Τρίτη 29 Ιουλίου 2014

Inside Llewyn Davis (2013)


Αν είχαμε φτερά για να πετάξουμε θα ήμασταν για λίγο επάνω στη γη και στη συνέχεια θα απογειωνόμασταν στα σύννεφα, κατακτώντας εκείνα που κοιτάμε καθημερινά αλλά δεν μπορούμε ποτέ μας να αγγίξουμε. Θα πετούσαμε ελεύθεροι πάνω από ανεξάντλητους ποταμούς και απέραντες χιονισμένες πεδιάδες, καταδιώκοντας ένα μελλοθάνατο όνειρο χωρίς πατρίδα και χωρίς κανέναν περιορισμό. Θα μπορούσαμε έτσι να ταξιδέψουμε χωρίς αποσκευές μακριά από το σήμερα και να διασχίσουμε και πεντακόσια μίλια ακόμα με μόνο μια ανάσα, κατακτώντας έτσι την υπέροχη ψευδαίσθηση του παντοτινού. Η 16η ταινία των αδερφών Κοέν μοιάζει αφιερωμένη σε αυτήν την παθιασμένη επιθυμία, που αν τη νιώσεις μια στιγμή, θα την κρατήσεις κοντά σου για πάντα.

Με μια κιθάρα στα χέρια κι ένα μυαλό γεμάτο προσδοκίες (και λίγο από τη φιλοδοξία που θέλει να λέγεται έμπνευση), ο Llewyn Davis αποκαλύπτεται. Αποκαλύπτεται ως ένας νεαρός τραγουδοποιός και αφιερώνει (ή καλύτερα, θυσιάζει) το μεγαλύτερο κομμάτι της καθημερινότητάς του, ικανοποιώντας την ανάγκη του να είναι δημιουργικός και αναγνωρίσιμος μέσα στο πλαίσιο της φολκ καλλιτεχνίας στην οποία ανήκει. Διατηρεί έτσι το όνειρο ζωντανό και του χαρίζει ένα κομμάτι της ψυχής του, αφήνοντας άλλα, σημαντικότερα ίσως, ζητήματα της ζωής (όπως η σχέση του με τους ανθρώπους) να μένουν μετέωρα και αβέβαια, αφού έτσι κι αλλιώς, για έναν δημιουργό, η δημιουργία δεν είναι μόνο τρόπος έκφρασης, αλλά η ίδια η ζωή. 

Στην αυγή των νεουρκέζικων 60’s, ο Llewyn Davis, ως αμετανόητος καλλιτέχνης που δεν ανήκει πουθενά παρά μόνο στη μουσική του, θέλει να περνάει το χρόνο του ανάμεσα στους καπνούς των περαστικών και των πιστών θαμώνων, αντικριστά από ένα μοναχικό (πλέον) μικρόφωνο που του υπενθυμίζει, άθελά του, ότι κάποτε δεν ήταν μόνος. Και μπορεί μέσα στην ταινία να μην αντιλαμβάνεσαι αν φτάνει ποτέ (σ)το δημιουργικό ζενίθ του, τελικά όμως θα τον χειροκροτήσεις, όχι για όσα κέρδισε, αλλά για όσα έχασε στη ειρωνική πορεία της ζωής. Θα τον χειροκροτήσεις γιατί θα σου υπενθυμίσει ότι με οτοστόπ μπορεί να μη φτάνεις στο στόχο σου, μπορείς όμως να καλύψεις ένα κομμάτι της απόστασης από το σήμερα μέχρι το όνειρο. Για το υπόλοιπο θα βρεις τον τρόπο να ταξιδέψεις μέχρι εκεί που επιθυμείς, αρκεί να ανοίξεις τα φτερά που κρύβεις μέσα σου και να πετάξεις ψηλά στον ουρανό.

Βαθιά σε έναν ορίζοντα που δεν γνωρίζει σύνορα, κατακτώντας την πονεμένη αίσθηση της πολυπόθητης συντροφικότητας.
Chris Zafeiriadis 

Πέμπτη 3 Ιουλίου 2014

Hunger (2008)


Ανέκαθεν οι κυβερνήσεις είχαν την τάση να χωρίζουν τους ανθρώπους. Να τους διαιρούν (για να τους βασιλεύουν) με κάθε δυνατό τρόπο, χρησιμοποιώντας ως όπλο τα μέσα ενημέρωσης, τον αθλητισμό, τα γράμματα, τα πάθη που κατακλύζουν τις καρδιές και την ανάγκη του να ανήκεις επιτέλους σε μία ομάδα, δημιουργώντας έτσι τις συνθήκες για να ενεργούν αθέατα. Μπορούν με αυτό τον τρόπο να πράττουν (κατά συρροή) όσα σε κοινή θέα και με συλλογική σκέψη μοιάζουν αδικαιολόγητα, αποτρόπαια και φρικτά για το σύνολο που τους ανέθεσε την διακυβέρνησή του, την άσκηση δηλαδή του νομοθετικού έργου χωρίς διακρίσεις και την ευθύνη του κοινού συμφέροντος χωρίς ενδοιασμούς. Ενός συμφέροντος που όμως προσπερνάει το «κοινό» και εξ-υπηρετεί το «αθέατο», παραπλανώντας τις περισσότερες φορές την πλειοψηφία. Δεν το λένε επιρροή αυτό, ούτε ικανότητα χειραγώγησης, το λένε πολιτική και προϋπάρχει του όρου, από την μέρα που ο άνθρωπος ανακάλυψε την διάθεση και την αξία της εξουσίας, την ακατάβλητη ανάγκη να αναπνέει περισσότερο και καλύτερο οξυγόνο από τον διπλανό του.

Η λύση στο πρόβλημα δεν φαίνεται να έρχεται (αφού για κάποιους δεν υπάρχει καν πρόβλημα), ίσοι δεν θα είμαστε ποτέ και ο διαχωρισμός θα υφίσταται πάντοτε, διότι χωρίς τους μεν δεν υπάρχουν οι δε. Και χωρίς τον πληθυσμό δεν μπορεί να υπάρχει διαίρεση, άρα δεν μπορεί να υπάρξει και η επιζητούμενη μάχη για τον αξιότερο και περισσότερο ευνοημένο μέσα σε μια κοινωνία ατέρμονης αναξιοκρατίας και απέραντης ανισότητας. Αυτό όμως που μπορεί να υπάρξει είναι μια εσωτερική αυτενέργεια που με την δυναμική της θα αγκαλιάσει τις μονάδες και θα τις μετατρέψει σε σύνολο. Δημιουργώντας έτσι την δύναμη εκείνων που αντιδρούν, εκείνων που δεν θα συμβιβαστούν ποτέ με την επιβαλλόμενη πραγματικότητα, που θα αγωνίζονται φανατικά για την ανατροπή με τα νύχια και τα δόντια τους, αφού στο τέλος, μονάχα αυτά θα έχουν απομείνει.

Η αντίδραση γεννάει τη βία και η βία επιζητά την αναχαίτιση των αυτενεργειών – που φυσικά δεν έρχεται πάντα με νόμιμους τρόπους, βαφτίζονται όμως έτσι εις το όνομα των ειρηνικών διαβουλεύσεων και της καταστολής κάθε μορφής εναντίωσης στους κρατικούς οργανισμούς. Το (κάθε) Κράτος με τα συντάγματα και ψηφίσματά του, έχει κανόνες που δεν πρέπει να παραβιάζονται, γι αυτό και δημιουργούνται οι δυνάμεις καταστολής, τα όργανα δηλαδή που χρησιμοποιεί το κράτος για να καταπνίξει κάθε επαναστατημένη φωνή. Από αυτά τα όργανα μπορείς να εύκολα να αναγνωρίσεις δύο κατηγορίες ανθρώπινων μορφών. 

Από την μία υπάρχουν αυτοί που ενεργούν χωρίς συνείδηση και χωρίς αντίληψη των πράξεών τους, με το κράτος να εκμεταλλεύεται αυτή την αδυναμία (ίσως ακόμα και να την δημιουργεί), αυτοί που έχουν μάθει να πιστεύουν αυτά που τους ταΐζουν και δεν έχουν την παραμικρή ιδέα περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων (ακόμα και αν υποστηρίζουν ότι τα υπηρετούν), που ακολουθούν τις εντολές της υπηρεσίας στα τυφλά, ενώ το βράδυ επιστρέφουν αναπαυτικά στη σπιτική τους ασημαντότητα. Από την άλλη υπάρχουν και εκείνοι που καταλαβαίνουν ότι κάπου μέσα σε όλο αυτό υπάρχει ένα λάθος, αντιλαμβάνονται τις αιτίες των αντιδράσεων αλλά ζούνε τις ζωές τους μέσα στο φόβο. Είναι εκείνοι που μετράνε τις ανάσες τους προτού ενδώσουν στις εντολές, που διαταράσσουν την γαλήνη τους με μια εσωτερική κραυγή την οποία δεν ακούει κανείς παρά μόνο οι ίδιοι. Αν πρόκειται για ματωμένη συνείδηση ή επαναστατική αναλαμπή δεν το γνωρίζω, θα πρέπει να ρωτήσεις τους ίδιους να σου πούνε. Το αποτέλεσμα πάντως και στις δύο περιπτώσεις είναι η βίαιες συγκρούσεις με ξυλοδαρμούς, βασανιστήρια και ενίοτε δολοφονίες που βαφτίζονται πολιτικές αναγκαιότητες, ίσως και με κάποιες ανεκτές παράπλευρες κοινωνικές απώλειες.


Όλα τα παραπάνω δεν είναι μόνο σκέψεις που καλλιεργούνται από τα πρώτα κιόλας πλάνα που στήνει ο McQueen, αλλά αλήθειες που ακόμα και ένας αφελής μπορεί να αναγνωρίσει, αρκεί να κοιτάξει γύρω του και να ζυγίσει τις ζωές μας. Γι’ αυτό και ο σκηνοθέτης τις προσεγγίζει επιφανειακά, χωρίς να αναλύει και χωρίς να φλυαρεί για όλα όσα ο άνεμος αρέσει να χορεύει. Οι 66 ημέρες απεργίας πείνας του Ιρλανδού επαναστάτη Bobby Sands που οδήγησαν στον θάνατο τον ίδιο (καθώς και 9 ακόμα συναγωνιστές του) την άνοιξη του 1981, αποτελούν πηγή έμπνευσης για την κατάδυση στην κόλαση των φυλακών Maze και τις εικόνες ανείπωτης βίας και θυμωμένου παραλογισμού που χαρακτήριζαν την εποχή εκείνη. Μακριά από τις αντιδράσεις των μέσων, μακριά από τα λόγια των πολιτικών και της Θατσερικής ηγεσίας, (εκτός μόνο από μια φευγαλέα μετάδοση ακρωτηριασμένων δηλώσεων από ένα παράνομο ραδιόφωνο) αλλά με μια νοσηρή σιωπή να περιτυλίγει την ατμόσφαιρα, προκαλώντας την καρδιά και το μυαλό σε μια μαρτυρική μάχη με μια αλήθεια που πονάει σαν σκλαβιά.

Αυτή την μάχη παίρνει ο McQueen και επάνω της χτίζει το πρώτο μισό της ταινίας με το μαρτύριο, το θυμό αλλά και το πείσμα των φυλακισμένων στην πρώτη γραμμή. Το μαρτύριο εκείνων που εναντιώθηκαν στον συμβιβασμό, υιοθέτησαν την απλή πεποίθηση της ελευθερίας και την μετέτρεψαν σε οργισμένο ψυχισμό. Μέσα στα άδεια κελιά, οι άνθρωποι αυτοί, αναγνώρισαν τις αμαρτίες τους, έμαθαν να ζούνε με τις πληγές τους και μετατράπηκαν σε απεγνωσμένες μορφές με πρωτόγονα σώματα και ένστικτα, χωρίς να ξεχνάνε όμως τον απώτερο σκοπό τους. Αν κάτι πρέπει να ειπωθεί από τον McQueen είναι η ανάγκη αυτών των ανθρώπων για ζωή και δημιουργία. Η σιωπηλή ανάγκη αναζήτησης κάτι υπέροχου ανάμεσα στην ασχήμια, ακόμα και αν αυτό εκφράζεται με μια σπειροειδής δίνη υπολειμμάτων τροφής, περιττώματος και ανθρώπινης εσχατιάς, ζωγραφισμένη στο τοίχο της απέραντης μοναξιάς μας.

Φυσικά τα ένστικτα δεν μπορούν να καταπιεστούν για πολύ, η πίστη και η αφοσίωση δεν μπορούν να εκλείψουν, όσα όπλα και αν στερήσεις από τον άνθρωπο, αυτά θα  επανεμφανίζονται ξανά με περισσότερη δύναμη και ορμή.  Ο Bobby Sands δεν έχασε ποτέ την πίστη του για τον αγώνα, έπρεπε όμως να συγκρουστεί με την πίστη του στο Θεό για να επαληθεύσει την απουσία του, να συγκρουστεί με τον εγωισμό του θρησκευόμενου για να επαληθεύσει την άγνοιά του. Με ένα σταθερό 17λεπτο πλάνο υπέροχης λιτότητας περίπου στη μέση της ταινίας, ο McQueen κάνει σκόνη κάθε απόπειρα σπάταλου εντυπωσιασμού, αφήνοντας τον πρωταγωνιστή του να αντιμετωπίσει τον κληρικό σε ένα διπολικό διάλογο που δεν έχει σκοπό να αγιοποιήσει κανέναν. Ένα διάλογο που δεν υποδαυλίζει καμία από τις φωτιές των δύο πλευρών, αφήνει μονάχα τα ένστικτα των δύο να εκδηλωθούν και να τονίσουν την διαφορά μεταξύ κτηνώδους εμπειρίας και ηθικών αρχών, μέσα στον καπνό και τις στάχτες των μισοτελειωμένων τσαλακωμένων τσιγάρων.


Λίγο πριν το φινάλε, η απεργία πείνας κηρύσσεται από τον Sands και στη συνέχεια εξαπλώνεται στους υπολοίπους κρατούμενους ως το μοναδικό και αδιαπραγμάτευτο όπλο για την διαμαρτυρία. Άλλωστε ο ακαριαίος θάνατος κρατάει μια στιγμή και όπως όλες οι στιγμές, είναι καταδικασμένος να φθείρεται στο πέρασμα του χρόνου, αφήνοντας μονάχα δάκρυα και μνήμες σε εκείνους που νοιάστηκαν για λίγο. Η πείνα όμως διαρκεί και ενοχλεί περισσότερο, με την ηχώ της να επιτίθεται με τον πιο βάναυσο τρόπο στα σαλόνια των γυαλιστερών κουστουμιών και των μεγάλων αποφάσεων.

Η δέσμευση στον αγώνα είναι δεδομένη, η συμφωνία με τον θάνατο δεν μπορεί να αποτύχει. Στο τελευταίο μέρος της ταινίας ο σκηνοθέτης πολύ σοφά ακολουθεί τον δρόμο της αφαίρεσης, απομακρύνοντας κάθε περιττό διάλογο και στη συνέχεια αδιαφορεί για την πραγματικότητα που περιβάλλει τον πρωταγωνιστή του, χτίζοντας τα πλάνα του επάνω στις εικόνες του μυαλού και το φθαρμένο (πλέον) σώμα του Sands. Ένα σώμα εξασθενημένο, ξεθωριασμένο και ζωτικά εκφυλισμένο, παραδομένο στην ανοχή του νοσοκομείου, αλλά που μέσα του σιγοκαίει ατίθασα η φλόγα της θέλησης.

Μέσα σε μία σπαρακτικά στοχαστική ατμόσφαιρα, η οδύνη του Sands μετατρέπεται σε προσωπική ανάγκη για διαφυγή της αδέσμευτης ψυχής μακριά από τις φυλακές Maze, σε έναν άλλο τόπο. Μια ψυχή που σπαράζει σιωπηλά και βρίσκει τελικά καταφύγιο στις μακρινές μνήμες της παιδικής ηλικίας, αφιερώνοντας τις τελευταίες της στιγμές στην αδιαπραγμάτευτη ελευθερία σώματος, πνεύματος και ιδεών και ολόκληρη την ταινία στις φωνές που έμαθαν την κραυγή και δεν μπορούνε πλέον να σωπάσουν. Στις ψυχές που έζησαν ελεύθερες για μια στιγμή και δεν μπορούν ποτέ να δαμαστούν, δεν μπορούν ποτέ να τιθασεύσουν την επιθυμία.

Μονάχα να τη δικαιώσουν.  
Chris Zafeiriadis

Κυριακή 22 Ιουνίου 2014

Nebraska (2013)


“Have a drink with your old man. Be somebody!”

Το σινεμά του Payne το αισθάνεσαι δικό σου. Το νιώθεις κομμάτι του εαυτού σου, όχι γιατί στέκεται δίπλα σου (κι ας συμβαίνει μίλια μακριά), αλλά γιατί μέσα σε αυτό (ανα)γνωρίζεις ανθρώπους που βρίσκονται κοντά σε σένα. Ανθρώπους που για κάποιο περίεργο λόγο ξέρεις ότι μαζί τους μπορείς να ανταλλάξεις κουβέντες και να κάνεις συζητήσεις ολόκληρες που δεν μπορούσες μέχρι τώρα, ακόμα κι αν όλα τα λες εσύ και αυτοί δεν βγάζουν άχνα για όσα τους πονάνε, για όσα χαίρονται σαν τα μικρά παιδιά και εσύ απλά χαίρεσαι που τους κοιτάζεις. Το ανεκτίμητο σε αυτό το σινεμά δεν είναι το ότι γίνεται δικό σου, αλλά το ότι μέσα στην απρόσωπη πραγματικότητά μας, μένει με πείσμα κοντά και σου κρατάει συντροφιά, ακόμα και όταν μέσα στη σιωπή σου νιώθεις ότι έχεις απομείνει μόνος.

Όταν κοιτάξεις τη Nebraska θα αντικρίσεις την αυθεντική μοναξιά των ανθρώπων της, μια μοναξιά που έχει μάθει να ανθίζει στις καρδιές μας, από τον παραλογισμό της αστικής βαρβαρότητας μέχρι τις σκονισμένες πεδιάδες της αμερικανικής επαρχίας. Μια μοναξιά που δεν έρχεται αμέσως αλλά όταν έρθει θα ψάξεις από κάπου να κρατηθείς, από κάπου να στηρίξεις τις υπόλοιπες στιγμές που σου ‘χουν απομείνει. Στη Nebraska του Payne θα έρθεις αντιμέτωπος με την επιθυμία ενός ανθρώπου που βρίσκεται γύρω στα 70, γνωρίζει ότι ξεμένει σιγά-σιγά από ευχές και νιώθει την ανάγκη να ελπίσει, την ανάγκη να ζήσει μια τελευταία φαντασίωση τη στιγμή που όλοι νομίζουν ότι τα έχει πια χαμένα, ενώ εκείνος έχει μόλις ανακαλύψει ένα καινούριο όνειρο για να μπορέσει να επιβιώσει. Να δηλώσει για μια ακόμα φορά παρών και να αποχαιρετήσει ό,τι αγάπησε με το κεφάλι του ψηλά. 

Μέσα στα μάτια του Woody Grant (φορεμένα με ένα υπέροχο τρόπο στο πρόσωπο του Bruce Dern) θα ανθίσει η ξεροκεφαλιά της δοξασμένης πραγματοποίησης ενός ονείρου. Μαζί με αυτή τη ξεροκεφαλιά, ανθίζει και η σύγκρουση ανάμεσα στην αφέλεια του παραμυθιού και την φρικαλεότητα της πραγματικής ζωής. Η αφέλεια και η ανάγκη να πιστέψεις εκείνα που σου λένε, απέναντι σε όλα εκείνα που δεν θέλεις να ακούσεις, γνωρίζεις όμως ότι δεν μπορείς να αποφύγεις. Γνωρίζεις ότι ίσως σου κλέψουνε τα χρώματα, ίσως σου στερήσουνε την χρηματική αξία του ενός εκατομμυρίου δολαρίων, την ψυχική αξία του ονείρου όμως, δεν θα σου την πάρουνε ποτέ, αφού ποτέ δεν θα ξεχάσεις τα πρόσωπα που αγάπησες και όλα όσα (δεν) μπόρεσες να αφήσεις πίσω. Μέσα από αυτό το όνειρο θα βρεις την δύναμη να πορευτείς στην γλυκόπικρη ανυπαρξία των ανθρώπων της παλιάς σου γειτονιάς, να κοιτάξεις τον κόσμο για μια ακόμα φορά και τελικά να βρεις το δρόμο σου γι’ αυτό που ονομάζεις σπίτι.

Chris Zafeiriadis

Κυριακή 8 Ιουνίου 2014

Wake in Fright (1971)


Στην πορεία που διαγράφει η ζωή χωρίς να το αντιληφθούμε, υπάρχουν στιγμές που μέσα τους ζωντανεύει η προσδοκία της απόδρασης, μια αχαλίνωτη επιθυμία να διαφύγουμε από τις αποφάσεις τις οποίες πήραμε και με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο, μας κρατάνε δεσμευμένους σε μια καθημερινότητα που γίνεται αβάσταχτη. Είναι η στιγμή, λίγο πριν γνωρίσεις ξανά τα όριά σου, όπου θα εμφανιστεί απρόσμενα μια περιπετειώδης ευκαιρία και εσύ την αρπάζεις, ελπίζοντας μονάχα να σε βγάλει κάπου διαφορετικά. Τις περισσότερες φορές ο φόβος του άγνωστου και η απώλεια της βεβαιότητας επιστρέφουν τον εγωισμό σου πίσω στις αβάσταχτες συνήθειές του. Υπάρχουν όμως και φορές όπου η επιθυμία της απόδρασης είναι τόσο ισχυρή που σου χαρίζει απλόχερα το εισιτήριο για ένα ταξίδι προς το άγνωστο που ονειρεύτηκες. Το Wake in Fright είναι μια ιδρωμένη ταινία γι’ αυτό ακριβώς το ταξίδι.

Εγκλωβισμένος στην απέραντη μοναχικότητα μιας ηλιοκαμένης και απομονωμένης Αυστραλιανής κωμόπολης, ένας νεαρός δάσκαλος επιχειρεί να αποδράσει από την τελματώδη καθημερινότητα που τον εξουσιάζει, προσπαθώντας να περάσει την άδειά του αναζητώντας κάτι το διαφορετικό. Αναζητά την ευκαιρία της απόδρασης και όταν αυτή εμφανιστεί μπροστά του την αρπάζει, μέσα από την σκόνη που βαραίνει την ιδέα του πολιτισμού, βαραίνοντας παράλληλα τα πάθη των ανθρώπων. Αυτό που τελικά ανακαλύπτει είναι ένας αχόρταγος και βάρβαρος κόσμος, ακριβώς δίπλα στο πολιτισμένο Σύδνεϋ, αρκετά μακριά όμως από τις αξίες του ίδιου του πολιτισμού. Ένας ανδροκρατούμενος κόσμος ακόρεστου αλκοολισμού και ακατάπαυστης βιαιότητας, ικανός να παρασύρει, να χειραγωγήσει και τελικά να οδηγήσει στον ευτελισμό, όσους αδυνατούν να τον κατανοήσουν, άρα και να ασπαστούν τον νιχιλισμό των αξιών του.

Όσο η ταινία του Kotcheff στέκεται κάτω από τον (α)φιλόξενο φως του Αυστραλιανού ήλιου, τόσο χάνεται βαθιά μέσα στο σκοτάδι που κατοικεί στη ζωή αποπροσανατολισμένων και αλαζόνων ανθρώπων. Ανθρώπων που περνάνε (ή καλύτερα, σπαταλάνε) τον χρόνο που τους δόθηκε σε ακατάπαυστες στιγμές κατανάλωσης μπίρας, μάταιου τζόγου και ανώφελου κυνηγιού ελεύθερων ζώων (σε μια σκηνή όπου καγκουρό θανατώνονται και σου σπαράζει την καρδιά). Έτσι ο νεαρός δάσκαλος βυθίζεται όλο και βαθύτερα μέσα σε ένα χάος, πρώτα πολιτιστικό και στη συνέχεια ψυχολογικό. Ένα χάος που βασιλεύσει, εξουσιάζοντας τις επιθυμίες, μετατρέποντας τον άνθρωπο από αξιοπρεπή και αθόρυβο πασιφιστή σε ασυγκράτητο και ανεξέλεγκτο  βιαστή ο οποίος δεν έχει τίποτα να χάσει, άρα και τίποτα να ελπίζει.  Η ταινία του Kotcheff καταγράφει ακριβώς αυτήν τη διαδρομή, διαγράφοντας μια γεωμετρική κάθοδο προς την κόλαση του ανθρώπινου εγωισμού.

Παρουσιάζοντας παράλληλα μια υπέροχη κατάδυση της καλλιεργημένης  συνείδησης στην ερημιά της ψυχικής (μας) αποκτήνωσης.


Chris Zafeiriadis

Παρασκευή 16 Μαΐου 2014

Dallas Buyers Club (2013)


Πόσο να προλάβεις να χαρείς, πόσο να χαμογελάσεις και πόσο να δακρύσεις μέσα σε 30 μόλις, αγιάτρευτες ημέρες;

Το Dallas Buyers Club δεν είναι η ταινία που θα προσπαθήσει να σε τσακίσει. Ούτε θα παλέψει για να σε βγάλει από τον μαγικό και ονειρεμένο κόσμο στον οποίο θέλεις να ανήκεις, θα σου χαρίσει όμως απλόχερα λίγο από το δράμα που κουβάλησε στα σωθικά του ο πρωταγωνιστής της. Ένας άνθρωπος που έζησε τα πιο δύσκολα χρόνια του στα ελπιδοφόρα ’80 μιας σκονισμένης Αμερικής, μιας χώρας που θέλησε να καλπάσει προς την επαναστατική ενότητα, κατάφερε όμως τελικά να διαχωρίσει τους πολίτες της σε μερικές δεκάδες κατηγορίες. Ο Ron Woodroof καλείται να αντιμετωπίσει την εσωτερική φθορά του σώματός του όταν οι γιατροί τού ανακοινώνουν ότι πάσχει από Aids, δίνοντάς του 30 ημέρες (ανέλπιδης) ζωής. Καλείται έτσι να αναθεωρήσει τις σκέψεις και τις προτεραιότητές του, αποδεχόμενος τον επικείμενο θάνατο που έρχεται χωρίς να τον ρωτήσει. Κάπως πρέπει να πεθάνουμε όλοι, είναι αλήθεια, η βαρβαρότητα όμως της γνώσης είναι που μπορεί να σε γονατίσει, μπορεί να κάμψει την αξιοπρέπεια του φινάλε σου, χωρίς να σε λυπάται ούτε για μια στιγμή.

Η ταινία του Vallée δεν είναι ένα δράμα που θέλει να σε κάνει να δακρύσεις από κάποιον ψεύτικο μελοδραματισμό, γι’ αυτό και δεν το προσπαθεί, τουλάχιστον όχι εξόφθαλμα. Αντίθετα είναι μια ταινία που μέσα από την ψυχολογική κατάσταση του ήρωά της, θα προσπαθήσει να σε κάνει να ελπίσεις, όχι σε κάποιον θαυματουργό θεό που θα εξαφανίσει όσα σε σκοτώνουν καθημερινά, αλλά σε έναν περήφανο εγωισμό που θα κρατήσει ζωντανή τη λαχτάρα του να ζήσεις, έστω μια μέρα παραπάνω. Μια λαχτάρα που μετατρέπεται σε πείσμα και θυμό, δίνοντας μια άνιση μάχη με τον χρόνο, τη στιγμή που όλοι θα  στοιχημάτιζαν ότι θα πέσεις κάτω από τον πρώτο κιόλας γύρο. Τη στιγμή που τα συμφέροντα των αδίστακτων εταιριών και των άψυχων φαρμακοβιομηχανιών συγκρούονται υπογείως με την ζωή που εξατμίζεται στην ατμόσφαιρα και την ελπίδα που χάνεται χωρίς επιστροφή. Την ίδια ελπίδα που καμιά φορά τη βρίσκεις σε τιμή ευκαιρίας, αρκεί να τους πιστέψεις και να κλείσεις τα μάτια σου - για πάντα.

Η ιστορία του Woodroof είναι αρχέτυπα παραδειγματική. Ένας εγωκεντρικός καουμπόης από το Dallas του Texas (τόπος στον οποίο δολοφονήθηκε ο πρόεδρος Κένεντι – αν αυτό έχει κάποια σημασία) που από την μία αρνήθηκε την παθητική αποδοχή της κατάστασής του, όπλισε τον εγωισμό του και αμφισβήτησε τις προβλέψεις των γιατρών  (βγαίνοντας δικαιωμένος αφού οι 30 ημέρες πήραν παράταση μερικών ακόμα χρόνων) και από την άλλη έκαμψε τις αναστολές του και συνεργάστηκε με μια περήφανη (και επίσης νοσούσα) τραβεστί, στο πρόσωπο της οποίας αναγνώρισε έναν ψυχικό σύμμαχο. Οι αρρώστιες μπορεί να σκοτώνουν τους ανθρώπους αλλά πριν το κάνουν τους φέρνουν πιο κοντά, έτσι οι δυο τους ίδρυσαν την διάσημη λέσχη εναλλακτικής φαρμακευτικής του τίτλου, μια λέσχη που ενόχλησε και πολεμήθηκε από τα τέρατα, χαρίζοντας χαμόγελα και δάκρυα σε εκείνους που τα είχαν περισσότερο ανάγκη. Κατάφεραν έτσι να χαρίσουν περισσότερο ζωή, αμφισβητώντας το ίδιο το σύστημα, σε μια κοινωνία που έχει μάθει να συστηματοποιεί τα πάντα για να μπορεί να προοδεύει, έχει μάθει να εξετάζει, να ελέγχει και να πιστοποιεί προτού μπορέσει να εγκρίνει και να νομιμοποιήσει.

Ακόμα και αν ο Vallée μοιάζει συγκρατημένος στον τρόπο που κινηματογραφεί, η αλήθεια δεν μπορεί παρά να ξεπροβάλει μέσα από την ίδια την ιστορία. Μια αλήθεια που θέλει τη ζωή να την ευχαριστιέσαι όπως είναι (και ας κοιτάζεις στα κρυφά τους διπλανούς σου και λίγο τους ζηλεύεις), να την ζεις όπως ακριβώς σου αρέσει (και όχι όπως σου προτείνουν) και να την χαίρεσαι με το καουμπόικο καπέλο σου πάντα φορεμένο. Γιατί ξέρεις, όσα σε μεγάλωσαν και όσα με τον καιρό σε έχουν διαμορφώσει δεν μπορούνε να χαθούν, όσες αρρώστιες και αν χτυπήσουν το θνητό κορμί σου, όσες στιγμές και αν σου είπαν ότι χάθηκαν και εσύ ακόμα επιμένεις να τις ζήσεις. 


Chris Zafeiriadis