Πέμπτη 30 Οκτωβρίου 2014

All is Lost (2013)


Το All is Lost είναι μια ταινία για έναν άνθρωπο που βρίσκεται επάνω σε ένα μοναχικό ιστιοπλοϊκό στο μέσο ενός αφιλόξενου ωκεανού και ο οποίος, χωρίς να αναγνωρίζουμε αμέσως του λόγους, γίνεται ολότελα δικός μας. Χαρίζεται χωρίς δισταγμό σε εμάς που τον παρακολουθούμε να παλεύει με τα σφοδρά και μανιασμένα στοιχεία της φύσης, προσφέροντάς μας απλόχερα ένα κομμάτι της ψυχής του. Μιας ψυχής που δεν διαφέρει και πολύ από τις δική μας και που, όταν σε στιγμές συντονίζεται (με χαρακτηριστική ευκολία, είναι η αλήθεια) με όσα ενυπάρχουν μέσα μας, σου έρχονται δάκρυα στα μάτια από τις ομοιότητες του πάθους και των συναισθημάτων. Όχι του πόνου, της αγανάκτησης και της οργής, αλλά της σωματικής και πνευματικής διατήρησης σε έναν κόσμο φτιαγμένο να εκφυλίζει τη ζωή, κατασπαράσσοντας παράλληλα όσα πιστέψαμε για μια στιγμή ότι μπορούν να μας ανήκουν.

Σε αυτήν τη μικρή διάρκεια της ύπαρξης, στο λιλιπούτειο ταξίδι από τα αρκετά που μας προσφέρονται, στα ελάχιστα που κατακτάμε και από το ελπιδοφόρο κάτι στο απέραντο τίποτα της κατάληξής μας, ο δικός μας Άνθρωπος (εξαιρετικός ο Redford, σε κάνει να τον αγαπάς ξανά απ’ την αρχή), χωρίς να λησμονεί αυτά που χάθηκαν, βρίσκει το κουράγιο να ζυγίσει όσα του σημαίνουν και όσα του έχουν απομείνει, δίνοντας τη δική του μάχη. Μια μάχη που έχει ως βασικό της όπλο το πρωτόγονο ένστικτο της επιβίωσης αλλά και την πίστη ότι όλα είναι πιθανά, ακόμα και αν τα περισσότερα έχουνε χαθεί χωρίς επιστροφή, ακόμα και αν μ'ένα πονεμένο βλέμμα στο πρόσωπο, αντίκρισες όσα πίστευες ότι είχαν αξία στη ζωή να βυθίζονται αργά και σιωπηρά στα απύθμενα σκοτάδια μιας θαλάσσιας αβύσσου.

Μιας αβύσσου αμέτρητων παθών και αναπόφευκτων ψυχικών και πνευματικών αμαρτημάτων, την οποία γνωρίζουμε ότι μπορούμε να κατακτήσουμε αρκεί να το θελήσουμε. Μιας αβύσσου που όταν την κοιτάμε μας κοιτάζει και αυτή, κάθε φορά και πιο επίμονα, μιας αβύσσου που χωρίς οίκτο και κανένα δισταγμό καταπίνει με μανία όλο και περισσότερα, από την αρχή της γέννησής μας μέχρι την αναπόδραστη στιγμή του θανάτου μας - οποίος φυσικά κάποια στιγμή έρχεται για όλους. Προτού όμως καταφθάσει, έχουμε την ανάγκη να κρατήσουμε την ευγένεια και την αξιοπρέπειά μας, να κρατήσουμε σφιχτά το χέρι ενός Άλλου, κατακτώντας επιτέλους τα αχαρτογράφητα βάθη της αέναης μοναξιάς μας.

Chris Zafeiriadis

Παρασκευή 17 Οκτωβρίου 2014

The Texas Chainsaw Massacre (1974)


Κοίταξε το σώμα σου και προσπάθησε να καταλάβεις πόσο ευάλωτο είναι. Πόσο τρωτή είναι η σάρκα σου και πόσο ευαίσθητο είναι το δέρμα μέσα στο οποίο έμαθες να κατοικείς. Αν προσπαθήσεις να νιώσεις την ευαισθησία και κόψεις ένα μικρό κομμάτι του εαυτού σου, θα νιώσεις και θα δεις την ανοιχτή πληγή, θα αντικρίσεις το αίμα να προβάλει, σαν να θέλει μανιασμένα να βγει από το σώμα σου και να κυλήσει προς τα κάτω. Ο Σχιζοφρενής αντίκρισε το αίμα μια φορά και τότε το αγάπησε για πάντα. Αγάπησε τον τρόπο με τον οποίο η ζωή εγκαταλείπει το σώμα όταν αυτό κόβεται κομμάτια, αγάπησε το δέρμα όταν αυτό αποκολλάται με ευκολία αφήνοντας ένα κορμί ευτελώς ξεγυμνωμένο. Τότε φυσικά, γίνεται ολότελα δικό του, κι αυτό αποτελεί το μοναδικό του κίνητρο για όσα επρόκειτο να συμβούν.

Η low budget ταινία του Hooper δικαίως θεωρείται ανελέητο μνημείο του αμερικάνικου horror ενώ ο Σχιζοφρενής Δολοφόνος (ή Leatherface - αβίαστη αντανάκλαση του Ed Gain) άνετα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ο βασιλιάς των παρανοϊκών δολοφόνων της μεγάλης οθόνης. Όχι όμως επειδή είναι ο πιο βλοσυρός, βίαιος, και αχόρταγα αιμοσταγής, αλλά γιατί είναι ο πιο τρομακτικός ακριβώς γιατί είναι και o πιο ανθρώπινος. Τα χαρακτηριστικά της εμμονής αλλά και της αδυναμίας του είναι βαθύτατα ρεαλιστικά, ενώ ο ίδιος αποτελεί κομμάτι μιας (επίσης σχιζοφρενούς) οικογένειας κανιβάλων, η οποία κατοικεί στη πολύπαθη αμερικάνικη περίοδο των 60s-70s, μακριά όμως από το χάος της μεγαλούπολης που κατακλύζει το δυτικό κόσμο. Γι’ αυτό και ο κανιβαλισμός τους παραμένει καλά κρυμμένος σε ένα απομονωμένο αγροτόσπιτο  της επαρχίας.

Από τη μεγαλούπολη προέρχονται και οι πέντε νέοι της ιστορίας, αναζητώντας αθώα τα αίτια της βεβήλωσης ενός οικογενειακού τάφου. Αυτό που τελικά ανακαλύπτουν είναι η ψυχική αίσθηση του αποτρόπαιου, η μετενσάρκωση ενός αγωνιώδους εφιάλτη και η λυσσασμένη αχορταγιά ενός αιματοβαμμένου αλυσοπρίονου. Είναι οι στιγμές που τα όνειρα της νιότης παύουν να ελπίζουν (έτσι ματωμένα και πετσοκομμένα όπως καταντάνε) και οι πέντε νέοι θα ξεράσουν από μέσα τους ό,τι μέχρι τότε έμοιαζε έτοιμο να ανθίσει, χωρίς να έχουν το σθένος να πιστέψουν ότι όσα ζουν μπορεί να είναι η αλήθεια. Μέχρι να νιώσουν ότι τελικά είναι, χαρίζοντας τις σάρκες τους στα νοσηρά ένστικτα της παρανοϊκής αυτής οικογένειας.

Κρανία, δόντια, σάπια κρέατα και τρίχες κυριαρχούν στα περισσότερα κάδρα του Hooper, με τα κουφάρια των ζώων και τη δυσωδία των ακρωτηριασμένων πτωμάτων να αναβλύζουν όλο τον τρόμο και τη φρίκη μιας τέτοιας πραγματικότητας. Η φρίκη φυσικά είναι επίγεια και όχι ονειρική. Κυριαρχεί στην ατμόσφαιρα και αντανακλάται στα υπέροχα πράσινα μάτια της μοναδικής επιζήσασας, Sally, η οποία λουσμένη στο αίμα απομακρύνεται από το θάνατο, με τις κραυγές, τα δάκρυα και το παρανοϊκό της γέλιο να μένουν για πάντα στο μυαλό του σοκαρισμένου θεατή. Αυτό που απομένει στο ξημέρωμα μιας καινούριας ημέρας είναι η αδηφάγα ηχώ ενός αλυσοπρίονου που δε λέει να σωπάσει κι ένας περήφανος Σχιζοφρενής, ο οποίος έχει ταπεινώσει την οποιαδήποτε έννοια σωματικής και ψυχικής ελευθερίας, με τη τραγωδία να βρίσκεται στο θάνατο της νεότητας και τον σαρκικό εξευτελισμό της. Cut!
Chris Zafeiriadis

Αφιερωμένο στη  μνήμη της υπέροχης Marilyn Burns (1949 – 2014). 

Τρίτη 7 Οκτωβρίου 2014

Margin Call (2011)


Σκηνοθετημένο με αυστηρή μαεστρία και ένα σφιχτοδεμένα θεατρικό τρόπο, το Margin Call θα σε πιάσει από τα μούτρα και θα σε τοποθετήσει χωρίς χρονοτριβή και χωρίς κανένα δισταγμό στα αχανή γραφεία ενός οικονομικού κολοσσού, στον αδυσώπητο κόσμο του καπιταλιστικού συστήματος, όπου οι άνθρωποι ανέρχονται με αφοσίωση και πέφτουν σαν τις σταγόνες της βροχής, όποτε κριθεί απαραίτητο από εκείνους που δεν έχεις ποτέ τη τύχη να γνωρίσεις. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον όπου ο καθένας κοιτάει τη δουλειά που του έχει ανατεθεί, στο τέλος της ημέρας κάποιος κερδίζει και κάποιος πάντα χάνει, με τον ισχυρότερο να επιβιώνει και τον πιο αδύναμο να γίνεται περιττός και να χάνεται μέσα στο πλήθος, σαν να μην ήταν ποτέ κομμάτι αυτής της παραγωγής. Σε έναν τέτοιο κόσμο, μακριά από την καθημερινή απλότητα και την οικογενειακή θαλπωρή, οι άνθρωποι του συστήματος ζούνε και περιφέρονται στους διαδρόμους, χωρίς να έχουν ιδέα του τι πρόκειται να συμβεί.

Αυτό που συμβαίνει λίγα μόλις λεπτά μετά από ένα σχεδόν προγραμματισμένο υπαλληλικό ξεσκαρτάρισμα («λουτρό αίματος» όπως το αποκαλεί ένας απ’ τους εναπομείναντες) είναι η κρίση. Μια οικονομικά απροσδόκητη κρίση η οποία γεννάται υπόγεια και καμουφλαρισμένα στα ανήθικα σκοτάδια της εταιρίας και σιγά-σιγά εκκολάπτεται με στόχο να κατακτήσει ολόκληρο το επενδυτικό σύστημα της Δύσης, φανερώνοντας παράλληλα το αληθινό πρόσωπο ενός πληγέντος καπιταλισμού. Από τους οικονομικούς όρους και το καμουφλάζ του ρευστοποιημένου οικονομικού πανικού δεν θα καταλάβεις και πολλά, άλλωστε οι έννοιες δεν τοποθετήθηκαν στο σενάριο για να τις καταλαβαίνουν όλοι. Αυτό φυσικά δεν αφαιρεί και πολλά από την θέαση, καταφέρνει όμως να φέρει τον θεατή πιο κοντά στα πρόσωπα. Στα πρόσωπα και τους ανθρώπους που βρίσκονται στο μάτι του κυκλώνα, εκεί που γίνεται και η εστίαση, αφού για τον σκηνοθέτη (και σεναριογράφο) J. C. Chandor, η κλιμάκωση της κρίσης είναι αναμενόμενη.

Μέσα σε μόλις μια νύχτα θα γνωρίσεις μερικές από τις πιο ευφυείς προσωπικότητες που το σύστημα κατάφερε να καταβροχθίσει και να τους μετατρέψει σε αφοσιωμένους υπηρέτες, τοποθετημένους στον αμείλικτο δρόμο του χρήματος και της δόξας. «Είναι αυτό που πάντα ήθελα να κάνω» εξομολογεί ένας 24χρονος λίγο πριν απολυθεί για πάντα, με την εξομολόγηση να περιγράφει τη δύναμη και την ισχύ του δολαρίου απέναντι στην υποταγή της προσωπικότητας. Αργότερα στην ταινία, μια ακόμα πραγματικότητα φανερώνεται. Τα χρήματα δεν είναι τίποτα παραπάνω από χρωματισμένα κομμάτια χαρτιού που παράγουμε για να έχουμε κάτι να ανταλλάσσουμε μεταξύ μας έτσι ώστε να γλιτώσουμε τον κανιβαλισμό. Βλέποντας όμως τη δράση των ανθρώπων αντιλαμβάνεσαι ότι όχι μόνο τον κανιβαλισμό δεν γλιτώσαμε αλλά στην καταγεγραμμένη ιστορία του καπιταλισμού καταφέραμε να τον ανάγουμε σε φυσική ανάγκη για την επιβίωση της σάρκας και του τρωτού μας εγωισμού. 

Κάπως έτσι το Margin Call μετατρέπεται σε μια ταινία για τον άνθρωπο και τη διαφορά ανάμεσα στους απλούς πολίτες που βιώνουν την κρίση και εκείνους που διαχειρίζονται τα κεφάλαια και την οικονομική διάσωση (του εαυτού τους). Οι πρώτοι συνεχίζουν να παλεύουν χωρίς να έχουν τη δυνατότητα της κατανόησης, οι δεύτεροι ζούνε εγκλωβισμένοι μέσα σε μια απέραντη μοναξιά, προσπαθώντας από κάπου να πιαστούν. με μοναδικούς φίλους μερικές μονάχα τσίχλες νικοτίνης. Δεν είναι τυχαίο που κατά τη διάρκεια της νύχτας κανείς από τους εμπλεκόμενους δεν επικοινωνεί με κάποιον δικό του άνθρωπο, με μοναδική ίσως εξαίρεση τον χαρακτήρας του Stanley Tucci ο οποίος επιθυμεί να αποδράσει, αντιλαμβανόμενος το λάθος. Μέσα σε αυτή την καταβρόχθιση ανθρώπινων προσωπικοτήτων, το συναίσθημα της μοναξιάς στέκει αγέρωχο, χωρίς όμως να φαίνεται ότι υπάρχει δυνατότητα να ξεφύγεις από αυτό. Χωρίς να αναπτύσσεις την επιθυμία της συντροφικότητας, παρά μόνο όταν νιώσεις ότι σκότωσες ό,τι κάποτε ήτανε δικό σου, παρά μόνο αν πέσεις στα γόνατα και νιώσεις να χάνεται η ανάσα του πιο πιστού σου φίλου.

Η ημέρα της κρίσης δεν ήταν ποτέ πιο βασανιστικά γενναιόδωρη.

Chris Zafeiriadis

Τρίτη 2 Σεπτεμβρίου 2014

Picnic at Hanging Rock (1975)


Το μυστικό του Βράχου των Κρεμασμένων έχει την ακατάβλητη ιδιότητα να σε υπνωτίζει και να σε μεταφέρει σε ένα κόσμο, όχι τόσο διαφορετικό από τον δικό σου, αλλά τόσο ιδιαίτερα μαγευτικό, που δεν θέλεις να τελειώσει. Σαν ένα όνειρο μέσα σε όνειρο (όπως απαγγέλει μια αγγελική φωνή) δεν θα θέλεις να ξυπνήσεις από τον υπέροχο λήθαργο, δεν θα θέλεις ούτε για μια στιγμή να λύσεις το μυστήριο που περικλείει η εξαφάνιση των τριών κοριτσιών στην αυστραλιανή ύπαιθρο. Μια εξαφάνιση που μένει ανεξιχνίαστη ακόμα και μετά το φινάλε, εγείρει όμως την καρδιά και το μυαλό σε απολαύσεις, σκέψεις, και επιθυμίες, καταδικασμένες να μείνουν μετέωρες στο πέρασμα του χρόνου. Επιθυμίες που αιωρούνται ελεύθερα και ανέμελα μέσα στη αιθέρια ατμόσφαιρα της ταινίας, μέσα στα βλέμματα, τα κορμιά και τελικά το ίδιο το μυστικό του εξαφάνισης, το οποίο λαμβάνει χώρα στις 14 Φεβρουαρίου (του 1900), την ημέρα όπου ο έρωτας ως ένστικτο, ως ανάγκη και ως ηδονική ευχαρίστηση, έχει τη τιμητική του.

Ο Peter Weir ξεκινάει να αφηγείται την ιστορία δίνοντας έμφαση στις υπέροχες μορφές των κοριτσιών οι οποίες δονούνται από την ανάγκη τους για ρομαντισμό, ποίηση και έρωτα, παραμένουν όμως εγκλωβισμένες στα στενά όρια (φυσικά και πνευματικά) της πειθαρχίας και της αυστηρότητας του καταπιεστικού κολλεγίου στο οποίο ανήκουν. Μέχρι την ημέρα της επίσκεψής τους στο Βράχο, οποίος δεν αποτελεί μονάχα αγέρωχο μνημείο θαυμασμού αλλά και θεϊκό (υπό συνθήκες, φαλλικό) είδωλο και έτσι αιωνόβιος, πανύψηλος και ηφαιστιογενής (σαν την ερωτική επιθυμία) όπως είναι, εκπληρώνει την ανάγκη για διαφυγή. Μια διαφυγή που ο σκηνοθέτης παρουσιάζει πρώτα φυσικά και στη συνέχεια της χαρίζει μια ονειρική/υποσυνείδητη διάσταση, αφού ποτέ δεν της δίνει σαφή προσανατολισμό. Προσφέρει όμως πολλαπλά επίπεδα ανάγνωσης και ανάλυσης της ιστορίας, καταφέρνοντας τελικά να μιλήσει για τις εσώψυχες προσευχές και τα όνειρα που χάνονται σαν τους ανθρώπους στην ομίχλη, εξερευνώντας τις ρωγμές του χρόνου όπου βασιλεύει η ανάγκη της ελευθερίας του ανθρωπίνου σώματος και πνεύματος.

Με τους φυσιολατρικούς ήχους μιας μαγικής φλογέρας να αγκαλιάζει την έκσταση  της ομορφιάς και της σοφίας του γυναικείου σώματος, από το έδαφος που μας αγγίζει, έως ψηλά ψηλά τον ουρανό. 

Chris Zafeiriadis

Κυριακή 17 Αυγούστου 2014

Calvary (2014)


Το Calvary δεν είναι μια ταινία για τον Θεό και την εκκλησία. Χρησιμοποιεί όμως έναν άνθρωπο του Θεού και της εκκλησίας για να μπορέσει να αναγνωρίσει τα ελαττώματα, τις ατέλειες και τις αρετές των ανθρώπων της διπλανής πόρτας, που όταν τους γνωρίσεις μια φορά δεν θα ξεχάσεις κανέναν τους, ακόμα κι αν είναι αυτό που πρώτα θα επιθυμήσεις. Ένας καθολικός ιερέας βρίσκεται στο επίκεντρο της ιστορίας, τον οποίο ένας άγνωστος ενορίτης του, αφού του εξομολογηθεί τις σεξουαλικές του αμαρτίες, στη συνέχεια απειλεί να τον δολοφονήσει σε μια εβδομάδα, με την απλή δικαιολογία ότι πρέπει να σκοτώσει κάποιον που δεν έχει σφάλει. Η σιωπηλή αποδοχή της μοίρας από τον ιερέα είναι αξιοθαύμαστα ηρωική ενώ ταυτόχρονα δίνει ένα υπόγειο στοιχείο για το τι πρόκειται να ακολουθήσει.

Μέσα στην απεραντοσύνη της Ιρλανδικής επαρχίας (η οποία απλώνεται μεγαλόπρεπα στα περισσότερα πλάνα της ταινίας) θα αναγνωρίσεις όσα κατά καιρούς   χαρακτηρίζουν το ανθρώπινό μας γένος. Από την αυθάδικη συμπεριφορά και το λερωμένο κυνισμό μας, έως τον αδηφάγο εγωισμό και τις ξεθωριασμένες αναμνήσεις μιας ζωής που ποτέ δεν ήρθε, ο άνθρωπος ξεγυμνώνεται, εκθέτοντας τις ατελείωτες αμαρτίες και εμμονές της κοινωνίας του. Μια κοινωνία που έχει μάθει να κακοποιεί την παιδικότητα και να κανιβαλίζει αδιάντροπα, χωρίς όμως αυτό να είναι το μεγαλύτερό της πρόβλημα.

Μέσα στην απέραντα εγκαταλελειμμένη ψυχοσύνθεση ενός κόσμου που πονάει μαρτυρώντας κάθε φορά και πιο δυνατά, το σφάλμα του καθενός από μας έχει το δικό του αντίκτυπο στο διπλανό μας. Οι δαίμονες βρίσκονται πάντα δίπλα στον καθένα από εμάς, το θέμα είναι πότε θα τους αναγνωρίσουμε και τελικά πώς θα διαχειριστούμε την νομοτελειακή τους ύπαρξη. Φιλοσοφικά και κοινωνικά διλήμματα του σήμερα θίγονται σχεδόν σε κάθε σκηνή της ταινία, όμως ο McDonagh ούτε για μια στιγμή δε γίνεται διδακτικός, ούτε για μια στιγμή δε βαραίνει την ατμόσφαιρα, αντίθετα αφηγείται την ιστορία του ισορροπώντας ανάμεσα στο δράμα και το μαύρο χιούμορ, χρωστώντας φυσικά τα περισσότερα στην ερμηνεία του τιτάνιου Brendan Gleeson, το πρόσωπο του οποίου κάποιες φορές προκαλεί χαμόγελα και άλλες είναι ικανό να φέρει δάκρυα στα μάτια.

Κι αν το σφάλμα του ιερέα είναι ότι νόμιζε ότι μπορεί μέσα από το ειλικρινές του ράσο και τον ανεξάντλητο λόγο του (οποιουδήποτε) Θεού να λυτρώσει μια μικρή κοινωνία που έμαθε να κρίνει αδιάκοπα (περιμένοντας με τη σειρά της πότε θα κριθεί), τότε η πίστη για συγχώρεση κλονίζεται και ο συμβολισμός που φοράει η εκκλησία γίνεται στάχτη στα μάτια των περισσότερο απαιτητικών ενοριτών. Άλλωστε, ένας απλός άνθρωπος, όποιο κι αν είναι το ιερατικό του καθήκον, δεν μπορεί να σηκώσει το βάρος όλου του κόσμου που τον περιβάλλει. Αν όμως αυτό είναι προαπαιτούμενο για να αναγνωρίσουμε τα λάθη μας, τότε οφείλουμε να νιώθουμε όλοι το ίδιο ένοχοι για τις αμαρτίες και τις αλήθειες που (δεν) εξομολογούμαστε και τον τρόπο που πορευόμαστε στην μικρή αυτή πορεία της ζωής. 

Με την κρυφή επιθυμία της συγχώρεσης να βρίσκεται, φυσικά, μίλια και μίλια μακριά μας…

Chris Zafeiriadis