Πέμπτη 23 Ιουνίου 2011

Charade (1963)


Το Charade μπορείς αν το δεις ως μια αισθηματική και ταυτόχρονα ερωτική ιστορία. Ερωτική όχι με την πρόστυχη αλλά με την ανέμελη, χαριτωμένη και σχεδόν παιδική σημασία αυτής της υπέροχης λέξης. Μια ιστορία όπου εκείνη θα γνωρίσει εκείνον και οι δυο τους θα μπλέξουν σε καταστάσεις που θα τους φέρουν κοντά, στη συνέχεια θα τους χωρίσουν αλλά μετά θα τους ξαναφέρουν και πάλι δίπλα δίπλα. Σε αυτή την ιστορία εκείνη και εκείνος θα αναγκαστούν να πούνε αθώα ψέματα, να ομολογήσουν καθημερινές αλήθειες, να δειπνήσουνε μαζί αλλά να ερωτευτούνε χώρια και τελικά να κοιταχτούνε με έναν χαμογελαστό τρόπο, όπως οι άνθρωποι που θέλουν να περνάνε τις ζωές τους ο ένας κοντά στον άλλο.

Το Charade μπορείς επίσης να το δεις σαν μια technicolor περιπέτεια μυστηρίου. Μια περιπέτεια στην οποία εκείνη (παρέα πάντα με εκείνον) θα πρέπει να τρέξει, να χτυπήσει, να κυνηγήσει και να κυνηγηθεί από τους κακούς της ιστορίας και τελικά να αντιμετωπίσει έναν γρίφο τον οποίο παλεύει να λύσει από τα πρώτα κιόλας λεπτά της ταινίας. Σε αυτή την περιπέτεια το σασπένς λένε ότι κυριαρχεί, το κυνηγητό είναι το βασικό παιχνίδι των ηθοποιών και οι χαρακτήρες μπερδεύονται μεταξύ τους όπως τα μικρά παιδιά που παίζουν ελεύθερα στο πάρκο μιας επαρχιακής γειτονιάς.

Ο πιο απολαυστικός όμως τρόπος για να δει κάποιος το Charade (και γι αυτό ίσως να το χαράξει και στην μνήμη του) είναι σαν μια ταινία αφιερωμένη σε μια από τις πιο φημισμένες και ιδιαίτερες πόλεις της Ευρώπης. Μια πόλη που λάμπει κάτω από τις αχτίδες του φεγγαρόφωτος, παίζει κουκλοθέατρο αναπαριστώντας την αέναη ανθρώπινη πραγματικότητα των σχέσεων αρσενικού-θηλυκού και πάει βαρκάδα στα νερά του Σηκουάνα (κατασκοπεύοντας παράλληλα τα ζευγάρια που φιλιούνται στα παγκάκια). Μια ταινία που ψοφάει για περισσότερη Παριζιάνικη φινέτσα αλλά επαναπαύεται στις σκηνοθετικές οδηγίες του απολαυστικού Stanley Doden, ο οποίος χρησιμοποιεί για ακόμα μια φορά την ακτινοβολούσα Audrey Hepburn (παρέα με τον αειθαλή Cary Grant) για να δημιουργήσει μια ρομαντική – τελικά – ταινία ραντεβουδιάρικης διασκέδασης με έμφαση όμως στη κινηματογραφική ποιότητα. Και κάτι τέτοια στις μέρες μας τα συναντάς όλο και πιο σπάνια.

Chris Zafeiriadis

Πέμπτη 16 Ιουνίου 2011

Blue Valentine (2010)

Υπάρχουν διάφοροι τρόποι που μπορεί κάποιος να δει το Blue Valentine. Από την μια μπορεί να το αναγνωρίσει ως την ειλικρινή αποδόμηση της συντροφικότητας δυο ανθρώπων και από την άλλη ως μια δήθεν ερωτική ιστορία εκβιαστικά πονεμένων ψυχών και ρημαγμένων συναισθημάτων. Και η αλήθεια είναι ότι για όλα αυτά θα μπορούσε κάποιος να αραδιάσει σελίδες ολόκληρες. Ο πιο σωστός όμως τρόπος για να κοιτάξει κάποιος τον μελαγχολικό αυτό Βαλεντίνο του κ. Cianfrance είναι σαν το εξαιρετικά δακρυσμένο αντίκτυπο που έχει μια αμφιλεγόμενη αγάπη (και κατ΄ επέκταση μια ακόμα πιο αμφιλεγόμενη σχέση) στο φυσικό καρπό δύο ανθρώπων, το παιδί. Διότι το μόνο που ζητάει μια αθώα ψυχή είναι δυο γονείς ενωμένους σαν μια γροθιά που δεν μπορεί να τους χωρίσει κανείς. Και εδώ δεν υπάρχει τίποτα τέτοιο.

Πρωταγωνιστές της ιστορία είναι ο Dean και η Cindy (Gosling και Williams αμφότεροι εξαιρετικοί στους ρόλους τους) δυο νεαροί άνθρωποι που συναντήθηκαν από τύχη, έμειναν μαζί πάλι από τύχη και αποφάσισαν να ζήσουν κάτω από τον θεσμό του γάμου, ικανοποιώντας τόσο τον περίγυρό τους όσο και την μεγαλύτερη ανάγκη της ανθρώπινης ψυχής που είναι να συντροφεύει με κάποιον άλλο άνθρωπο. Ο καθένας βέβαια για τους δικούς του λόγους. Οι δυο τους πηδήχτηκαν μεταξύ τους, πηδήχτηκαν με κάποιους άλλους και τελικά πήδηξαν τις ζωές τους με τρόπο που μπορεί να μην ήταν ο επιδιωκόμενος, ήταν όμως ο πιο αναμενόμενος. Και δυστυχώς γι αυτούς, δεν ερωτεύτηκαν ποτέ.

Από τα πρώτα δευτερόλεπτα ακόμα, ο σκηνοθέτης φροντίζει να κάνει σαφή την απόσταση που χωρίζει τους δυο στο σήμερα. Και μέχρι το τέλος η απόσταση βρίσκεται εκεί, μεγαλώνοντας και τρέφοντας συναισθήματα που δεν πρέπει να υπάρχουν. Από την αμφισβήτηση όμως της αρχής μέχρι την επιβεβαίωση του φινάλε, παρεμβαίνουν στιγμές του παρελθόντος, μελαγχολικά flashbacks που σκοπό έχουν να γνωρίσουν τους δυο χαρακτήρες στον θεατή, παρουσιάζοντας όσα υπήρχαν αλλά χάθηκαν στην πορεία της ζωής. Όπως τα όνειρα και η ελπίδα των δυο για ένα ευτυχισμένο αύριο που όμως έδωσαν την θέση τους σε μια ασφυκτική πραγματικότητα που τους πνίγει χωρίς να τους λυπάται ούτε για μια στιγμή.

Ο σκηνοθέτης παίρνει την σχέση των δύο, την χτυπάει στον τοίχο μέχρι να την κάνει χίλια κομμάτια και στη συνέχεια μάς πετάει ότι έχει απομείνει στα μούτρα. Όσο σπαραγμό και αν κρύβει μέσα της αυτή η ιστορία (που θέλει να φέρει την ετικέτα του ρομαντικού δράματος), θα ήθελα να την είχε σκηνοθετήσει γυναίκα. Ίσως τότε να είχε λίγο παραπάνω συναίσθημα και λιγότερο ρεαλισμό. Και τότε θυμάμαι τα λόγια μιας φίλης που πίστευε ότι κάθε χωρισμός είναι και ένας μικρός θάνατος. Έτσι μοιάζει και έτσι πρέπει να βιώνεται, χωρίς να γνωρίζω τι μπορεί να υπάρχει μετά, για τον καθένα από εμάς. Στην ιστορία του Cianfrance, αυτό που τελικά απέμεινε είναι δυο ερημωμένες ψυχές, κάποια πικραμένα δάκρυα και το πληγωμένο βλέμμα ενός 5χρονου κοριτσιού που κοιτάει τον πατέρα του να απομακρύνεται από κοντά του, απλώνοντας το χέρι αλλά χωρίς να έχει την δύναμη να τον σταματήσει. Όχι πια. Και αυτό πονάει περισσότερο από κάθε μη γενόμενο έρωτα στον κόσμο ολόκληρο.

Chris Zafeiriadis

Τετάρτη 8 Ιουνίου 2011

The Ward (2010)

“Welcome to Paradise”

Αυτή την ταινία την περίμεναν αρκετοί. Είτε αυτοί που τους αρέσει να παρακολουθούν κινηματογράφο και είχαν ακούσει για την επιστροφή ενός μεγάλου - αλλά «ξεθωριασμένου» πια - σκηνοθέτη του φανταστικού, αλλά ποτέ τους δεν κατάφεραν να κοιτάξουν πέρα από τις μεγάλες του επιτυχίες (Halloween, The Thing, Christine), είτε αυτοί που γνωρίζουν τον Carpenter και που εδώ και χρόνια ζητούσαν κάποιο δείγμα γραφής από τον άνθρωπο που τους δίδαξε τον τρόπο που βλέπονται/φτιάχνονται οι ταινίες τρόμου. Για τους πρώτους, το The Ward είναι μια ταινία της σειράς που δεν προσφέρει τίποτα το ουσιαστικό και η οποία ανήκει στη γενικότερη «παρακμή» στην οποία βρίσκεται ο σκηνοθέτης από τα 90s και έπειτα. Για τους δεύτερους όμως, αυτούς που ακράδαντα πιστεύουν (ή καλύτερα, «νιώθουν) ότι ο Carpenter δεν παρήκμασε ποτέ (In the Mouth of Madness, Vampires, Cigarette Burns, όλα τους b-movie αριστουργήματα) η ταινία αυτή είναι μια ακόμα προσθήκη στη διαμαντένια φιλμογραφία ενός ανθρώπου που ευτυχώς καταφέρνει ακόμα και σήμερα να ευχαριστεί αυτούς που μέχρι τώρα απολάμβαναν τις ταινίες του. Αυτοί είναι που θα τον χειροκροτήσουν ξανά μόλις πέσουν οι τίτλοι τέλους.

Μπορεί ο ενθουσιασμός που αναβλύζει από τις παραπάνω προτάσεις να μοιάζει υπερβολικός (ίσως τελικά και να είναι), αυτό όμως δεν τον χαρακτηρίζει αναληθή για αυτούς που τον αισθάνονται. Ίσως διότι τα τελευταία χρόνια έχει εξαπολυθεί μια ανελέητη επίθεση μέτριων έως άθλιων (ανα)κατασκευασμάτων αμερικάνικων ταινιών που θέλουν να ανήκουν στην λαϊκή (όπως μαθαίνω) κατηγορία του φανταστικού (προσελκύοντας ταυτόχρονα περισσότερο κόσμο στα ταμεία) και που δυστυχώς δεν έχουν να προσφέρουν τίποτα παραπάνω από εφετζίδικα κολπάκια και σκηνοθετικά αναμασήματα, θεωρώντας αυτόν που τα παρακολουθεί κυρίως «καταναλωτή» και όχι «θεατή», όπως και θα έπρεπε.

Το The Ward, το οποίο διακατέχεται από έναν αέρα κατευθείαν από τα παλιά, δεν ανήκει σε αυτή την κατηγορία. Αντίθετα, με ένα υπέροχο soundtrack και ένα σενάριο το οποίο ελάχιστες αφέλειες διαθέτει, φροντίζει να δώσει αξία στον θεατή ως «θεατή», προσφέροντάς του ένα ατμοσφαιρικό, λαβυρινθώδες ψυχοτρομοκράτημα νυχτερινής αφήγησης. Ένα ψυχοτρομοκράτημα το οποίο τοποθετείται κάπου στα sixties, σε μια ξεχασμένη ψυχιατρική κλινική (παρόμοια με αυτή που τρία χρόνια αργότερα θα φυλακιζόταν ο Michael Myers ), έναν αληθινό «παράδεισο» για να εκκολαφτεί κάποιο ghost story, διαθέτοντας τόσο την απαιτούμενη ελλιπή μυθοπλασία (για να επαληθεύει τον b χαρακτήρα του) όσο και τις απαιτούμενες δόσεις σασπένς (για να επαληθεύσει τις εμμονές του δημιουργού του). Κυρίως όμως διαθέτει ψυχή. Ψυχή, η οποία δεν γνωρίζεται μόνο μέσα από τον κεντρικό χαρακτήρα της εγκλωβισμένης πρωταγωνίστριας, αλλά (παράλληλα) αναγνωρίζεται στον τρόπο με τον οποίο ένας σκηνοθέτης του μεγέθους του Carpenter επιβεβαιώνει την πραγματικότητα της επιστροφής του, προκαλώντας ρίγη συγκίνησης στους εν αγωνία οπαδούς του. Και αυτό είναι κάτι που δεν συμβαίνει συχνά στο σινεμά. Θα έλεγα, μόλις δυο φορές τον χρόνο…

Chris Zafeiriadis

Πέμπτη 28 Απριλίου 2011

Attenberg (2010)

Το τελευταίο διάστημα παρακολουθώ το Ελληνικό σινεμά από κοντά. Όχι από πολύ κοντά όμως γιατί δεν θέλω να με αντιληφθεί. Μ’ αρέσει να το κοιτάω από απόσταση, να το βλέπω να εξελίσσεται και να διαμορφώνει το καινούριο του πρόσωπο. Η Αθηνά Τσαγγάρη ανήκοντας στο σύνολο αυτής της εξελικτικής διαδικασίας, δεν χαρίζει απλά ανάσες ζωής στο σινεμά αυτού του τόπου, αλλά ταυτόχρονα φαίνεται να επικοινωνεί άμεσα με τον θεατή, δίνοντάς του την τροφή που χρειάζεται για την δική του (καταναλωτική) εξέλιξη. Αρκεί να έχει τα μάτια του ανοιχτά και το μυαλό του σε λειτουργία.

Το Attenberg ξεκινάει με τα πειραματικά, σαλιωμένα φιλιά δύο κοριτσιών. Αυτό δεν το καθιστά αυτομάτως προκλητικό αλλά μια ταινία περίεργη να μάθει. Η περιέργεια βέβαια δεν περιορίζεται μόνο στην εξερεύνηση της ανταλλαγής υγρών αλλά προχωράει μερικά βήματα παραπέρα, αναζητώντας συναισθήματα που όλοι μας βιώνουμε και καταστάσεις που αργά ή γρήγορα όλοι οι ζωντανοί οργανισμοί είναι καταδικασμένοι να αντιμετωπίσουν σε αυτόν τον κόσμο. Ακόμα και τα μικρά ζωάκια που πρωταγωνιστούν στα ντοκιμαντέρ του Sir David Attenborough.

Πρωταγωνίστρια της ταινίας είναι η εικοσιτριάχρονη Μαρίνα η οποία καλείται να αντιμετωπίσει μια πραγματικότητα που δεν της αξίζει. Ένα αυθεντικό Be Bop Kid, που πρέπει να μάθει να ζει με αυτούς που δεν θέλει, να αντιμετωπίσει με τον μικροαστικό παροξυσμό του τόπου μας και τέλος, να βρει τρόπο να ανοίξει τα φτερά που κρύβει στην πλάτη της για να πετάξει. Ενστικτωδώς. Και όλα αυτά, πριν ακόμα μάθει να χαμογελάει. Την Μαρίνα μπορεί να μη την καταλάβεις. Μπορεί ακόμα να την θεωρήσεις και χαζή. Όμως θα κάνεις λάθος, γιατί αυτός ο χαρακτήρας εσωκλείει μέσα του συναισθήματα που οι περισσότεροι δεν θα νιώσουνε ποτέ. Αυτό το κορίτσι καλείται να σηκώσει στους ώμους του όλη την μακαβριότητα ενός κόσμου στον οποίο το μόνο που έχουμε μάθει να κάνουμε καλά είναι να πιθηκίζουμε με έπαρση.

Ολόκληρη η ταινία μυρίζει (ή καλύτερα, βρωμάει) γυναίκα. Από τον τρόπο που χειρίζεται τα κορίτσια και τα εκτεθειμένα βρακιά τους, μέχρι τον τρόπο που αντιμετωπίζει την βαρβατίλα των αντρικών γενετικών οργάνων. Ακόμα και όταν προσπαθεί να υποδυθεί τον άντρα μιλώντας για τα γυναικεία στήθη, αναβλύζει μια αρχέγονη θηλυκότητα η οποία τσακίζει κόκκαλα. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι δεν μιλάει με αλήθειες που μας αφορούν όλους. Το Attenberg αναγνωρίζει αλλά δεν προσβάλει τα ταμπού που υπάρχουν στις κοινωνίες των θηλαστικών ενώ παράλληλα δημιουργεί ένα ακραιφνώς εύστοχο σχόλιο πάνω στην απογαλάκτωση και την αποδέσμευση του παιδιού από τον γονέα / δάσκαλο. Της επιβαλλόμενης και πρόωρης αποδέσμευσης η οποία μέσα από την αναγκαστική επιβολή της, μοιάζει το πιο άδικο πράγμα του άγουρα βιομηχανικού τοπίου των Άσπρων Σπιτιών.

Το Attenberg είναι δεξιοτεχνικά βυθισμένο στον μακάβριο ρεαλισμό ανθρώπων που χάσανε και στη συνέχεια – για λίγο - χάθηκαν και οι ίδιοι. Εκεί υπάρχουν κάποιες στιγμές που μερικοί δεν θα ξεχάσουμε ποτέ. Ένα ξαφνικό «σκάσε» της Μαρίνας (το οποίο κρύβει μέσα του όσα δεν χωράνε στους διαλόγους μιας ταινίας) και την πιο ειλικρινή αντίδραση σε θάνατο που έχω παρακολουθήσει ποτέ στον κινηματογράφο. Αντίδραση παιδιού σε θάνατο γονέα. Ακόμα και αν οι περισσότεροι δεν καταλάβουνε τον λόγο.
Παράλληλα όμως η ταινία πρεσβεύει την συντροφικότητα, δίνοντας αξία στην ανάγκη του να έχουμε κάποιον δίπλα μας. Κάποιον που δεν θα ντρεπόμαστε και μαζί του θα φτύνουμε τον κόσμο που μας έτυχε από ψηλά. Κάποιον που θα ανταλλάσουμε βρισιές, θα φιλιόμαστε με γλώσσα και θα χορεύουμε υστερικά, πιασμένοι αγκαζέ. Και που θα μας κοιτάει στα μάτια και θα μας δίνει κουράγιο και δύναμη, κρατώντας με μανία το δεξί μας χέρι. Ή το αριστερό, δεν έχει σημασία.

Κάποιες ταινίες είναι φτιαγμένες για λίγους.

Chris Zafeiriadis

Κυριακή 10 Απριλίου 2011

My Blueberry Nights & Days - Μια ιστορία βγαλμένη από το σινεμά του Wong Kar Wai

Την πρώτη φορά που αντίκρισα το πρόσωπό σου ήταν έξω από ένα συνοικιακό μπαράκι, πριν από 15 περίπου χρόνια. Στεκόσουν μόνη, περιμένοντας κάποιον ή κάτι. Μικρά παιδιά ήμασταν τότε, ούτε λύκειο. Έρωτας με την πρώτη ματιά μου είπαν οι φίλοι, αθώος, άδολος και ειλικρινής. Ήσουν τόσο χαριτωμένη και όμορφη που δεν μπορούσα να πάρω τα μάτια μου από πάνω σου. Εντάξει, αυτό το τελευταίο είναι ψέμα, γύρισα το βλέμμα μου από την άλλη την στιγμή που κατάλαβα ότι με κοιτάζεις. Με κοίταξες είναι η αλήθεια, το θυμάμαι σαν χτες. Είμαι σίγουρος ότι κάτι αισθάνθηκες και εσύ, φαινόταν στο βλέμμα σου. Πήγαινες σε διαφορετικό σχολείο γι αυτό το μόνο που έμαθα τότε ήταν το όνομά σου. Λίγες μέρες μετά, οι ίδιοι φίλοι με πληροφόρησαν ότι ήσουν με κάποιον άλλο. Δεν μπορούσα να κάνω κάτι. Εκείνη η ευκαιρία μπορεί να μην υπήρξε ποτέ για εμάς. Αλλά και αν υπήρξε, χάθηκε για πάντα. Έμεινε όμως η στιγμή.

Τα χρόνια πέρασαν και εμείς χαθήκαμε και ξαναβρεθήκαμε αρκετές φορές. Σε μια επαρχιακή πόλη δεν γίνεται να χαθείς στ’ αλήθεια με κάποιον. Πότε μας όμως δεν πλησιάσαμε αρκετά κοντά, διότι όλο αυτό το διάστημα ευκαιρία δεν υπήρξε ούτε μία. Η ζωή μάς προχώρησε προς αντίθετες κατευθύνσεις αλλάζοντας συνέχεια δρόμους. Οι επιλογές μας ήταν τόσο διαφορετικές που ποτέ δεν καταφέραμε να γευτούμε μια blueberry pie μαζί.

Σε αυτά τα 15 χρόνια ζήσαμε πάρα πολλά, αρκετές ευτυχισμένες στιγμές και αρκετές δυστυχισμένες. Μεγαλώσαμε, διδαχτήκαμε και ερωτευτήκαμε, αγαπήσαμε και αγαπηθήκαμε, πληγώσαμε και πληγωθήκαμε. Αλήθεια, πόσες ιστορίες βρίσκονται συμπυκνωμένες μέσα σε αυτή την τελευταία πρόταση, ούτε να το σκέφτομαι δεν θέλω. Αναμνήσεις που κλείστηκαν μέσα σε κονσέρβες με άγνωστη ημερομηνία λήξης. Αν με ρωτήσεις τι συνέβη όλο αυτό το διάστημα, θα σου απαντήσω ότι συνέβη η ζωή. Συνέβη ο χρόνος που περνάει και πίσω δεν γυρίζει για κανέναν. Έτυχε και εγώ να δουλέψω σε κάποιο μπαρ έχοντας τα στριφτά μου τσιγάρα για παρέα. Για να είμαι ειλικρινής, δεν θυμάμαι να σε σκέφτομαι. Θυμάμαι όμως ένα βράδυ όταν διασταυρώθηκαν οι παρέες μας στη γωνία ενός δρόμου. Φορούσα ένα κοντομάνικο Clockwork Orange και μου είπες «ωραία μπλούζα». Συμπτωματικά, δεν το ξαναφόρεσα ποτέ αυτό το κοντομάνικο και τώρα σκέφτομαι ότι κανένας δεν θα μπορέσει επαναλάβει αυτή την φράση που είπες. Κανείς δεν θα μπορέσει να μου κλέψει αυτό που μου χάρισες εκείνη την μέρα.

Και φτάσαμε στο σήμερα που η μοίρα μας έφερε επιτέλους κοντά. Με έναν επίσης αθώο και ειλικρινή τρόπο, βρεθήκαμε να κάνουμε παρέα από σύμπτωση. Πέρασαν βδομάδες μέχρι να καταλάβω τι συμβαίνει. Μέχρι που ήρθε η στιγμή να καθίσουμε δίπλα δίπλα και να μοιραστούμε εκείνο τον βραδινό καφέ. Όταν σε κοίταξα στα μάτια είδα τον εαυτό μου να λαχταράει ξανά, όπως τότε. Είσαι τόσο καλή στο να διαβάζεις τους ανθρώπους που σίγουρα διάβασες το πρόσωπό μου. Άλλωστε, έχουμε μάθει να μιλάμε περισσότερο με τις κινήσεις και τα βλέμματα παρά με τις λέξεις. Τότε έγειρες λίγο πιο κοντά μου και γαμώτο, δεν κρατήθηκα και σε πήρα αγκαλιά. Και εσύ με φίλησες. Ακόμα σε νιώθω. Το συναίσθημα εκείνης της στιγμής που μοιραστήκαμε, δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Γιατί ξέρεις, κάποια συναισθήματα μένουνε για πάντα.

Εκείνο το βράδυ επισκέφτηκες την φαντασία μου. Ήμασταν στο κρεβάτι μαζί και δεν μας ένοιαζε τίποτα. Είχα τα στήθια σου στην αγκαλιά μου και τα κορμιά μας στροβιλίζονταν με ένα πρωτόγονο πάθος, λουσμένα από ιδρώτα και έρωτα. Με τις ανάσες μας βαριές, τα σκεπάσματα να ξεχειλίζουν ηδονή και τον χρόνο να κοιτάζει ανήμπορος, χωρίς να μπορεί να μπει ανάμεσά μας. Εκείνη την στιγμή τον είχαμε νικήσει. Εκείνη την στιγμή ήμασταν κάτι παραπάνω από εραστές και ο χρόνος ο μεγάλος χαμένος.

Ξέρω ότι αυτή η φαντασίωση δεν θα πραγματοποιηθεί ποτέ. Ίσως να είσαι η κατάλληλη, αυτή όμως δεν είναι η κατάλληλη στιγμή. Μπορεί να υπάρχουν τόσα πολλά που θέλουν να μας ενώσουν, υπάρχουν όμως άλλα τόσα που μας κρατάνε χώρια. Τα βλέπουμε, τα μιλάμε και τα αγγίζουμε κάθε μέρα. Κάποια από αυτά τα αγαπάμε κιόλας. Άλλωστε δεν μπορούμε να κερδίζουμε πάντα. Δεν μπορούμε να κερδίσουμε την τύχη κάποιου άλλου, θα ήταν άδικο. Σχεδόν δακρύζω τώρα που ακούω την Faye Wong να τραγουδάει για τον dream lover της, αλλά ταυτόχρονα χαμογελάω. Χαμογελάω γιατί ελάχιστοι άνθρωποι έχουν την τύχη να ζήσουν έναν τέτοιο έρωτα, τόσο σπάνιο και τόσο Kar-wai-ικό, που θα έκανε αυτόν τον δημιουργό να χαμογελάει από περηφάνια.

Πριν από λίγες μέρες είχες βγει έξω. Ήξερα σε ποιο μαγαζί ήσουν διότι ήταν και όλοι μας οι φίλοι εκεί. Ήρθα μέχρι την πόρτα αλλά δεν μπόρεσα να μπω μέσα. Αν το έκανα θα ήμουν ακόμα ο ίδιος. Τέτοιοι έρωτες όμως σε αλλάζουν ριζικά. Και αν δεν άλλαζα εκείνη την στιγμή, δεν θα το έκανα ποτέ μου. Έμεινα για λίγο εκεί έξω και το σκέφτηκα. Όταν βγήκε ένα ζευγάρι, προσπάθησα φευγαλέα να κοιτάξω μέσα αλλά δεν μπόρεσα να σε δω. Η πόρτα έκλεισε και το όνειρο χάθηκε για πάντα εκείνη την νύχτα. Οι αναμνήσεις όμως έχουν μείνει. Εύχομαι χωρίς ημερομηνία λήξης.

Πήγα σπίτι και είπα να σου στείλω ένα μήνυμα, αλλά μετά το μετάνιωσα. Σκέφτηκα καλύτερα να δω μια ταινία, μήπως και κρατήσω το μυαλό μου μακριά σου. Φυσικά, ήταν αδύνατο. Αποφάσισα τότε να σου γράψω αυτό το γράμμα που ευτυχώς θα μείνει καμουφλαρισμένο με την ετικέτα της κινηματογραφικής κριτικής. Κάποια πράγματα λέγονται καλύτερα γραμμένα. Το ξέρω ότι θα ιδωθούμε πάλι και μάλιστα σύντομα. Θα προσπαθήσω τότε να μη σε πλησιάσω πολύ για να μην έχουμε την ευκαιρία να γευτούμε εκείνη την blueberry pie. Τις στιγμές που ζήσαμε όμως δεν θα τις αφήσω να χαθούν. Τις έχω χαρίσει μια κάρτα επιβίβασης για το τρένο που ταξιδεύει σε εκείνο το περίεργο μέρος που οι αναμνήσεις μένουν ζωντανές για πάντα. Εκεί μπορούμε να ‘μαστε μαζί. Ακόμα και αν δεν μπορέσω να σε αγγίξω ποτέ ξανά. Ακόμα και αν όλα ήταν μια ψευδαίσθηση και εκείνη την μέρα, πριν από 15 χρόνια, δεν με κοίταξες ποτέ…

Chris Zafeiriadis