Τρίτη 18 Νοεμβρίου 2014

Incubo sulla città contaminata (Nightmare City, 1980)


Μια άγνωστη και ανώνυμη πόλη που σείεται συθέμελα, ένα κομμάτι του βιομηχανοποιημένου πολιτισμού το οποίο μολύνεται από τη ραδιενέργεια και μετατρέπει τους πολίτες σε νεκροζώντανα όντα. Πλάσματα που προσπαθούν να επιβιώσουν μεταξύ ζωής και θανάτου περιφέρονται στο αστικό τοπίο αναζητώντας την ανθρώπινη σάρκα, με σκοπό να κατασπαράξουν ό,τι ανθρώπινο έχει μείνει να αναπνέει και να επιβιώνει μέσα σε ένα τόπο που μοιάζει με τσιμεντένια ζούγκλα. Έναν τόπο όπου οι κάτοικοι ζούνε και συμπεριφέρονται σαν τις μηχανές.

Η ταινία του Umberto Lenzi είναι ένα απολαυστικό κινηματογραφικό αιματοκύλισμα, το οποίο εξαπλώνεται με μορφή επιδημίας που ξεσπά όταν ένα αγνώστου ταυτότητος στρατιωτικό αεροσκάφος προσγειώνεται σε ένα πολιτικό αεροδρόμιο και από μέσα του ξεχύνεται ο θάνατος. Οι επιβάτες του έχουν μολυνθεί ραδιενεργά από άγνωστες αιτίες και ορμάνε με θυμό στους ανυποψίαστους πολίτες, με τις δυνάμεις του στρατού ανίκανες να αμυνθούν. Η αρρώστια εξαπλώνεται σε ολόκληρη την πόλη κι ένα όργιο δολοφονιών, αιματοχυσίας και κατακρεουργημένης ανθρώπινης σάρκας παρουσιάζεται στην οθόνη.

Η προσέγγιση του Lenzi είναι διασκεδαστική και ταυτόχρονα εξωφρενική. Οι μολυσμένοι πολίτες (τους οποίους ο ίδιος ο σκηνοθέτης δεν θεωρεί ζωντανούς-νεκρούς), άλλοι καμένοι και άλλοι παραμορφωμένοι από την ραδιενέργεια, διακατέχονται από μια ακατάπαυστη οργή. Χωρίς να διαθέτουν τα βραδυκίνητα χαρακτηριστικά γνωρίσματα των νεκροζώντανων, ας πούμε, του Romero, κινούνται σε γρήγορες ταχύτητες (θυμίζοντας τους μολυσμένους κατοίκους του Λονδίνου του Danny Boyle στο «28 Μέρες Μετά») και επιτίθενται, μεταδίδοντας τη μόλυνση. Επιτίθενται όχι μόνο με τα νύχια και τα δόντια τους, αλλά με ρόπαλα, όπλα και λοστούς, κυρίως όμως με τσεκούρια και μαχαίρια, μιας και η αιχμή τους είναι και η πιο αποτελεσματική λύση για να ανοίξει το σώμα και να ξεχυθεί από μέσα το αίμα που τόσο λαχταρούν για να τους ξεδιψάσει.

Οι μολυσμένοι, (διε)φθαρμένοι σωματικά και πνευματικά, μανιακοί (Crazies;) πραγματοποιούν μαζική επίθεση αρχικά σε ένα τηλεοπτικό σταθμό (άγνωστο πως έφτασαν εκεί), κομματιάζοντας κυριολεκτικά ένα γυναικείο χορευτικό σχήμα και το συνεργείο που το κινηματογραφεί, ενώ στη συνέχεια ξεσπάνε τη μανία τους σε ένα νοσοκομείο. Τα πτώματα γεμίζουν τα κτήρια που περιμένουν καρτερικά να ερημώσουν, ενώ από τη μανία της επιδημίας δεν γλυτώνει ούτε ο εγκαταλελειμμένος από τους πιστούς οίκος του Θεού. Ο Lenzi φαίνεται να το διασκεδάζει περισσότερο από όλους. Αδιαφορεί για τους πρωταγωνιστικούς χαρακτήρες και τους αναπτύσσει ελάχιστα, αφού ο πρωταρχικός του στόχος φαίνεται να είναι ο παραλογισμός, η ακόρεστη βία και το σοκ που προκαλούν στο θεατή τα σφαγιασμένα πτώματα, τα ακρωτηριασμένα μάτια και η σήψη στα πρόσωπα των θυμάτων. Καταφέρνει με αυτό τον τρόπο να κατασκευάσει μια αιματοβαμμένη ταινία αφιερωμένη στη φρίκη του βίαιου θανάτου, ολοκληρώνοντάς την ονειρικά με τον τρόμο ενός ατέλειωτου εφιάλτη να πλανάται στην οθόνη.

Chris Zafeiriadis

Τρίτη 11 Νοεμβρίου 2014

Night Moves (2013)


Έχοντας ως αφετηρία τρεις νεαρούς ακτιβιστές οι οποίοι θέλουν να ανατινάξουν ένα υδροηλεκτρικό φράγμα, η καινούρια ταινία της Kelly Reichardt είναι μια σιωπηλή επαλήθευση του εγωισμού και της επιπολαιότητας των ανθρώπων που πράττουν αυτό που εγωιστικά θεωρούν σωστό, χωρίς να υπολογίζουν τις συνέπειες που θα έχει η πράξη τους στον ανυποψίαστο περίγυρο τους. Δεν προσπαθεί να δικαιολογήσει, ούτε να κριτικάρει τις επιλογές στον τρόπο επίτευξης ενός στόχου (ακόμα κι αν αυτός πάσχει από έλλειψη ουσίας), θα προσπαθήσει όμως να παρουσιάσει μια εγωιστική αφοσίωση η οποία υφίσταται για όλους τους λάθος λόγους.

Βραδυκίνητο, σκοτεινό και επιφανειακά αφιερωμένο στον πόλεμο μεταξύ φύσης και τεχνολογίας, το Night Moves στο πρώτο του μισό ακολουθεί τις κινήσεις των τριών πρωταγωνιστών μέχρι την ολοκλήρωση της επιδίωξης, χωρίς ωστόσο να αναζητά το κίνητρο. Αυτό που αναζητά είναι η υπομονή, η αποφασιστικότητα και η εσωτερική ένταση στις ενέργειες και την εφαρμογή ενός αμφίβολου σκοπού, ο οποίος μοιάζει να γεννάται από την οικολογική ανησυχία αλλά καταλήγει να αγγίζει τα όρια της αφελούς τρομοκρατίας. Το δεύτερο μισό της ταινίας αφιερώνεται στις απρόσμενες και ορμητικές συνέπειες (του στόχου), καθώς επίσης και στην επιρροή που έχουν επάνω στους τρεις κεντρικούς  χαρακτήρες. Ή καλύτερα, στον τρόπο που αποκαλύπτουν την αδυναμία απέναντι στο βάρος της ανάληψης των ευθυνών που αναπόδραστα οδηγεί σε έναν εσωτερικό προσδιορισμό της προσωπικότητας, οδηγώντας τελικά στην βαθύτερη ανάγνωση της διαφοράς αυτού που πιστεύουμε και αυτού που πραγματικά καταλήγουμε να είμαστε.

Με οικονομία, υπέροχη χρήση της σιωπής και εύστοχη ισορροπία ανάμεσα στο δράμα και το ατμοσφαιρικό θρίλερ, η σκηνοθέτις έχει καταφέρει να δημιουργήσει μια εύθραυστη και σε στιγμές αγωνιώδη ατμόσφαιρα, διαθέτοντας μερικές χαρακτηριστικά αριστουργηματικές στιγμές σιωπηλής έντασης. Σπουδαίες στιγμές κινηματογραφικής απόλαυσης οι οποίες εσωκλείουν τη δύναμη της ταινίας, η οποία φυσικά δεν βρίσκεται στην ενδελεχή αποκωδικοποίηση μιας παράδρομης αποστολής, αλλά στις λεπτομέρειες και στην απλότητα μιας ψύχραιμης αφηγηματικότητας. Άλλωστε το πώς αντιμετωπίζεις ένα νεκρό ελάφι στην άκρη του δρόμου μπορεί να αποκαλύψει πολλά περισσότερα για το χαρακτήρα ενός ανθρώπου από την επαναστατική διακήρυξη ενός ανούσιου πολέμου καταδικασμένου να αποτύχει.

Chris Zafeiriadis

Πέμπτη 30 Οκτωβρίου 2014

All is Lost (2013)


Το All is Lost είναι μια ταινία για έναν άνθρωπο που βρίσκεται επάνω σε ένα μοναχικό ιστιοπλοϊκό στο μέσο ενός αφιλόξενου ωκεανού και ο οποίος, χωρίς να αναγνωρίζουμε αμέσως του λόγους, γίνεται ολότελα δικός μας. Χαρίζεται χωρίς δισταγμό σε εμάς που τον παρακολουθούμε να παλεύει με τα σφοδρά και μανιασμένα στοιχεία της φύσης, προσφέροντάς μας απλόχερα ένα κομμάτι της ψυχής του. Μιας ψυχής που δεν διαφέρει και πολύ από τις δική μας και που, όταν σε στιγμές συντονίζεται (με χαρακτηριστική ευκολία, είναι η αλήθεια) με όσα ενυπάρχουν μέσα μας, σου έρχονται δάκρυα στα μάτια από τις ομοιότητες του πάθους και των συναισθημάτων. Όχι του πόνου, της αγανάκτησης και της οργής, αλλά της σωματικής και πνευματικής διατήρησης σε έναν κόσμο φτιαγμένο να εκφυλίζει τη ζωή, κατασπαράσσοντας παράλληλα όσα πιστέψαμε για μια στιγμή ότι μπορούν να μας ανήκουν.

Σε αυτήν τη μικρή διάρκεια της ύπαρξης, στο λιλιπούτειο ταξίδι από τα αρκετά που μας προσφέρονται, στα ελάχιστα που κατακτάμε και από το ελπιδοφόρο κάτι στο απέραντο τίποτα της κατάληξής μας, ο δικός μας Άνθρωπος (εξαιρετικός ο Redford, σε κάνει να τον αγαπάς ξανά απ’ την αρχή), χωρίς να λησμονεί αυτά που χάθηκαν, βρίσκει το κουράγιο να ζυγίσει όσα του σημαίνουν και όσα του έχουν απομείνει, δίνοντας τη δική του μάχη. Μια μάχη που έχει ως βασικό της όπλο το πρωτόγονο ένστικτο της επιβίωσης αλλά και την πίστη ότι όλα είναι πιθανά, ακόμα και αν τα περισσότερα έχουνε χαθεί χωρίς επιστροφή, ακόμα και αν μ'ένα πονεμένο βλέμμα στο πρόσωπο, αντίκρισες όσα πίστευες ότι είχαν αξία στη ζωή να βυθίζονται αργά και σιωπηρά στα απύθμενα σκοτάδια μιας θαλάσσιας αβύσσου.

Μιας αβύσσου αμέτρητων παθών και αναπόφευκτων ψυχικών και πνευματικών αμαρτημάτων, την οποία γνωρίζουμε ότι μπορούμε να κατακτήσουμε αρκεί να το θελήσουμε. Μιας αβύσσου που όταν την κοιτάμε μας κοιτάζει και αυτή, κάθε φορά και πιο επίμονα, μιας αβύσσου που χωρίς οίκτο και κανένα δισταγμό καταπίνει με μανία όλο και περισσότερα, από την αρχή της γέννησής μας μέχρι την αναπόδραστη στιγμή του θανάτου μας - οποίος φυσικά κάποια στιγμή έρχεται για όλους. Προτού όμως καταφθάσει, έχουμε την ανάγκη να κρατήσουμε την ευγένεια και την αξιοπρέπειά μας, να κρατήσουμε σφιχτά το χέρι ενός Άλλου, κατακτώντας επιτέλους τα αχαρτογράφητα βάθη της αέναης μοναξιάς μας.

Chris Zafeiriadis

Παρασκευή 17 Οκτωβρίου 2014

The Texas Chainsaw Massacre (1974)


Κοίταξε το σώμα σου και προσπάθησε να καταλάβεις πόσο ευάλωτο είναι. Πόσο τρωτή είναι η σάρκα σου και πόσο ευαίσθητο είναι το δέρμα μέσα στο οποίο έμαθες να κατοικείς. Αν προσπαθήσεις να νιώσεις την ευαισθησία και κόψεις ένα μικρό κομμάτι του εαυτού σου, θα νιώσεις και θα δεις την ανοιχτή πληγή, θα αντικρίσεις το αίμα να προβάλει, σαν να θέλει μανιασμένα να βγει από το σώμα σου και να κυλήσει προς τα κάτω. Ο Σχιζοφρενής αντίκρισε το αίμα μια φορά και τότε το αγάπησε για πάντα. Αγάπησε τον τρόπο με τον οποίο η ζωή εγκαταλείπει το σώμα όταν αυτό κόβεται κομμάτια, αγάπησε το δέρμα όταν αυτό αποκολλάται με ευκολία αφήνοντας ένα κορμί ευτελώς ξεγυμνωμένο. Τότε φυσικά, γίνεται ολότελα δικό του, κι αυτό αποτελεί το μοναδικό του κίνητρο για όσα επρόκειτο να συμβούν.

Η low budget ταινία του Hooper δικαίως θεωρείται ανελέητο μνημείο του αμερικάνικου horror ενώ ο Σχιζοφρενής Δολοφόνος (ή Leatherface - αβίαστη αντανάκλαση του Ed Gain) άνετα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ο βασιλιάς των παρανοϊκών δολοφόνων της μεγάλης οθόνης. Όχι όμως επειδή είναι ο πιο βλοσυρός, βίαιος, και αχόρταγα αιμοσταγής, αλλά γιατί είναι ο πιο τρομακτικός ακριβώς γιατί είναι και o πιο ανθρώπινος. Τα χαρακτηριστικά της εμμονής αλλά και της αδυναμίας του είναι βαθύτατα ρεαλιστικά, ενώ ο ίδιος αποτελεί κομμάτι μιας (επίσης σχιζοφρενούς) οικογένειας κανιβάλων, η οποία κατοικεί στη πολύπαθη αμερικάνικη περίοδο των 60s-70s, μακριά όμως από το χάος της μεγαλούπολης που κατακλύζει το δυτικό κόσμο. Γι’ αυτό και ο κανιβαλισμός τους παραμένει καλά κρυμμένος σε ένα απομονωμένο αγροτόσπιτο  της επαρχίας.

Από τη μεγαλούπολη προέρχονται και οι πέντε νέοι της ιστορίας, αναζητώντας αθώα τα αίτια της βεβήλωσης ενός οικογενειακού τάφου. Αυτό που τελικά ανακαλύπτουν είναι η ψυχική αίσθηση του αποτρόπαιου, η μετενσάρκωση ενός αγωνιώδους εφιάλτη και η λυσσασμένη αχορταγιά ενός αιματοβαμμένου αλυσοπρίονου. Είναι οι στιγμές που τα όνειρα της νιότης παύουν να ελπίζουν (έτσι ματωμένα και πετσοκομμένα όπως καταντάνε) και οι πέντε νέοι θα ξεράσουν από μέσα τους ό,τι μέχρι τότε έμοιαζε έτοιμο να ανθίσει, χωρίς να έχουν το σθένος να πιστέψουν ότι όσα ζουν μπορεί να είναι η αλήθεια. Μέχρι να νιώσουν ότι τελικά είναι, χαρίζοντας τις σάρκες τους στα νοσηρά ένστικτα της παρανοϊκής αυτής οικογένειας.

Κρανία, δόντια, σάπια κρέατα και τρίχες κυριαρχούν στα περισσότερα κάδρα του Hooper, με τα κουφάρια των ζώων και τη δυσωδία των ακρωτηριασμένων πτωμάτων να αναβλύζουν όλο τον τρόμο και τη φρίκη μιας τέτοιας πραγματικότητας. Η φρίκη φυσικά είναι επίγεια και όχι ονειρική. Κυριαρχεί στην ατμόσφαιρα και αντανακλάται στα υπέροχα πράσινα μάτια της μοναδικής επιζήσασας, Sally, η οποία λουσμένη στο αίμα απομακρύνεται από το θάνατο, με τις κραυγές, τα δάκρυα και το παρανοϊκό της γέλιο να μένουν για πάντα στο μυαλό του σοκαρισμένου θεατή. Αυτό που απομένει στο ξημέρωμα μιας καινούριας ημέρας είναι η αδηφάγα ηχώ ενός αλυσοπρίονου που δε λέει να σωπάσει κι ένας περήφανος Σχιζοφρενής, ο οποίος έχει ταπεινώσει την οποιαδήποτε έννοια σωματικής και ψυχικής ελευθερίας, με τη τραγωδία να βρίσκεται στο θάνατο της νεότητας και τον σαρκικό εξευτελισμό της. Cut!
Chris Zafeiriadis

Αφιερωμένο στη  μνήμη της υπέροχης Marilyn Burns (1949 – 2014). 

Τρίτη 7 Οκτωβρίου 2014

Margin Call (2011)


Σκηνοθετημένο με αυστηρή μαεστρία και ένα σφιχτοδεμένα θεατρικό τρόπο, το Margin Call θα σε πιάσει από τα μούτρα και θα σε τοποθετήσει χωρίς χρονοτριβή και χωρίς κανένα δισταγμό στα αχανή γραφεία ενός οικονομικού κολοσσού, στον αδυσώπητο κόσμο του καπιταλιστικού συστήματος, όπου οι άνθρωποι ανέρχονται με αφοσίωση και πέφτουν σαν τις σταγόνες της βροχής, όποτε κριθεί απαραίτητο από εκείνους που δεν έχεις ποτέ τη τύχη να γνωρίσεις. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον όπου ο καθένας κοιτάει τη δουλειά που του έχει ανατεθεί, στο τέλος της ημέρας κάποιος κερδίζει και κάποιος πάντα χάνει, με τον ισχυρότερο να επιβιώνει και τον πιο αδύναμο να γίνεται περιττός και να χάνεται μέσα στο πλήθος, σαν να μην ήταν ποτέ κομμάτι αυτής της παραγωγής. Σε έναν τέτοιο κόσμο, μακριά από την καθημερινή απλότητα και την οικογενειακή θαλπωρή, οι άνθρωποι του συστήματος ζούνε και περιφέρονται στους διαδρόμους, χωρίς να έχουν ιδέα του τι πρόκειται να συμβεί.

Αυτό που συμβαίνει λίγα μόλις λεπτά μετά από ένα σχεδόν προγραμματισμένο υπαλληλικό ξεσκαρτάρισμα («λουτρό αίματος» όπως το αποκαλεί ένας απ’ τους εναπομείναντες) είναι η κρίση. Μια οικονομικά απροσδόκητη κρίση η οποία γεννάται υπόγεια και καμουφλαρισμένα στα ανήθικα σκοτάδια της εταιρίας και σιγά-σιγά εκκολάπτεται με στόχο να κατακτήσει ολόκληρο το επενδυτικό σύστημα της Δύσης, φανερώνοντας παράλληλα το αληθινό πρόσωπο ενός πληγέντος καπιταλισμού. Από τους οικονομικούς όρους και το καμουφλάζ του ρευστοποιημένου οικονομικού πανικού δεν θα καταλάβεις και πολλά, άλλωστε οι έννοιες δεν τοποθετήθηκαν στο σενάριο για να τις καταλαβαίνουν όλοι. Αυτό φυσικά δεν αφαιρεί και πολλά από την θέαση, καταφέρνει όμως να φέρει τον θεατή πιο κοντά στα πρόσωπα. Στα πρόσωπα και τους ανθρώπους που βρίσκονται στο μάτι του κυκλώνα, εκεί που γίνεται και η εστίαση, αφού για τον σκηνοθέτη (και σεναριογράφο) J. C. Chandor, η κλιμάκωση της κρίσης είναι αναμενόμενη.

Μέσα σε μόλις μια νύχτα θα γνωρίσεις μερικές από τις πιο ευφυείς προσωπικότητες που το σύστημα κατάφερε να καταβροχθίσει και να τους μετατρέψει σε αφοσιωμένους υπηρέτες, τοποθετημένους στον αμείλικτο δρόμο του χρήματος και της δόξας. «Είναι αυτό που πάντα ήθελα να κάνω» εξομολογεί ένας 24χρονος λίγο πριν απολυθεί για πάντα, με την εξομολόγηση να περιγράφει τη δύναμη και την ισχύ του δολαρίου απέναντι στην υποταγή της προσωπικότητας. Αργότερα στην ταινία, μια ακόμα πραγματικότητα φανερώνεται. Τα χρήματα δεν είναι τίποτα παραπάνω από χρωματισμένα κομμάτια χαρτιού που παράγουμε για να έχουμε κάτι να ανταλλάσσουμε μεταξύ μας έτσι ώστε να γλιτώσουμε τον κανιβαλισμό. Βλέποντας όμως τη δράση των ανθρώπων αντιλαμβάνεσαι ότι όχι μόνο τον κανιβαλισμό δεν γλιτώσαμε αλλά στην καταγεγραμμένη ιστορία του καπιταλισμού καταφέραμε να τον ανάγουμε σε φυσική ανάγκη για την επιβίωση της σάρκας και του τρωτού μας εγωισμού. 

Κάπως έτσι το Margin Call μετατρέπεται σε μια ταινία για τον άνθρωπο και τη διαφορά ανάμεσα στους απλούς πολίτες που βιώνουν την κρίση και εκείνους που διαχειρίζονται τα κεφάλαια και την οικονομική διάσωση (του εαυτού τους). Οι πρώτοι συνεχίζουν να παλεύουν χωρίς να έχουν τη δυνατότητα της κατανόησης, οι δεύτεροι ζούνε εγκλωβισμένοι μέσα σε μια απέραντη μοναξιά, προσπαθώντας από κάπου να πιαστούν. με μοναδικούς φίλους μερικές μονάχα τσίχλες νικοτίνης. Δεν είναι τυχαίο που κατά τη διάρκεια της νύχτας κανείς από τους εμπλεκόμενους δεν επικοινωνεί με κάποιον δικό του άνθρωπο, με μοναδική ίσως εξαίρεση τον χαρακτήρας του Stanley Tucci ο οποίος επιθυμεί να αποδράσει, αντιλαμβανόμενος το λάθος. Μέσα σε αυτή την καταβρόχθιση ανθρώπινων προσωπικοτήτων, το συναίσθημα της μοναξιάς στέκει αγέρωχο, χωρίς όμως να φαίνεται ότι υπάρχει δυνατότητα να ξεφύγεις από αυτό. Χωρίς να αναπτύσσεις την επιθυμία της συντροφικότητας, παρά μόνο όταν νιώσεις ότι σκότωσες ό,τι κάποτε ήτανε δικό σου, παρά μόνο αν πέσεις στα γόνατα και νιώσεις να χάνεται η ανάσα του πιο πιστού σου φίλου.

Η ημέρα της κρίσης δεν ήταν ποτέ πιο βασανιστικά γενναιόδωρη.

Chris Zafeiriadis