Πέμπτη 31 Μαρτίου 2011

Casablanca (1942)

«Και μετά υπάρχουν και ταινίες σαν κι αυτήν εδώ, που τις βλέπεις μια φορά και τις θυμάσαι για πάντα», μου είχε πει κάποτε μια φωνή. Κοίτα να δεις που χρόνια μετά, όχι απλά επαληθεύεται, αλλά συνειδητοποιώ ότι έχει καταφέρει να μείνει ακόμα και η ίδια στη μνήμη. Τελικά θα συμφωνήσω με αυτούς που λένε ότι η ζωή είναι γεμάτη εκπλήξεις.

Στη μυθική Casablanca του δυτικού Μαρόκο, σε αυτό το γεωγραφικά κοσμοπλημμυρισμένο σταυροδρόμι προσφυγικών πολιτισμών και ονειροπολούντων ταξιδευτών, συντελείται ο επαναπροσδιορισμός της αρσενικής και θηλυκής σμίξης, με τον πιο άμεσο αλλά και βάναυσα λυτρωτικό τρόπο. Όσο και αν ψάξεις στις κλασικές, διαχρονικές, και πονεμένα ερωτικές ιστορίες του κλασικού αμερικάνικου κινηματογράφου, πάντα θα αισθάνεσαι ότι η ταινία του Curtiz έχει την δύναμη να σου μιλάει με έναν ιδιαίτερο τρόπο. Ίσως γιατί η απώλεια μιας αγάπης που άνθισε σε μια στιγμή και μετά χάθηκε για πάντα, πονάει περισσότερο από κάθε άλλη. Θα ήθελα όμως αυτές οι λίγες λέξεις που γράφω τώρα, να κλέψουν ένα κομμάτι από την αισιόδοξη πλευρά της ιστορίας, γι αυτό δεν πρέπει να γίνουν πολύ μελοδραματικές, δεν υπάρχει και λόγος άλλωστε. Τουλάχιστον όχι σοβαρός.

Πολλά έχουνε γραφτεί και άλλα τόσα έχουν διαβαστεί για τους ήρωες τούτου του κομψοτεχνήματος και αν με ρωτήσεις σήμερα, θα σου πω καλώς να γραφτούνε και άλλα τόσα. Διότι, όπως είναι λογικό, θα πρέπει που και που να αφήνουμε στην άκρη τα τεκταινόμενα της (εκάστοτε) εποχής μας και να αναζητούμε κάποιες από τις απαντήσεις βασικών ερωτημάτων που ενίοτε βασανίζουν το μυαλό και την καρδιά, στη ρομαντζάδα μιας άλλης εποχής. Στις ιστορίες που αφηγήθηκαν και αγαπήθηκαν από τους παλιούς.

Μιας και ανέφερα όμως την καρδιά, ίσως θα πρέπει να κάνω μια διευκρίνηση και ας με συγχωρήσουν οι γυναίκες αναγνώστριες: μπορεί η αντρική καρδιά να μοιάζει σε στιγμές σκληρή σαν πέτρα, πιστεύω ακράδαντα όμως ότι είναι και η πιο ευαίσθητη. Ίσως γιατί αν αγαπήσει μια φορά, αγαπάει για πάντα. Και αν ραγίσει μια φορά, μένει έτσι ραγισμένη για όσο αντέξει. Ο χαρακτήρας του Rick σε αυτή την ταινία κρύβει μέσα του ακριβώς αυτό. Σε κάθε λέξη, άγγιγμα και βλέμμα που ρίχνει στους θαμώνες του bar του, σε κάθε γουλιά που κατεβάζει και σε κάθε τζούρα που τραβάει από τα περήφανα τσιγάρα του, κρύβεται μια πονεμένη καρδιά με το περίβλημα ενός κυνικού, αγέρωχου και τελικά γενναιόφρονου άντρα. Αυτού που κάποτε αγάπησε και τα θυμάται όλα με κάθε λεπτομέρεια.

Βέβαια κάπου εκεί κοντά τριγυρίζει και εκείνη. Η γυναίκα που εμφανίζεται από το πουθενά διεκδικώντας όμως τα πάντα, έτοιμη να ξετυλίξει το περίβλημα και να αγγίξει την καρδιά που κάποτε πλήγωσε. Στα μάτια της υπέροχης Ιlsa μπορώ να διακρίνω τα δάκρυα και την μελαγχολία, αδυνατώ όμως να κοιτάξω μέσα τους και να καταλάβω τι σκέφτονται. Εκ φύσεως, μάλλον. Τελικά νομίζω πως δεν είμαι εγώ ο κατάλληλος να μιλήσω για εκείνη, διότι δύσκολα θα μπορέσω να την νιώσω, όσες φορές και αν την παρακολουθήσω να έρχεται και να φεύγει. Να φεύγει χωρίς να νιώθει την ανάγκη να ρίξει ένα τελευταίο βλέμμα πίσω της. Από την άλλη όμως, ίσως να μη το θέλω κιόλας.

Κάπου εδώ θα μπορούσα να μιλήσω για τον πόλεμο, για την Γκεστάπο, για την πολιτική και τόσα άλλα που ενυπάρχουν σε αφθονία μέσα στην ταινία. Εφόσον όμως ο Rick δεν αφήνει όλους αυτούς τους παράγοντες να επεμβαίνουν στο μαγαζί του, πως μπορώ εγώ να τους αφήσω να επέμβουν σε αυτό το κείμενο, το οποίο φυσικά είναι αφιερωμένο στη αυτοθυσία εκείνου. Διότι σε έναν κόσμο που λίγα ακούμε και ακόμα πιο λίγα καταλαβαίνουμε, θα ήταν τουλάχιστον αφελές να πιστεύει κάποιος ότι η φυγή της Ilsa υπηρετεί έναν ανώτερο σκοπό. Ότι εκείνος δεν έκανε ό,τι καλύτερο μπορούσε για να’ ναι εκείνη ελεύθερη (από όποια πλευρά και αν το δει κανείς), κερδίζοντας ένα από τα σπανιότερα αγαθά σε αυτή την ζωή, την αυτογνωσία.

Τελικά, η μυθική Casablanca είναι ένας τόπος παιδεμένων συναισθημάτων. Σε αυτόν τον τόπο μια αγάπη αναπνέει χωρίς να έχει την δυνατότητα να αναπτυχθεί, παραμένοντας για πάντα ένας έρωτας που κατέκτησε το Παρίσι και ποτέ κάτι πέρα από αυτό. Αυτή είναι η ευλογία και ταυτόχρονα η κατάρα του. Αρκεί μια εξομολόγηση μόνο και μια αγκαλιά στο δακρύβρεχτο φινάλε να σε πείσει για την αλήθεια. Ένα φινάλε που θέλει εκείνη να πετάει μακριά και εκείνον να αργοχάνεται στην πυκνή ομίχλη του αεροδρομίου τραβώντας τον δικό του δρόμο, έχοντας όμως κερδίσει το next best thing του απόλυτου έρωτα, την αντρική φιλία. Αυτό που απομένει είναι κάποιες ξεθωριασμένες σκιές, μερικά δάκρυα που δύσκολα θα στεγνώσουν, ένας ακούραστος Sam να σιγοτραγουδάει τα τραγούδια του στο πιάνο. Αυτά τα τελευταία θα μείνουν για αρκετό καιρό. Όσο υπάρχουν άνθρωποι που θα βρίσκονται εκεί να τον χειροκροτούν κάθε φορά, σαν να’ ναι και η πρώτη.

Chris Zafeiriadis

Δεν υπάρχουν σχόλια: