“Star light, star bright, first star I’ve seen tonight
I wish I may, I wish I might, have the wish I wish tonight…”
I wish I may, I wish I might, have the wish I wish tonight…”
Υπάρχουν αυτοί (οι ελάχιστοι) που ηδονίζονται (κυριολεκτικά) βλέποντας παλιές, ασπρόμαυρες ταινίες επιστημονικής φαντασίας. Αυτές με τα περίεργα σενάρια, τα στρόγγυλα διαστημόπλοια, τα “συγκεκριμένα” soundtracks, και τα μέτρια (πολλές φορές) εφέ. Υπάρχουν και οι άλλοι (οι περισσότεροι) που απλά αδιαφορούν για το συγκεκριμένο είδος (μερικοί μάλιστα δεν τον θεωρούν καν είδος αλλά υπό-είδος) και που για αυτούς η προβολή τέτοιων ταινιών θεωρείται απλά χάσιμο χρόνου. Και οι δύο με κάποιο τρόπο έχουν τα δίκια τους. Με αυτό το κείμενο δεν θέλω ούτε να τιμήσω τους πρώτους, ούτε και να υπό-τιμήσω τους δεύτερους. Διότι η αλήθεια κρύβεται κάπου «στο ανάμεσα».
Η ιστορία αυτού που «Ήρθε από το Διάστημα» είναι λίγο πολύ κλασική, μιας και η πτώση ενός μετεωρίτη είναι εύκολος σαν ιδέα αλλά σοφός σαν λειτουργικότητα τρόπος για να φτάσει έξω-γήινη ζωή στον πολύπαθο πλανήτη μας. Αρκετές φορές έχει ειπωθεί στο παρελθόν και αρκετές, εικάζω, θα ειπωθεί στο μέλλον. Ωστόσο, μια ιδιαιτερότητα που μπορεί με ευκολία κάποιος να παρατηρήσει σε σχέση με τις πάμπολλες science fiction ταινίες των 40ς και 50ς, είναι ο ιδιάζων τρόπος με τον οποίο παρουσιάζονται εδώ οι “εισβολείς”.
Χωρίς προφανή αιτία (κατά λάθος θα έλεγε κανείς) προσγειώνονται ακούσια σε μια ερημική τοποθεσία στα προάστια μιας κωμόπολης και σε αντίθεση πάντα με τα θέλω των παραγωγών αλλά και του κόσμου που διψάει για μάχες μέχρι τελικής πτώσης, διακατέχονται από μάλλον ευπρεπείς ειρηνικές διαθέσεις. Το μόνο που (δυστυχώς) δείχνουν να έχουν ανάγκη είναι ο χρόνος. Χρόνος που απαιτείται για να επισκευάσουν το διαλυμένο σκάφος τους και να μπορέσουν να αναχωρήσουν πάλι στο βαθύ σκοτάδι του ουρανού.
Η ιστορία αυτού που «Ήρθε από το Διάστημα» είναι λίγο πολύ κλασική, μιας και η πτώση ενός μετεωρίτη είναι εύκολος σαν ιδέα αλλά σοφός σαν λειτουργικότητα τρόπος για να φτάσει έξω-γήινη ζωή στον πολύπαθο πλανήτη μας. Αρκετές φορές έχει ειπωθεί στο παρελθόν και αρκετές, εικάζω, θα ειπωθεί στο μέλλον. Ωστόσο, μια ιδιαιτερότητα που μπορεί με ευκολία κάποιος να παρατηρήσει σε σχέση με τις πάμπολλες science fiction ταινίες των 40ς και 50ς, είναι ο ιδιάζων τρόπος με τον οποίο παρουσιάζονται εδώ οι “εισβολείς”.
Χωρίς προφανή αιτία (κατά λάθος θα έλεγε κανείς) προσγειώνονται ακούσια σε μια ερημική τοποθεσία στα προάστια μιας κωμόπολης και σε αντίθεση πάντα με τα θέλω των παραγωγών αλλά και του κόσμου που διψάει για μάχες μέχρι τελικής πτώσης, διακατέχονται από μάλλον ευπρεπείς ειρηνικές διαθέσεις. Το μόνο που (δυστυχώς) δείχνουν να έχουν ανάγκη είναι ο χρόνος. Χρόνος που απαιτείται για να επισκευάσουν το διαλυμένο σκάφος τους και να μπορέσουν να αναχωρήσουν πάλι στο βαθύ σκοτάδι του ουρανού.
Παρατηρείται όμως και μια κομψοτεχνική διαφορά στο «φαίνεσθαι» αυτών. Οι εξωγήινοι (και εδώ) έχουν την δυνατότητα να αντιγράφουν την ανθρώπινη μορφή και να παρά-βρίσκονται ανάμεσα στο πλήθος χωρίς να γίνονται αντιληπτοί, με την διαφορά ότι δεν λειτουργούν σαν άλλοι Body Snatchers, αλλά διατηρούν τα σώματα άθικτα μα παγιδευμένα στο κρυμμένο σκάφος τους. Δίνεται όμως η δυνατότητα στον θεατή να φανταστεί την πραγματική τους μορφή, παρατηρώντας τις αντιδράσεις αυτών που έρχονται σε επαφή μαζί τους, μιας και οι μορφασμοί στο αλαφιασμένο πρόσωπο τους αποδεικνύουν το αηδιαστικό της πραγματικότητας που τους περιβάλει.
Επιπλέον, πρόκειται για μια από τις ελάχιστες ταινίες (δεν λεω η μόνη μιας και ο διάολος έχει πολλά ποδάρια λένε) στην οποία ο θεατής βλέπει τον τρομαγμένο κόσμο μέσα από το ένα(!) μάτι του κυκλωπικού εισβολέα, κάτι το οποίο αμυδρά διακρίνεται στη μια και μοναδικά στημένη σκηνή λίγο πριν το (τσιγκούνικο) φινάλε όπου μέσα από τις παχιές σκιές, καθυστερημένα αλλά εντυπωσιακά, κάνει την εμφάνισή του ο πληθωρικός εξωγήινος, χωρίς όμως να αποκαλύπτει πλήρως τη γλοιώδη, κολλώδη και απόλυτα αποκρουστική, αληθινή μορφή του.
Η σπουδαιότητα της ταινίας όμως, που με δυσκολία πια διακρίνεται, έγκειται στη επιρροή της στο σινεμά του φανταστικού στις επόμενες γενεές. Μέσα από μια πλειάδα τέτοιων παραγωγών (The day the earth stood still, Invaders from mars, War of the worlds, Earth vs. the Flying Saucers κ.α.) και χωρίς να υποτιμάται ούτε στο ελάχιστο η αξία των υπολοίπων, έχει συμβάλει τα μέγιστα για την δημιουργία πραγματικών αριστουργημάτων της 7ης τέχνης, επηρεάζοντας ουκ ολίγους σκηνοθέτες και σεναριογράφους του χτες αλλά και του σήμερα, με πρώτο και καλύτερο εκείνο τον μουσάτο πια κύριο με τα κοκάλινα γυαλιά που έγινε διάσημος με τα διαστημικά παιχνίδια που μας χάρισε και που τόσο χαιρόμαστε εμείς για αυτό.
Μπορεί ο Jack Arnold να μην έγινε ποτέ το μεγάλο όνομα που ονειρευόταν, μπορεί αργότερα να σκάρωσε και τον Incredible Shrinking Man με περιττό ζήλο και δεξιοτεχνία, αυτό που «Ήρθε από το Διάστημα» όμως στέκεται σκουριασμένο αλλά περήφανο πια στις λίστες με τα καλύτερα sci-fi films μιας ένδοξης εποχής που έχει φύγει ανεπιστρεπτί και δια παντός από τα ταλαιπωρημένα κινηματογραφικά δρώμενα. Επουδενί όμως, έχει ξεχαστεί.
Επιπλέον, πρόκειται για μια από τις ελάχιστες ταινίες (δεν λεω η μόνη μιας και ο διάολος έχει πολλά ποδάρια λένε) στην οποία ο θεατής βλέπει τον τρομαγμένο κόσμο μέσα από το ένα(!) μάτι του κυκλωπικού εισβολέα, κάτι το οποίο αμυδρά διακρίνεται στη μια και μοναδικά στημένη σκηνή λίγο πριν το (τσιγκούνικο) φινάλε όπου μέσα από τις παχιές σκιές, καθυστερημένα αλλά εντυπωσιακά, κάνει την εμφάνισή του ο πληθωρικός εξωγήινος, χωρίς όμως να αποκαλύπτει πλήρως τη γλοιώδη, κολλώδη και απόλυτα αποκρουστική, αληθινή μορφή του.
Η σπουδαιότητα της ταινίας όμως, που με δυσκολία πια διακρίνεται, έγκειται στη επιρροή της στο σινεμά του φανταστικού στις επόμενες γενεές. Μέσα από μια πλειάδα τέτοιων παραγωγών (The day the earth stood still, Invaders from mars, War of the worlds, Earth vs. the Flying Saucers κ.α.) και χωρίς να υποτιμάται ούτε στο ελάχιστο η αξία των υπολοίπων, έχει συμβάλει τα μέγιστα για την δημιουργία πραγματικών αριστουργημάτων της 7ης τέχνης, επηρεάζοντας ουκ ολίγους σκηνοθέτες και σεναριογράφους του χτες αλλά και του σήμερα, με πρώτο και καλύτερο εκείνο τον μουσάτο πια κύριο με τα κοκάλινα γυαλιά που έγινε διάσημος με τα διαστημικά παιχνίδια που μας χάρισε και που τόσο χαιρόμαστε εμείς για αυτό.
Μπορεί ο Jack Arnold να μην έγινε ποτέ το μεγάλο όνομα που ονειρευόταν, μπορεί αργότερα να σκάρωσε και τον Incredible Shrinking Man με περιττό ζήλο και δεξιοτεχνία, αυτό που «Ήρθε από το Διάστημα» όμως στέκεται σκουριασμένο αλλά περήφανο πια στις λίστες με τα καλύτερα sci-fi films μιας ένδοξης εποχής που έχει φύγει ανεπιστρεπτί και δια παντός από τα ταλαιπωρημένα κινηματογραφικά δρώμενα. Επουδενί όμως, έχει ξεχαστεί.
Chris Zafeiriadis