήνυμα, αλλά μετά το μετάνιωσα. Σκέφτηκα καλύτερα να δω μια ταινία, μήπως και κρατήσω το μυαλό μου μακριά σου. Φυσικά, ήταν αδύνατο. Αποφάσισα τότε να σου γράψω αυτό το γράμμα που ευτυχώς θα μείνει καμουφλαρισμένο με την ετικέτα της κινηματογραφικής κριτικής. Κάποια πράγματα λέγονται καλύτερα γραμμένα. Το ξέρω ότι θα ιδωθούμε πάλι και μάλιστα σύντομα. Θα προσπαθήσω τότε να μη σε πλησιάσω πολύ για να μην έχουμε την ευκαιρία να γευτούμε εκείνη την blueberry pie. Τις στιγμές που ζήσαμε όμως δεν θα τις αφήσω να χαθούν. Τις έχω χαρίσει μια κάρτα επιβίβασης για το τρένο που ταξιδεύει σε εκείνο το περίεργο μέρος που οι αναμνήσεις μένουν ζωντανές για πάντα. Εκεί μπορούμε να ‘μαστε μαζί. Ακόμα και αν δεν μπορέσω να σε αγγίξω ποτέ ξανά. Ακόμα και αν όλα ήταν μια ψευδαίσθηση και εκείνη την μέρα, πριν από 15 χρόνια, δεν με κοίταξες ποτέ…

Chris Zafeiriadis

Πέμπτη 31 Μαρτίου 2011

Casablanca (1942)

«Και μετά υπάρχουν και ταινίες σαν κι αυτήν εδώ, που τις βλέπεις μια φορά και τις θυμάσαι για πάντα», μου είχε πει κάποτε μια φωνή. Κοίτα να δεις που χρόνια μετά, όχι απλά επαληθεύεται, αλλά συνειδητοποιώ ότι έχει καταφέρει να μείνει ακόμα και η ίδια στη μνήμη. Τελικά θα συμφωνήσω με αυτούς που λένε ότι η ζωή είναι γεμάτη εκπλήξεις.

Στη μυθική Casablanca του δυτικού Μαρόκο, σε αυτό το γεωγραφικά κοσμοπλημμυρισμένο σταυροδρόμι προσφυγικών πολιτισμών και ονειροπολούντων ταξιδευτών, συντελείται ο επαναπροσδιορισμός της αρσενικής και θηλυκής σμίξης, με τον πιο άμεσο αλλά και βάναυσα λυτρωτικό τρόπο. Όσο και αν ψάξεις στις κλασικές, διαχρονικές, και πονεμένα ερωτικές ιστορίες του κλασικού αμερικάνικου κινηματογράφου, πάντα θα αισθάνεσαι ότι η ταινία του Curtiz έχει την δύναμη να σου μιλάει με έναν ιδιαίτερο τρόπο. Ίσως γιατί η απώλεια μιας αγάπης που άνθισε σε μια στιγμή και μετά χάθηκε για πάντα, πονάει περισσότερο από κάθε άλλη. Θα ήθελα όμως αυτές οι λίγες λέξεις που γράφω τώρα, να κλέψουν ένα κομμάτι από την αισιόδοξη πλευρά της ιστορίας, γι αυτό δεν πρέπει να γίνουν πολύ μελοδραματικές, δεν υπάρχει και λόγος άλλωστε. Τουλάχιστον όχι σοβαρός.

Πολλά έχουνε γραφτεί και άλλα τόσα έχουν διαβαστεί για τους ήρωες τούτου του κομψοτεχνήματος και αν με ρωτήσεις σήμερα, θα σου πω καλώς να γραφτούνε και άλλα τόσα. Διότι, όπως είναι λογικό, θα πρέπει που και που να αφήνουμε στην άκρη τα τεκταινόμενα της (εκάστοτε) εποχής μας και να αναζητούμε κάποιες από τις απαντήσεις βασικών ερωτημάτων που ενίοτε βασανίζουν το μυαλό και την καρδιά, στη ρομαντζάδα μιας άλλης εποχής. Στις ιστορίες που αφηγήθηκαν και αγαπήθηκαν από τους παλιούς.

Μιας και ανέφερα όμως την καρδιά, ίσως θα πρέπει να κάνω μια διευκρίνηση και ας με συγχωρήσουν οι γυναίκες αναγνώστριες: μπορεί η αντρική καρδιά να μοιάζει σε στιγμές σκληρή σαν πέτρα, πιστεύω ακράδαντα όμως ότι είναι και η πιο ευαίσθητη. Ίσως γιατί αν αγαπήσει μια φορά, αγαπάει για πάντα. Και αν ραγίσει μια φορά, μένει έτσι ραγισμένη για όσο αντέξει. Ο χαρακτήρας του Rick σε αυτή την ταινία κρύβει μέσα του ακριβώς αυτό. Σε κάθε λέξη, άγγιγμα και βλέμμα που ρίχνει στους θαμώνες του bar του, σε κάθε γουλιά που κατεβάζει και σε κάθε τζούρα που τραβάει από τα περήφανα τσιγάρα του, κρύβεται μια πονεμένη καρδιά με το περίβλημα ενός κυνικού, αγέρωχου και τελικά γενναιόφρονου άντρα. Αυτού που κάποτε αγάπησε και τα θυμάται όλα με κάθε λεπτομέρεια.

Βέβαια κάπου εκεί κοντά τριγυρίζει και εκείνη. Η γυναίκα που εμφανίζεται από το πουθενά διεκδικώντας όμως τα πάντα, έτοιμη να ξετυλίξει το περίβλημα και να αγγίξει την καρδιά που κάποτε πλήγωσε. Στα μάτια της υπέροχης Ιlsa μπορώ να διακρίνω τα δάκρυα και την μελαγχολία, αδυνατώ όμως να κοιτάξω μέσα τους και να καταλάβω τι σκέφτονται. Εκ φύσεως, μάλλον. Τελικά νομίζω πως δεν είμαι εγώ ο κατάλληλος να μιλήσω για εκείνη, διότι δύσκολα θα μπορέσω να την νιώσω, όσες φορές και αν την παρακολουθήσω να έρχεται και να φεύγει. Να φεύγει χωρίς να νιώθει την ανάγκη να ρίξει ένα τελευταίο βλέμμα πίσω της. Από την άλλη όμως, ίσως να μη το θέλω κιόλας.

Κάπου εδώ θα μπορούσα να μιλήσω για τον πόλεμο, για την Γκεστάπο, για την πολιτική και τόσα άλλα που ενυπάρχουν σε αφθονία μέσα στην ταινία. Εφόσον όμως ο Rick δεν αφήνει όλους αυτούς τους παράγοντες να επεμβαίνουν στο μαγαζί του, πως μπορώ εγώ να τους αφήσω να επέμβουν σε αυτό το κείμενο, το οποίο φυσικά είναι αφιερωμένο στη αυτοθυσία εκείνου. Διότι σε έναν κόσμο που λίγα ακούμε και ακόμα πιο λίγα καταλαβαίνουμε, θα ήταν τουλάχιστον αφελές να πιστεύει κάποιος ότι η φυγή της Ilsa υπηρετεί έναν ανώτερο σκοπό. Ότι εκείνος δεν έκανε ό,τι καλύτερο μπορούσε για να’ ναι εκείνη ελεύθερη (από όποια πλευρά και αν το δει κανείς), κερδίζοντας ένα από τα σπανιότερα αγαθά σε αυτή την ζωή, την αυτογνωσία.

Τελικά, η μυθική Casablanca είναι ένας τόπος παιδεμένων συναισθημάτων. Σε αυτόν τον τόπο μια αγάπη αναπνέει χωρίς να έχει την δυνατότητα να αναπτυχθεί, παραμένοντας για πάντα ένας έρωτας που κατέκτησε το Παρίσι και ποτέ κάτι πέρα από αυτό. Αυτή είναι η ευλογία και ταυτόχρονα η κατάρα του. Αρκεί μια εξομολόγηση μόνο και μια αγκαλιά στο δακρύβρεχτο φινάλε να σε πείσει για την αλήθεια. Ένα φινάλε που θέλει εκείνη να πετάει μακριά και εκείνον να αργοχάνεται στην πυκνή ομίχλη του αεροδρομίου τραβώντας τον δικό του δρόμο, έχοντας όμως κερδίσει το next best thing του απόλυτου έρωτα, την αντρική φιλία. Αυτό που απομένει είναι κάποιες ξεθωριασμένες σκιές, μερικά δάκρυα που δύσκολα θα στεγνώσουν, ένας ακούραστος Sam να σιγοτραγουδάει τα τραγούδια του στο πιάνο. Αυτά τα τελευταία θα μείνουν για αρκετό καιρό. Όσο υπάρχουν άνθρωποι που θα βρίσκονται εκεί να τον χειροκροτούν κάθε φορά, σαν να’ ναι και η πρώτη.

Chris Zafeiriadis

Παρασκευή 25 Μαρτίου 2011

Τα Οπωροφόρα της Αθήνας (2010)


Ένας μοναχικός συγγραφέας, το εν τη γενέσει διήγημά του και ο αλαφροΐσκιωτος ήρωάς του, πρωταγωνιστές όλοι σε μια Αθήνα που δείχνει να μην καταλαβαίνει κανέναν.

Ο Λευτέρης Βογιατζής υποδύεται τον συγγραφέα. Ο χώρος όπου γράφει έχει πανοραμική θέα σε ένα εργοτάξιο, ο ίδιος όμως ονειρεύεται δέντρα. Ο μόνος άνθρωπος που συναναστρέφεται είναι η Ιρίνκα, η αλλοδαπή κοπέλα που του καθαρίζει το σπίτι. Η σχέση τους μοιάζει υποτυπώδης, αφού η κοπέλα δε γνωρίζει καλά ελληνικά, ενώ ακούει με συμπάθεια τον συγγραφέα να της ξεδιπλώνει τους ενδιαφέροντες, αλλά μερικές φορές κουραστικούς - έως σαχλούς, προβληματισμούς του για τη λογοτεχνία και το διήγημα που γράφει. Κάποιες στιγμές όμως φαίνεται να τον καταλαβαίνει και να συμμερίζεται την αγωνία του. Ίσως αυτές να είναι και οι πιο σημαντικές για τον Παναγιωτόπουλο, που εδώ μοιάζει να βαδίζει σε περίεργα και κυρίως ασυνήθιστα για τα ελληνικά δεδομένα μονοπάτια.

Ο «οιονεί βαδιζομανής», καρπουζοκέφαλος ή κεφάλας ήρωας του διηγήματος (άψογος ο Νίκος Κουρής στην απόδοση του ρόλου του) τριγυρνά ολημερίς στους δρόμους της πρωτεύουσας αναζητώντας οπωροφόρα δέντρα που κανένας άλλος κάτοικος δε φαίνεται να εκτιμά. Είναι ιδιόρρυθμος και μοιάζει απροσάρμοστος με τα ορειβατικά του σανδάλια και το ψηλόμεσο παντελόνι που συνεχώς ανασηκώνει. Αρκετοί σοβαροφανείς, εξ ορισμού ανόητοι, τον περιφρονούν, θεωρώντας τον τρελό. Στην πραγματικότητα είναι αθώος, ονειροπόλος, αφοπλιστικά ειλικρινής, με μια αφελή παιδικότητα να υποδεικνύει στους άλλους τρόπους για να ξεφύγουν από τη μίζερη και πεζή τους καθημερινότητά, να ξυπνήσουν από το λήθαργό τους. Αυτή είναι η αποστολή του.

Στις ατέρμονες περιπλανήσεις του συναναστρέφεται τύπους περιθωριακούς και ιδιαίτερους, παρέχοντάς σε εμάς που τον παρακολουθούμε διάφορες ασήμαντες πληροφορίες, όπως για παράδειγμα ότι τα μούρα δε χρειάζονται πλύσιμο, καθώς αυτοκαθαρίζονται με τριχοειδείς απολήξεις, ή ότι τα σταγονίδια κατά το φτάρνισμα τρέχουν με ταχύτητα 700 χιλιομέτρων την ώρα.

Σε αυτή την ταινία υπάρχουν σκηνές ευφάνταστες και χιουμοριστικές, αλλά και κάποιες που σε κάνουν να νιώθεις άβολα και αμήχανα. Ίσως αυτός να είναι και ο λόγος που δεν θέλεις να την ξαναδείς. Αρχικά καταφέρνει και αποπνέει ρομαντισμό και νοσταλγία, στην πορεία όμως η συνεχής εναλλαγή σκηνών του διηγήματος και σκέψεων του συγγραφέα κουράζει και αποπροσανατολίζει τον θεατή. Υπάρχουν αρκετές ενδιαφέρουσες απόψεις για τη λογοτεχνία, αυτές όμως δεν ενδιαφέρουν τον κάθε θεατή (ο οποίος βέβαια δεν θα πρέπει να ξεχνάει ότι παρακολουθεί την μεταφορά ενός βιβλίου, ποιητικής θα έλεγα, στο σινεμά). Η ταινία μας αφήνει πάντως μια ευχάριστη «επίγευση», όταν φαντασιακό και πραγματικό συμπλέκονται σε μια τελευταία σκηνή, σχεδόν ονειρική.

Γεωργία Βιολιτζή

Πέμπτη 17 Μαρτίου 2011

Polytechnique (2009)

Τον Δεκέμβριο του 1989 ένας μισογύνης νεαρός εισβάλει οπλισμένος στην πολυτεχνική σχολή του πανεπιστημίου του Montreal και με απόλυτη ηρεμία και ξεκάθαρους σκοπούς, δολοφονεί εν ψυχρώ όσες περισσότερες φοιτήτριες έχουν την ατυχία να βρεθούν στον δρόμο του. Αυτή είναι με λίγα λόγια η υπόθεση της ταινίας του Villenueve και όσο σοκαριστική μπορεί να είναι μια τέτοια (αληθινή) ιστορία, άλλο τόσο καταφέρνει και γίνεται η μεταφορά της στη μεγάλη οθόνη. Ίσως διότι ο σκηνοθέτης επιλέγει (πολύ σωστά) να μείνει αμέτοχος και άγνωμος απέναντι στα όσα διαδραματίζονται, μεταφέροντας με έναν απλό αλλά χαρισματικό τρόπο τον θεατή από την θέση που βρίσκεται, στην καρδιά της πολυτεχνικής σχολής, χαρίζοντάς του ένα κομμάτι από το βίωμα εκείνης της ημέρας.

Χωρίς να ζητάει απαντήσεις και χωρίς να επιρρίπτει ευθύνες, η ταινία αναπαράγει πιστά την εφιαλτική ατμόσφαιρα της μαύρης εκείνης μέρας και χαράσσεται μονομιάς στην μνήμη αυτών που την παρακολουθούν. Όπως τα γεγονότα στην μνήμη εκείνων που τα έζησαν. Όμως σε τέτοιες ιστορίες δεν χωράνε χρώματα. Γι αυτό και ο σκηνοθέτης κινηματογραφεί σε ασπρόμαυρο φιλμ και με μια κλινικά ασφυκτική ατμόσφαιρα που σπάνια συναντάς στο σινεμά, αφήνει χιλιόμετρα πίσω του παρόμοιες Ελεφάντινες προσεγγίσεις του παρελθόντος. Χωρίς να επικεντρώνεται σε μεγάλο βαθμό στον εναγή θύτη (πέραν κάποιων βασικών του στοιχείων), αποφασίζει να δημιουργήσει μια ταινία αφιερωμένη εξ ολοκλήρου στα αθώα θύματα εκείνης της μέρας. Αναπόδραστα όμως δημιουργεί και ένα βάναυσο σχόλιο στη σύγχρονη παράνοια και την λαίλαπα που αυτή εξαπολύει όταν της δοθεί η ευκαιρία. Χωρίς όμως αυτός να είναι και ο μοναδικός σκοπός του κ.Villenueve.

Η ταινία ξεκινάει με τον ξαφνικό ήχο ενός ημιαυτόματου που ξεσκίζει τους συνήθεις θορύβους των φοιτητών και μερικά σαστισμένα (και ματωμένα) πρόσωπα να περιφέρονται στους ταραγμένους διαδρόμους του πανεπιστημίου. Στη συνέχεια ο σκηνοθέτης λειτουργεί με flashbacks, για να βρεθεί λίγες ώρες πριν το μακελειό στο σπίτι του νεαρού φονιά ο οποίος με voice over σκέψεις (οι οποίες είναι ουσιαστικά το αληθινό σημείωμα αυτοκτονίας που βρέθηκε αργότερα) παρουσιάζει τους λόγους που τον οδήγησαν στην ειδεχθή του πράξη. Σε αυτό το σημείο σκέφτεσαι ότι ένας τέτοιος μισογυνικός χαρακτήρας δεν επιλέγει τυχαία την πολυτεχνική σχολή και δη της μηχανολογίας, ένα κατ’ εξοχήν ανδροπρεπή τμήμα που μόνο οι πιο θαρραλέες γυναίκες παρακολουθούν. Ή οι πιο θρασύτολμες. Όπως η Valérie την οποία κεντράρει ο Villenueve στην ταινία, μια γυναίκα που μέσα στη θρασυτολμία της είναι έτοιμη να διεκδικήσει μια θέση σε μια ανδροκρατούμενη αγορά εργασίας και στο πρόσωπο της οποίας μοιάζει να αντιπροσωπεύεται όλο το μίσος που αισθάνεται ο δολοφόνος απέναντι στο γυναικείο φύλο.

Βαθύτερα όμως δημιουργείται ακόμα ένα σχόλιο για τις μεγάλες πληγές που ανοίγουν και δεν μπορούν να κλείσουνε ποτέ. Ο οπλισμένος παρανοϊκός νεαρός με την εισβολή του στο πανεπιστήμιο, εκτός από τις ψυχές των αποθανόντων προσπάθησε να κλέψει και τα όνειρα όσων επέζησαν. Κάποιοι δεν μπόρεσαν να συνεχίσουν. Κάποιοι άλλοι όμως (και αυτό θα έπρεπε να είναι το μεγάλο μάθημα της ζωής) ακόμα και αν τους άγγιξε ο θάνατος, κατάφεραν να βγούνε νικητές και να διεκδικήσουν ξανά το δικαίωμά τους στη ζωή. Όχι κατακλυσμένοι από μίσος, αλλά από μια αξιοθαύμαστη δύναμη προερχόμενη από τα απύθμενα βάθη της ανθρώπινης ψυχής, μια δύναμη ικανή να σταθεί δίπλα στα αιμόφυρτα (πια) όνειρα και μαζί τους να χαράξει μια πορεία προς ένα πιο αισιόδοξο αύριο. Ένα πιο γαλήνιο αύριο. Ακόμα και αν εκείνη η μέρα δεν σβηστεί ποτέ από την μνήμη. Ακόμα και αν οι εκκωφαντικοί κρότοι των πυροβολισμών δεν θα σταματήσουν ποτέ να αντηχούν στους αιματοβαμμένους διαδρόμους αυτού του πολυτεχνείου.

Chris Zafeiriadis