Δευτέρα 25 Νοεμβρίου 2013

Only God Forgives (2013)

Κάθε ταινία έχει το δικό της σύμπαν. Και κάθε χαρακτήρας οφείλει να ζει, να δρα και να αναζητά μέσα στο πλαίσιο και τα όρια που θέτει η εκάστοτε ιστορία. Ο σκηνοθέτης με τη σειρά του, έχει υποχρέωση να δημιουργεί τις εικόνες εκείνες που θα συνδέσουν το θεατή με τους χαρακτήρες, με το έργο και, τελικά, με όλους εκείνους που πιστεύουν ότι μια ιστορία αξίζει να ειπωθεί όταν κουβαλάει μέσα της τη δύναμη της επιρροής και την ανεξάντλητη ικανότητα να δημιουργεί δεσμούς. Με αυτό τον τρόπο γεννιούνται οι κινηματογραφικοί μύθοι, πλάθονται τα πρόσωπα που μας κρατάνε συντροφιά και βιώνονται τα συναισθήματα που η ζωή μοιάζει να στερεί από κάποιους ανθρώπους. Το βίωμα φυσικά δεν αποτελεί συναισθηματικό υποκατάστατο αλλά είναι αχόρταγα αληθινό αφού σε κάνει να σκέφτεσαι, να δακρύζεις και να καρδιοχτυπάς για κάποιον που βρίσκεται ακριβώς μπροστά στα μάτια σου. Ακόμα και αν δεν μπορείς να τον αγγίζεις στην πραγματικότητα, αγγίζεις ένα κομμάτι από όσα κρύβει μέσα του, από όσα θέλησε ο δημιουργός να αναδείξει και να μοιραστεί τελικά με το θεατή.

Κατά ένα διαβολεμένα περίεργο τρόπο, το Only God Forgives είναι ολάκερα απολαυστικό και, ταυτόχρονα, επικίνδυνα παρεξηγημένο. Παρεξηγημένο από εκείνους που περίμεναν ένα ακόμα “Drive” να οδηγείται στους κριματισμένους δρόμους της Μπανγκόκ, προσφέροντας ένα κομμάτι από όσα ο ανώνυμος πρωταγωνιστής εκείνης της ταινίας κουβαλούσε στις αποσκευές του. Αντί γι’ αυτό όμως, βρέθηκαν αντιμέτωποι με την ίδια (αν όχι καλύτερη) στυλιζαρισμένη και αυτάρεσκη σκηνοθεσία, την ίδια (αν όχι πιο έντονη) φωτοευαίσθητη αισθητική, αλλά με ένα μάτσο δυσδιάκριτους χαρακτήρες να περιπλανιούνται στα κάδρα, χωρίς να μπορούνε να τους πλησιάσουν για να τους αγγίξουν ούτε στο ελάχιστο.

Το παραπάνω γεγονός δεν αποτελεί φυσικά μια αποτυχημένη προσέγγιση της ιστορίας, ούτε και πρόκειται για ανάπηρη καταγραφή μιας κενόδοξης πραγματικότητας. Συμβαίνει όμως διότι ανάμεσα στις δύο ταινίες αναπνέει υπογείως μια αξιολάτρευτη διαφορά. Όταν το Drive μέσα από τη μοναξιά και τη συναισθηματική του αναζήτηση χαρίστηκε ολόψυχα και χωρίς φειδώ στους απανταχού θεατές (ή τουλάχιστον στους περισσότερους από αυτούς), το Only God Forgives δεν το κάνει, ούτε για μια στιγμή. Και δεν το κάνει διότι στο εσωτερικό αυτής της ταινίας κρύβεται ένα σύμπαν συγκεχυμένο, αδιαπέραστο και καμουφλαρισμένο με το μανδύα της εικαστικής ηδονής, ένα σύμπαν στο οποίο αντανακλάται όλο το πάθος, η αμαρτία και το αποσιωπημένο όνειρο των περιπλανώμενων ηρώων. Και όμως, όταν καταφέρεις να προσπεράσεις την εντυπωσιακή εικόνα και τις ψευδαισθήσεις, θα έρθεις αντιμέτωπος με ένα αριστούργημα.

Από το πρώτο πλάνο της ταινίας γίνεται αντιληπτή η αξιοθαύμαστη προσήλωση του Refn στη δημιουργία ενός προσωπικού και απόλυτα σύμπαντος, τοποθετημένου σε μια γωνιά του πλανήτη αρκετά μακριά από την πολύπαθη και γνώριμη Δύση. Η περιοχή της Ταϊλάνδης είναι ένας τόπος εξίσου πολύπαθος και αμαρτωλός, μπορεί όμως να μετατραπεί στον τόπο της (δεύτερης) ευκαιρίας ή ακόμα στον τόπο όπου οι έσχατες επιθυμίες συμβαδίζουν με την κατάληξη ενός σχιζοειδούς παραμυθιού. Σε αυτό το πρώτο πλάνο, το πρόσωπο του πρωταγωνιστή Julian  φαίνεται φωτισμένο κατά το ήμισυ, ενώ το έτερο ήμισυ παραμένει στο σκοτάδι, όπως και η προσωπικότητα του συγκεκριμένου ήρωα. Ένα σκοτάδι που μοιάζει να περιτυλίγει τους περισσότερους από τους ήρωες, αφήνοντας μονάχα ψήγματα αλήθειας να διακρίνονται, με το δράμα να λούζεται μέσα σε μερικές μόνο ηλιαχτίδες φωτός και στη νέον αντανάκλαση μιας ερυθρής ψυχεδέλειας.

Ο χαμένος αυτός ήρωας (σιωπηλά εξαιρετικός ο Ryan Gosling) μοιάζει μερικώς αποστασιοποιημένος από την πραγματικότητα. Μερικώς, διότι από τη μια επηρεάζει και επηρεάζεται από τα γεγονότα της ιστορίας, από την άλλη όμως φαίνεται να βυθίζεται σε μια δική του αλήθεια, σε μια ονειρικά κρυμμένη ψευδαίσθηση. Αυτές τις δύο πραγματικότητες παίρνει ο Refn δημιουργώντας ένα περιβάλλον αφιερωμένο  εξ ολοκλήρου στην ενδοστρέφεια του ήρωά του. Ενός ήρωα ευλαβικά συσχετισμένου με τη μαφία και οιδιπόδεια εξαρτημένου από τη μητέρα του (διαβολικά υπέροχη η Kristin Scott Thomas), ενός ήρωα αμετάκλητα (πια) μοναχικού, που δε δίνει δεκάρα για το αν θα γίνει αρεστός ή κατανοητός από το θεατή. Έτσι και ο Refn αδιαφορεί για το αν θα καταφέρει καθορίσει την ολοκλήρωσή του.

Και όμως, αν κοιτάξεις μέσα στα μάτια του Julian θα καταλάβεις ότι το μόνο που επιζητά είναι μια καθολική, λυτρωτική αναμέτρηση. Αναμέτρηση με τον ίδιο το Θεό (όπως προδίδει και ο τίτλος της ταινίας), αναμέτρηση που θα καταλήξει όχι στην εξιλέωση, ούτε στην ανάδειξη του υπέρτερου, αλλά στην ήττα. Ψυχική και σωματική. Μόνο ο Θεός έχει τη δύναμη να συγχωρέσει πραγματικά, έχει όμως και την υποχρέωση να τιμωρήσει. Και ο ήρωας εδώ γνωρίζει ότι πρέπει να τιμωρηθεί. Διαφορετικά δεν θα μπορέσει ποτέ να ξεπλύνει το αίμα που έβαψε τα χέρια του κόκκινα, τα ίδια χέρια που κουβαλάνε τις αμαρτίες του παρελθόντος και που ο Refn έχει καδράρει αρκετές φορές μέσα στην ταινία, υπενθυμίζοντας τη συνεχή, κεφαλαιώδη σημασία τους.

Η αναμέτρηση έρχεται και ο Julian ηττάται ολοκληρωτικά. Για την ακρίβεια δε δίνει ούτε ένα χτύπημα στον αντίπαλό του, ο οποίος φέρει το όνομα Chang και η οργή στο βλέμμα του  μαρτυρά το θυμό ενός δημιουργού-Θεού απέναντι στις τερατώδεις πράξεις του δημιουργήματός του. Ο ήρωας γνωρίζει ότι η ποινή προηγείται της συγχώρεσης και ότι η κάθαρση έπεται νομοτελειακά. Και σε αυτό συναινεί. Γνωρίζει επίσης ότι η ήττα δεν επαρκεί για να τον αποδεσμεύσει από την αμαρτία. Έτσι, λίγο πριν το φινάλε, το ξίφος του ίδιου Θεού θα αποκόψει τα χέρια από το υπόλοιπό σώμα, αφήνοντας εν τέλει ψυχή και πνεύμα ελεύθερα να λαχταρούν για λίγη ακόμα ψευδαίσθηση, λίγη ακόμα ονειρική, συναισθηματική και δραματουργική ολοκλήρωση.

Πάνω σε αυτό το τελευταίο βασίστηκε ο Refn, κατασκευάζοντας ένα περιβάλλον οριακό και κωδικοποιημένο, με τη λογική ναρκοθετημένη και το συναίσθημα ριζωμένο στη μελαγχολία της αυτογνωσίας, την αναγνώριση της ενοχής και την παραδοχή όλων εκείνων που το κτήνος της απ-ανθρώπινης λογικής μάς επιβάλλει. Μια παραδοχή η οποία στοιχειώνει το άτομο και αναπόδραστα οδηγεί στην ηθική επιλογή της συνειδησιακής αυτοτιμωρίας, πρώτιστα πνευματικής και στη συνέχεια σωματικής.

Που χωρίς αυτήν θα ήμασταν υποταγμένα και αθρήνητα κτήνη, εγκλωβισμένοι στη ζούγκλα της προσωπικής μας αποπνευμάτωσης.


 Chris Zafeiriadis

Δευτέρα 4 Νοεμβρίου 2013

The Conjuring (2013)


Αν έπρεπε να χαρακτηρίσω με δύο μόνο λέξεις ‘Το Κάλεσμα’ του τρομολάγνου James Wan, αυτές θα ήταν πειστικό αλλά τελικά (και παρα-ψυχολογικά) ακίνδυνο. 

Πειστικό διότι καταφέρνει με μια αξιοθαύμαστη ευκολία να βυθίσει τον (επίσης τρομολάγνο) θεατή μέσα στην σκιώδη  ατμόσφαιρα της ιστορίας, να τον στοιχειώσει, να τον ταρακουνήσει από το κάθισμά του και στη συνέχεια να τον αφήσει μονάχο να κοιτάζει με βλέμμα τρομοκρατημένο το βαθύ, αχόρταγο σκοτάδι που τον περιτριγυρίζει, καθώς τα φώτα χαμηλώνουν για ακόμα μια άγρυπνη νύχτα (αυτό άλλωστε δεν είναι μόνο ευτύχημα αλλά και απώτερος σκοπός μιας τέτοιου είδους ταινίας).

Ακίνδυνο διότι παρά τις καλοπροαίρετες προθέσεις του σκηνοθέτη και την απαστράπτουσα αγάπη του για το σινεμά του φανταστικού (επιρροές από Friedkin, Hooper και Hitchcock με μια πρώτη ματιά), από τη μέση και έπειτα παραδίδεται άνευ όρων στις φτωχές επιταγές μιας ανελέητης και άψυχης βιομηχανίας που θέλει να μετράει τα πάντα με αριθμούς κεφαλιών και (επίσης άψυχων) εισιτηρίων. Παραδίδεται χωρίς να έχει το θάρρος αλλά και την τόλμη να ξεφύγει από την επιφανειακή προσέγγιση της δαιμονοποίησης και τις ευκολοχώνευτες σεναριακές διεξόδους, αποτρέποντας έτσι την ιστορία από το να αναδειχθεί σε κινηματογραφικό φαινόμενο της εποχής μας. Παραδίδεται, αφήνοντάς την να σπαρταράει για αναγνώριση, βροντοφωνάζοντας για την αλήθεια που κουβαλάει μέσα της, παραμένοντας όμως “παγιδευμένη” ανάμεσα στις δύο ταινίες του Insidious.

Εντούτοις, όλα αυτά ανήκουν στην εκ των υστέρων θεωρία. Διότι στην (κάθε του) πράξη, ο James Wan καταφέρνει αυτό που ελάχιστοι συνάδελφοί του καταφέρνουν σήμερα. Να κατασκευάσει μια αγνή και καλοσκιασμένη ταινία διάχυτου τρόμου, υπηρετώντας με σεβασμό το είδος που φαίνεται να του ταιριάζει. Επιλέγει την ελαφρότητα της μυθοποίησης για να ξεδιψάσει προσωρινά τους επιρρεπείς στον φρικώδη τρόμο θεατές και όλους εκείνους που παθιάζονται στο να ταξιδεύουν, εθισμένοι στα αχαρτογράφητα βάθη μιας άλλης πραγματικότητας.

Προσωρινά και μέχρι την επόμενη φορά...

Chris Zafeiriadis

Πέμπτη 6 Ιουνίου 2013

Un cuento chino (2011)


Δεν ξέρω για το φτερούγισμα μιας πεταλούδας αλλά όταν μια αγελάδα ίπταται και στη συνέχεια πέφτει από τον ουρανό επάνω στα κεφάλια μας, ο τυφώνας που προκαλεί είναι αμείλικτος. Τα ατυχήματα μπορεί να είναι μέρος της καθημερινότητας αλλά όταν συμβαίνουν με τέτοιο αλλόκοτο τρόπο, η ζωή αλλάζει ριζικά, διαγράφοντας μια καινούρια, απροσδόκητη ρότα. Και στη συνέχεια εμπνέονται ιστορίες σαν και τούτο εδώ το μικρό παραμύθι, το οποίο τη ζωή δεν έχει σκοπό να την αλλάξει, καταγράφει όμως μερικές από τις πιο αδυσώπητες αλήθειες και τις σερβίρει σαν αχνιστό κινέζικο πιάτο στο τραπέζι.

Βασισμένη σε ένα παράδοξο αληθινό περιστατικό, η ταινία του Borensztein παίρνει ένα καλόκαρδο αλλά άτυχο Κινέζο και τον φέρνει στην πόρτα ενός μοναχικού Αργεντινού, ο οποίος αρέσκεται στο να ζει μόνος και απομονωμένος από τους ανθρώπους που τον περιτριγυρίζουν. Ο Jun και ο Roberto έρχονται κοντά διότι ο ένας έχει την ανάγκη του άλλου, χωρίς όμως οι ίδιοι να γνωρίζουν το γιατί, όπως συνήθως συμβαίνει στην καθημερινότητα των ανθρώπων της διπλανής πόρτας. Η ευτυχής αυτή συνεύρεση θα αναπτύξει μια φιλία μεταξύ των δύο αντρών, χαρίζοντάς τους απρόσμενα την ευκαιρία που αναζητούσαν αλλά δεν έβρισκαν στο διάβα τους. Ο Jun θα βρει τη δύναμη που του έλειπε για να ανταπεξέλθει σε αυτό που χωρίς έλεος του επιφύλαξε η μοίρα, ενώ ο Roberto θα μπορέσει επιτέλους να κοιτάξει στα μάτια  τη γυναίκα που (τον) αγαπάει, κοιτάζοντας παράλληλα με οπτιμισμό μια ζωή που δεν πίστευε ότι μπορεί να του αξίζει.  

Για μια ταινία φαιδρά τιτλοφορούμενη η οποία κάνει τις περισσότερες χιουμοριστικές ιστορίες του Hollywood να φαίνονται σαν κακοδιάθετα αναμασήματα, το ελλειπτικό ρομάντζο και το σχετικά απότομο φινάλε δεν είναι ικανά ώστε να θεωρηθούν παραπτώματα. Τη στιγμή μάλιστα που το τελικό αποτέλεσμα ποντάρει στην εξωστρέφεια των συναισθημάτων, ακτινοβολώντας την ευφορία που οφείλει μια τέτοια ταινία στο κοινό της.

Νοηματικά δεν υπάρχει τίποτα βαρύγδουπο εδώ, δεν υπάρχει ούτε κάποια καλλιτεχνικά βαθυστόχαστη επιδίωξη που θα λατρέψουν οι αδηφάγοι θεωρητικοί. Υπάρχει όμως μια ευγενική προσέγγιση του δράματος και ο τρόπος με τον οποίο γίνεται αποδεκτό από τους ανύποπτους ήρωες της ιστορίας. Ήρωες οι οποίοι το μόνο που φαίνεται να επιζητούν είναι μια ταπεινή αλλά ουσιαστική επικοινωνία με τους εκάστοτε θεατές και μια συγχώρεση για όσα πόθησαν, κόπιασαν αλλά δεν κατάφεραν να κατακτήσουν.

Μέχρι να το κάνουν.

Chris Zafeiriadis

Παρασκευή 17 Μαΐου 2013

The Place Beyond the Pines (2012)



Το δράμα έχει τη δυνατότητα να ελίσσεται. Όχι μόνο ανάμεσα στους χαρακτήρες και τα ανυποψίαστα θύματά του, αλλά και ανάμεσα στις εποχές που διαδέχονται η μία την άλλη με μανία, χωρίς ενδοιασμό και χωρίς καμία χρονοτριβή. Με αυτό τον τρόπο αναγνωρίζεται ως μια διαχρονική κατάσταση την οποία το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να την αποδεχτείς και να την αντιμετωπίσεις τη στιγμή που τη βιώνεις. Διαφορετικά μένει για πάντα εκεί, αφήνοντας  ανοιχτούς λογαριασμούς για τους επόμενους που θα ‘ρθουν.  Τα ίχνη βεβαίως είναι παντοτινά.

Το δράμα σε επιλέγει χωρίς κανένα δισταγμό. Επιλέγει να έρθει κοντά σου, να σε αγκαλιάσει, να σε τυραννήσει και τελικά να σε μεταμορφώσει σε κάτι που δεν πίστευες ότι μπορούσες να υπάρξεις. Στηn ταινία του Cianfrance το δράμα αναπτύσσεται σε τρεις πράξεις, ισόποσες στη δυναμική τους, όχι όμως και στις επιπτώσεις που έχουν στους εκάστοτε πρωταγωνιστές. 

Τα πρώτα 50 λεπτά της ταινίας αφιερώνονται στον υπέροχα εκφραστικό Ryan Gosling με τα ταλαιπωρημένα  τατουάζ και τα ξεθωριασμένα αμάνικα, που τυχαίνει να είναι και ένας από τους πιο αξιολάτρευτους ηθοποιούς της γενιάς του. Ο χαρακτήρας του, Luke, είναι και ο πρώτος που δέχεται τα πυρά της τραγωδίας και αναπόδραστα μεταμορφώνεται. Μεταμορφώνεται από ριψοκίνδυνο μοτοσικλετιστή ενός συγχυσμένου λούνα παρκ, σε πατέρα ενός παιδιού που δεν ήξερε ότι υπάρχει. Καλείται έτσι να επανακαθορίσει τις προτεραιότητες που τον περιβάλλουν και να επαναφέρει στα ίσια μια ζωή γεμάτη ανισορροπίες, επανακτώντας παράλληλα  το κίνητρο που θα προσδιορίσει τις μετέπειτα επιλογές του.  Ένα κίνητρο που μετατρέπει τον Luke σε παράτολμο ληστή τραπεζών, με τρεμάμενη φωνή αλλά σταθερή πίστη στην κινδυνώδη του φύση. Μια χαμένη ψυχή που αφήνει πίσω της τον πεσιμισμό της ασημαντότητας, ανακαλύπτοντας τη λαχτάρα της ευθύνης και της αξίας του να νοιάζεσαι επιτέλους για κάτι.

Στο δεύτερο μέρος το βάρος πέφτει στον Bradley Cooper και την ενσάρκωση του Avery. Πριν τη μετάβαση όμως, μεσολαβεί η σύγκρουση με τον Luke και στη συνέχεια το ψέμα. Ένα αθέατο ψέμα μιας αστραπιαίας στιγμής που μετατρέπει τον έτερο πρωταγωνιστή από ανώνυμο αστυνομικό σε διακεκριμένο ήρωα και με το πέρασμα των χρόνων, σε ισχυρό πρόσωπο της πολιτικής. Της πολιτικής μιας χώρας ηθικά ηττημένης, που έχει μάθει να εθελοτυφλεί μπροστά στο αίσθημα της ευθύνης, με αυτό όμως είναι το πιο αδύναμο κομμάτι της ταινίας. Τη δόξα ουδείς εμίσησε, αρκετοί όμως την πόθησαν παραδίδοντας γη και ύδωρ στο βωμό της συνεχούς αναρρίχησης στο κοινωνικό σύνολο. Στην προκειμένη περίπτωση, μια συνείδηση που μοιάζει να μένει για πάντα με το βάρος της ενοχής και του ψεύδους, αφήνοντας παρά δίπλα μια ρημαγμένη μητέρα (παραδόξως, έξοχη η κυρία Mendes) και έναν αθώο γόνο να επωμίζεται το δράμα.
  
Στο τρίτο και τελευταίο μέρος, η τραγωδία σταματά να επιτίθεται και ξεκινά την αναζήτηση της λύτρωσης που οφείλει στα θύματά της. Παράλληλα με μια στιγμή συγχώρεσης που έρχεται με καθυστέρηση 15 ετών, ανίκανη να αντιστρέψει τη ροή του χρόνου  που έχει λούσει με αδυσώπητες στιγμές τα θύματά του. Είπαμε, τα ίχνη είναι παντοτινά. Παντοτινή όμως είναι και η λύτρωση από τη στιγμή που θα την κατακτήσεις. Αυτό είναι κάτι που ο Cianfrance γνωρίζει και επάνω του χτίζει το φινάλε της ταινίας. Ένα φινάλε που χαμόγελα δεν έχει, προσπαθεί όμως να λυτρώσει τον θεατή από το βάρος του δράματος που προηγήθηκε, απονέμοντας  την ευθύνη σ’ αυτούς που την απαρνήθηκαν και την ελευθερία σε εκείνους που δεν πίστευαν ότι μπορούσαν να την κατοικήσουν.

Με τον καβαλάρη μιας ατίθασης μοτοσυκλέτας να χάνεται στην απέραντη αναζήτηση της καινούριας, αυθύπαρκτης ζωής του.

Chris Zafeiriadis

Τετάρτη 10 Απριλίου 2013

Dans la Maison (2012)


Μια από τις μεγαλύτερες αρετές του κινηματογράφου είναι ότι έχει την δύναμη να μας μιλάει. Μέσα από τους δημιουργούς και τις ιστορίες που αφηγείται ο καθένας από αυτούς, οι εικόνες αποκτούν ζωντανή υπόσταση και μας μιλάνε για κάθε λογής θέματα. Για εκείνα που πέρασαν και εκείνα που θα έρθουν, για τους ανθρώπους που έζησαν στο παρελθόν και για εκείνους που δε γεννήθηκαν ακόμα. Όλα και όλοι τους έχουν κάτι να μας πούνε. Εμείς με τη σειρά μας, το μόνο που έχουμε να κάνουμε είναι να ακούσουμε. Ως θεατές, αυτή είναι η δική μας αρετή. Το αν θα καταλάβουμε, ή αν θα αντιληφθούμε την ουσία με ένα ολότελα διαφορετικό τρόπο, δεν είναι (μόνο) θέμα διάθεσης, αλλά (και) χαρακτήρα. Χαρακτήρα που πλάθεται, δομείται και αναδιαμορφώνεται μέσα στο χρόνο, ανάλογα με τα βιώματα του καθενός. Η ταινία του Ozon ανήκει σε εκείνη την κατηγορία ταινιών που σέβεται το θεατή και μας μιλάει για εκείνα που ξεχάσαμε να σεβόμαστε ως άνθρωποι. 

Το Dans la maison έχει ως θέμα του ένα 16χρονο αγόρι, έναν μεσήλικα καθηγητή λογοτεχνίας, τη σχέση που αναπτύσσεται μεταξύ των δύο καθώς επίσης και την αφορμή αυτής της ανάπτυξης. Μια σχέση η οποία ξεκινάει από μια τυπική εργασία σαββατοκύριακου και καταλήγει σε ένα λογοτεχνικό ποταμό, ικανό να αλλάξει τις ζωές όσων περιπλέκονται σε αυτό: Του 16χρονου εκκολαπτόμενου συγγραφέα, του μαθηματικά αδύναμου και καλύτερού του φίλου (που εμπνέει τη συγγραφή), των μεσαίας τάξης γονιών του τελευταίου, του καθηγητή που επαναπροσδιορίζει τη θέση του στο κοινωνικό σύνολο (και την οικογένεια που ποτέ δεν μπόρεσε να έχει) και τέλος, της άτεκνης γυναίκας του η οποία αγωνίζεται να κρατήσει ζωντανή μια νεωτεριστική γκαλερί αμφιβόλου ποιότητας. 

Ανάμεσα σε αυτούς τους χαρακτήρες, και τις προσπάθειές τους να κρατηθούν αλώβητα ζωντανοί, ο Ozon έχει τοποθετήσει πληθώρα αναφορών αλλά κυρίως μειλίχιας κριτικής στη σύγχρονη πραγματικότητα. Σύγχρονη αλλά ταυτόχρονα παραδοσιακή, αυτάρεσκη αλλά με συγκεκριμένες κατευθυντήριες γραμμές οι οποίες έχουν ως στόχο την ισορροπία και εξίσωση των διαφόρων κοινωνικών στρωμάτων. Δεν θα έπρεπε να υπάρχει διαμαρτυρία εδώ, δική μας είναι η πραγματικότητα, εμείς τη χτίσαμε. Με την εξίσωση να θεμελιώνεται αρχικά στο σχολικό ίδρυμα, ένα μέρος όπου οι ηγέτες, οι βάρβαροι και οι ακόλουθοι εκκολάπτονται, αποκτώντας ο καθένας το δικό του ρόλο. 

Η ταινία ξεκινάει από την ανάγκη του 16χρονου Claude για λογοτεχνική δημιουργία και συνεχίζει με την ανάγκη του καθηγητή του Germain για λογοτεχνική διδασκαλία. Ανάμεσα στα δυο καλλιεργείται η ανάγκη για απογύμνωση. Μέσω των ηρώων του, ο Ozon απογυμνώνει το θεατή, απογυμνώνοντας παράλληλα το σύστημα, την κοινωνία, το πνεύμα. Το πνεύμα ενός φθίνοντος πολιτισμού πνιγμένου στην υποκρισία και τα πάθη, ενός πολιτισμού με ακρωτηριασμένη φαντασία και λανθάνουσες επιθυμίες, ο οποίος βρίσκεται στο ναδίρ της δημιουργικότητας και το ζενίθ του καταναλωτισμού. Ενός πολιτισμού βουτηγμένου στο σκοτάδι με τα μάτια των ανθρώπων να έχουνε προσαρμοστεί σε αυτό, χωρίς να μπορούν να διακρίνουν πότε ακριβώς σταμάτησε η αναγκαία κατανάλωση και ξεκίνησε ο εθισμός. 

(Σημεία των καιρών θα πει κάποιος αλλά δεν είμαι και τόσο σίγουρος.) 

Αν αυτός είναι ο κόσμος που βλέπει ο Ozon τότε αυτοί είναι και οι άνθρωποί του. Και επάνω σε αυτούς ρίχνει το βλέμμα του, σαν το αγόρι στο τελευταίο θρανίο που βλέπει και παρατηρεί τα πάντα. Όχι με ύφος διδακτικό αλλά με ύφος μελαγχολικά θυμωμένο. Με τη μελαγχολία να επικρατεί του θυμού σε μια μάχη με ελάχιστους παρατηρητές. Φυσικά δεν έχει την πρόθεση να ταπεινώσει αλλά μονάχα να ταρακουνήσει τους ήρωες. Όπως η τέχνη η οποία έχει την δύναμη να απογυμνώνει τόσο τον καλλιτέχνη όσο και τον παραλήπτη της καλλιτεχνίας. Έχοντας παράλληλα την ανάγκη να μετατρέψει την ατέλεια σε αρετή, την οκνηρία σε πάθος και την ηδονοβλεψία σε απογυμνωμένη κριτική του ίδιου μας του εαυτού. Μέχρι να αλλάξουμε ρότα αναζητώντας ένα ιδανικό φινάλε. Άλλωστε ο καθένας από εμάς, δε γράφει αλλά ζει τη δική του ιστορία. 

Chris Zafeiriadis