Πέμπτη 24 Μαΐου 2012

Funny Face (1957)


Δεν γνωρίζω κατά πόσο θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι το Funny Face είναι μια αριστουργηματική και αναγκαία για τον απαιτητικό σινεφίλ, ταινία. Δεδομένης της ψυχρολουσίας του πρώτου δεκάλεπτου, μάλλον το αντίθετο συμβαίνει. Εκεί ακριβώς είναι που εμφανίζεται η μικρή πρωταγωνίστρια Jo για να κυριαρχήσει στην ταινία, μεταλλάσσοντάς την από ανυπόφορη φαρσοκωμωδία που θέλει να οικειοποιείται το ροζ ως το χρώμα που θα σώσει τον πλανήτη, σε μια ανέμελα μικρή, πλην όμως απολαυστική, ιστορία αγάπης - για τους λιγότερο παραπονιάρηδες και περισσότερο ρομαντικούς θεατές. Αγάπης τόσο προς το πρόσωπο του έτερου πρωταγωνιστικού χαρακτήρα του - εξίσου κυρίαρχου-  Dick, όσο και προς την ακτινοβολούσα Πόλη του Φωτός και την λάμψη που εκπέμπουν οι διάσημοι δρόμοι της.

Το υλικό του Doden μοιάζει αρχέγονα θηλυπρεπές. Από το κακόγουστα στημένο περιοδικό μόδας (με το ειρωνικό όνομα «Quality» και τα σχεδόν διαστημικά γραφεία του) και τις δολοφονικές στιχομυθίες μεταξύ των δύο φύλλων, μέχρι τις ρομαντικές βόλτες στα φεγγαροφωτισμένα σοκάκια του Παρισιού και το αναμενόμενο φιλί στο φινάλε, θαρρείς πως αυτή η ταινία δεν επιζητά τίποτα παραπάνω από την αναγνώριση της ως μια αστεία μουσικοχορευτική παράσταση, τοποθετημένη στην πιο διάσημη πόλη του κόσμου.

Μια παράσταση που χρησιμοποιεί τις αριστοτεχνικές χορευτικές ικανότητες του μεγάλου Astaire (κάποια στιγμή ίσως θα έπρεπε να αναζητήσουμε την σύγκριση με το σήμερα – για να μην την επιτύχουμε ποτέ) και το αθώο βλέμμα της (λιγότερο, πλέον) εύθραυστης Hepburn, για να δώσει την δυνατότητα στον σκηνοθέτη να σχολιάσει και τελικά να ξεμπροστιάσει την υποκρισία του πνεύματος και της σοφίας έναντι της σάρκας και των κρυμμένων πόθων, αποθεώνοντας παράλληλα το πνεύμα του κόσμου της μόδας και της πασαρέλας. Δεν ξέρω αν αυτό είναι απόλυτα αξιοπρεπές, είναι όμως απόλυτα διασκεδαστικό να το βλέπεις ακόμα και σήμερα, που τα γούστα του κόσμου αδυνατούν να αλλοιωθούν με το πέρασμα του χρόνου. Το όμορφο πάντα θα τραβάει το βλέμμα και το χειροκρότημα των ανθρώπων, το αθώο πάντα θα κρυφολαχταρά να μετατραπεί σε ένοχο, ενώ το πρόστυχο πάντοτε θα διεγείρει εκείνους που διεγείρονται από την πρόστυχη, αλλά ειλικρινή, φαντασία τους.

Δεν είμαι σίγουρος αν υπάρχει κάποιος που θα κατέτασσε το Funny Face στην κορυφή των μουσικοχορευτικών 50’ς (αντίθετα με το Singing in the Rain το οποίο μοιάζει να αγαπάται περισσότερο και από περισσότερους) αλλά φαντάζομαι πως οι γυναίκες (πρωτίστως εκείνες με κοριτσίστικη καρδιά) θα ευχαριστηθούν και με το παραπάνω το αστείο αυτό, ροζ μουτράκι της ιστορίας. Οι πιο αρρενωποί χαρακτήρες ίσως χρειαστεί να ψάξουν στις λεπτομέρειες για να καταφέρουν να αντικρύσουν αξιόλογες στιγμές (όπως τον σχεδόν ψυχεδελικό χορό της Jo στο ημίφως ενός μπαρ ή στους κρυφο-screwball διαλόγους με την αρχισυνταξία του περιοδικού). Μην απορείς, έχω ακούσει να λένε ότι στις λεπτομέρειες κρύβονται οι πιο ένοχοι πόθοι αλλά και οι πιο ευγενείς απολαύσεις των ανθρώπων. 
Τί μάρκα είπαμε φοράει ο Διάβολος;


Chris Zafeiriadis

Παρασκευή 11 Μαΐου 2012

Carnage (2011)



Εγκλωβισμένος ανάμεσα στις καλογυαλισμένες ταπετσαρίες ενός τυπικού (γι’ αυτό, ίσως, και συμβολικού) διαμερίσματος, τοποθετημένου σε μια τυχαία γωνιά του δυτικού πολιτισμού, ο Θεός της Σφαγής θα πετσοκόψει τους τέσσερις μεσήλικες πρωταγωνιστές του και θα διαχύσει τα εντόσθια τους στους τέσσερις τοίχους (έναν για κάθε πρωταγωνιστή),  εξολοθρεύοντας κάθε ίχνος επίσημης (και υποχρεωτικής) ευγένειας που μας χαρακτηρίζει. Κάπως έτσι, το επιβεβλημένο αστικό  προσωπείο γίνεται ρημάδι, δίνοντας την θέση του στην πιο απολαυστική αποδόμηση της πολιτισμένης διαγωγής μας, σε μια ταινία που πιθανότερο είναι να μισήσεις, παρά να αγαπήσεις.   

Παρακολουθώντας την Σφαγή έπιασα τον εαυτό μου να χαμογελάει σαρδόνια. Όχι από τα (λιγότερο)κωμικο(και περισσότερο)τραγικά, φαιδρά ευτράπελα των δύο ζευγαριών αλλά από την σοφία που αναβλύζει μέσα από την παγίδα που τους έστησε ο σκηνοθέτης. Στην αρχή τους φέρνει αντιμέτωπους με έναν καθημερινό, συνηθισμένο (ακόμα και αν κατέληξε σε μικρή αιματοχυσία) καβγά των τέκνων τους και στη συνέχεια (με τους ματωμένους πρωταγωνιστές απόντες) τους επιβάλει να εξετάσουν τις διαφορές των δύο παιδιών, εξετάζοντας παράλληλα και τους λόγους που μια άγουρη κοινωνία εκκολαπτόμενων αστών, προτιμά να λύνει τα προβλήματά της πολεμώντας με ξύλινα όπλα στα χέρια, παρά με την σοφία των ενηλίκων. Μια σοφία που ακόμα και αν μοιάζει παρούσα στα πρώτα λεπτά της ταινίας, στη συνέχεια καταδικάζεται στην αφάνεια, σαν να μην υπήρξε ποτέ.   

Το θεατρικό της Yasmina Reza μοιάζει το ιδανικό όπλο για να εξαπολύσει ο σκηνοθέτης μια τυπική (πλην όμως, πάντοτε αναγκαία) επίθεση στην ανθρώπινη ευγένεια.  Και δεν χρειάζεται να κάνει τίποτα παραπάνω από το να αφήσει χώρο σε αυτούς τους μανιακούς ρημαδόρους να ρημάξουν την απαστράπτουσα αξιοπρέπειά τους, ρημάζοντας παράλληλα την κατανόηση των συμβάντων και, κατ’ επέκταση, του εαυτού τους. Γυαλισμένες εξωτερικά αλλά τσαλακωμένες εσωτερικά υπάρξεις, οι οποίες  παραμένουν τρομοκρατημένες στη θέα μιας αλήθειας που δεν λέγεται, πνίγουν την θλίψη τους σε ακριβά ουίσκι και χειροποίητες τάρτες φρούτων, κρύβοντας παράλληλα την περιρρέουσα κακοθυμία τους σε ακριβά λευκώματα φωτογραφιών και σπάνιες εκδόσεις βιβλιοδετημένων αναμνήσεων.   

Κοιτώντας όμως τη φιλμογραφία του Πολωνού, διαπιστώνεις ότι δεν έχουν αλλάξει και πολλά από όταν το Μαχαίρι έκοβε στα δύο τον φαινομενικό πολιτισμό στον οποίο ανήκουμε. Για τους περισσότερο (απαισιόδοξους, ρεαλιστές) δεν πρόκειται να αλλάξει κάτι, ακόμα κι αν περάσουν χίλια χρόνια από τώρα και χίλιοι άνθρωποι βρεθούν στα ίδια σπίτια που κατοικούμε σήμερα εμείς. Αυτό που ίσως αλλάξει (για τους αισιόδοξους, ρομαντικούς) είναι η προσωπική μας παραδοχή. Διότι ακόμα και αν το προσπαθούμε καθημερινά, δεν μπορούμε να φαινόμαστε συνεχώς ως εκείνοι που θα έπρεπε. Αναπόδραστα, κάποια στιγμή θα φανούμε αυτοί που πραγματικά είμαστε. Μπορούμε να υποκριθούμε, όχι όμως για πάντα, μπορούμε να κρυφτούμε, έως την στιγμή που θα ξεράσουμε τους εαυτούς μας στα μούτρα εκείνων που το αξίζουν περισσότερο.   

Chris Zafeiriadis 

Παρασκευή 4 Μαΐου 2012

La guerre est déclarée (Declaration of War) - (2011)


Ο Ρωμαίος και η Ιουλιέτα γνωρίζονται σε ένα πάρτι. Ερωτεύονται, παντρεύονται και αποκτούν ένα αγόρι, τον Αδάμ. Ο Αδάμ διαγιγνώσκεται με όγκο στο κεφάλι και τα παραμύθια τελειώνουν εκεί.


Ένα από τα βασικότερα προνόμια εκείνου που διηγείται μια κινηματογραφική ιστορία, είναι η δυνατότητα που έχει να επικοινωνεί άμεσα με τον εκάστοτε θεατή. Η δυνατότητα που του δίνεται να ξεπεράσει τους όποιους αυστηρούς κανόνες διέπουν την κατασκευή και ολοκλήρωση μιας ταινίας, φυτεύοντας στα σπλάχνα της δημιουργίας ατομικά στοιχεία του χαρακτήρα του, μετατρέποντας έτσι την διήγηση από διεκπεραιωτική σε προσωπική. Γεγονός που ξεπερνάει τόσο την γεωγραφία όσο και την χρονολογία που θέλουν να χωρίζουν τους ανθρώπους, δημιουργώντας διαλόγους και συζητήσεις που σου μένουν για πάντα. Πώς να ξεχάσεις άλλωστε εκείνον που σε άγγιξε όταν όλοι κοιτούσαν από απόσταση, εκείνον που σου μίλησε με την καρδιά του, όταν οι άλλοι έψαχναν ακόμα τις λέξεις.

Όσοι είχαν την ευκαιρία να γνωρίσουν την συμπαθέστατη Valérie Donzelli κατά την επίσκεψή της στην χώρα μας για την προώθηση του εξαιρετικού La reine des pommes, ανακάλυψαν μια ευαίσθητη γυναίκα η οποία χρησιμοποιεί με μια θαυμαστή άνεση τα χρώματα της ζωής και του έρωτα, για να μιλήσει για την ευκολία του να ερωτεύεσαι και την δυσκολία του να αγαπάς σε έναν όχι και τόσο εύκολο κόσμο. Στο La guerre est déclarée κρατάει τα ίδια ακριβώς χρώματα και τα τοποθετεί σε έναν καινούριο καμβά, έχοντας όμως απολέσει την ξεγνοιασιά του ρομάντζου και, υπό την καθοδήγηση της ίδιας της ζωής, κηρύσσει τον πόλεμο ενάντια στο δράμα. Ένα δράμα που βιώνει πρώτα η ίδια και αφού δώσει την προσωπική της μάχη, στην συνέχεια εμπνέεται από αυτή για να δημιουργήσει ένα έργο επικοινωνίας με όλους εκείνους που νιώθουν έτοιμοι να επικοινωνήσουν και να συνομιλήσουν μαζί της. Πόσο θάρρος χρειάζεται για να κάνεις κάτι τέτοιο, ούτε που γνωρίζω. Όμως, το θαυμάζω.

Από τους punk ήχους ενός απροσδιόριστου πάρτι, τις ανέμελες βόλτες, τα ερωτικά βλέμματα και τα φιλιά στα παγκάκια, στις άχρωμες μυρωδιές του νοσοκομείου και τους ήχους μιας μαγνητικής τομογραφίας από την οποία εξαρτάται το σύμπαν ολάκερο. Ο Ρωμαίος και η Ιουλιέτα μπορεί να μην πρόλαβαν να εξαντλήσουν τον ρομαντισμό τους, εξάντλησαν όμως τις χαρούμενες στιγμές τους, καλούμενοι να αντιμετωπίσουν τον πιο δύσκολο εχθρό. Για την Donzelli όμως, αυτός ο εχθρός είναι τρωτός. Αρκεί να μην του δώσεις την ευκαιρία να σε λυγίσει, στην προκειμένη περίπτωση, να μη λυγίσει τους δύο νεαρούς γονείς του μικρού Αδάμ. Γι αυτό και οι δυο τους με μια πνοή, αποτινάσσουν  τα ρούχα της άσκοπης μοιρολατρίας και ντύνονται, χωρίς δισταγμό, με τα χρώματα μιας εξ αρχής άνισης μάχης.

Μιας μάχης που συμβαίνει χωρίς να χρειάζεται να μάθεις το γιατί, πλημμυρισμένη όμως με τον οπτιμισμό εκείνων που δεν έμαθαν να πέφτουνε ποτέ. Η σκηνοθέτις στον ρόλο της ζωής της, αφήνει με περίσσια σοφία έξω απ’ την αφήγηση τις μοναχικές στιγμές, τα απέραντα δάκρυα (που είμαι σίγουρος κύλησαν ποτάμι) και τους σφοδρούς λυγμούς (που θα είσαι αφελής αν νομίζεις ότι δεν υπήρξαν στην πραγματικότητα), αποδίδοντας το δράμα στην πιο αναίμακτη μορφή του. Είναι οι στιγμές όπου η voice over αφήγηση και η παιχνιδιάρικη μουσική αποφορτίζουν την βεβαρημένη ατμόσφαιρα, δίνοντας την δυνατότητα στην Donzelli να σου μεταφέρει τα χαμογελαστά αστεία, τις αγαθές  προσευχές για να μην πάει κάτι λάθος και την απέραντη συντροφιά που ο Αδάμ είχε περισσότερο ανάγκη.

Είναι εκείνο ακριβώς το σημείο που αν προσπαθήσεις, ίσως καταφέρεις να ακούσεις την Donzelli να σου μιλάει, προσφέροντας το πιο αληθινό κομμάτι της καρδιάς της. Μιας καρδιάς ικανής να εμπνεύσει όλους εκείνους που μάχονται με το θεριό και έχουν την ανάγκη να πιστέψουν. Όμως η σκηνοθέτις δεν θα σου δώσει συμβουλές, ούτε θα σου κάνει υποδείξεις, θα σου διηγηθεί όμως την πορεία του δράματος με το ανάστημά της ορθωμένο. Ίσως τότε μπορέσουμε κι εμείς σαν απλοί θεατές, να αποκωδικοποιήσουμε τα λόγια αυτού του υπέροχου ανθρώπου, ίσως τότε κατορθώσουμε να αντιληφθούμε ότι αυτό που μας λείπει περισσότερο στις δύσκολες στιγμές δεν είναι οι αγκαλιές και τα φιλιά αλλά η ευκαιρία του να κλάψουμε όταν το έχουμε ανάγκη. Η ευκαιρία να φωνάξουμε όταν όλα γύρω μας σωπαίνουν.

Chris Zafeiriadis

Πέμπτη 26 Απριλίου 2012

Hugo (2011)

“Thank you for the movie today. It was a gift.” - Hugo’s Isabelle


Στα μάτια του μικροκαμωμένου Hugo Cabret θα αναγνωρίσεις μια εύθραυστη σιωπή έτοιμη να εκραγεί. Μια σιωπή η οποία σπάει την στιγμή της προσωπικής εξομολόγησης, μαρτυρώντας αλήθειες που μένουν ακατανόητες και ερωτήματα που μένουν για πάντα αναπάντητα. Το μικρό αγόρι που έβλεπε τα τρένα να περνούν χωρίς να νιώσει ούτε για μια στιγμή την ανάγκη να ανέβει σε κάποιο από αυτά, θα μαρτυρήσει το πάθος του για τις εικόνες, δίνοντας την ευκαιρία στον Scorsese να μαρτυρήσει με την σειρά του ένα ανάλογο  πάθος για το όνειρο. Ένα όνειρο που δεν σταματά ποτέ να αναπνέει, όπως ακριβώς συμβαίνει και στην περίπτωση του άλλου ρομαντικού ονειροπόλου της εποχής (και του σινεμά) μας, Woody Allen. Τον λόγο που και οι δύο ταυτόχρονα επέλεξαν να κάνουν την εξομολόγησή τους στους διάσημους δρόμους του πολύχρωμου Παρισιού δεν τον γνωρίζω, γνωρίζω όμως ότι η γαλλική αυτή πόλη έχει την δύναμη να ρίξει τις αχτίδες του απέραντου φωτός της στα πιο παθιασμένα και προσωπικά συναισθήματα των ανθρώπων (της).

Από τους μεταλλικούς ήχους του σιδηροδρομικού σταθμού μέχρι το λυτρωτικά μαγικό   χειροκρότημα του φινάλε, το Hugo είναι γεμάτο από το ανεξάλειπτο πάθος του δημιουργού του για τις εικόνες. Εικόνες που σαν καλοκουρδισμένα ρολόγια, ταξιδεύουν από την εποχή που ζούμε, πίσω στα χρόνια που γεννήθηκε το σινεμά και από εκεί αφήνονται ελεύθερες στα πέρατα του σύμπαντος, αναζητώντας την περιπέτεια. Εικόνες που κινούνται γεμάτες αυθορμητισμό, έρχονται με φόρα προς το μέρος μας, διαπερνούν τα μάτια και καρφώνονται για πάντα στο μυαλό, όπως ακριβώς και ο ασπρόμαυρος πύραυλος στην πασίγνωστη ταινία του Méliès. Οι ίδιες εικόνες που έχουν την δύναμη να φτάσουν σε εκείνους που τις αναζητούν, βγαλμένες από έναν κόσμο που πολλές φορές μπορεί να μην είναι αληθινός, είναι όμως ολόκληρος δικός τους. Και αν κάποιες απ’ αυτές δεν μπορούν να γίνουν πραγματικότητα, τότε γίνονται τέχνη.

Θυμάμαι παλιότερα που έλεγαν ότι η τέχνη τρέφει τα όνειρα και εκείνα τους ανθρώπους. Και ξέρεις, τα όνειρα δεν χωράνε ούτε σε δύο, ούτε σε τρεις διστάσεις. Ούτε απειλούνται από τον φθοροποιό χρόνο που θέλει τα πάντα να πεθαίνουν. Μονάχα ενισχύονται, μέχρι να έρθει η στιγμή να πραγματοποιηθούν, αλλιώς δεν θα έπρεπε να λέγονται όνειρα. Το Hugo μοιάζει να είναι το από καρδιάς δώρο ενός αμετανόητου κινηματογραφόφιλου προς όλους τους υπόλοιπους. Και μεταξύ μας, αν δεν σου αρέσει αυτή η ταινία, τότε λάθος άνθρωπο διαβάζεις. Διότι το Hugo είναι φτιαγμένο ώστε να το αισθάνεσαι σε κάθε σκέψη που περνάει απ’ το μυαλό σου, σε κάθε χτύπο που αφήνει η καρδιά σου και σε κάθε δάκρυ που κυλάει στο μαγεμένο πρόσωπό σου.  Είναι από εκείνες τις ταινίες που δεν έχουν μόνο την δύναμη να αποθανατίσουν τα όνειρα, αλλά και να τα πραγματοποιήσουν.

Chris Zafeiriadis

Τετάρτη 18 Απριλίου 2012

The Blood on Satan's Claw (1971)


Υπάρχουν κάποιες ταινίες στις οποίες δεν μπορείς να αντισταθείς. Με όποιο τρόπο και να προσπαθήσεις, αυτές θα σε ρουφήξουν μέσα τους, θα σε καταπιούνε μέχρι να μην μπορείς να ανασάνεις, μέχρι να παραδοθείς ολοσχερώς στην (αφελή, κάποιες φορές) ατμόσφαιρα στην οποία είναι παραδομένες. Τότε καταλαβαίνεις ότι έχεις κι εσύ παραδοθεί, ότι δεν μπορείς να αισθανθείς τίποτα παραπάνω από όλα όσα ήθελε ο σκηνοθέτης που τις δημιούργησε να αισθανθείς. Ή ο διάβολος, στον οποίο είναι αφιερωμένες. Το Blood on Satan’s Claw (ή Devil’s Skin, όπως είναι ο παράλληλος τίτλος του) είναι μια από αυτές τις ταινίες, την οποία άπαξ και συναντήσεις μια φορά, θα είσαι δικός της για πάντα. Θα φέρεις πλέον το σημάδι του σε κάποιο κρυμμένο σημείο του κορμιού σου, όπως ακριβώς και οι νεαροί, σατανολάτρες πρωταγωνιστές της ιστορίας.

Η ταινία του Haggard αποτελεί ιδανικό δείγμα του βρετανικού τρόμου, αναπόσπαστο κομμάτι των ταινιών που αφιερώθηκαν σε μια εποχή, δυο-τρεις αιώνες πριν από την δική μας, έχοντας ως πρωταγωνιστές είτε φανατικούς αντιπρόσωπους του κακού (δαίμονες, δράκουλες, τέρατα και μάγους) είτε τον ίδιο τον Εωσφόρο αυτοπροσώπως, μαζί με τους ορκισμένους ακολούθους του να θυσιάζουν αθώα θύματα στο όνομα της μεγαλειότητας που τον χαρακτηρίζει. Όπως ακριβώς συμβαίνει και σε αυτή την ιστορία, η οποία παίρνει ένα νεαρό κορίτσι ονόματι Angel Blake (που αναπνέει μεταξύ ουρανού και γης), και το βαφτίζει ιέρεια ενός κακού που προσπαθεί να αναδυθεί, να ζήσει και να λατρευτεί, στα στενά όρια ενός απομονωμένου χωριού της αγγλικής υπαίθρου.

Ο Haggard γνωρίζει πολύ καλά την αγγλική αυτή ύπαιθρο και την χρησιμοποιεί για να αναδείξει την γοτθική, εωσφορική μαγεία που με τόσο άκρατο μένος καταδίωκαν τέτοιου είδους, χριστιανοκρατούμενες κοινωνίες. Μια μαγεία που ξεκινάει από τα - λουσμένα στην μαυρίλα - κοράκια της αρχικής σεκάνς (τα υπέροχα αυτά πτηνά που απολαμβάνουν την μυρωδιά και την γεύση του θανάτου, χαρίζοντας την μακάβρια αύρα τους στην ταινία) και δεν εξαντλείται παρά μόνο όταν πέσουν οι φλεγόμενοι τίτλοι τέλους.

Στο ενδιάμεσο, από τα μάτια μας παρελαύνουν όλα εκείνα που κάνουν την ταινία απολαυστική: Πέτρινα σπίτια που παγώνουν και ξύλινα πατώματα που τρίζουν (όχι από φθορά, αλλά από το κακό που κατοικεί μέσα τους, περιμένοντας να αναδυθεί), σημαδεμένοι αμαρτωλοί με τα τριχωτά σημάδια κρυμμένα στα κορμιά τους, παραληρούντες αιδεσιμότατοι που κυνηγάνε φίδια στα ξεραμένα χωράφια, συντηρητικοί δικαστές που μετατρέπονται σε αχόρταγοι Witchfinder Generals, ερεθισμένοι σατανολάτρες που προσεύχονται για την παντοκρατορία του αφέντη τους, ερεθιστικές εωσφορίζουσες νύμφες με τους ερωτικά προκλητικούς χορούς τους και, μια υπέροχη σατανική τελετή, ένας τελετουργικός βιασμός του πνεύματος και ένας αιματηρός θάνατος του σώματος που λαμβάνει χώρα σε μια ερειπωμένη και κατεστραμμένη εκκλησία. Έναν τόπο που κάποτε ήταν ο οίκος του Θεού αλλά βεβηλώθηκε από το πέρασμα του χρόνου και τώρα κατοικείται από έναν Άλλο.

Βέβαια, ο Haggard ξέρει ότι όλα τα παραπάνω δεν είναι αρκετά για να μαγέψουν τον απαιτητικό θεατή, γι’ αυτό και χρησιμοποιεί με έναν αριστοτεχνικό τρόπο την ψυχεδελίζουσα μουσική του Marc Wilkinson για να χτίσει μια ντελιριακή ατμόσφαιρα, αγκαλιάζοντας όλες εκείνες τις ψυχές που δεν εξαγνίζονται, τα ξόρκια που δεν λύνονται και τις ανήσυχες φωνές που αντηχούν μέσα στα δάση, χωρίς να μπορείς να ξεχωρίσεις αν είναι αληθινές ή μέρος την καλπάζουσας φαντασίας σου.

Όμως, αν κάτι απομένει μετά το πέρας του απλοϊκού, ομολογουμένως, φινάλε (και την μεγαλοπρεπή μάχη καλού-κακού που λάμπει δια της απουσίας της), δεν είναι η απότομη επιστροφή στην πραγματικότητα που μας περιτριγυρίζει, τοποθετώντας μας μακριά από τέτοιου είδους ετεροχρονισμένα παραμύθια, αλλά η φανταστική εικόνα ενός διαβολεμένου σάτυρου να χαμογελάει σαρδόνια, αντικρίζοντας το devil’s skin που έχει κάνει δώρο σε όλους τους ανθρώπους. Εκείνο το τριχωτό κομμάτι δέρματος της ηβικής περιοχής, για το οποίο ελάχιστα λέγονται και πλείστα φαντασιώνονται, της περιοχής απ’ όπου αφυπνίζονται όλα τα πρωτόλεια ένστικτα και στην οποία γεννιούνται οι πιο όμορφες σκέψεις, και οι πιο αμαρτωλές μας επιθυμίες.

Chris Zafeiriadis