Ο
Raimi, τα Δαιμόνια, η εκπνοή των ‘00s και το καταραμένο άσθμα μιας γριάς μπαμπέσας που σέρνει τον χορό.
Η αλήθεια είναι ότι ο περισσότερος κόσμος ανα-γνωρίζει τον
Sam Raimi από τις τελευταίες comic-o-τραγικές δουλειές, της τελευταίας δεκαετίας, άντε και λίγο πιο πίσω. Και πως να μην το κάνει άλλωστε την στιγμή που οι πρώτες (και πιο αναγνωρίσιμες) ταινίες του όχι απλά ήταν τελείως διαφοροποιημένες από τις επόμενες, αλλά αφορούσαν και είχαν τελείως διαφορετικούς αποδέκτες. Χωρίς (εμφανή) πρόθεση θριαμβολογίας, το παρόν κείμενο (μοιάζει να) αφορά περισσότερο εκείνους που γνωρίζουν (την) ιστορία, παρά όλους τους υπόλοιπους. Ωστόσο...
...Θα ήταν τουλάχιστον άδικο (αν όχι αφελές) να προσπαθεί κάποιος να συγκρίνει άμεσα το
Drag me to Hell με το παρελθόν του σκηνοθέτη. Άλλες εποχές τότε, άλλοι άνθρωποι. Και ο
Raimi τελείως διαφορετικός, απενοχοποιημένος από πρέπει, μεγάλες συμφωνίες και ακριβά studios. Σήμερα έχει όνομα, έχει καριέρα και πρέπει να φανεί αντάξιος όλων αυτών που τον περιβάλουν. Τουλάχιστον μέχρι ένα βαθμό (
Ένα Απλό Σχέδιο ποτέ δεν είναι αρκετό για να αναλάβει κάποιος το "βαρύ" franchise του αραχνάνθρωπου). Ωστόσο, η επιστροφή του στο είδος που τον ανέδειξε και που ο ίδιος μοιάζει να αγαπάει περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, μόνο χαμόγελα μπορούσε να φέρει στα πρόσωπα των οπαδών.
Σαν δαιμονισμένη ιστορία τρόμου βγαλμένη από την παλιά καλή σχολή του χτες αλλά τοποθετημένη στο ευφάνταστο σήμερα, το
Drag Me to Hell μοιάζει να ξεπήδησε από τις σελίδες ενός αυθεντικά σατανικού comic, όχι απόλυτα σκοτεινού, ούτε όμως και τρομερά πε-φωτισμένου. Χρησιμοποιώντας με χειρουργική ακρίβεια όλα τα κλισέ του είδους (πράγμα το οποίο ούτε στο ελάχιστο ενοχλεί), μετατρέπεται στο απόλυτο demon-movie, τρομερά απολαυστικό για την αφέλεια & το χιούμορ του αλλά και ακαταμάχητα ένοχο για τα ανεξάντλητα τρομάγματα που προσφέρει, πράγμα που είναι και ο σκοπός του, για να μη ξεχνιόμαστε.
Το είδος δεν μπορεί να επαναπροσδιοριστεί, μπορεί όμως να ανανεωθεί - μέσα από τον εαυτό του. Κολασμένες φιγούρες, φωνές από το υπερπέραν, ψαλμωδίες, μαύρη μαγεία, κατάρες, τελετές, κατσίκες, δαιμονισμοί, εξορκισμοί, evil dances, a gypsy old woman και μια υποβόσκουσα ειρωνεία για την δια-μορφωμένη κοινωνία και την εξιδανικευμένη μας πραγματικότητα, συνθέτουν αυτό το σαλιωμένο requiem που χορεύει η όμορφη Christine (καθόλου τυχαία επιλογή ονόματος) παλεύοντας να σώσει την ψυχή της, την οποία είχε αλλά έχασε όταν η υπευθυνότητα της τραπεζοϋπαλληλικής θέσης που κατέχει την αναγκάζει να πάρει μια παραβολικά και αμφισβητήσιμα λάθος απόφαση.
Εν μέσω μιας διφορούμενης οικονομικής κρίσης και δεδομένου του σνομπαρίσματος που επρόκειτο να επι-δεχτεί η ταινία (λόγω της φύσης της, καθαρά), ο - πάνω απ’ όλα - fan
Raimi πατάει το γκάζι στο τέρμα χρησιμοποιώντας την εξυπνάδα, τα πάθη και τις κρυμμένες εμμονές του, και δίχως καν να σοκάρει με κάποιο ματωμένο περιεχόμενο (όπως συνηθίζεται τελευταία), δημιουργεί ένα fan-made τρομο-κράτημα, μπολιασμένο με μια συνεχή αίσθηση αγωνίας, φόβου και αφέλειας. Και η αλήθεια είναι ότι δεν σε αφήνει να πάρεις ανάσα ο άτιμος.
Το
Drag Me to Hell, αμφιταλαντεύεται ανάμεσα σε δύο πραγματικότητες. Η πρώτη θέλει τον
Raimi να τραβάει το βλέμμα του νεανικού - και όχι μόνο - κοινού (μαζί με ό,τι συνεπάγεται αυτό) προς το μέρος του, δημιουργώντας φασαρία, αναστάτωση και ντόρο. Η δεύτερη τον δείχνει κατακλυσμένο από νεανική αφέλεια, ζήλο και αυθορμητισμό, να προσπαθεί να δημιουργήσει όπως αυτός πιστεύει και αγαπά, αναλογιζόμενος το (βαθύ) παρελθόν και φέρνοντάς το στο (απαιτητικό) παρόν. Και στις δυο περιπτώσεις είμαστε τελείως μαζί του και επικροτώντας στο full, χαλαρώνουμε, γουστάρουμε και χειροκροτούμε για μια από τις πιο γαμηστερές ταινίες της χρόνιας. Τα βιολιά ξεκίνησαν να παίζουν, Avanti Maestro…
Chris Zafeiriadis